Παράλληλα με τη
θεσμοθέτηση των μέτρων αυτών για την καταστολή του φαινομένου στη Βενετία,
κρίθηκε απαραίτητο να ληφθεί πρόνοια για την καταπολέμηση του προβλήματος στα
βενετικά πλοία, όπου εμφανιζόταν με προκλητική συχνότητα. Με βάση, μάλιστα, το
σκεπτικό ότι, εφόσον τα πλοία βρίσκονταν έξω από τον χώρο της βενετικής επικράτειας,
δεν υπόκεινταν στη δικαιοδοσία των βενετικών διωκτικών αρχών, οι ναυτικοί
εύκολα ξέφευγαν από την επιβολή των κυρώσεων του νόμου. Με την πρόθεση να
ξεκαθαρίσει οριστικά αυτό το θολό νομικό πλαίσιο το Συμβούλιο των Δέκα
αποφάσισε να διευρύνει το πεδίο δικαιοδοσίας του και στα βενετικά πλοία. Με το
ψήφισμα της 31 Ιουλίου 1420 ορίζεται ότι, όπως διώκονται στη Βενετία όσοι
διαπράττουν αυτό το ανόμημα, με όμοιο τρόπο πρέπει να επιδιωχθεί το ξερρίζωμά του
από τα βενετικά πλοία, «πάνω στα οποία πάρα πολύ διαπράττεται με όχι μικρή
δυσφήμιση δική-μας και φανερό κίνδυνο όσων ταξιδεύουν με αυτά, έτσι που απορεί
κανείς πώς δεν βυθίζονται από τη θεϊκή κρίση». Όσοι, λοιπόν, διέπρατταν αυτό το
ανόμημα έπρεπε να τιμωρούνται σαν να το είχαν διαπράξει στη Βενετία, ενώ
εκείνοι που θα τους κατέδιδαν θα αμείβονταν με το ποσό των 500 λιρών.
Τονίζεται, μάλιστα, ότι οι κυβερνήτες των πλοίων δεν έχαναν το δικαίωμα να
προβαίνουν οι ίδιοι στην τιμωρία των ενόχων και μόνο εάν εκείνοι δεν είχαν επιβάλει
τη δικαιοσύνη οι ένοχοι θα τιμωρούνταν στη Βενετία. Όμοια και οι κυβερνήτες των
βενετικών εμπορικών σκαφών όφειλαν να παραδίδουν τους τυχόν ενόχους στον
διοικητή της πρώτης βενετικής κτήσης, όπου θα προσέγγιζαν, ώστε αυτός να τους αποστείλει
στη Βενετία με το πρώτο πλοίο, έχοντας ο κυβερνήτης αυτού του πλοίου την υποχρέωση
να τους μεταφέρει και να τους παραδώσει στις Αρχές.
Κατά την
ανακριτική διαδικασία, που γινόταν in camera tormenti, προσάγονταν μάρτυρες
κατηγορίας και τυχόν ενοχοποιητικά στοιχεία. Συχνά ως μάρτυρες κατηγορίας παρουσιάζονταν
οι παθόντες, ενώ ο ανακρινόμενος κάτω από την πίεση των ανακριτικών μεθόδων
προέβαινε σε αποκαλύψεις συνεργών και άλλων ατόμων που βαρύνονταν με ανάλογη
συμπεριφορά. Σε περίπτωση που αποδεικνυόταν η αθωότητα του ο κατηγορούμενος
απαλλασσόταν από τη συγκεκριμένη ενοχή και απολυόταν.
Εάν, παρά τα
βασανιστήρια, δεν ομολογούσε, απολυόταν με επιφυλάξεις {relaxetur de presenti de
carceribus, relaxetur pro nunc de
carceribus, relaxetur de carceribus tantum
pro
nunc). Το
ίδιο συνέβαινε και στην περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η προσαγωγή μαρτύρων
ή δεν υπήρχαν επαρκή ενοχοποιητικά στοιχεία. Αναφέρεται για παράδειγμα η
περίπτωση ενός Έλληνα, του Μιχάλη από την Κρήτη {Michael de Creta), που
ήταν φυλακισμένος έχοντας κατηγορηθεί ότι είχε διαπράξει το παράπτωμα της
σοδομίας {comisisse sodomitium) στο πλοίο του Βενετού Αλοΐσιου Longo τη
χρονιά που είχε συμβεί η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους {ilio
anno quo civitas Constantinopolis perdita fuit) η απαλλακτική απόφαση του
Συμβουλίου των Δέκα στηρίχτηκε στο γεγονός ότι δεν είχε ανευρεθεί ο
παθών και δεν υπήρχε το έγγραφο της ομολογίας του, που είχε συνταχθεί
πάνω στο πλοίο, ούτε ήταν δυνατό να ανευρεθούν, επειδή ο κυβερνήτης του
πλοίου είχε στο μεταξύ πεθάνει. Μετά την ολοκλήρωση της ανακριτικής
διαδικασίας, οριζόταν η ημέρα της δίκης που διεξαγόταν στο Συμβούλιο των
Δέκα. Εάν πάλι παρά την ανακριτική διαδικασία η υπόθεση δεν είχε
διαλευκανθεί ολότελα και εξακολουθούσε να εκκρεμεί υποψία σε βάρος του
κατηγορουμένου, τότε η υπόθεση παραπεμπόταν και πάλι στο Κολλέγιο για
συνέχιση της διαδικασίας ή σε άλλες περιπτώσεις του επιβαλλόταν ποινή
φυλάκισης που μπορούσε να φτάσει και τα τέσσερα χρόνια. Και αν στο μεταξύ
προέκυπταν νεότερα στοιχεία γινόταν αναψηλάφηση της υπόθεσης. Φυσικά, σε
περίπτωση που τα ενοχοποιητικά στοιχεία δεν ήταν ανατρέψιμα και, παρά
την άρνηση του κατηγορούμενου να ομολογήσει, αποδεικνυόταν η ενοχή του,
τότε καταδικαζόταν.
Ν. Γ. Μοσχονάς: Έλεγχος και καταστολή της ερωτικής παρέκκλισης στη Βενετία
του 15ου αιώνα
στο Ανοχή και καταστολή στους Μέσους Χρόνους (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2002)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου