Γιάννης Ξανθούλης «Σιχαίνομαι τα σχολεία γιατί
μας εκπαιδεύουν στη βία»
Της Παρής Σπίνου (efsyn.gr, 14-12-2012)
[…]
Ο Ξανθούλης υπογραμμίζει ότι μια «απωθητική αφορμή» τον ώθησε να γράψει το «Γιο
του δάσκαλου»: η βία στην οικογένεια και στην εκπαίδευση. «Εκπαιδευόμαστε να
γίνουμε βίαιοι. Σιχαίνομαι τα σχολεία γιατί κουβαλούν όλους τους μύκητες της
βίας». Κουβαλώντας αναμνήσεις από ιδεαλιστές εκπαιδευτικούς και από
χαρισματικούς μαθητές ανασύρει μια ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα θεσσαλικό
χωριό.
Ο
δάσκαλος παίζει καθοριστικό ρόλο στη μικρή κοινωνία. Ο μεγάλος γιος του τού
βάζει την ιδέα να δημιουργήσει μια συμπαγή τριάδα μαθητών και να τους διδάξει
μια ζωή υπέροχη και ανταγωνιστική, την τέχνη της επιβίωσης. «Τους διδάσκει
ακόμα και σεξ, γιατί παραδοσιακά ο πατέρας πήγαινε τον γιο στο πορνείο, για να
μη γίνει ομοφυλόφιλος… Ηταν ομοφοβικοί, όπως ο Τατσόπουλος», είπε ο Ξανθούλης
προκαλώντας γέλιο.
«Ο
δάσκαλος είναι ο μέντορας-ρυθμιστής και οι τρεις επίλεκτοι που έχει αναλάβει
είναι νέοι, όμορφοι, υγιείς, ατρόμητοι, αγαπούν την τελειότητα. Στην αντίθετη
μεριά βρίσκεται ο μικρός γιος του δασκάλου, ο Νικόδημος, που μισεί την
τελειότητα, όπως εγώ. Και αυτός θα ανοίξει ένα θέμα-ταμπού στην οικογένεια, την
αυτοκτονία του μεγάλου αδερφού στον στρατό».
Ο
Ξανθούλης βασίζεται σε ένα πραγματικό
γεγονός. «Τη μακρινή Σαρακοστή της άνοιξης του 1972, όταν έκανα τη θητεία μου
στο Λιτόχωρο, ένας φαντάρος αυτοκτόνησε ξημερώματα στη σκοπιά γιατί δεν άντεξε
ένα ανεπίτρεπτο ή συνηθισμένο καψώνι που του έκαναν μπροστά σε όλο τον λόχο.
Βλέπουμε πού μπορεί να οδηγήσει η μικρή εξουσία που έχουν οι επιλοχίες, οι
δεκανείς…».
Ο
συγγραφέας ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης στη σύγχρονη Αθήνα, της λιτότητας
και της εξαθλίωσης. Ο μικρός αδελφός, που έχει απομακρυνθεί από το χωριό,
βρίσκει καταφύγιο μια βροχερή μέρα σε ένα βιβλιοπωλείο και το μάτι του πέφτει
σε ένα βιβλίο με τίτλο «Γεια σας παιδιά». Γαλλοθρεμμένος, αφού σπούδαζε στο
Παρίσι, νομίζει ότι πρόκειται για δοκίμιο για την ομότιτλη ταινία του Λουί Μαλ.
Ωστόσο,
η συγγραφέας του αναφέρεται στο γεγονός που συγκλόνισε την οικογένειά του, την
αυτοκτονία του μεγάλου, χαρισματικού αδερφού του. Τότε ο Νικόδημος αποφασίζει
να γυρίσει στο χωριό αναζητώντας μια ευκαιρία να συμφιλιωθεί με τον πόνο και
τις εμμονές του.
Ο
Γιάννης Ξανθούλης προσδιορίζει πώς βλέπει τον ρόλο της τέχνης. «Πρέπει να είναι
παρηγορητική. Ιδιαίτερα αυτή την εποχή. Γι’ αυτό δεν ήθελα να γράψω πράγματα
«abstrait». Δεν ήθελα να κάνω τον Ξανθουλοβισκόντι, όπως ο Δημητριάδης και
άλλοι συγγραφείς.
Επιδίωξα
το βιβλίο να είναι πολυεπίπεδo, ελκυστικό και να έχει, όπως έλεγαν οι παλιοί,
υπόθεση. Θέλησα να κάνω μια ιστορία για την εποχή του ’60 και του ’70, τότε που
οι Έλληνες επένδυαν στο μέλλον, είχαν οράματα για τον Brave new world, του
Χάξλεϊ. Τώρα ελπίδες και όνειρα ματαιώνονται».
Στα
τέλη της δεκαετίας του ’60 είχε γνωρίσει πεφωτισμένους δασκάλους με ελιτίστικες
ιδέες. Ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή και με το βιβλίο της Βρετανής Μίριελ Σπαρκ
«Η δεσποινίς Τζιν Μπρόντι στην ακμή της», όπου μια πεφωτισμένη δασκάλα,
θαυμάστρια του Μουσολίνι, δημιούργησε ένα κλαμπ μαθητριών και τις γαλούχησε στα
φασιστικά ιδεώδη. Η Μις Μπρόντι δεν φεύγει από το μυαλό του Ξανθούλη, όπως και
ο Χορστ Μπούχολτς, ο Γερμανός ηθοποιός που κοσμεί το εξώφυλλο του νέου του
βιβλίου.
Για
τον Ξανθούλη η διαδικασία της γραφής είναι μια «κομψότατη σχιζοφρένεια». Πόσο
οι εμμονές και οι εμπειρίες τον καθορίζουν; Αυτοψυχαναλύεται όταν γράφει; Στα
βιβλία του αποκαλύπτει τον «ηδονοβλεπτικό εαυτό που βλέπει τη μέσα μνήμη και τη
μέσα σιωπή». Δανείζει τις φοβίες και τα φαντάσματά του στους ήρωές του.
Προσπαθεί να τιθασεύσει τις σκέψεις στο χαρτί και γίνεται αλεξικέραυνο όπου
πέφτουν οι κεραυνοί.
Αντιλαμβάνεται,
δε, την πραγματικότητα με μια ιδιόμορφη, προσωπική λογική και παραφράζει τα
δράματα: «Μικρός πίστευα ότι οι νάρκες ήταν μια σοβαρή ασθένεια του πέλματος»,
είπε γελώντας. «Και φανταζόμουν πως αν στρίψω στη γωνία θα δω το φέρετρο της
μάνας μου, όπως η ίδια με απειλούσε γιατί ήμουν άτακτος».
Σήμερα,
κάθεται «άκεφος» να γράψει τα παθήματα των ενηλίκων και σκέφτεται πόσο δεν έχει
το ταλέντο να ενηλικιωθεί. Στα 66 του χρόνια τονίζει: «Νιώθω ασφαλής στην
ανασφάλεια που ένιωθα ως παιδί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου