30.4.06

"ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ" ΣΕ ΕΝΑΝ ΓΚΕΪ ΚΟΣΜΟ (;;!!!)

Oι περιπέτειες ενός ετεροφυλόφιλου ζευγαριού από τον Bλαδίμηρο Kυριακίδη
«Παράνομοι» σε έναν γκέι κόσμο
Του Π. Κάγιου
Aπό την... ανάποδη μάς μαθαίνει τις σχέσεις η ταινία «Straight story» με τον Bλαδίμηρο Kυριακίδη, όπου η ομοφυλοφιλία είναι το «νόμιμο» και η ετεροφυλοφιλία το «παράνομο» και διαφορετικό
To «Straight story» του Βλαδίμηρου Κυριακίδη είναι μια καθαρόαιμη κωμωδία που άρχισε τα γυρίσματά της και φιλοδοξεί να μας μάθει τα πάντα γύρω από τις σεξουαλικές σχέσεις, αλλά απ' την... ανάποδη. Σε μια κοινωνία όπου φυσιολογικές είναι μόνο οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, τι πιο «φυσιολογικό» από το να τα παίζει ο ένας από τους δύο μπαμπάδες σου γιατί είσαι straight, να παθαίνει την πλάκα της η μαμά σου επειδή δεν είσαι λεσβία και να πλακώνει η αστυνομία στο straight bar! Ή, ακόμα πιο... διαστροφικά να ακούγεται το «φύγε Στέλιο, κρατάω μαχαίρι» ανάμεσα σε δύο άντρες ερωτικούς συντρόφους σε στιγμή ακραία σύγκρουσης, θυμίζοντας τη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα!
«Πρόκειται για μια ανατρεπτική, ερωτική κωμωδία, που αποσκοπεί μέσα από παρεξηγήσεις, αντεστραμμένες καταστάσεις των ερωτικών σχέσεων όπως τις ξέρουμε στην κοινωνία μας, να χαρίσει με το παράλογο χιούμορ της το γέλιο στον θεατή» λέει ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης γι' αυτή την πρώτη σεναριακή και σκηνοθετική του απόπειρα (σενάριο και σκηνοθεσία μαζί με την ηθοποιό και σύντροφό του Έφη Μουρίκη). Μια ανατρεπτική κωμωδία η οποία, μάλιστα, είναι ανεξάρτητη παραγωγή και δεν χρειάστηκε το κρατικό δεκανίκι του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και βρήκε στήριξη από ιδιωτικές εταιρείες (Αργοναύτες, Audiovisual - Προοπτική) με στόχο να επικοινωνήσει με το μεγάλο κοινό και όχι να απευθυνθεί σε μια μικρή ομάδα φανατικών σινεφίλ.
Ο Γιάννης και η Σοφία, λοιπόν, του «Straight story», είναι δύο νέοι που έχουν την ατυχία να... ερωτευτεί ο ένας τον άλλον! Οι γονείς τους παθαίνουν πολλαπλά... εγκεφαλικά μόνο και μόνο στο άκουσμα αυτής της σχέσης, οι γείτονες αλλάζουν πεζοδρόμιο όταν τους συναντούν, οι μεγαλύτεροι απαιτούν το κλείσιμο των μπαρ όπου συχνάζουν αυτά τα... μιάσματα και όλη η κοινωνία ανεξαιρέτως θέλει να ξεφορτωθεί αυτούς τους ανώμαλους και τους ομοίους τους!
Γιατί όμως αυτή η εκκολαπτόμενη σχέση αντιμετωπίζεται σαν... έγκλημα; Ποιο είναι το κουσούρι της;
«Ότι είναι straight! Ο Γιάννης και η Σοφία είχαν την... κακή τύχη να γεννηθούν σε έναν διαφορετικό κόσμο από τον δικό μας, όπου το φυσιολογικό είναι να ερωτεύονται, να παντρεύονται και να κάνουν οικογένειες μόνο άτομα του ίδιου φύλου. Οι οικογένειες αποτελούνται μόνο από μπαμπάδες ή μαμάδες και οποιοσδήποτε τολμήσει να ισχυριστεί ότι καμία φορά και τα ετερώνυμα έλκονται μπαίνει σε μαύρη λίστα» απαντάει ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, έχοντας, κιόλας, μπει στο κλίμα της ταινίας και του ρόλου του. Άλλωστε αυτές τις ημέρες φώναξε για πρώτη φορά το πρώτο «μοτέρ, πάμε!» και άρχισαν τα γυρίσματα. «Αν νομίζετε, τελικά, ότι ξέρετε τα πάντα για τις σχέσεις "από την καλή", ήρθε η ώρα να τις μάθετε και από την... ανάποδη!»
Τους ρόλους της ομοφυλόφιλης, φυσιολογικής, κοινωνίας τού «Straight story» θα μοιραστούν μαζί με τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη και οι Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Άνθιμος Ανανιάδης, Κανελλίνα Μενούτη, Μένη Κωνσταντινίδου, ενώ τον βίο τους θα φωτίσει ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής και την εκτέλεση παραγωγής θα κάνει ο Γιάννης Ιακωβίδης της «Πολίτικης κουζίνας» και των «Νυφών».
Λένε ότι η κοινωνία μας μοιάζει «σαλεμένη», αλλά παραμένει «συντηρητική». Τι ρόλο έρχεται να παίξει μια κωμωδία σαν το «Straight story»;
«Το χιούμορ θα βγαίνει μέσα από τις καταστάσεις και το παράδοξο του θέματος. Σημαντικό στοιχείο της ταινίας είναι η ερωτική έλξη των δύο... παράνομων πρωταγωνιστών (Γιάννη - Σοφία), ώστε να μπορέσει ο θεατής να ταυτιστεί με τους ήρωες. H αισθητική της ταινίας θα δώσει μία ανάταση στα χρώματα και μια άλλη διάσταση κόντρα στο γκρίζο της σημερινής Αθήνας. Οι χώροι, προσεκτικά επιλεγμένοι, θα αναδείξουν τη μοντέρνα πλευρά της πόλης μας, όπως και το στάιλινγκ των ηθοποιών».
Πώς θα παρασύρετε τον θεατή στη λογική του κόσμου της ταινίας σας; Δεν φοβάστε μήπως όλη αυτή η ιστορία δεν γίνει πιστευτή;
«Ο ρυθμός της ταινίας θα είναι γρήγορος, με κίνηση μηχανής, καταγράφοντας, έναν άλλο ρεαλισμό από αυτόν που ξέρουμε και το στοίχημα είναι το παρανοϊκό και το ανορθόδοξο να λαμβάνεται από τον θεατή ως κοινό γούστο της πλειοψηφίας. Κάτι, εδώ που τα λέμε, το οποίο δεν θέλει και μεγάλη προσπάθεια στις μέρες μας!».
.
(Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ 29-04-2006)

29.4.06

ΚΑΡΑΒΑΤΖΙΟ ΚΑΙ 17ος ΑΙΩΝΑΣ

Image Hosted by ImageShack.us

"Καραβάτζιο και 17oς αιώνας"
(από 28/4 έως 30/6 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης)

.

«Η ανάσταση του Λαζάρου», «Ο Αγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής» και «Η θλιμμένη Μαγδαληνή» είναι τα έργα του Μικελάντζελο Μερίζι, γνωστού ως Καραβάτζιο, τα οποία πλαισιώνουν 11 πίνακες καλλιτεχνών του 17ου αιώνα, οι οποίοι είτε εμπνεύστηκαν από εκείνον, είτε βρέθηκαν σε αντίθετα καλλιτεχνικά ρεύματα, χωρίς όμως το έργο τους να πάψει να συνομιλεί, κατά τους ειδικούς, με το έργο του Καραβάτζιο.
Ο κορυφαίος Ιταλός ζωγράφος του 17ου αιώνα, που έγινε γνωστός με το όνομα του τόπου καταγωγής του, το Καραβάτζιο (1571-1610), είχε σκανδαλίσει ουκ ολίγες φορές την Καθολική Εκκλησία, καθώς απεικόνιζε προκλητικά την Παναγία χρησιμοποιώντας ως μοντέλο του την αγαπημένη του πόρνη, και είχε καταδικαστεί σε θάνατο για φόνο, γιατί είχε σκοτώσει τον αντίπαλό του σε μονομαχία.
Ο Καραβάτζιο μαθήτευσε από 11 χρονών δίπλα σε έναν Μιλανέζο ζωγράφο, που άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της επιρροής του στα έργα του μεγάλου ζωγράφου της Αναγέννησης.
Λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρα του και της άσωτης ζωής του, δημιουργούσε συχνά επεισόδια. Εζησε ταραχώδη ζωή, γεμάτη περιπέτειες, ήταν ομοφυλόφιλος, σύχναζε σε καταγώγια και, λόγω του βίαιου χαρακτήρα του, είχε εμπλακεί ακόμα και σε άγρια εγκλήματα για ασήμαντες αφορμές. Αλλαζε συχνά τόπο διαμονής και νεαρός ακόμη βρέθηκε στη Ρώμη να ζωγραφίζει στους δρόμους για να επιβιώσει.
Λόγω της υψηλής τέχνης του, τον πήρε υπό την προστασία του ένας καρδινάλιος, αλλά, παρά το χρήμα και την αναγνώριση που κέρδισε, εξακολούθησε να συχνάζει στα καταγώγια και να συναναστρέφεται με τους ανθρώπους του υποκόσμου.
Είχε βαθιά επίγνωση της θέσης του στην ιστορία της ζωγραφικής και είχε πει σε μια δίκη μανιεριστών και οπαδών της αντιμεταρρύθμισης ότι «για μένα ζωγράφος είναι αυτός που ξέρει να ζωγραφίζει καλά και να μιμείται καλά τα φυσικά αντικείμενα».
Είχε πει επίσης ότι «με τον ίδιο τρόπο πρέπει να ζωγραφίζεται ένας καλός πίνακας με άνθη κι ένας πίνακας με μορφές». Αυτή η νατουραλιστική του τάση τον έκανε να αρέσει στους φιλότεχνους μαικήνες της εποχής, αλλά όχι στον κλήρο.
Ο τρόπος που φωτίζει και σκιάζει την ανθρώπινη φύση, το ανθρώπινο δράμα και την τραγωδία, η ευθραυστότητα των χαρακτήρων που απεικονίζει, δείχνει ότι έχει εντρυφήσει στα μυστικά της τέχνης του Τισιάνο, του Μιχαήλ Αγγέλου και του Ντα Βίντσι.
Οι φιγούρες αγίων που ζωγραφίζει δίνουν την αίσθηση μιας μάζας που εκπέμπει θλίψη, πόνο και συχνά βία, όπως βίαιος υπήρξε και ο ίδιος στη σύντομη ζωή του. Με το έργο του «Η Κοίμησις της Θεοτόκου», που προοριζόταν για εκκλησία, ξέσπασε σκάνδαλο και απορρίφθηκε ο πίνακας, γιατί θεωρήθηκε ότι το μοντέλο που χρησιμοποίησε για τη Θεοτόκο, ήταν το νεκρό σώμα μιας πόρνης που πνίγηκε στον Τίβερη.
Ο θυελλώδης Καραβάτζιο, έγινε διάσημος ζωγράφος χάρη στην παραγγελία που του ανατέθηκε για το παρεκκλήσι του Σαν Λουίτζι ντει Φραντσέζι, στη Ρώμη. Ζωγράφισε πάνω σε μουσαμά μεγάλων διαστάσεων, πρακτική ασυνήθιστη για έργα εκκλησιών, «Το Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου» και την «Κλήση του Αγίου Ματθαίου».
Η σχέση του με μια πόρνη και τον εραστή της τον οδήγησε σε μια ερωτική τραγωδία και τελικά πέθανε σε ηλικία 39 ετών, σε ένα άθλιο δωμάτιο, στο Πόρτο Ερκολε. Κατά τους επίσημους βιογράφους του, πέθανε από ελονοσία, στην παραλία του Λάτσιο.

.

(Αναδημοσίευση από την ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ 28-04-2006)

28.4.06

WALT WHITMAN: ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Image Hosted by ImageShack.us
.
ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΓΕΜΑΤΟΣ ΠΟΘΟ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ
Αυτή τη στιγμή γεμάτος πόθο και σκέψεις κάθομαι μονάχος
Μου φαίνεται ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σε άλλες χώρες γεμάτοι πόθο και σκέψεις
Μου φαίνεται ότι το βλέμμα μου μπορεί να πάει και να τους φτάσει στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία
Ή μακριά, πολύ μακριά, στην Κίνα ή στη Ρωσία ή στην Ιαπωνία, όπου μιλάνε άλλες γλώσσες
Και μου φαίνεται ότι αν μπορούσα να γνωρίσω όλους αυτούς τους ανθρώπους θα δενόμουν μαζί τους όπως με τους ανθρώπους της χώρας μου
Ω είμαι σίγουρος πως θα γινόμασταν αδέρφια κι εραστές
Ξέρω ότι θα ήμουν ευτυχισμένος μαζί τους.

Walt Whitman: Ποιήματα (Βιβλιο-ΒΑΡΔΙΑ, 2006)
Μετάφραση: Δημήτρης Χορόσκελης

27.4.06

ΤΖΑΜΑΪΚΑ. ΟΜΟΦΥΛΟΦΟΒΙΑ ΜΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ ΡΕΓΚΕ

Troubled island
In Jamaica, where politicians are openly homophobic and song lyrics incite violence against gay people, coming out can be fatal.
By Gary Younge
.
Friday night in Kingston, and at a house party high up in the hills overlooking the city the first refrains of the dancehall track Tuck in yu belly ring out. Within moments the dancefloor is packed. In the darkened room bodies are locked at the hip, dancers facing each other or pressed front to back, swaying in a musical embrace. Two pelvises joined by rhythm and gyrating in sensual unison. It is as close as you can get to having sex with your clothes on.
This is a scene as Jamaican as a plate of calaloo and salt fish, with one exception: all the revellers are male. There is a reason why this party is up in the hills - it would be too dangerous to stage a gay party in town. There is a reason, too, why we have arrived in a small convoy - for security. One man said he was chased and had his car stoned after he left a gay club. Others tell tales of police stopping cars full of men at night and harassing them with homophobic insults.
And there is a reason too why it is being held in someone's house: there is no openly acknowledged gay social space in Jamaica. Not one bar, nightclub or cafe where same-sex couples can meet openly without the threat of violence.
That wasn't always the case. The country's leading gay activist, Brian Williamson, used to run a club called Entourage. Williamson was the public face of gay rights in the country, the only person willing to go before the cameras or sign his own name to letters to the press advocating gay rights in Jamaica.
Williamson, a co-founder of JFLAG (Jamaica Forum for Lesbians, All-Sexuals and Gays), was an institution - a mixture of elder statesman and older brother to a generation of politicised lesbians and gay men in the country. In May 2003, he wrote to the national newspaper, the Jamaica Observer: "We who are homosexuals are seen as 'the devil's own children' ... and passed by on the other side of the street or beaten to death by our fellow citizens."
On June 9 2004, Williamson was found murdered in his home, the victim of multiple knife wounds to his head and neck. He was 59. With the room ransacked and his safe stolen, police said the motive appeared to be robbery. Campaigners urged them not to rule out the possibility that it was a homophobic attack.
"We don't know why he was killed," says Rebecca Schleifer, of the New York-based Human Rights Watch (HRW), who was supposed to meet Williamson later that day. "Everybody knew who he was and what that meant. That's why it was really important to investigate it thoroughly. Because there are really strong indications that it might have been a homophobic attack."
Eight days earlier, Amnesty International had released a public appeal to the then prime minister, PJ Patterson. The warning: "Jamaica's Gays: Protection from Homophobes Urgently Needed. Gays and Lesbians Are Being Beaten, Cut, Burned, and Shot." Nine days later a mob chased and reportedly "chopped, stabbed and stoned to death" in Montego Bay a man perceived to be gay, according to the HRW report, "Hated to Death: Homophobia, Violence and Jamaica's HIV/Epidemic", written by Schleifer. "Several witnesses [said] that police participated in the abuse that ultimately led to his mob killing, first beating the man with batons and then urging others to beat him because he was homosexual."
Schleifer arrived at Williamson's home not long after the body had been discovered. She found a small crowd singing and dancing. One man called out, "Batty man [derogatory term for a gay man] he get killed." Others were celebrating, laughing and shouting "Let's get them one at a time", "That's what you get for sin". Others sang "Boom bye bye", a line from a well-known dancehall song by Jamaican star Buju Banton about shooting and burning gay men.
"It was like a parade," says Schleifer. "They were basically partying." A few days later the Jamaica Observer ran a letter which read: "To be gay in Jamaica is to be dead."
"Brian's death was a real blow," said Steve Harvey, an outreach worker for Jamaica Aids Support for Life, when I spoke to him in August last year. "It hit home on a personal level because he was a close friend to all of us. But it hit home at a political level, too, because he was such a crucial part of the community."
On November 30, on the eve of World Aids Day, Harvey was murdered. According to eyewitness reports gunmen forced their way into his house and forced him to carry valuables to his car outside. One of the assailants asked Harvey and his two flatmates: "Are you battymen?"
The two flatmates said: "No."
Harvey said nothing.
"I think his silence, his refusal to answer that question sealed it," said Yvonne McCalla Sobers, the head of Families Against State Terrorism. "Then they opened his laptop and saw a photograph of him with his partner in some kind of embrace that showed they were together. So they took him out and killed him."
"Violent acts against men who have sex with men are commonplace in Jamaica," concluded Schleifer's report, which was published in November 2004. "Verbal and physical violence, ranging from beatings to brutal armed attacks to murder, are widespread ... [These] abuses take place in a climate of impunity fostered by Jamaica's sodomy laws and are promoted at the highest levels of government."
In the Amnesty report earlier that year an eyewitness described how a mob in an inner-city area blocked a road to beat a local gay man: "The crowd stood around watching, chanting 'Battyman, battyman, battyman' before gathering around him as he lay on the sidewalk," he said. "The crowd beat, punched and kicked him. They threw water from the gutter and garbage on him, all the while shouting 'Battyman, battyman'. Then they dragged him down the road for half a kilometre. They shouted 'Battyman fi' dead'. As I stood across the street I realised there was nothing I could do to help him. Some mothers were actually in tears at what they were witnessing but there was nothing that they could do either. The crowd was saying, 'Give him to us! Let us kill him! He's a battyman!'" On April 4 a man was chased across the Mona campus at the University of West Indies and injured by a mob for allegedly propositioning a man in the toilets.
Earlier this month the Sunday Herald ran a front page headline "No homos!" in which opposition leader Bruce Golding vowed, according to the paper, that "homosexuals would find no solace in any cabinet formed by him". The statement was supported by several clergyman and a trade union leader. During the 2001 elections Golding's party used as its theme song Chi Chi man by T.O.K. Lyrics, which celebrates the burning and killing of gay men.
Some of the country's most popular musicians have in effect provided a soundtrack for these attacks. Along with Buju Banton, performers such as Capleton and Sizzla have been known to devote whole concerts to lambasting gay men. At one concert in January 2004, a dancehall singer told a crowd of 30,000 in St Elizabeth: "Kill dem battybwoys haffi dead, gun shots pon dem . . . who want to see dem dead put up his hand" (Kill them, the queers have to die, gun shots in their head ... put up your hand if you want to see them dead).
Beenie Man, meanwhile has sung: "I'm a dreaming of a new Jamaica, come to execute all the gays." In 2004, a concert by him in London was cancelled after officers from Scotland Yard stopped him at Heathrow airport to discuss his lyrics. Other dancehall singers have had their concerts cancelled in Europe and North America after protests. A few months later Beenie Man apologised: "While my lyrics are very personal," he said, "I do not write them with the intent of purposefully hurting or maligning others, and I offer my sincerest apologies to those who might have been offended, threatened or hurt by my songs."
Carolyn Cooper, chair of reggae studies at the University of West Indies in Kingston, believes that dancehall has been misunderstood. "It is the music of young, working- class black people and I think that makes it an easy target. Homophobia is one part of dancehall but you shouldn't reduce it to its homophobic lyrics. It's a heterosexual music. It celebrates heterosexuality by denouncing homosexuality. Other types of music, like R&B, celebrate man and woman. Dancehall does the obverse. But I don't think it incites people to violence. I think people understand the power of metaphor."
It is certainly true that gay Jamaicans make the distinction between dancehall music in general and homophobic lyrics of certain performers in particular. "I don't know any gay Jamaicans who don't like dancehall," says Philip Dayle, the Jamaica legal officer at the International Commission of Jurors. But given the literal nature of the discrimination they face they do not regard the most offensive lyrics as metaphorical. "When Boom bye bye comes on, I sit down. I can't dance to that."
"I don't buy that it's a metaphor at all," says Schleifer. "When you get a group of people standing outside [Williamson's] house singing these songs right after he was murdered, they know what they mean."
A lot of people die violent deaths in Jamaica. Last year there were 1,674 murders. That is more than double the UK murder rate in a population less than one-third the size of London. The sources for this violence are many. Both the US and the Eastern bloc armed rival political parties during the cold war with guns that then went to enforce the drugs trade and gang control. Meanwhile Jamaica spends far more servicing debt - much of it foreign - than it does on health, education or policing. Unemployment stands at around 15%; inflation at 12%. In global poverty rankings, Jamaica sits between Syria and Kazakhstan but also has one of the most unequal distributions of wealth in the world. And if the trade subsidies for sugar and bananas are removed, as the World Trade Organisation threatens, the economic situation will rapidly deteriorate.
"In a community without a safety net, the gun represents the safety net," says Sobers. "The gun is power, money and manhood."
Homophobic attacks have to be viewed within that general context. "The victimisation of homosexuals is part of a continuum of violence in Jamaican culture in much the same way that predial larceny (stealing crops) is often punished illegally by angry mobs who take the law into their own hands and lynch the apparently guilty," argues Cooper in her book Sound Clash, Jamaican Dancehall Culture at Large. "Homosexual behaviours, or even the suspicion of intent, do put the individual at risk." So while large numbers of people are vulnerable regardless of their sexual orientation, gays are particularly at risk because of it.
But ignore the economic and historical roots of this violence, say some, and you just find one more way to pathologise Jamaica as a land of yardies, drug mules and bigots. The country certainly gets a bad press. Over the past year articles in the British press that mentioned Jamaica included the word "crime" 240 times and "drugs" 204 times, as opposed to "economy" and "employment", which appeared in just 39 and 16 articles. What we know in the UK about Jamaica stems primarily from what we are told; if we are told only bad things, then inevitably we will gain a bad impression. "Xenophobia is no less a phobia than homophobia. But all phobias are not created equal," writes Cooper.
True, Jamaica has anti-sodomy laws: article 76 of the nation's Offences Against the Person Act criminalises the "abominable crime of buggery" with up to 10 years imprisonment, while article 79 punishes any act of physical intimacy between men in public or private with up to two years in jail and the possibility of hard labour. But there are similar laws in most of the rest of the English-speaking Caribbean and Cuba, not to mention many countries in Africa and Asia.
Indeed, the US supreme court only declared its own anti-sodomy laws unconstitutional in 2003. A year later homophobia was at the centre of US president George Bush's re-election strategy, with Republicans introducing anti-gay marriage amendments in several states.
"Compared to a big city like New York, you could say Jamaica is homophobic," says Cooper. "But not compared to, say, Kansas or smalltown USA. Buju Banton is no less homophobic than George Bush."
So when the issue of homophobia is raised, a tone of defensive nationalism kicks in, even among many Jamaican liberals. "Why us?" they ask. "And why this issue when there are so many?" When the HRW report came out in November 2004 this nationalism turned from defence to attack. The information minister, Senator Burchell Whiteman, said: "We are certainly not about to respond to any organisation external to this country that may want to dictate to us how and when to deal with the laws of our land."
Schleifer argues that such responses are simply a way for Jamaica's political class to avoid the issue. "Jamaica is a vibrant democracy. We are holding them up to standards that they set for themselves. They signed the international covenant of civil and political rights. They didn't have to. And the sodomy laws are colonial themselves. They were imposed by the British on Jamaica and Jamaica decided to keep them."
At the HRW press conference, no gay Jamaican would come forward to speak on the issues for fear of retribution. No straight man would either, for fear that he would be perceived to be gay. In the end, Sobers - a straight Jamaican woman - spoke up. "It was really sad," she says. "But nobody would do it. People are afraid, because of the possible repercussions."
None the less, straight Jamaicans certainly do not see themselves as homophobic. "It's not a question of people going around looking for homosexuals to kill them," says Delroy Chuck, MP for North East St Andrew who many gay activists here regard as an ally. "At the same time there is a general homophobia against people who exhibit homosexual tendencies. I don't think 98% of people in Jamaica think about homosexual activities. Many people know a gay person in their work or in their community. Nobody cares unless they openly exhibit it. That's when people take offence."
For the most part Jamaica seems to function socially on a "Don't ask, don't tell" policy when it comes to sexual orientation. All the lesbians and gay men I spoke to said they believed their sexual orientation was known to their colleagues and family but was neither acknowledged nor discussed.
To navigate this minefield you have to act straight or at least not too gay - keeping your domestic arrangements strictly private and separate from your public life. That is true for gay people in most, if not all, parts of the world, but in Jamaica the stakes are higher. Let your mask slip in the wrong place or at the wrong time and you could find yourself at the mercy of the mob.
"It's a moment-by-moment situation," says Thomas Glave, a professor of English at the State University of New York who was born in the US and raised for much of his childhood in Jamaica. "They might burn your house down. They might smash your window. It might just be gossip. You just don't know. Things are very volatile."
The lesbian experience is neither better nor worse but certainly different. "The abuse against women is a bit more subtle," says one lesbian who did not wish to be named. "There's the rape that you probably never report. The beating from the boyfriend twice removed who's just heard that you're lesbian and has come to whoop your arse."
Either way, there is a premium on the little social space that does exist where gay people can be themselves. Otherwise socialising is divided on class lines. For the gays from uptown (the middle class) there is what has become known as the home entertainment circuit - house parties either in secluded wealthy areas or in homes up in the hills. For gay people who live downtown (the working class), things are more difficult. Without the means to attain the kind of space that will ensure privacy, they are far more vulnerable.
"Middle-class people have options," explains Glave. "They can send children abroad and they have access to information that can help them. But for people who live in poverty things are harder on all fronts."
"Things aren't easy wherever you are," says another lesbian who did not want to be named. "Uptown you still have to deal with your family and you have to live this open secret. But uptown there wouldn't be a community beating. Downtown kills your body. Uptown kills your spirit. I don't know which is worse, to be one of the living dead or to be just dead."
Straddling the divide between uptown and downtown are impromptu club nights that spring up. Sophia of Elite entertainments organises one a month. She gets word out through what she calls a "network" of contacts. Outside, security guards check for knives and weapons; inside, dancehall remains the big draw with moves and outfits far raunchier and flamboyant than you will see on the home entertainment circuit and a few lesbians in the crowd. Sophia says there are no downtown people in her "network" but many come anyway. "I don't advertise in the ghetto because I want people who know how to behave and people who come want to protect their privacy," she says.
Williamson was most definitely from uptown and that, say his friends, was the reason why he was able to be out and forthright. "Brian had a Canadian passport," says Glave. "He owned his own home. He didn't have an employer. He couldn't be evicted. He couldn't be fired. He had somewhere else to go."
Gay rights activists understand the tensions regarding Jamaica's self-image but are reluctant to indulge them. "Whether Jamaica is as homophobic as Kansas or Uzbekistan is irrelevant," says Glave. "We're not full citizens of society."
"These questions highlight the dilemma of the nationalist project. You have to manage very carefully how you use international help," explains Dayle. "But we must start with the universality of human rights. In Jamaica nationalism trumps sexual orientation and race trumps sexual orientation. So when faced with nationalism and race together, issues of sexual orientation don't stand a chance."
But cultural globalisation is also trumping nationalism in positive ways. Cable television has brought accessible and playful scenes of gay life into the home through sitcoms, news and documentaries. For those who can afford it, international travel is also easier, taking gay people to places where they can gain confidence to challenge discrimination when they come home. "You can see young people not putting up with some of the things that we went through," says one lesbian. "They travel more. And with Will and Grace, Queer as Folk and all of that, they see a different way."
While anxieties about the way Jamaica is perceived are valid, says Colin Robinson, executive director of New York's black gay network, the violent nature of homophobic attacks means Jamaica's gay community will inevitably prioritise protection over patriotism. "In order to change the culture you have to love the culture. You've got to address both issues but you can't afford to wait and leave it until some consensus forms because it is not going to happen immediately. But nuance is always a luxury when you're fighting for your life."
Intolerant island? Being gay in Jamaica
'We who are homosexuals are seen as the 'devil's own children' ... and passed by on the other side of the street or beaten to death by our fellow citizens'Brian Williamson, murdered gay activist
'I'm dreaming of a new Jamaica, come to execute all the gays'Beenie Man, dancehall artist
'Compared to a big city like New York, you could say Jamaica is homophobic. But not compared to smalltown USA. Buju Banton is no less homophobic than George Bush'Carolyn Cooper, chair of reggae studies, University of West Indies'From dem a drink inna chi chi (homosexual) bar Blaze di fire mek we dun dem!'Lyrics from Chi Chi man by T.O.K.
'In Jamaica nationalism trumps sexual orientation and race trumps sexual orientation. So when faced with nationalism and race together, issues of sexual orientation don't stand a chance'Philip Dayle
'Kill dem battybwoys haffi dead, gun shots pon dem'Dancehall artist's lyrics
.
(Αναδημοσίευση από τη βρετανική εφημερίδα THE GUARDIAN 27-04-2006)

26.4.06

ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ ΣΤΟ ΙΡΑΚ

Gays in Iraq fear for their lives
By Michael McDonough (BBC News website)
.
"I don't want to be gay anymore. When I go out to buy bread, I'm afraid. When the doorbell rings, I think that they have come for me." That is the fear that haunts Hussein, and other gay men in Iraq. They say that since the US-led invasion, gays are being killed because of their sexual orientation.
They blame the increase in violence on the growing influence of religious figures and militia groups in Iraq since Saddam Hussein was ousted. Islam considers homosexuality sinful. A website published in the name of Ayatollah Sistani, Iraq's most revered Shia cleric, says gays should be put to death. "Those who commit sodomy must be killed in the harshest way," says a section of the website dealing with questions of morality. The statement appears on the Arabic section of the website, which is published in the Iranian city of Qom, but not in the English section.
The BBC asked Mr Sistani's representative, Seyed Kashmiri, to explain the ruling. "Homosexuals and lesbians are not killed for practising their inclinations for the first time," Mr Kashmiri said in a response sent via email. "There are certain conditions drawn out by jurists before this punishment can be implemented, which is perhaps similar to the punishment meted out by other heavenly religions." Mr Kashmiri added: "Some rulings that are drawn out by jurists are done so on a theoretical basis. Not everything that is said is implemented."
Violent attacks
Killings and kidnappings are widespread in Iraq, with much of the bloodshed being linked to sectarian tensions and the anti-US insurgency. But homosexual Iraqis who have spoken to the BBC say they are also being targeted because of their sexual preferences. Hussein is 32 and lives in Baghdad with his brother, sister-in-law and nieces.
He says his effeminate appearance and demeanour make him stand out and attract hostility. "My brother's friends told him: 'In the current chaos you could get away with killing your brother without retribution and get rid of this shame,'" Hussein said, after agreeing to speak to the BBC only if his real name was not used. A transsexual friend of his, who had changed names from Haydar to Dina, was killed on her way to a party in Baghdad about six months ago, Hussein said.
Gym terror
Ahmed is a 31-year-old interior decorator who used to live in Baghdad with his boyfriend, Mazin. Ahmed fled to Jordan nine months ago after Mazin was murdered outside a gym.
I fled from Iraq because of the threat to my life (Ahmed)
After his partner was shot dead, Ahmed hid in the gym toilets then slipped away and later flew to Amman, the Jordanian capital. He says it was well known that they were a couple and Mazin was targeted because of his sexuality. "I fled from Iraq because of the threat to my life, because I was a gay man," he told the BBC.
Ahmed also said that, before the gym shooting, he and a gay friend had survived a grenade attack and he still had fragments of shrapnel in his face. The friend was killed a week later by gunmen who raided his house, he added.
Powerful militia
Iraq's deputy interior minister Maj Gen Hussein Kamal told the BBC that he was unaware of any minority groups being specifically targeted for kidnappings and killings. He also said he was unaware of the statement on Ayatollah Sistani's website calling for gays to be killed. But he added: "We do not condone vigilante action. We encourage the victims to inform the authorities if they are subjected to any attacks." However, Hussein says gay people are afraid of the police.
The Interior Ministry is run by members of Supreme Council for the Islamic Revolution in Iraq (SCIRI) which is one of Iraq's country's leading Shia parties. SCIRI has its own militia, the Badr Brigades, and there are widespread concerns that large parts of Iraq's police force are under the control of such groups. Hussein blames the Badr Brigades and other Shia militia for many of the attacks on gays.
Saddam was a tyrant, but at least we had more freedom then (Hussein)
Human rights group Amnesty International has focused most of its work in Iraq on the high levels of violence linked to the insurgency. The organisation said it had no information on reports of anti-gay activities in the country. "It is not an area that we have been actively looking at, but that is not to say that we will not look into the issue at some point," said a spokesman at the group's London headquarters.
But Hussein, Ahmed and gay activists outside Iraq say there is clear evidence that the situation has deteriorated dramatically for Iraqi homosexuals. "Saddam was a tyrant, but at least we had more freedom then," said Hussein. "Nowadays, gay men are just killed for no reason."

25.4.06

ΟΙ GAY ΠΟΙΗΤΕΣ ΩΣ ΚΡΙΤΙΚΟΙ


The Gay Poet as Critic
Alfred Corn
.
OSCAR WILDE’S The Critic as Artist didn’t identify its author as gay, but any 1890’s reader with social experience instantly caught on: stylish fluency, irony, witty dismissals, camp, and a preference for art when it is highly wrought were instant giveaways. The famous “gay sensibility” begins in the 19th century but doesn’t end there. Firbank, Lytton Strachey, Auden, Carl Van Vechten, Glenway Westcott, Lincoln Kirstein, Charles Henri Ford, Tennessee Williams, Gore Vidal, Truman Capote, Frank O’Hara, Edward Albee, Charles Ludlum, James McCourt, Andrew Holleran, Alan Hollinghurst, and Wayne Koestenbaum have all, at different speeds, kept the mirror-ball spinning. Fully operative in recent prose collections by Howard and Merrill, it persists only as a secondary element in John Ashbery’s and Edmund White’s. Chances are that its allure has begun to fade.
It’s for social commentators and gay theorists to determine why that is, but I can posit this much: the price of admission to the Temple of Gay Savoir, apart from sexuality, was a wide knowledge of literature and the fine arts, and few young gay men choose to pay up. All the energy formerly expended on reading, art shows, opera, ballet, concerts, theater, and European travel is now swallowed up by the gym, the beach, the circuit, the Crystal Methodist Church, and pop culture. Gay men in their twenties and thirties are no more expert in literature and art than their straight counterparts—exceptions admitted as just that, exceptions. Anyway, the role of cultural custodian, which gay men since Wilde exercised with a fervor all their own, has been adopted by the four authors of these collections, as though it demanded no effort at all.
The reviewer’s code requires stating immediately that I know all the living authors discussed here, and did know James Merrill before he died. That would disqualify anyone planning to hand out term-paper grades or best-buy recommendations, but I’m not doing that. All four are well known and laureated figures, so the value of anything they publish can be taken for granted. I notice, by the way, that some of the reviews or critical essays collected in these books concern artists or writers the author was or is quite close to; we have to be frank about gay culture’s interlocking directorates. Auden once began a review of a book of poems by his partner Chester Kallman with this comment: “That I have been very close to the present author for several decades shouldn’t prevent me now from doing a little log-rolling.”
I remember, too, a bit of dialogue in a grade-B Western made a couple of decades back. A cattleman says to Paul Newman (playing a Native American): “You Indians stick together, don’t you?” Answer: “We better.” During the second Bush Administration this home truth will be more apt than ever. If you’re tempted to dismiss the prediction as paranoia, consider the fact that, despite Pulitzer Prizes and all the rest, neither Ashbery nor Adrienne Rich nor Merrill nor Howard ever served as U.S. Poet Laureate or received a National Medal. Even in the pre-Bush era, the policy was clear: no gay poet need apply. What would Senator Helms have said? And what kind of reception can gay artists expect during the next four years?
All four of these essayists are primarily known as imaginative writers, with White the one novelist here among three poets (though Merrill and Ashbery have also written fiction). Reasons given in the prefaces for turning to criticism include the need to earn a living and the desire to be an advocate for neglected artists (some of these friends of the advocate). Each of the books also includes memoir: in fact, the complete text of Merrill’s A Different Person is included in his volume, and a long autobiographical essay is in White’s, in which he summarizes his experience trying to write and publish work with gay subjects. Both Merrill and White give an acute sense of what it meant to be a gay writer before June of 1969, the conventional date for the launching of the Queer Revolution, which opened the field for gay authors just as it seems in the long run to have decreased the number of their readers.
All these temporary critics have masters degrees with the exception of Merrill, whose reading was nevertheless extensive enough to make his essays on Cavafy, Dante, Ponge, and Bishop more than exercises in pure appreciation. Richard Howard, because he has read all the important poetry and fiction in the Western tradition, as well as the secondary literature about it, has all the equipment required for the critical enterprise. The essay here on Dickinson, for example, is more acute than the typically humdrum monograph that clogs academic quarterlies. But Howard chooses to be something simultaneously more and less than professional. Reading him, you’re always conscious of a loyalty to imaginative rather than academic criteria. His sentence structure and diction are too elaborate and archaic for the MLA, and he aligns himself with none of the current theoretical approaches. Instead, he offers a non-parochial expertise in several fine arts, “sensibility,” paradox, irony, verbal wit. His style is the closest thing in captivity to Henry James, himself a departure, even in the Edwardian era, from journalistic standards of economy and clarity. I’ve often wondered why Howard, who obviously could write in the usual way, has opted for the baroque. My guess is that he assumed it would lend authority to what he said, a replacement for a doctoral degree and regular academic titles. And so it does, at the cost of accessibility and a larger number of readers. While Ashbery and Merrill cite pompousness as a literary fault to be avoided more than any other, Howard hardly gives a thought to that risk, a risk he acknowledges only in the form of occasional deflationary quips—some of these involving sex—that an academic would instantly delete.
Possibly some of his most extravagant passages are conscious of being over the top, offered, actually, as a rarefied form of camp; for example, this from an essay about being attacked by a Bard College student on the grounds that his poems used historical subjects, various dead Europeans, etc.:
I quote this little colloquy to its appalling end to take the burden off my poems, of course—the sublimity of such ignorance, like Heidegger’s rationalism, cannot be sufficiently praised or blamed. … And was such a thing, ontologically ripped from the gossip column, the chronicle, the matrix of our records of each other which the French so wisely call commérage—was such a thing poetry?
Howard’s debate about the value of poems based on the history of Western culture revisits an æsthetic dilemma he first isolated in an earlier collection of essays devoted to his contemporaries titled Alone with America. That book proposed that American poets who first published in the 1950’s eventually ditched the Midas-like affliction of technical polish and high culture so as to make accessible—to themselves and to readers—a rawer, truer version of experience. Howard’s contradiction is that he himself didn’t follow their lead, or only occasionally did, in his least successful poems. The conflict of loyalties has apparently become acute over the years; this volume tips the balance back in favor of the golden touch, at least when he posts a brief for poets like Hollander, Merrill, Hecht, and himself.
On the other hand, the younger authors selected for a poetry series he edited usually belonged to the “uncooked” category. The book concludes with a series of introductions to first volumes Howard chose for Braziller in the 1970’s and 80’s, the choices odd in that they don’t conform to criteria argued elsewhere in the book. Most of his young hopefuls haven’t in subsequent decades turned out to be important, or not yet. Still, it’s impossible for an editor always to bat a thousand; to have helped launch the poet Frank Bidart, or the man of letters and librettist J. D. McClatchy, is something—in fact, something for queer lit. Considering the new poets he likes, it’s puzzling that Howard no longer has any use for Ashbery, whom he wrote about sympathetically in Alone in America, but whom he now regards, mistakenly, as cut off from tradition. I wonder if we should attribute that blind spot to some personal, non-textual antipathy. But everyone has special aversions, and, noting that these two poets don’t require each other, we can leave it at that.
To point out that Ashbery has an exponentially larger number of followers than Howard proves nothing, because so did Dylan Thomas when he was alive. Popularity wouldn’t matter if Ashbery’s pages failed to reward careful reading. Nor should he be judged by his disciples, most of them trying to equal him without bothering to prepare themselves as he did, and without his gift for imagery, verbal music, or montage. The new collection of essays and memorials, added to an earlier collection of writings about visual art and the volume of his Norton lectures, establishes full competence; these essays refer to a dizzying range of earlier writers and artists and couldn’t be written by someone cut off from tradition. His antecedents are the French symbolists, the American Modernists, Auden, and several French surrealists. Major figures in the tradition, though, he is willing to leave to others, probably because they are already well known and don’t need advocates.
The writers he bothers to champion are generally minor, on the barely tolerated margin because of their weirdness or opacity: Henri Roussel, De Chirico (not in his guise as a painter but as the author of Hebdomeros), David Schubert, John Wheelwright, and F. T. Prince, all of whom receive star treatment in Ashbery’s criticism. With the exception of Prince, I’d say it’s better to read the Ashberyan survey than to have to slog through these authors themselves. Any aspirant to the condition of being cultivated should have a passing acquaintance with Roussel, so I’m glad Ashbery has been willing to run interference where that bizarre, unreadable magus is concerned. Maybe it’s fair to say that he crystallizes in his own poetry whatever qualities his night-table authors possess, this time in a form we can actually respond to. The words magic and mystery crowd his essays and stand for the values he most prizes in art. By contrast, what is standard, official, familiar, approved, conventionally moral, blue-chip, or gilt-edged leaves him cold. Just as God is in the details, mystery flourishes for Ashbery in out-of-the-way corners and crevices of experience and writing.
That’s a little hard to square with his endorsement of poets like Frank O’Hara or Kenneth Koch or James Schuyler, whose chief virtues are not mystery, magic, and luminous opacity, but instead realism, humor, and descriptive skill. But they were his friends, the famous “New York School,” and so the basic sympathy requisite for appreciation of any artwork, in their instance, came ready-made. You intuit, by the way, that his friendly admiration isn’t unalloyed, Exhibit A being the double-header interview with Koch reprinted here. Beckettian or Pinteresque in its sparring, circular futility, it begs for Off-Off Broadway production and would provoke hysterical laughter with the right audience. But I don’t know what actor would be willing to play Koch, who comes across here as a schlemiel twirled like a top and bound fast by the silken hawsers Ashbery spins. It’s an example of museum-quality bitchery, which is one of our charming gay characteristics, people claim. Besides, speaking of mysteries, what friendship lacks a cruel streak?
The Merrill volume is the third in a series of Complete Works now being issued and follows a volume of shorter poetry and another of fiction and plays. A selection of letters is on the way, and all of these sumptuously produced volumes will have appeared hardly more than a decade after the author’s death. Given that he several times subsidized publication of his own books, it’s possible that the Complete Works, too, will enjoy posthumous sponsorship, as Witter Bynner’s did. I mention this as part of the effort to come to terms with Merrill’s mixed reputation. His detractors often mark what he achieved at a discount, citing his privileged status as a writer born rich and under no compulsion to accept salaried work. He had a lot of free time to spend on his poetry and the material means to attract potential champions of it; the “level playing field” counted for almost nothing in his book.
It follows that he was just as free to turn down writing assignments, so presumably all the topics he tackled were important to him. Many of the fugitive pieces collected here are introductions to readings given by his friends, along with several eulogies spoken at memorial services. Virtually all the Merrill interviews ever conducted are included, along with a commencement address, a few short stories, some undergraduate term papers, and intros to the poetry books he chose for the Yale Series. The collection gives a new edge to the word “miscellaneous,” and its exhaustiveness scores in a deeper impression of the micro-managed narcissism that also characterizes his poetry—a narcissism still identifiable even when it does a backflip into autocritique. The scalpel used for self-dissection can be extremely sharp, especially when directed at the naïve schoolboy scribbler he can only recall with a shudder. But the subject of so much fascinated scrutiny is still Merrill, who during his career produced version after version of the egotistical sublime—acne, literary ineptitude, and relaxed sexual mores not omitted.
Merrill is witty at his own expense and at others’, and I defy anyone to get through this book without experiencing guilty, participatory pleasure in its brilliantly calibrated putdowns. Some of his novelistic skills come to the fore when he discusses other authors, and his perceptive survey of Cavafy’s poems is leavened with an amusing anecdote about a Cavafy impersonator who tricked a young, partly literate Belgian into thinking he’d been swept into the arms of the great Alexandrian poet himself. Diffident about his qualifications as a critic, Merrill substitutes style, charm, and sophistication for regular professorial competence. In its way, his “voice” is an artifact as curious as Howard’s, blending formal English, posh idioms, and locutions no longer current (such as the impersonal “one”) with slang, phrases in French or Italian, and puns. He enjoys applying falsetto italicization for emphasis; deploying ingenious, sometimes hilarious metaphors; and counterfeiting the homiletic tone and diction of a retired Choate headmaster, but undermined and made quaint through the offices of irony. Sample:
The poet I was most in awe of at twenty was Rilke, as much for his poems as for the uncompromising example he set. Desiring nothing less than the full flood of unconscious or—who can say?—divine inspiration, he saw that it was out of the question to force the issue. What he could do while waiting for the lightning to strike was to keep his instrument in order by writing poems that came to him in the usual way: set pieces, minor brainstorms, beautiful feelings, bits of life which caught his eye. Such modest pursuits never kept him from giving himself the most insufferable airs.
Is Merrill the great gay male American poet of the 20th century? Contenders include Hart Crane, Langston Hughes, Auden (if he counts as an American), Ginsberg, O’Hara, Schuyler, Ashbery, and Howard. But Ashbery’s poems almost never touch on gay experience, at least not identified as such. Only a few of Howard’s launch into the subject, and almost always in the key of painful, in fact corrosive, irony. Happiness doesn’t come into it, or even jollies. But he can hardly be blamed, given that the literature of American gay life is a practically unrelieved panorama of perverseness and misery. You can say this much about Merrill: love, threatened from all sides, never permanent, and the source of pain when it ends, is active and palpable in his poems. He at least knows what it is, the pain of loss being an extra certification of feelings that were real and vivifying while they lasted.
Edmund White includes essays on Merrill and Ginsberg and is easily able to adore two poets who didn’t like reading each other at all. White is a kind of Janus figure in literature, fully in command of the culture of the past but open to less refined cultural products that have emerged in the last few decades. He is the champion of Proust, but also of William Burroughs, and at least mildly appreciates Elton John, whose portrait here is funny but not venomous. You can say that White’s criticism, partly because he had to fill out his income by working as a cultural journalist, has brought him into contact with figures he might not otherwise have observed and analyzed so carefully. He makes it a gain for himself and for us. The concept of “glamour,” sternly repudiated by the serious contemporary intellectual, holds no terrors for him; quite the contrary. Hence the pieces here on Yves St. Laurent, Catherine Deneuve, and David Geffen. His portraits turn figures who’ve been up to now disembodied icons into credible characters. I was surprised by his essay on Geffen, which presents the pop music and movie mogul as a person concerned with honesty and ethics, someone you might actually like.
White is a quick study and willing to do his homework. The pieces on George Eliot and gay authors such as Wilde, Gide, and Isherwood are informed and well-argued. After all, he has already published authoritative biographical / critical studies of Genet and Proust. A special strength of his critical surveys and introductions is their exemplary style—economical, fresh, perfectly clear, and never pretentious. Diana Vreeland once defined elegance as “refusal,” and White’s elegance is based on a decision to manage without decoration or bookish diction. I can imagine him being dismissed as a popularizer; but detractors often said the same about Susan Sontag, and, considering the plight of high culture in the 21st century, this supposed failing might actually amount to a virtue.
If any critic is capable of reeling the gay audience back in and interesting it in the arts, it’s probably Edmund White. Part of his appeal comes from his ethical passion (distinct from any prim sexual morality), which translates into political perspectives as he moves from private cruelty to injustices larger in scope. He makes cogent observations about racism, anti-Semitism, institutionalized oppression of women, and the Palestinian cause. Aware that preaching is ineffective, instead he spreads the cards out on the table so that we can understand the implications at our own pace. A powerful instance is his comment on the grisly death of Joe Orton, who was murdered (with the assistance of a hammer) by his jealous partner Kenneth Halliwell. White imagines a voice from Orton’s tomb applying to Halliwell a statement that Wilde addressed to Alfred Douglas: “Your terrible lack of imagination, the one really fatal defect of your character, was entirely the result of the hate that lived in you.” Lack of imagination, which goes hand-in-hand with hatred, is fatal, then, as much to the artist as to the person who tries to choose well among competing alternatives. White leads us to see breathtaking instances of that deficiency in his essays. This new collection has already been reviewed in this journal, so let me conclude just by saying that his essays, like his fiction, suffer from no lack of imagination.

16.4.06

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!

Image Hosted by ImageShack.us
(έργο του Anton)

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!

15.4.06

ΤΑ ΟΜΟΦΥΛΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΔΙΔΑΞΟΥΝ ΤΑ ΕΤΕΡΟΦΥΛΑ ΠΩΣ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΣΟΥΝ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ

Gay, lesbian couples can teach heterosexuals how to improve relationships
By Joel Schwarz
.
Married heterosexual couples can learn a great deal from gay and lesbian couples, far more than the stereotypical images presented by the television show "Queer Eye for the Straight Guy," according to the first published observational studies of homosexual relationships.
"Gay and lesbian couples are a lot more mature, more considerate in trying to improve a relationship and have a greater awareness of equality in a relationship than straight couples," said John Gottman, a University of Washington emeritus professor of psychology who directed the research along with Robert Levenson, a University of California, Berkeley, psychology professor.
"I think that in 200 years heterosexual relationships will be where gay and lesbian relationships are today," said Gottman, who now heads the Relationship Research Institute in Seattle.
In the first of two papers published this month in the Journal of Homosexuality, the researchers explored the conflict interaction of homosexual and heterosexual couples using mathematical modeling techniques. In the second study, they looked at factors influencing gay and lesbian couples' relationship satisfaction and dissolution.
"In the modeling paper we looked at processes, and they look so different you could draw a picture," said Gottman. "Straight couples start a conflict discussion in a much more negative place than do gays and lesbian couples. Homosexuals start the same kind of discussions with more humor and affection, are less domineering and show considerably more positive emotions than heterosexual couples.
"The way a discussion starts is critical. If it starts off in a bad way in a heterosexual relationship, we have found that it will become even more negative 96 percent of the time. Gays and lesbians are warmer, friendlier and less belligerent. You see it over and over in their discussions, and their partner is receiving the message they are communicating. In turn, their partner is allowing himself or herself to be influenced in a positive way. With married heterosexual couples a discussion is much more of a power struggle with someone being invalidated."
Gay and lesbian relationships seem to be marked by what Gottman calls "the triumph of positive emotions over negative emotions."
"Negative emotions have more impact in heterosexual relationships," he said. "This is why our previous research has shown you need a 5-to-1 ratio of positive to negative statements. This seems to be universal in heterosexual couples. But it may be different in gay and lesbian relationships where positive emotions seem to have a lot more power or influence."
Dan Yoshimoto, a UW psychology doctoral student who worked on the studies, added that the ways gays and lesbians resolve conflict may be the glue that maintains stability in homosexual relationships.
"They start and maintain a conversation a positive way and this may enable them to solve a problem and resolve conflict," he said."
What makes the new studies noteworthy is that they went beyond collecting self-reported data from questionnaires. While self reports produce important information, the researchers wrote, "there is considerable evidence that people's perceptions of their relationship may diverge quite markedly from their actual interaction." The researchers videotaped discussions each couple had about what occurred that day, a topic of ongoing conflict, and a pleasant topic to analyze the verbal and nonverbal content of their interaction during the talks and again at a later time when the partners viewed the tape individually. The researchers also collected an array of physiological data, including heart rate, during the conversations.
Homosexual couples in the studies were recruited in the San Francisco Bay area and they filled out a questionnaire that assessed relationship satisfaction. Forty pairs -- 12 happy gay couples, 10 unhappy gay couples, 10 happy lesbian couples and 8 unhappy lesbian couples -- were chosen to participate in the study. The comparison sample of married couples was drawn from a larger study that recruited couples from around Bloomington, Ind. It was matched in terms of age, marital satisfaction, education and income to the homosexual couples and consisted of 20 happy and 20 unhappy couples.
The researchers also collected data for 12 years on the relationships of the homosexual couples. By then eight couples (20 percent) -- one gay and seven lesbian -- had broken up. This rate, if projected over a 40-year period, would be almost 64 percent, which is similar to the 67 percent divorce rate for first marriages among heterosexual couples of the same time span.
Data also showed that while high levels of cardiovascular arousal among straight couples during a conflict conversation was a predictor of lower relationship satisfaction and higher risk for relationship dissolution, the reverse was true with homosexual couples. With gays and lesbians, low physiological arousal was related to these negative outcomes.
"Another interesting thing that emerged in conversations the couples had was that gays and lesbians are more honest. They talked explicitly about monogamy and sex. Those topics don't come up in 31 years of studying heterosexual couples," said Gottman. "Heterosexual are uptight in talking about sex and you don't hear explicit sexual talk. In reviewing the tapes of their conversations, you really don't know what they are talking about. Same sex couples talk about sex, and are more mature and honest and less fragile in talking about it.
"The overall implication of this research is that we have to shake off all of the stereotypes of homosexual relationships and have more respect for them as committed relationships. Gays and lesbians may be more competent at having a mature relationship. Our data suggests our society needs to reconsider its policy and that we should value and honor love wherever we find it," Gottman said.
.
(Αναδημοσίευση από το site του University Of Washington)

14.4.06

ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΕΣΑ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ 1

«Ωρα για Σύμφωνο Συμβίωσης»
Της ΝΑΝΤΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΡΗ
.
Διάλογο με προοπτική τη θέσπιση ενός άγνωστου για την Ελλάδα θεσμού, αυτού του «Συμφώνου Συμβίωσης», το οποίο θα ρυθμίζει την ένωση δύο ενήλικων προσώπων ετερόφυλων ή ομοφυλόφιλων, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και δημιουργία κοινότητας βίου άνοιξε χθες η Κίνηση «Κάθε Μέρα Πολίτης» σε εκδήλωση όπου συμμετείχαν συνταγματολόγοι, πολιτικοί, βουλευτές από τη Γαλλία και Ισπανία και ανταλλάχθηκαν απόψεις για το σχέδιο νόμου που έχει επεξεργαστεί ο τομέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΠΑΣΟΚ.
Νέες μορφές σχέσης και αλληλεγγύης των ανθρώπων διαμορφώνονται στις σύγχρονες κοινωνίες και ολοένα και αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων απλά αποφασίζουν να συμβιώσουν, χωρίς να προσφεύγουν στον θρησκευτικό ή πολιτικό γάμο, ο οποίος στην Ελλάδα αποτελεί το μόνο επιστέγασμα της ένωσης δύο ανθρώπων, κάτι που δημιουργεί σοβαρό έλλειμμα ισοπολιτείας και δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των πολιτών. Η διαπίστωση περιέχεται σε κείμενο της Κίνησης (που προσυπογράφουν μέχρι στιγμής 65 προσωπικότητες) όπου επίσης επισημαίνεται η «σιωπή του νόμου» και η καθυστέρηση του Ελληνα νομοθέτη ν' αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες πάνω στην εξέλιξη των εννοιών της οικογένειας, του γάμου και γενικότερα του θεσμικού πλαισίου ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες έχουν γίνει έμπρακτα αποδεκτές από τις εξελιγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Η κοινωνία
Την πεποίθηση ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας θα προσυπογράψει το Σύμφωνο Συμβίωσης εξέφρασε ο συντονιστής της εκδήλωσης Οδ. Βουδούρης και είπε: «Σεβόμαστε τον θεσμό του γάμου αλλά ταυτόχρονα διαπιστώνουμε πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, έως 10% του πληθυσμού που -όπως και σε άλλες χώρες υπολογίζεται- είναι ομοφυλόφιλοι που δεν μπορούν, αλλά και οι άλλοι που δεν θέλουν να στεγαστούν κάτω από τον θεσμό του γάμου είναι πολίτες που δεν μπορούν να στερούνται τα δικαιώματά τους».
«Η πρόταση για ένα Σύμφωνο Συμβίωσης είναι ένα άνοιγμα προς την κοινωνία που μεταβάλλεται μέσα από τη ζωή και η πολιτική οφείλει να συζητήσει. Αναφέρεται στη δυνατότητα προσωπικών επιλογών που προϋποθέτει η δημοκρατία», είπε ο συνταγματολόγος Κ. Μποτόπουλος.
Τις δυσμενείς διακρίσεις και το έλλειμμα ισοπολιτείας που δημιουργείται επισήμανε υπό το πρίσμα του συνταγματικού δικαίου ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος, τονίζοντας: «Η μπλοκαρισμένη και περιχαρακωμένη κοινωνία είναι καταδικασμένη. Πιστεύουμε ότι στην Ελλάδα έχουν ωριμάσει αρκετά οι συνθήκες».
«Η επιτυχής επταετής εμπειρία στη Γαλλία της θεσμοθέτησης της συμβίωσης, που τότε έγινε με αρκετούς συμβιβασμούς, μας εξασφαλίζει τη λαϊκή νομιμότητα για γενική πιο προωθημένη επανεξέταση του θέματος και αναφορικά με την υιοθεσία παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Τα κόμματα της Δεξιάς φυλακίζονται μέσα από την αντίληψη που έχουν για την κοινωνία», είπε η βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας, Μονίκ Σαλιού.
«Στην Ισπανία δώσαμε τη δυνατότητα ένωσης σ' όλους τους πολίτες, με τη χρήση του όρου γάμος για όλους, ώστε να μην προκύπτει συνταγματική διάκριση. Αποδείξαμε ότι είμαστε μια δυνατή κοινωνία που δεν δεχόμαστε να μην υπάρχει δικαιοσύνη. Σ' αυτούς που στην εποχή μας προσπαθούν να πουν ότι όλοι είμαστε το ίδιο και δεν θέλουν να θίξουν τη διαφορά μεταξύ κομμάτων και ιδεολογιών, δείξαμε τη διαφορά. Ο σοσιαλισμός δεν είναι συμβατός με την ομοφοβία, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και την ανισότητα. Στην Εκκλησία, που αντέδρασε σθεναρά, δίνουμε αυτό το οποίο και ζητάμε, σεβασμό», είπε η σοσιαλιστής βουλευτής Κάρμεν Μοντόν.
.
(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 12-04-2006)

13.4.06

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ ΟΜΟΦΥΛΩΝ

Ένας κάποιος λόγος γίνεται τις τελευταίες μέρες με αφορμή την πρόταση νόμου του ΠΑΣΟΚ για το Σύμφωνο Συμβίωσης. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το καταληκτικό κομμάτι ενός ευρύτερου άρθρου που συγκρίνει διεξοδικά το γαλλικό Σύμφωνο Συμβίωσης, που αποτελεί το πρότυπο της συγκεκριμένης πρότασης, και τον ισπανικό Γάμο. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι πρόκειται για δυο σαφέστατα διαφορετικούς θεσμούς με τον πρώτο, στην ουσία ένα αστικό συμβόλαιο, να επιλύει κυρίως περιουσιακής φύσεως εκκρεμότητες και σε καμία περίπτωση να μην μπορεί να θεωρηθεί ισότιμος του Γάμου, αφού τα παραγόμενα νομικά αποτελέσματά του είναι πολύ πιο περιορισμένα (βλ. μη δυνατότητα από κοινού υιοθεσίας, μη απόκτηση ιθαγένειας σε μικτούς γάμους κλπ).
Η δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών τρόπων νομικής αναγνώρισης της σχέσης δυο ατόμων αποτελεί αναμφίβολα κέρδος για τους πολίτες αυτής της χώρας. Δυστυχώς όμως με την παρούσα πρόταση οι διακρίσεις σε βάρος των ομοφυλόφιλων πολιτών, που έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσουν να μην έχουν περιθώρια επιλογής, εξακολουθούν να ισχύουν. Και ο στόχος θα πρέπει να είναι η ισοπολιτεία ΟΛΩΝ.
.
Comparación de las reformas francesa y espanola.
1.- Ambas modalidades han resuelto un tema polémico y delicado, cual es el de la situación de
reconocimiento jurídico de las uniones de personas del mismo sexo, con las responsabilidades
y derechos que ello implica ante la sociedad y la ley. Polémico y delicado, señalamos, dado
que la discriminación secular de la sociedad ante dicha realidad significó un real status de
inferioridad de un porcentaje importante de la población cuyas orientaciones sexuales eran
consideradas patológicas o inmorales. Ello ha cambiado y, junto con una apertura de la
sociedad a estos temas, se ha derivado en su consecuente reconocimiento legal, de manera de
sintonizar la ley con los avances en los derechos humanos y los derechos de las minorías,
terminando con discriminaciones odiosas.
2.- En el caso francés, el legislador optó por crear una institucionalidad nueva, el PACS, un
contrato civil que regula especialmente los temas patrimoniales y que no sólo resulta una
solución para las parejas homosexuales, sino que también se abre como alternativa para las
parejas heterosexuales que aspiraban a un contrato distinto al del matrimonio para regular sus
vidas. En consecuencia, Francia cuenta con 2 tipos de institución que enmarcan las relaciones
de pareja: el matrimonio, que permanece como un contrato exclusivo para heterosexuales y el
PACS que está abierto a las parejas homosexuales. El PACS no produce efectos personales,
es estéril desde el punto de vista extra-patrimonial. De acuerdo a Michel Grimaldi
no crea obligaciones personales entre las partes (fidelidad u obligación de socorro), ni
modifica su estado civil, como tampoco incide en la nacionalidad ni en el nombre de las
partes. Lo que sí genera el PACS son efectos patrimoniales: Obligación recíproca de ayuda
material –un equivalente al deber de socorro mutuo de los cónyuges–. Solidaridad de las
partes en materia de deudas con terceros propias de la vida en común. Estatuto de indivisión
de los bienes adquiridos por cualquiera de las partes. Añade Grimaldi: “...el PACS no confiere
ninguna vocación sucesoria: no se suceden entre concubinos, aún, partes en un PACS (...)
Quedan las donaciones, entre vivos o por causa de muerte, pero se encuentran sujetas a
importantes impuestos”.
Según el mismo autor, la naturaleza jurídica del PACS se deduce de sus características.
Puesto que está desprovisto de efectos personales, no se trata de un matrimonio bis, ni un
matrimonio de segundo orden. “Las obligaciones de comunidad de vida y fidelidad, que
constituyen la esencia del matrimonio, están ambas ausentes. Pero al otorgar a los
concubinos, una pareja, de un estatuto patrimonial, se asemeja a un régimen ‘matrimonial’: el
PACS constituye el ‘régimen matrimonial’ de los concubinos”.
3.- En el caso español, la reforma ha ido más lejos, modificando el Código Civil en materia de
derecho a contraer matrimonio, anulando cualquier referencia al género o sexo de los
contratantes. De este modo, las parejas homosexuales quedan en el mismo pie de igualdad de
derechos y deberes que las parejas heterosexuales y están sometidas a las mismas regulaciones
en materia patrimonial. En este sentido, se trata de una reforma profunda a la institución
misma del matrimonio, no se ha optado por crear un cuerpo legal especial para regular una
realidad que necesitaba ser reconocida jurídicamente y normada en sus efectos, como el caso
francés del PACS, en que coexisten tres niveles de regulaciones para la vida en pareja
(matrimonio heterosexual, PACS heterosexual y homosexual y concubinato heterosexual u
homosexual) sino que se optó por disolver cualquier referencia sexual en la definición y
caracterización de los cónyuges.
4.- Otro punto de diferencia entre el PACS francés y el proyecto español es en materia de
adopción. En el caso francés, una pareja bajo contrato PACS no puede adoptar, pero sí lo
puede hacer uno de los miembros de la pareja en forma particular. Ello en virtud de la ley de
adopción que es expresa en ello y no en virtud del PACS ya que este no menciona el tema. En
el caso español, no amerita mayor abundamiento pues el matrimonio es uno sólo sin importar
la orientación sexual de los contrayentes, por tanto no se requiere modificar la ley de
adopción. Los pasos y trámites siguen siendo los mismos. Un tema, eso sí, que hemos
querido mencionar de manera particular es el requisito de idoneidad, al cual están sometidos
parejas heterosexuales y homosexuales por igual, pero que para éstas últimas podría resultar
una dificultad no menor, al momento de ser evaluadas por equipos multidisciplinarios.
Apegados a la ley, no debiera existir ninguna diferencia.

12.4.06

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
«Σύμφωνο συμβίωσης»

Προσχέδιο για Δημόσια Συζήτηση

AΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Α’
Επί της αρχής

1. Στην Ελλάδα, αν και το ποσοστό των παντρεμένων επί του συνόλου των ζευγαριών που συμβιώνουν είναι, μαζί με αυτό της Ιρλανδίας, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αριθμός των ελεύθερων ενώσεων αυξάνεται συνεχώς. Βέβαια, ακριβή στατιστικά στοιχεία για τα ανύπαντρα ζευγάρια δεν υπάρχουν, όμως όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν προς την άποψη ότι το ποσοστό τους, στις νεαρές ιδίως ηλικίες, μεγαλώνει. Διότι, όπως έχει επισημανθεί, ο γάμος σήμερα αποτελεί συνήθως περισσότερο το επιστέγασμα ενός προγενέστερου και συνήθως μακρόχρονου δεσμού, παρά την απαρχή μιας νέας φάσης στη ζωή των νεονύμφων. Από την άλλη, ο γάμος δεν συνιστά, όπως άλλοτε, την αναγκαία συνθήκη για την δημιουργία οικογένειας, καθώς ο αριθμός των ανύπαντρων μητέρων αυξάνεται. Εν όψει της νέας αυτής πραγματικότητας, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει ότι, εδώ και χρόνια, τόσο η δικαστήρια όσο και οι θεωρητικοί του δικαίου μας δέχονται ότι οι έννοιες της οικογένειας και του γάμου –όπως τις κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 21§1)- δεν είναι στατικές, αλλά μεταβάλλονται: μαζί με τις αξίες, τα ήθη και τις νοοτροπίες μιας κοινωνίας παραδοσιακά ανοιχτής σε ξένα ρεύματα και επιρροές, εξελίσσονται και αυτές, κάτι που ο νομοθέτης δεν δικαιούται να αγνοήσει.

2. Εξ άλλου, οι ομοφυλόφιλοι, οι λεσβίες, οι αμφιφυλόφιλοι και οι τρανσεξουαλικοί, σύμφωνα με τις καθιερωμένες διακρίσεις, έχουν επιβάλει την παρουσία τους όχι μόνον, όπως άλλοτε, στον καλλιτεχνικό κόσμο, αλλά σε ένα ευρύτερο πεδίο επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Δεν έχουν παύσει, παρά ταύτα, να αποτελούν αντικείμενο προσβλητικών συμπεριφορών εκ μέρους των αρχών αλλά και του «μέσου» πολίτη, καθώς τα στερεότυπα άλλων εποχών εξακολουθούν λίγο πολύ να επιβιώνουν. Έτσι, αν και η ύπαρξη τους δεν αποσιωπάται όπως παλαιότερα απέχουν από το να έχουν κατακτήσει την πολυπόθητη ισοπολιτεία, καθώς δεν ζουν υπό καθεστώς ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σύγκριση με τους λοιπούς πολίτες. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έχει από μακρού αποποινικοποιηθεί και ότι, εδώ και χρόνια, μια σειρά δεσμευτικών και για τη χώρα μας ρυθμίσεων απαγορεύουν τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό στους χώρους εργασίας -και όχι μόνον. Σημαντικός από την άποψη αυτή είναι ο ν. 3304/2005 για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης στο τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, ανεξαρτήτως, μεταξύ άλλων, του γενετήσιου προσανατολισμού (Α’ 16). Με τον νόμο αυτόν, το ελληνικό δίκαιο προσαρμόσθηκε στις δύο σχετικές κοινοτικές Οδηγίες, την με αριθμ. 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29.6.2000, και την με αριθμ. 2000/78/ΕΚ επίσης του Συμβουλίου, της 27.11.2000.

3. Η καθυστέρηση του Έλληνα νομοθέτη να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, φαίνεται ακόμη περισσότερο αν αναλογισθεί κανείς ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, με εξαίρεση την Ιταλία, όλοι ανεξαίρετα οι κοινοτικοί εταίροι μας έχουν ψηφίσει νόμους για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των συμβιούντων σε ελεύθερες ενώσεις: μετά την Ολλανδία (2001) και το Βέλγιο (2002), τον (πολιτικό βεβαίως) γάμο προσώπων που ανήκουν στο ίδιο φύλο αναγνώρισε πρόσφατα και η (βαθύτατα καθολική) Ισπανία (2005). Μετά την Σουηδία (1994) και τα άλλα σκανδιναβικά κράτη, την συμβίωση ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών έχει αναγνωρίσει με το Pacte civil de solidarité (γνωστότερο ως PACS) η Γαλλία από το 1999, καθώς και τα περισσότερα γερμανικά κρατίδια, ενώ πρόσφατα ψήφισε σχετικό νόμο η (επίσης θρησκευτικά συντηρητικότατη) Ιρλανδία (2004) και η Μεγάλη Βρετανία (2005). Εξ άλλου, με εμπεριστατωμένες αποφάσεις που εξέδωσαν τα τελευταία χρόνια, τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γαλλίας (CC 9.11.1999) και της Γερμανίας (BVerfG 17.7.2002) επικύρωσαν τις νομοθετικές αυτές πρωτοβουλίες, προς τις οποίες, όπως ήταν φυσικό, πέραν της Εκκλησίας, είχαν αντιταχθεί και ποικιλώνυμοι συντηρητικοί κύκλοι.

4. Σκοπός της παρούσας πρωτοβουλίας είναι να θέσει τέρμα στις δυσμενείς διακρίσεις και να αποκαταστήσει την ισοπολιτεία στο πεδίο των ελεύθερων ενώσεων ετερόφυλων και ομόφυλων ζυγαριών. Για μεν τα πρώτα, δηλαδή τα ετερόφυλα ζευγάρια που ζουν μαζί επί πολλά χρόνια και δεν επιθυμούν να παντρευτούν, οι συντάκτες της παρούσας πρότασης είναι πεπεισμένοι ότι η δυνατότητα που τους παρέχεται (μέσω του καθιερούμενου συμφώνου συμβιώσεως) να εξομοιώσουν τη σχέση τους -από πλευράς νομικών συνεπειών- με τη σχέση των συζύγων από γάμο θα συναντήσει ευρύτερη συναίνεση: η συνεχιζόμενη άρνηση των δικαστηρίων μας να αναγνωρίσουν στους επί μακρόν συμβιούντες στοιχειώδη δικαιώματα για αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη φαίνεται σήμερα ακατανόητη˙ ακόμη σκληρότερη και προπάντων άδικη είναι η ίδια άρνηση όταν εκδηλώνεται στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, της συνταξιοδότησης και της κληρονομικής διαδοχής. Όσο για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, επελέγη η λύση της καθιέρωσης και γι’ αυτούς του συμφώνου συμβιώσεως, με πλήρη εξομοίωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους με εκείνα των συζύγων από γάμο.

Β΄
Επί των άρθρων

1. Στο άρθρο 1 της πρότασης εξειδικεύεται ο σκοπός –και, μέσω αυτού, το περιεχόμενο- του συμφώνου συμβιώσεως: μόνιμη ένωση ενηλίκων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη και την δημιουργία κοινότητας βίου. Με τις λέξεις «αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη» υπονοείται η υποχρέωση υλικής και ηθικής βοήθειας και συμπαράστασης των συμβιούντων, που πρέπει βεβαίως να είναι ενήλικοι και να αποβλέπουν όχι απλώς σε μια παροδική σχέση, αλλά σε μια μακροχρόνια ένωση. Εξ ου και η αναφορά στην δημιουργία μιας «κοινότητας βίου». Απόρροια της αρχής της αυτονομίας και της ελεύθερης επιλογής, το σύμφωνο συμβίωσης αν και έχει, έτσι όπως ρυθμίζεται στην πρόταση, προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα, συγκεντρώνει και πολλά χαρακτηριστικά θεσμού.

2. Το άρθρο 2 της πρότασης αναφέρεται στον τρόπο σύναψης του συμφώνου. Συνεπής προς τον προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα του συμφώνου, η πρόταση αρκείται στην αυτοπρόσωπη και από κοινού δήλωση των ενδιαφερομένων ότι επιθυμούν να συμβιώσουν, η οποία γίνεται, χωρίς πανηγυρικό τύπο προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας το τόπου όπου οι δηλούντες προτίθενται να εγκατασταθούν. Μερίμνη του δημάρχου, η σχετική πράξη καταχωρίζεται και κοινοποιείται στον ληξίαρχο του τόπου γέννησης των δηλούντων. Για τον έλεγχο της τυχόν συνδρομής κωλυμάτων, η παρ. 2 προβλέπει ότι, επί ποινή απαραδέκτου της δήλωσης, οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να επισυνάψουν πιστοποιητικά των οικείων αρχών, από τα οποία να προκύπτει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους καμιά από τις ιδιότητες που προβλέπει το άρθρο 3 του της πρότασης.

3. Τα κωλύματα για την σύναψη συμφώνου συμβίωσης προβλέπονται από το άρθρο 3. Είναι έξη (6), τα τέσσερα (4) πρώτα από τα οποία συμπίπτουν με τα κωλύματα του γάμου που προβλέπει ο ΑΚ. Αν και απαρχαιωμένα, επαναλήφθηκαν και για το σύμφωνο συμβίωσης για λόγους ενότητας της έννομης τάξης. Το πέμπτο είναι το κώλυμα προηγούμενου συμφώνου, που εξακολουθεί να είναι σε ισχύ, ενώ το έκτο ορίζει ότι κωλύονται να συνάψουν σύμφωνο πρόσωπα, που κανένα τους δεν έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Με την τελευταία αυτή ρύθμιση, την οποία –σημειωτέον- προβλέπουν σχεδόν όλες οι ισχύουσες νομοθεσίες ευρωπαϊκών κρατών, επιδιώκεται να αποτραπεί ο λεγόμενος «συμβιωτικός τουρισμός».

4. Το άρθρο 4 είναι από τα σπουδαιότερα της πρότασης, καθώς προβλέπει τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η σύναψη του συμφώνου. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι το σύμφωνο, όσο είναι σε ισχύ, έχει για τους συμβιούντες όλες προσωπικές και περιουσιακές συνέπειες που παράγει ο γάμος για τους συζύγους, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 1386-1416, 1820, 1821, 1824 και 1825 ΑΚ, καθώς και των σχετικών ρυθμίσεων της ισχύουσας φορολογικής, εργατικής, κοινωνικοασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας. Κατά λογική ακολουθία, η παρ. 2 ορίζει ότι, όπου κατά την κείμενη νομοθεσία αρκεί ή απαιτείται η συγκατάθεση του ενός συζύγου για να επέλθουν έννομες συνέπειες στο πρόσωπο του άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται για την συγκατάθεση του συμβιούντος. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη σαφήνεια, η παρ. 3 ορίζει ότι, με προεδρικό διάταγμα μπορεί να προβλεφθεί ότι συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις οποιουδήποτε άλλου κλάδου του δικαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις των συζύγων από γάμο, εφαρμόζονται και στους συμβιούντες. Τέλος, η παρ. 4 ορίζει ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης για την εφαρμογή διατάξεων, το πρωτοδικείο του τόπου της συγκατοίκησης ή της τελευταίας συγκατοίκησης των συμβιούντων αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενός από αυτούς ή, σε περίπτωση που αυτός έχει εκλείψει, των κατιόντων του, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά και στον άλλο.

5. Για λόγους έμφασης, το άρθρο 5 της πρότασης ορίζει κάτι που απαγορεύει ήδη έμμεσα η ισχύουσα νομοθεσία (: άρθρο 1545 ΑΚ): ότι δηλαδή, ως μη παντρεμένοι, οι συμβιούντες δεν μπορούν να υιοθετήσουν από κοινού ανήλικο. Προφανώς, η προηγούμενη υιοθεσία από έναν τουλάχιστον από τους συμβιούντες δεν συνιστά κώλυμα για την σύναψη του συμφώνου και δεν απαγορεύεται η επιγενόμενη υιοθεσία ανηλίκου από τον καθέναν από τους συμβιούντες χωριστά.

6. Το άρθρο 6 της πρότασης αναφέρεται στην λύση του συμφώνου, για την επέλευση της οποίας δεν προβλέπεται η έκδοση διαζυγίου, αλλά μια διαδικασία απλούστερη, που συνάδει με την πνεύμα που διέπει τον εισαγόμενο θεσμό. Εκτός από τον θάνατο και τον γάμο ενός τουλάχιστον από τους συμβιούντες (ή, προφανώς, των συμβιούντων, εφ’ όσον είναι ετερόφυλοι, μεταξύ τους), ως λόγος λύσης του συμφώνου προβλέπεται η από κοινού δήλωση των συμβιούντων από τη μια, και η μονομερής (αναιτιολόγητη) δήλωση του καθενός από αυτούς, με επέλευση όμως των συνεπειών της έξη (6) μήνες αργότερα. Τέλος, η παρ. 6 του άρθρου 7 ορίζει ότι, μετά την λύση του συμφώνου, οι πρώην συμβιούντες ρυθμίζουν ωστόσο με συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου τις περιουσιακές σχέσεις τους. Σε περίπτωση διαφωνίας, προβλέπεται ότι, επιφυλασσομένων των εκατέρωθεν αξιώσεων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, τις περιουσιακές εκκρεμότητες της συμβίωσης ρυθμίζει το πρωτοδικείο του τόπου της τελευταίας συγκατοίκησης των πρώην συμβιούντων, ύστερα από αίτηση ενός από αυτούς, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά και στον άλλο.

7. Το άρθρο 7 της πρότασης απειλεί με ποινές φυλάκισης όσοθς συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης ενώ συντρέχει στο πρόσωπό τους ένα ή περισσότερα από τα κωλύματα του άρθρου3. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και στον άλλο συμβιούντα, αν τελούσε σε γνώση του κωλύματος του πρώτου. Ποινή φυλάκισης αλλά μικρότερης διάρκειας απειλεί η παρ. 2 κατά εκείνου ο οποίος, για να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή για να το λύσει, δηλώνει στις αρχές ψευδή στοιχεία, ενώ η παρ. 3 τιμωρεί ως παράβαση καθήκοντας, κατά το άρθρο 259 ΠΚ, την άρνηση από τον οικείο δήμαρχο να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του που προβλέπει το άρθρο 1. Τέλος, επειδή η ασέλγεια παρά φύση του άρθρου 347 ΠΚ τιμωρείται κατ’ ουσίαν από σειρά άλλων διατάξεων (βλ. 338, 339, 342 και 343 ΠΚ), προτείνεται η κατάργηση του εν λόγω άρθρου πρωτίστως ως περιττού, αλλά και διότι –όπως άλλωστε παρατηρεί στο από 16.12.2004 πόρισμά της και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου- εισάγει μιαν ακόμη δυσμενή διάκριση σε βάρος των αρρένων ομοφυλοφίλων.


ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
«Σύμφωνο συμβίωσης»

Προσχέδιο για Δημόσια Συζήτηση

Άρθρο 1
Σκοπός

Το σύμφωνο συμβίωσης ρυθμίζει την μόνιμη ένωση ενηλίκων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη και την δημιουργία κοινότητας βίου.

Άρθρο 2
Τρόπος σύναψης

1. Το σύμφωνο συμβίωσης συνάπτεται με από κοινού δήλωση των δύο ενδιαφερομένων ότι επιθυμούν να συμβιώσουν. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου αυτοί προτίθενται να συγκατοικήσουν, ή προς τον νόμιμο αναπληρωτή τους, που είναι υποχρεωμένοι να την καταχωρήσουν, να συντάξουν σχετική πράξη και να κοινοποιήσουν αντίγραφο της τελευταίας στον ληξίαρχο του τόπου γέννησης καθενός από τους συμβιούντες.

2. Επί ποινή απαραδέκτου, οι ενδιαφερόμενοι επισυνάπτουν στη δήλωση πιστοποιητικά των οικείων αρχών, από τα οποία προκύπτει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους κανένα από τα κωλύματα του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.

Άρθρο 3
Κωλύματα

Εμποδίζεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης:

α. Από συγγενείς εξ αίματος, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τέταρτο βαθμό.

β. Από συγγενείς εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό.

γ. Εκείνου που υιοθέτησε ή των κατιόντων του με αυτόν που υιοθετήθηκε. Το κώλυμα διατηρείται και μετά τη λύση ενός υιοθεσίας.

δ. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν ένα τουλάχιστον από αυτά είναι παντρεμένο.

ε. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν ένα τουλάχιστον από αυτά δεσμεύεται από σύμφωνο συμβίωσης που είναι σε ισχύ.

στ. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν κανένα από αυτά δεν είναι εγκατεστημένο νόμιμα στην Ελλάδα.

Άρθρο 4
Δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβιούντων

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 του παρόντος νόμου, το σύμφωνο έχει για τους συμβιούντες όλες προσωπικές και περιουσιακές συνέπειες που παράγει ο γάμος για τους συζύγους, εφαρμοζομένων σε αυτούς των διατάξεων των άρθρων 1386-1416, 1820, 1821, 1824 και 1825 ΑΚ, καθώς και των σχετικών ρυθμίσεων της ισχύουσας φορολογικής, εργατικής, κοινωνικοασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας.

2. Όπου κατά την κείμενη νομοθεσία αρκεί ή απαιτείται η συγκατάθεση του ενός συζύγου για την επέλευση έννομων συνεπειών στο πρόσωπο του άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται για την συγκατάθεση του συμβιούντος.

3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να προβλεφθεί ότι συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις οποιουδήποτε άλλου κλάδου του δικαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις των συζύγων από γάμο, εφαρμόζονται και στους συμβιούντες.

4. Σε περίπτωση αμφισβήτησης για την εφαρμογή διατάξεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, το πρωτοδικείο του τόπου της συγκατοίκησης ή της τελευταίας συγκατοίκησης των συμβιούντων αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενός από αυτούς ή, σε περίπτωση που αυτός έχει εκλείψει, των κατιόντων του.

Άρθρο 5
Υιοθεσία

Μετά την σύναψη του συμφώνου, δεν επιτρέπεται η από κοινού υιοθεσία ανηλίκου από τους συμβιούντες.

Άρθρο 6
Λύση του συμφώνου

1. Το σύμφωνο συμβίωσης λύεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α. Με τον θάνατο του ενός από τους συμβιούντες.

β. Με τον γάμο του ενός τουλάχιστον από τους συμβιούντες ή και των δύο μεταξύ τους.

γ. Με κοινή συμφωνία των συμβιούντων.

δ. Με μονομερή δήλωση του ενός από τους συμβιούντες.

2. Στην περίπτωση α’ της προηγούμενης παραγράφου, η λύση του συμφώνου επέρχεται κατά την ημερομηνία του θανάτου. Προς τούτο, ο επιζών υποβάλλει αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης του θανάτου του άλλου συμβιούντος, στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο οι συμβιούντες είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση.

3. Στην περίπτωση β’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται από την σύναψη του γάμου.

4. Στην περίπτωση γ’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται με την υποβολή από τους συμβιούντες κοινής δήλωσης ότι προτίθενται να τερματίσουν την συμβίωσή τους στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση. Η δήλωση δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους, επιφυλάξεις ή αιρέσεις.

5. Στην περίπτωση δ’ της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται μετά την παρέλευση έξη (6) μηνών από την επίδοση έγγραφης ανακοίνωσης του ενός συμβιούντος προς τον άλλο ότι επιθυμεί να τερματίσει την συμβίωση. Η ανακοίνωση δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους, επιφυλάξεις ή αιρέσεις και θεωρείται ως ουδέποτε γενομένη αν ο ενδιαφερόμενος δεν υποβάλει μέσα σε δύο (2) μήνες από την επίδοσή της αντίγραφό της στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο οι συμβιούντες είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση.

6. Οι πρώην συμβιούντες ρυθμίζουν με συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου τις περιουσιακές σχέσεις τους. Σε περίπτωση διαφωνίας, επιφυλασσομένων των εκατέρωθεν αξιώσεων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, τις περιουσιακές εκκρεμότητες της συμβίωσης ρυθμίζει το πρωτοδικείο του τόπου της τελευταίας συγκατοίκησης των πρώην συμβιούντων, ύστερα από αίτηση ενός από αυτούς.

Άρθρο 7
Ποινικές κυρώσεις

1. Όποιος συνάπτει σύμφωνο συμβίωσης ενώ συντρέχει στο πρόσωπό του ένα ή περισσότερα από τα κωλύματα του άρθρου 3 του παρόντος νόμου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και στον άλλο συμβιούντα, αν τελούσε σε γνώση του κωλύματος του πρώτου.

2. Όποιος για να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή για να το λύσει δηλώνει στις αρχές ψευδή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξη μηνών.

3. Η μη αποδοχή και η μη καταχώρηση της δήλωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου από τον οικείο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας και η μη σύνταξη από αυτούς της προβλεπόμενης από την ίδια διάταξη πράξης συνιστά παράβαση καθήκοντος και τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 259 ΠΚ.

4. Το άρθρο 347 ΠΚ καταργείται.

Άρθρο 8
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, Απρίλιος 2006

11.4.06

ΓΑΜΟΣ ΟΜΟΦΥΛΩΝ. Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

El matrimonio entre personas del mismo sexo
como radicalización de la modernidad
Daniel Borrillo

Introducción
En la controversia actual sobre el derecho al matrimonio para las parejas del mismo sexo, es usual abordar la cuestión como una ruptura con la tradición del derecho civil de la familia. El matrimonio gay suele ser considerado por la doxa como una revolución moral que compromete la estructura misma del orden jurídico.
Hasta muy recientemente la diferencia de sexos no necesitaba siquiera especificarse, la unión matrimonial solo podía concebirse entre un hombre y una mujer. La naturaleza “heterosexual” de las nupcias resultaba tan evidente que el Legislador no tuvo necesidad de dar una definición de las mismas. En efecto, el artículo 144 del código civil francés reza :
« L'homme avant dix-huit ans révolus, la femme avant quinze ans révolus, ne peuvent contracter mariage ».
Del mismo modo, el código civil español en su articulo 44 establecía :
« El hombre y la mujer tienen derecho a contraer matrimonio conforme a las disposiciones de éste Código”.
Nótese que en ningún momento el Legislador creyó necesario indicar : “el hombre y la mujer entre si”. Resultaba entonces tan evidente que así fuera que tal especificación aparecía como una redundancia superflua.
La reivindicación del ius connubi para las parejas del mismo sexo ha puesto fin a dicha evidencia. La evolución social y política obliga al jurista a repensar los presupuestos de las instituciones que estudia. Recordemos que las primeras disposiciones jurídicas en la materia aparecieron como respuesta a la dramática situación creada por la infección del VIH4. La epidemia de sida puso de manifiesto la precaria situación de las uniones homosexuales en las cuales uno de los miembros moría sin poder garantizar a su pareja el goce de derechos tan elementales como la continuidad en el piso arrendado por el difunto, la transmisión del patrimonio o el acceso a derechos sociales, por citar sólo algunos ejemplos.
Pero, si la emergencia de la cuestión está circunscrita a una circunstancia histórica determinada, el tema presenta un planteamiento universalista al que tiene que responder toda sociedad democrática. En efecto, debemos trascender al contexto histórico-social y considerar el tema como una cuestión general de filosofía política y moral. Asimismo, la lucha por la igualdad de lesbianas y gays debe entenderse como un combate político que engloba a la colectividad en su conjunto. Dicho de otro modo, si la reivindicación es puntual, la manera en que las sociedades responden a dicha demanda tiene que ser universal, vale decir que debe concernirnos a todos, heterosexuales y homosexuales…
Entonces, desde esta perspectiva generalista y en función de una preocupación de naturaleza universal, la cuestión que emerge en el debate es la siguiente : la respuesta positiva a la reivindicación del movimiento LGBT ¿constituye una ruptura con la filosofía del derecho civil? o, por el contrario ¿se trata de una profundización de algo que existía de manera latente en la institución matrimonial?
En las páginas que siguen intentaré responder a éste planteamiento.
Naturaleza jurídica del matrimonio
Desde la Revolución francesa, el matrimonio deja de ser concebido como un sacramento para transformarse en un contrato (o, si se quiere, en una institución) del derecho civil. Si, en el ámbito canónico, la diferencia de sexos es consubstancial a la unión pues el matrimonio conlleva la finalidad reproductiva6, en el ámbito civil, en cambio, lo que resulta particularmente relevante es la voluntad de los contrayentes. El Artículo 45 del código civil español establece : “No hay matrimonio sin consentimiento matrimonial”
De ese modo, una vez producida la secularización de las nupcias, la consumación (como fusión de dos carnes) propia al sacramento religioso es substituida por el consentimiento (como unión de dos voluntades) propio a la ley civil. Siendo el acuerdo de voluntades, y no la copula carnalis, lo que hace a la esencia del matrimonio, la conditio sine qua non de su existencia no puede continuar siendo la diferencia de sexos de los contrayentes. En otras palabras para el derecho laico lo que cuenta no es la naturaleza física de la institución sino su dimensión psicológica. A la carne sexuada de la regla canónica, el derecho moderno opone la voluntad abstracta, libre y consciente. Recuérdese además que para la ley civil ni el proyecto reproductivo ni la fertilidad de los consortes constituye un requisito para contraer matrimonio. Los estériles, las mujeres menopaúsicas o simplemente aquellos que no desean tener hijos nunca se vieron privados del derecho matrimonial.
Las violentas reacciones que ha suscitado en España el matrimonio entre personas del mismo sexo, pone de manifiesto la existencia de una cuestión implícita anterior que es necesario hacer explicita a fin de comprender mejor el alcance y las consecuencias de la controversia en la que nos encontramos. Más allá de la dimensión discriminatoria, que he puesto de manifiesto en muchos otros artículos, quisiera abordar la actualidad del matrimonio entre personas del mismo sexo desde otro ángulo que, lejos de invalidar la cuestión de la igualdad, nos permitirá esclarecerla con una luz diferente. Si la apertura del casamiento a las parejas del mismo sexo suscita todavía reacciones negativas (dejando de lado la homofobia que permite explicar aún muchas de ellas), es porque al hablar de matrimonio muchos de los opositores hacen referencia no tanto a la dimensión civilista de dicho instituto sino a su pasado sacramental. De alguna manera vuelve a repetirse la querella entre Antiguos y Modernos y si los términos de la misma se renuevan en cuanto a la forma, las cuestiones de fondo persisten.
Es en ese sentido que propongo leer la actualidad jurídico-política del “matrimonio gay”. Vale decir como una profundización del derecho moderno fundado en la libre de elección del estado civil (soltero o casado) y en la voluntad abstracta de los contrayentes. Para el derecho moderno así como carece de religión, de raza o de adscripción política, la voluntad tampoco tiene sexo9.
El movimiento LGBT y la radicalización de la modernidad jurídico-política.
Como decía en la introducción, la reivindicación del matrimonio entre personas del mismo sexo es revelador de un problema general de la filosofía moral y jurídica.
El movimiento LGBT, produce no solo una profundización sino inclusive una radicalización de la civilidad del matrimonio y de la filiación en el sentido en que su lucha política por la igualdad civil nos obliga a asumir plenamente las raíces de la modernidad.
Según Alain Touraine, la modernidad se caracteriza por la preeminencia del individuo que se afirma independientemente del orden en el que se encuentra inscrito.Los tres grandes pilares de la modernidad fueron definidos históricamente por Spinoza (libertad de conciencia), Locke (privacy) y Montesquieu (libertad política). Fue necesario la invención de esos tres momentos para permitir la emergencia de la figura del gay y la lesbiana en tanto que individuo autónomo capaz de construir su propio destino (Sastre, Foucault).
La tolerancia hacia la diferencia, el respeto del pluralismo, la protección de la vida privada y la concepción de la política como un devenir al que estamos todos llamados a participar a través de la deliberación democrática (contra la revelación teocrática), han permitido la construcción de la sociedad abierta la cual produce movimientos sociales que permiten su evolución permanente. Los años 1980 se caracterizaron por los diferentes procesos de despenalización de la homosexualidad en nombre del respeto a la privacidad individual. Durante los años 1990, se multiplicaron las leyes de reconocimiento de la unión de hecho, la unión civil o el registered partnership. Sin embargo, pocos países asumieron el paso fundamental entre unión civil y matrimonio. La primera se mantiene en el registro de la tolerancia pues significa dar algunos derechos a la minoría sin reconocerle la igualdad total, el segundo rompe con la tolerancia y se ubica en el plano del reconocimiento pleno.
Volvamos a la cuestión de la profundización y la radicalización de la dimensión moderna del matrimonio gracias a la intervención política del movimiento Gay y Lésbico. Este produjo el triunfo de una visión individualista, contractualista y desacralizada de la vida familiar, concebida de ahora en adelante al servicio del individuo y no éste al servicio de aquella. La familia encuentra su fundamento y legitimidad en la negociación de las partes y no en la imposición estatutaria y se encuentra desprovista de toda forma de sacralización que la hacía hasta entonces inmutable. Esta profundización de la visión moderna de los lazos familiares se produce tanto a nivel de la vida de la pareja (I) cuanto a la filiación (II).
I. Del punto de vista de la pareja.
El matrimonio gay se inscribe en la historia del largo proceso de democratización del matrimonio occidental. Durante la Edad Media se prolonga el orden jerárquico de tres formas de nupcialidad existentes en el derecho romano (matrimonio legítimo, concubinato y contubernio). El primer paso hacia una concepción secularizada del matrimonio fue la proclamación de un edicto de Louis XVI en 1787 que otorgaba a los protestantes la posibilidad de beneficiarse del ius connubi sin pasar por el sacramento católico. En el siglo XVIII, las elites francesas soportaban cada vez menos la idea de una unión sagrada ad vitam. Despojado de su naturaleza religiosa, el matrimonio laico instaurado por la Revolución francesa, basa su legitimidad en la voluntad recíproca de las partes. De acuerdo con la concepción civil, la alianza se funda exclusivamente en la libertad de los contrayentes. El derecho moderno pone fin de ese modo a la consumación e instaura el consentimiento como causa y legitimación de la unión. Para el derecho moderno, lo que cuenta es el acuerdo de voluntades y no la copulación de cuerpos.
La dimensión contractual es así valorizada. La elección individual es el elemento principal del contrato. El derecho solo tiene que garantizar dicha libertad contractual. En ese sentido podemos decir que el matrimonio es el contrato in tuitu personae por antonomasia. Aceptado esto, resulta evidente que las características del co-contratante como por ejemplo su aspecto físico, su renta anual, sus creencias religiosas, su sexo o su orientación sexual, si bien pueden ser esenciales en la elección particular resultan irrelevantes del punto de vista jurídico siempre que el contrato no se encuentra viciado. Todo individuo debe tener derecho a escoger su estado civil, imponer la soltería a una parte de la sociedad es contrario a los valores del Estado de derecho.
Además el matrimonio entre personas del mismo sexo termina con la visión del contrato implícito de género, afirmando así la igualdad radical de los cónyuges. En efecto, el matrimonio (en su dimensión hetersexual) implicaba, e implica aún, el encuentro de dos individuos caracterizados por sus géneros respectivos : lo masculino hace referencia a la Polis (política) en tanto que lo femenino reenviaba (y sigue aún reenviando) a la noción de Oikos (domesticidad). Así en el matrimonio tradicional cada uno ocupaba un lugar en función de su sexo : al hombre el gobierno de la familia y a la mujer su administración doméstica.
Si el movimiento feminista puso fin a dicho “contrato de género” denunciado como la perpetuación de la desigualdad social y política. El movimiento Lésbico y Gay radicaliza dicha evolución pues rompe con la base misma de la diferencia de sexos como constitutiva del contrato.
Por eso el nuevo código civil español no habla ya de “marido” y “mujer”, denominaciones de tipo residual que hacen referencia a la especifidad de las funciones masculinas y femeninas, sino de “cónyuges” o “consortes”, terminología más adecuada con la exigencia de igualdad entre las partes ya que los derechos y obligaciones no están determinados por el sexo de los contrayentes.
II. Del punto de vista de la filiación.
La apertura del matrimonio a las parejas del mismo sexo no solo profundiza la modernidad de la alianza sino también la de la filiación.
Que las parejas homosexuales puedan no sólo adoptar niños o acceder a la reproducción asistida sino también gozar de la presunción de paternidad10, significa asumir la diferencia capital entre reproducción y filiación. Es evidente que para que haya reproducción biológica es preciso el encuentro de un espermatozoide y un óvulo pero para que exista filiación es necesario otra cosa. Sucede a menudo que lo biológico y lo cultural coinciden pero muchas otras veces ésto no es así, baste con recordar que la adopción es una forma plena y total de filiación que nada tiene que ver con realidad biológica alguna. Si, en oposición al derecho romano y durante toda la Edad Media, la Iglesia prohibió la adopción, fue precisamente por que para ella solo la realidad biológica (naturalismo) podía fundar la filiación.
La homoparentalidad rompe también con el orden implícito de lo masculino relacionado con la producción y lo femenino con la reproducción. La paternidad y la maternidad no son más que funciones intercambiables ejercidas por individuos. Desde los años 1970 los principales códigos establecen los mismos derechos y obligaciones para los progenitores (biológicos o sociales). Estos comparten la autoridad sobre el menor y gozan de los mismos derechos y obligaciones respecto a su educación.
Si el movimiento feminista permitió la disociación entre sexualidad y reproducción, el movimiento LGBT radicaliza la ruptura entre reproducción y filiación. Así, ya no es la capacidad reproductiva (biológico-glandular) lo que funda la filiación jurídica sino la voluntad individual y/o compartida en le marco de un proyecto parental. Esto resulta patente en la presunción de paternidad en el seno de parejas homosexuales. Así cuando la ley candiense presume la maternidad de la cónyuge femenina de una mujer que se hizo inseminar de manera anónima, el derecho renuncia completamente a toda pretensión de fundamentacion biológico-naturalista de la progenitura. Ya no se puede fingir. Las uniones de mismo sexo nos obligan a asumir un sistema de filiación fundado exclusivamente en la voluntad.
El matrimonio gay como afirmación de la filosofía moral moderna
El haber puesto fin a la diferencia de sexos como conditio sine qua non del ius connubi, en un país de tradición católica como es España, ha significado apostar claramente por una filosofía moral determinada basada en una visión individualista, voluntarista e inmanente del matrimonio contra una concepción tradicionalista, instrumentalista y metafísica del mismo.
El fin del monopolio sacramental, la afirmación de la unión civil de naturaleza laica, la igualdad de los cónyuges, la reglamentación del divorcio, la filiación adoptiva, la patria potestad compartida, la autorización de métodos contraceptivos en el seno de la unión matrimonial son algunas de la otras características del matrimonio civil, evoluciones a las cuales se han sistemáticamente opuesto los defensores de la visión residual de tipo canónico-sacramental.
El nuevo matrimonio rinde homenaje a la modernidad también por la abolición de la jerarquías y de los privilegios de las sexualidades (heterosexual/homosexual) que el matrimonio heterosexual llevaba aparejado. Del mismo modo que la raza, las opiniones políticas o el sexo no pueden constituir barreras para el ejercicio de los derechos, la orientación sexual de los individuos no debe impedirles el acceso a una libertad fundamental.
Por último, la unión entre personas del mismo sexo radicaliza también la laicidad pues obliga al instituto civil del matrimonio a disociarse completamente del antiguo instituto canónico del sacramento. A tal efecto, la producción de efectos civiles del sacramento matrimonial, vestigio del Estado confesional, resulta hoy más que nunca anacrónico.
Conclusión
Hemos visto como la apertura del derecho al matrimonio para las parejas del mismo sexo nos obliga a asumir sin cortapisas los principios jurídicos de la modernidad en materia de derecho de la familia. La desacralización de las nupcias, la disociación entre sexualidad y reproducción, la fundación de la filiación en la voluntad y no en la biología así como la contractualización de las relaciones familiares ponen de manifiesto la radicalización de la modernidad que el matrimonio gay produce. De ahora en adelante no podemos seguir pretendiendo que las instituciones familiares están fundadas en un orden natural que trasciende la voluntad individual.
El rechazo del matrimonio homosexual muchas veces no es más que la hostilidad hacia la modernidad política, social y jurídica. El horror que produce la homoparentalidad es proporcional al temor de fundar la regla de derecho en valores inmanentes y no en una metafísica naturalista.
Los argumentos que se utilizan contra la igualdad para las parejas homosexuales no son novedosos, se han usado contra los matrimonios interraciales, contra la libre disposición del cuerpo por las mujeres, contra el sufragio universal, contra el estado de bienestar..... Todas estas evoluciones fueron también consideradas por los conservadores como situaciones apocalípticas. Pero solamente los conservadores tienen un miedo irracional de la modernidad.
Habermas, define a la modernidad como un proyecto inacabado, una asignatura todavía pendiente, con un gran potencial utópico. Creo que hoy día la lucha del movimiento LGBT aporta una contribución capital a la realización de dicho proyecto.
Daniel Borrillo
Profesor de derecho privado
Universidad de Paris X-Nanterre