31.12.05

ΕΜΕΙΣ

Image Hosted by ImageShack.us

POEMA COMO MOTE PARA SOLIDÃO SEM FIM
Os tubarões andam se alimentando de surfistas.
Aquele navio asiático permanece ancorado
com porões cheios de carne estragada.
Tenho medo, Mamãe, do Canibal de Milwaulkee.
Tenho medo do assassino que mata casais na praia.
Tenho medo de ser torturado
por policiaispor causa do beijo que dou em meu namorado.
Tenho medo de ser currado por eles.
Cobram caro pelo flagrante de um abraço.
Não temos glória, Mamãe.
Só uma luta infinda.
Pedradas. Imprecações.
Eles não nos aceitam, Mamãe, só suportam
nossas cores, nossas gargalhadas,
nossos falsos decotes, nossos quadris, peitos e
bundasde silicone e anabolizantes.
.
Mas somos mais desaforadosque eles, Mamãe,
Porque não podem nos eliminar a Todos.
.
Tom Zine (Βραζιλία)

29.12.05

ΝΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ (3304)

Τεύχος: Α, Αριθμός: 16, Ημ/νία ΦΕΚ: 27/01/2005, Ημ/νία Κυκλοφορίας ΦΕΚ: 03/02/2005, ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3304.
Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση του γενικού πλαισίου ρυθμίσεως για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής καθώς και για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, σύμφωνα με τις Οδηγίες 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 και 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000, ώστε να διασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Άρθρο 2
Η αρχή της ίσης μεταχείρισης
1. Απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση διάκριση για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.2. Ως διάκριση νοείται και η παρενόχληση ή κάθε άλλη προσβλητική ενέργεια, η οποία εκδηλώνεται με ανεπιθύμητη συμπεριφορά που σχετίζεται με έναν από τους λόγους του άρθρου 1 και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος. Κατά την εξειδίκευση της έννοιας της παρενόχλησης λαμβάνονται υπόψη και τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη.3. Ως διάκριση νοείται επίσης οποιαδήποτε εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος προσώπου για οποιονδήποτε από τους αναφερόμενους στο άρθρο 1 λόγους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΦΥΛΕΤΙΚΗΣ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ
Άρθρο 3
Η έννοια των διακρίσεων
Προκειμένου για διακρίσεις ένεκα φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής:α) Συντρέχει άμεση διάκριση, όταν, για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση.β) Συντρέχει έμμεση διάκριση, όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα ορισμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Άρθρο 4
Πεδίο εφαρμογής
1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος και του άρθρου 5, οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα όσον αφορά:α) τους όρους πρόσβασης στην εργασία και την απασχόληση εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, καθώς και τους όρους υπηρεσιακής και επαγγελματικής εξέλιξης,β) την πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής επαγγελματικής εμπειρίας,γ) τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τις απολύσεις και τις αμοιβές,δ) την ιδιότητα του μέλους και τη συμμετοχή σε οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιαδήποτε επαγγελματική οργάνωση, συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τη συμμετοχή σε αυτές,ε) την κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης,στ) τις κοινωνικές παροχές,ζ) την εκπαίδευση,η) την πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται (συναλλακτικά) στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της στέγης.2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγουν τις διατάξεις που ρυθμίζουν την είσοδο και την παραμονή υπηκόων τρίτων χωρών ή ατόμων άνευ υπηκοότητας στην επικράτεια, ούτε τη μεταχείριση που συνδέεται με τη νομική κατάστασή τους ως ιθαγενών τρίτων χωρών ή ατόμων άνευ ιθαγένειας.
Άρθρο 5
Ουσιαστικές και καθοριστικές επαγγελματικές προϋποθέσεις
Κατά παρέκκλιση των άρθρων 2 παράγραφος 1 και 3, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη διάκριση η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό σχετικό με τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, το οποίο, λόγω της φύσης ή του πλαισίου των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση και εφόσον ο οικείος σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση ανάλογη.
Άρθρο 6
Θετική δράση
Δεν συνιστά διάκριση η λήψη ή η διατήρηση ειδικών μέτρων με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων, λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ Ή ΑΛΛΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ, ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ, ΗΛΙΚΙΑΣ Ή ΓΕΝΕΤΗΣΙΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Άρθρο 7
Η έννοια των διακρίσεων
1. Προκειμένου για διακρίσεις λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης:α) συντρέχει άμεση διάκριση, όταν, για έναν από τους λόγους αυτούς, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση.β) συντρέχει έμμεση διάκριση, όταν μια φαινομενικά ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα ορισμένων θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ορισμένης αναπηρίας, μιας ορισμένης ηλικίας ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα. Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη έμμεση διάκριση τέτοια διάταξη, κριτήριο ή πρακτική, όταν δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία ή όταν αφορά άτομα με αναπηρία και μέτρα που λαμβάνονται υπέρ αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 10 του παρόντος και το άρθρο 21 παράγραφος 6 του Συντάγματος.2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.
Άρθρο 8
Πεδίο εφαρμογής
1. Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων του άρθρου τούτου και του άρθρου 9, η κατά τον παρόντα νόμο αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, όσον αφορά:α) τους όρους πρόσβασης στην εργασία και την απασχόληση εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, καθώς και τους όρους υπηρεσιακής και επαγγελματικής εξέλιξης,β) την πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής επαγγελματικής εμπειρίας,γ) τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τις απολύσεις και τις αμοιβές,δ) την ιδιότητα του μέλους και τη συμμετοχή σε οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιαδήποτε επαγγελματική οργάνωση, συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τη συμμετοχή σε αυτές.2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγουν τις διατάξεις που ρυθμίζουν την είσοδο και την παραμονή ιθαγενών τρίτων χωρών ή ατόμων άνευ ιθαγένειας στην επικράτεια, ούτε τη μεταχείριση που συνδέεται με τη νομική κατάστασή τους ως ιθαγενών τρίτων χωρών ή ατόμων άνευ ιθαγένειας.3. Η κατά τον παρόντα νόμο αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που προσφέρουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή πρόνοιας.4. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, καθόσον αφορά σε διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας ή αναπηρίας σχετικής με την Υπηρεσία.
Άρθρο 9
Επαγγελματικές απαιτήσεις
1. Κατά παρέκκλιση των άρθρων 2 παράγραφος 1 και 7 παράγραφος 1, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη διάκριση η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό σχετικό με τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την ηλικία, αναπηρία ή το γενετήσιο προσανατολισμό, το οποίο, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου αυτές ασκούνται, αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση και εφόσον ο οικείος σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση ανάλογη.2. Η διαφορετική μεταχείριση που εδράζεται στις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις ενός προσώπου δεν συνιστά διάκριση, όταν, λόγω της φύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται, οι πεποιθήσεις αυτές αποτελούν ουσιώδη, θεμιτή και δικαιολογημένη επαγγελματική απαίτηση. Ο παρών νόμος δεν θίγει υφιστάμενες διατάξεις και πρακτικές που αφορούν σε επαγγελματικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των εκκλησιών, καθώς και οργανώσεων ή ενώσεων, η δεοντολογία των οποίων εδράζεται σε θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση ασκείται τηρουμένων των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και δεν μπορεί να αιτιολογεί διάκριση η οποία βασίζεται σε άλλους λόγους. Δεν θίγεται επίσης το δικαίωμα των εκκλησιών ή άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών, των οποίων η δεοντολογία εδράζεται σε θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, να απαιτούν από τα πρόσωπα που εργάζονται για λογαριασμό τους συμπεριφορά καλής πίστης και συμμόρφωσης προς τη δεοντολογία τους.
Άρθρο 10Εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρίαΓια την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι ατόμων με αναπηρία, ο εργοδότης υποχρεώνεται στη λήψη όλων των ενδεδειγμένων κατά περίπτωση μέτρων, προκειμένου τα άτομα αυτά να έχουν δυνατότητα πρόσβασης σε θέση εργασίας, να ασκούν αυτήν και να εξελίσσονται, καθώς και δυνατότητα συμμετοχής στην επαγγελματική κατάρτιση, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Δεν θεωρείται δυσανάλογη η επιβάρυνση, όταν αντισταθμίζεται από μέτρα προστασίας που λαμβάνονται στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής υπέρ των ατόμων με αναπηρία.
Άρθρο 11
Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας
1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 7 παρ. 1 δεν συνιστά διάκριση η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, εφόσον η μεταχείριση αυτή προβλέπεται στο νόμο προς εξυπηρέτηση σκοπών της πολιτικής της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, τα δε μέσα επίτευξης των σκοπών αυτών είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών τόσο για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, όσο για την απασχόληση και εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,β) τον καθορισμό ελάχιστων ορίων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση σε αυτήν ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,γ) τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.2. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 7, δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή, σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.
Άρθρο 12
Θετική δράση και ειδικά μέτρα
1. Δεν συνιστά διάκριση η λήψη ή η διατήρηση ειδικών μέτρων με σκοπό την πρόληψη ή την αντιστάθμιση μειονεκτημάτων, λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.2. Δεν συνιστά διάκριση, όσον αφορά στα άτομα με αναπηρία, η θέσπιση ή η διατήρηση διατάξεων που αφορούν στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας στο χώρο εργασίας ή μέτρων που αποβλέπουν στη δημιουργία ή τη διατήρηση προϋποθέσεων ή διευκολύνσεων για τη διαφύλαξη ή την ενθάρρυνση της ένταξής τους στην απασχόληση και την εργασία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Άρθρο 13
Παροχή προστασίας
1. Σε περίπτωση μη τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πλαίσιο διοικητικής δράσης, παρέχεται στον βλαπτόμενο, πέραν της δικαστικής προστασίας, προστασία και κατά τα άρθρα 24 έως και 27 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999 ΦΕΚ 45 Α~).2. Η λήξη της σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας συντελέστηκε η προσβολή, δεν αποκλείει την προστασία από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.3. Νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν σκοπό τη διασφάλιση της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να αντιπροσωπεύουν τον βλαπτόμενο ενώπιον των δικαστηρίων και να τον εκπροσωπούν ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής ή διοικητικού οργάνου, εφόσον προηγουμένως παρασχεθεί η συναίνεσή του με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο θα φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής.
Άρθρο 14
Βάρος αποδείξεως
1. Όταν ο βλαπτόμενος προβάλλει ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης και αποδεικνύει ενώπιον δικαστηρίου ή αρμόδιας διοικητικής αρχής πραγματικά γεγονότα από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση διάκριση, το αντίδικο μέρος φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο, ή η διοικητική αρχή να θεμελιώσει, ότι δεν συνέτρεξαν περιστάσεις που συνιστούν παραβίαση της αρχής αυτής.2. Η ρύθμιση της ανωτέρω παραγράφου δεν ισχύει στην ποινική δίκη.3. Η ρύθμιση της παραγράφου 1 ισχύει και στην περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου.
Άρθρο 15
Προστασία έναντι αντιμέτρων
Η κατά το άρθρο 13 προστασία καταλαμβάνει και απόλυση ή δυσμενή, εν γένει, μεταχείριση προσώπου, η οποία εκδηλώνεται ως αντίμετρο σε καταγγελία ή αίτημα παροχής έννομης προστασίας, για τη διασφάλιση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Άρθρο 16
Ποινικές κυρώσεις
1. Όποιος παραβιάζει την κατά τον παρόντα νόμο απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης για λόγους εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής ή θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού, κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή προσφορά υπηρεσιών στο κοινό τιμωρείται με φυλάκιση έξι (6) μηνών μέχρι τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή χιλίων (1.000) έως πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.2. Το άρθρο 3 του ν. 927/1979 (ΦΕΚ 139 Α~) καταργείται.
Άρθρο 17
Διοικητικές κυρώσεις
Η παραβίαση της κατά τον παρόντα νόμο απαγόρευσης της διακριτικής μεταχείρισης από πρόσωπο που ενεργεί ως εργοδότης, κατά τη σύναψη ή άρνηση σύναψης εργασιακής σχέσης ή στη διάρκεια, λειτουργία, εξέλιξη ή λύση αυτής, συνιστά παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας και κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 εδάφιο Α~ του ν. 2639/1998( ΦΕΚ 205 Α~), όπως ισχύει, για την οποία επιβάλλεται το προβλεπόμενο από αυτήν τη διάταξη πρόστιμο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Άρθρο 18
Κοινωνικός διάλογος
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή του ν. 2232/ 1994 (ΦΕΚ 140 Α~), στο πλαίσιο της αποστολής της για τη διεξαγωγή κοινωνικού διαλόγου για τη γενική πολιτική της Χώρας και για θέματα κοινωνικής πολιτικής:α. Συντάσσει ετήσια έκθεση, η οποία καταγράφει τις εξελίξεις ως προς την εφαρμογή του παρόντος νόμου, με ιδιαίτερη αναφορά στους χώρους εργασίας.β. Απευθύνει προτάσεις στην Κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους για την προώθηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, καθώς και τη λήψη μέτρων κατά των διακρίσεων.γ. Ενθαρρύνει το διάλογο με αντιπροσωπευτικές οργανώσεις και εν γένει με μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν ως καταστατικό σκοπό την καταπολέμηση των διακρίσεων για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.δ. Μεριμνά για την ευρύτερη δημοσιότητα της σχετικής νομοθεσίας και των μέτρων, που λαμβάνονται σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, για την προώθηση των σκοπών του παρόντος νόμου.
Άρθρο 19Φορείς προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης1. Φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στις περιπτώσεις που αυτή παραβιάζεται από δημόσιες υπηρεσίες είναι ο Συνήγορος του Πολίτη. Ως δημόσιες υπηρεσίες νοούνται οι αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 του ν. 3094/2003 (ΦΕΚ 10 Α~).2. Φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στις περιπτώσεις που αυτή παραβιάζεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν εκείνων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, και με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, είναι η συνιστώμενη με το άρθρο 21 Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης.3. Στον τομέα απασχόλησης και εργασίας, φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στις περιπτώσεις που αυτή παραβιάζεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν εκείνων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο είναι το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.). Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Σ.ΕΠ.Ε., ως φορέα προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, εφαρμόζεται συμπληρωματικώς το άρθρο 22 του παρόντος νόμου. Το Σ.ΕΠ.Ε., σε ειδικό κεφάλαιο της ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων που δημοσιεύει, αναφέρεται στην εφαρμογή και προώθηση της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης.4. Συνιστώνται στο Τμήμα Ισότητας Ευκαιριών της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας πέντε (5) θέσεις μόνιμου προσωπικού του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού για την επιστημονική υποβοήθηση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, την εξέταση καταγγελιών για παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, τη διενέργεια προσπάθειας συμφιλίωσης, τη σύνταξη και υποβολή στο Σ.ΕΠ.Ε. πορίσματος σε περίπτωση αποτυχίας της συμφιλιωτικής δράσης, καθώς και την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση εν γένει με στόχο την κοινωνική σύ-γκλιση. Με την προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων μπορούν να καθορισθούν ειδικότερα προσόντα διορισμού.
Άρθρο 20
1. Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του ν. 3094/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει επίσης ως αποστολή του την προάσπιση και προαγωγή των συμφερόντων του παιδιού, καθώς και την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων χωρίς διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»2. Το τελευταίο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 3 του ν. 3094/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «Δεν υπάγονται επίσης στην αρμοδιότητά του θέματα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο Συνήγορος του Πολίτη ενεργεί ως φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»3. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 του ν. 3094/2003 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως εξής: «Ο Συνήγορος του Πολίτη διενεργεί έρευνες και δημοσιεύει ειδικές εκθέσεις για την εφαρμογή και την προώθηση της ίσης μεταχείρισης χωρίς διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»
Άρθρο 21
Σύσταση Επιτροπής Ίσης Μεταχείρισης
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης, η οποία υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Δικαιοσύνης.2. Η Επιτροπή απαρτίζεται από τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ως πρόεδρο, τέσσερα τακτικά μέλη και δύο αναπληρωματικά. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ως μέλη της Επιτροπής επιλέγονται πρόσωπα που διαθέτουν υψηλή επιστημονική κατάρτιση ή επαγγελματική εμπειρία, ιδίως σε τομείς που έχουν σχέση με την αποστολή της Επιτροπής. Η θητεία των μελών είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται. Η θητεία των μελών παρατείνεται αυτοδικαίως έως το διορισμό νέων, όχι όμως πέραν των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία που έληξε. Σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της θητείας του, μέλος της Επιτροπής απωλέσει την ιδιότητά του, για το υπόλοιπο της θητείας διορίζεται νέο μέλος. Χρέη γραμματέα ασκεί υπάλληλος της κατά το ρθρο 23 Υπηρεσίας Ίσης Μεταχείρισης.3. Η Επιτροπή συνέρχεται τακτικά τουλάχιστον μία φορά το μήνα και εκτάκτως όποτε συγκληθεί από τον πρόεδρο ή ζητηθεί η σύγκλησή της από δύο τουλάχιστον μέλη. Η Επιτροπή συνεδριάζει νομίμως εφόσον μετέχουν τουλάχιστον τρία μέλη συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου. Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης καθορίζει ο πρόεδρος, η δε εισήγηση γίνεται από τον πρόεδρο ή το μέλος της Επιτροπής που ο πρόεδρος ορίζει.4. Στον πρόεδρο, τα μέλη και τον γραμματέα της Επιτροπής καταβάλλεται μηνιαία αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης.5. Τα μέλη της Επιτροπής σε περίπτωση που ενάγονται για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μπορούν να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων με μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Άρθρο 22
Αρμοδιότητες της Επιτροπής Ίσης Μεταχείρισης
1. Η Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης έχει ως αρμοδιότητες:α) να εποπτεύει την προσπάθεια συμφιλίωσης σε περίπτωση καταγγελίας για παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης,β) να διατυπώνει πόρισμα σε περίπτωση που αποτυγχάνει η συμφιλιωτική δράση. Εάν πιθανολογείται η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πόρισμα διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών,γ) να διατυπώνει γνώμη, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ερωτήματος του Υπουργού Δικαιοσύνης ή αρχής στο πλαίσιο αρμοδιότητας της οποίας εμπίπτει παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ως προς την ερμηνεία διατάξεων του παρόντος νόμου,δ) να συντάσσει εκθέ`σεις για την εφαρμογή και προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.2. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της η Επιτροπή μπορεί να διενεργεί εξέταση και έρευνα, να εξετάζει μάρτυρες και να ζητά από κάθε δημόσια αρχή και ιδιώτη την παροχή πληροφοριών και εγγράφων. Κάθε δημόσια αρχή ή ιδιώτης έχει υποχρέωση να ανταποκρίνεται χωρίς καθυστέρηση στο αίτημα της Επιτροπής. Η Επιτροπή ή ο πρόεδρός της μπορεί να αναθέτει σε μέλος της τη διενέργεια της εν λόγω έρευνας.3. Ο πρόεδρος της Επιτροπής αναθέτει, για συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, σε πρόσωπο που υπηρετεί στην υπηρεσία του επόμενου άρθρου, τη διενέργεια προσπάθειας συμφιλίωσης μεταξύ των μερών σε περίπτωση καταγγελίας για παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και τη σύνταξη του προβλεπόμενου στην παράγραφο 1 στοιχείο β~ πορίσματος, παρέχει τις αναγκαίες υποδείξεις και ασκεί τον απαραίτητο έλεγχο.
Άρθρο 23
Υπηρεσία Ίσης Μεταχείρισης
1. Συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης Υπηρεσία Ίσης Μεταχείρισης σε επίπεδο τμήματος, το οποίο υπάγεται στη Διεύθυνση Νομοθετικού Συντονισμού και Ειδικών Διεθνών Νομικών Σχέσεων για την εξέταση των καταγγελιών για παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, τη διενέργεια προσπάθειας συμφιλίωσης, τη σύνταξη και υποβολή στην Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης πορίσματος σε περίπτωση αποτυχίας της συμφιλιωτικής δράσης και τη γραμματειακή και επιστημονική υποβοήθηση της Επιτροπής. Της υπηρεσίας προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού.2. Για την επίτευξη του έργου της η Υπηρεσία Ίσης Μεταχείρισης στελεχώνεται με ειδικό επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Άρθρο 24Λοιπές διατάξεις1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την οργάνωση, συγκρότηση και λειτουργία της Επιτροπής. 2. Οι αναγκαίες πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 25
Ο παρών νόμος δεν θίγει ευνοϊκότερες διατάξεις σχετικές με την προώθηση και τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και δεν αποτελεί λόγο μείωσης του υφιστάμενου επιπέδου παρεχόμενης προστασίας.
Άρθρο 26
Με την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται κάθε νομοθετική και κανονιστική διάταξη και καθίσταται άκυρη κάθε διάταξη που περιλαμβάνεται σε ατομική ή συλλογική σύμβαση, γενικούς όρους συναλλαγών, εσωτερικούς κανονισμούς επιχειρήσεων, καταστατικά κερδοσκοπικών ή μη οργανώσεων, ανεξάρτητων επαγγελματικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών, η οποία είναι αντίθετη προς την, κατά τον παρόντα νόμο, αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Άρθρο 27
Με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να επεκταθεί η προστασία που παρέχεται κατά τον παρόντα νόμο για διακρίσεις λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού και πέραν των τομέων εργασίας και απασχόλησης.
Άρθρο 28
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
.
Αναδημοσίευση από το www.diasbled.gr

27.12.05

ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ. ΣΠΑΖΟΥΜΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

Image Hosted by ImageShack.us

.
Νομαρχιακή Κίνηση ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ /Συνασπισμός των πολιτώνΦιλίππου 51, 54631 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310.222503, 409770, fax 2310.421196
(…) Η «Οικολογία Αλληλεγγύη» φιλοδοξεί να σπάσει το φράγμα της σιωπής και να θέσει επί τάπητος ζητήματα που σε άλλες χώρες της Ε.Ε. είτε συζητούνται από καιρό είτε ήδη βρίσκονται σε δρόμο επίλυσης.Μάλιστα, οι θετικές εξελίξεις στο θέμα της αναγνώρισης του γάμου των ομοφυλόφιλων στην Ισπανία αποτέλεσαν για εμάς τον καταλύτη για να οδηγηθούμε στη διαπίστωση ότι είναι πλέον καιρός να δοθεί η πρέπουσα έμφαση σε ένα θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συναντάει στην Ελλάδα ιδιαίτερα έντονες και αδικαιολόγητες αντιδράσεις.Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, καλούμε φορείς, ομάδες, κινήσεις, κόμματα, παρατάξεις και οργανώσεις να συμμετάσχουν σε έναν ευρύτατο διάλογο για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, των λεσβιών, των αμφιφυλόφιλων καιτων τρανσεξουαλικών.
Ανοίγουμε συνεπώς τη συζήτηση, προβάλλοντας συγκεκριμένα αιτήματα:
1. Θεσμοθέτηση ίδιας ηλικίας συναίνεσης για ετεροφυλόφιλους και ομοφυλόφιλους (15ο έτος). Καμία δικαιολογητική βάσηγια διαφορετική αντιμετώπιση δεν μπορεί να ευσταθήσει ούτε νομικά ούτε πολιτικά ούτε ηθικά, και ήδη αυτό έχει γίνειευρύτατα αποδεκτό από άλλες έννομες τάξεις, που προτάσσουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Ταυτόχρονα, όπως έχειεπανειλημμένα ζητήσει και η Διεθνής Αμνηστία και έχει γίνει ήδη αποδεκτό και από την Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων τουΑνθρώπου (συμβουλευτικό όργανο της ελληνικής πολιτείας για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων), πρέπει να καταργηθείτο απαρχαιωμένο άρθρο 347 του Ποινικού Κώδικα, που τιμωρεί την «παρά φύση ασέλγεια μεταξύ αρρένων». Απαραίτητοςείναι και ένας εκσυγχρονισμός της Ποινικής Δικονομίας ώστε να προσμετρά στην ποινή κάθε εγκλήματος το ρατσιστικό/ομοφοβικό κριτήριο (εγκλήματα μίσους).
2. Αναγνώριση του δικαιώματος πολιτικού γάμου στα ζευγάρια του ίδιου φύλου με έκδοση ερμηνευτικής εγκυκλίου από τοΥπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με το Ν. 1250/1982 (πολιτικός γάμος) που και τώρα (όπως ισχύει αυτή τη στιγμή) δενπροβλέπει ως τυπική προϋπόθεση εγκυρότητας του γάμου την ύπαρξη διαφορετικού φύλου των μελλόνυμφων.Προοδευτικοί Δήμαρχοι θα πρέπει να εφαρμόζουν ορθά αυτή τη διάταξη και να δέχονται να τελούν ακόμη και σήμεραπολιτικούς γάμους μεταξύ ομοφύλων, στηριζόμενοι τόσο στη συνταγματική διάταξη περί ελεύθερης ανάπτυξης τηςπροσωπικότητας (άρθρο 5 του ελληνικού Συντάγματος όσο και στη διάταξη 1350 του Αστικού Κώδικα.
3. Η διδασκαλία ενός αναγκαίου μαθήματος σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στο σχολείο θα πρέπει να γίνεται με τέτοιοτρόπο ώστε να εξηγούνται επιστημονικά και χωρίς ρατσιστική-ομοφοβική διάθεση οι διαφορετικές ανθρώπινεςσυμπεριφορές σχετικά με τον έρωτα και το σεξ καθώς και η έννοια του κοινωνικού φύλου και των τρανσεξουαλικώνπροσώπων. Έως ότου εισαχθεί ένα τέτοιο μάθημα από το Υπουργείο Παιδείας, θα μπορούσε η Νομαρχιακή και η ΤοπικήΑυτοδιοίκηση να διεκδικήσει τη διεξαγωγή τοπικών σεμιναρίων στα δημόσια σχολεία ώστε να υπάρξει έγκυρη επιστημονικήπληροφόρηση των μαθητών για τα θέματα αυτά. Στο πνεύμα αυτό, θα πρέπει να υπάρχει προστασία των μαθητών όλωντων βαθμίδων της εκπαίδευσης από διακρίσεις με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου.Και βεβαίως, μέχρι να δημιουργηθούν μεσοπρόθεσμα οι κατάλληλες υποδομές στην Αυτοδιοίκηση, Νομαρχία και Δήμοι θαμπορούσαν να αναθέσουν άμεσα στο Παιδαγωγικό Τμήμα του ΑΠΘ να οργανώσει τέτοιες παρεμβάσεις στα σχολεία.
4. Ζευγάρια με ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό δικαιούνται να υιοθετήσουν παιδιά, με τα ίδια κριτήρια όπως και ταετεροφυλόφιλα ζευγάρια, αφού όλες οι έρευνες που διεξάγονται σε παιδιά που μεγάλωσαν με δυο γονείς του ίδιου φύλουέχουν δείξει ότι τα παιδιά μεγαλώνουν κανονικά σε ό,τι αφορά τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική τους ανάπτυξη.Επίσης, η/ο σύντροφος γονέα με ένα ή περισσότερα παιδιά, πρέπει εφόσον το επιθυμεί να μπορεί να υιοθετήσει αυτοδικαίωςτο παιδί/ τα παιδιά ώστε, αν κάτι συμβεί στον φυσικό γονέα, τα παιδιά να συνεχίσουν να ζουν στην οικογένεια πουγνωρίζουν. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να εισαχθεί ειδική διάταξη στο δίκαιο περί υιοθεσίας, που να δεσμεύει τους κοινωνικούςλειτουργούς και τους δικαστές και να ορίζει ότι «για τη διαμόρφωση της εισήγησης των κοινωνικών λειτουργών καθώς καιγια τη λήψη της τελικής απόφασης για την υιοθεσία από το δικαστήριο δεν επιτρέπονται διακρίσεις λόγω φύλου, φυλετικήςή εθνικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων και σεξουαλικού προσανατολισμού».
5. Περαιτέρω επέκταση του Ν. 3304/2005 (που ενσωμάτωσε τις δύο Οδηγίες κατά των διακρίσεων), ώστε να περιλαμβάνειπροστασία για τους πολίτες με τρανσεξουαλική ταυτότητα φύλου από πιθανές διακρίσεις στην εργασία και στην διάθεσηαγαθών και παροχή υπηρεσιών. Σήμερα δεν είναι σαφές αν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας.
6. Απαγόρευση των κηρυγμάτων μίσους και διχασμού σε βάρος ομοφυλόφιλων, λεσβιών, αμφιφυλόφιλων καιτρανσεξουαλικών προσώπων από τα ΜΜΕ αλλά και σαρκασμού τους από τηλεοπτικές σειρές με παράλληλη ρητή θέσπισηνομικής δυνατότητας υποβολής μηνύσεων από φορείς που έχουν ως αντικείμενό τους τα ανθρώπινα δικαιώματα.
7. Σε περίπτωση διάλυσης ενός ετεροφυλόφιλου γάμου, το δικαστήριο πρέπει να αποφασίζει με βάση ποιος γονιός είναιαντικειμενικά καταλληλότερος για να μεγαλώσει το/τα παιδί/ά, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού. Για ναεπιτευχθεί αυτό, σκόπιμη είναι η εισαγωγή ειδικής ρήτρας στον Αστικό Κώδικα, με βάση την οποία «κατά την ανάθεση τηςεπιμέλειας του τέκνου από το δικαστήριο δεν επιτρέπονται διακρίσεις λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής,θρησκείας, πεποιθήσεων και σεξουαλικού προσανατολισμού». Απαραίτητα είναι και σχετικά σεμινάρια στις Σχολές Δικαστώνώστε να καταπολεμηθεί η υπάρχουσα νοοτροπία.
8. Δικαίωμα στην τεχνητή γονιμοποίηση σε άγαμες γυναίκες οι οποίες δεν συζούν με άντρα, όπως προβλέπει ο ΑΚ.Ειδικότερα, θα πρέπει να γίνεται δεκτό το αίτημα της δωρεάς σπέρματος ακόμη και χωρίς να υπάρχει άντρας που θααναλαμβάνει την πατρότητα.
9. Αναγνώριση του κινδύνου που υφίσταται ένας/μία πρόσφυγας με ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό ή τρανσεξουαλική ταυτότητα φύλου όταν στη χώρα προέλευσης μπορεί να φυλακιστεί ή να εκτελεστεί εξαιτίας του προσανατολισμού ή τηςταυτότητας φύλου (πχ Ιράν, Πακιστάν) και χορήγηση ασύλου. Κατά τη σχετική διαδικασία εξέτασης του ασύλου, ότανπρόκειται για χώρες προέλευσης που σύμφωνα με τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών (π.χ. Διεθνής Αμνηστία) ακολουθούνγνωστές και συγκεκριμένες πρακτικές ενάντια σε ομοφυλόφιλους και τρανσεξουαλικούς, το βάρος της απόδειξης πρέπεινα αντιστρέφεται και να γίνεται καταρχήν δεκτή η δήλωση του /της αιτούντος/αιτούσας ότι υφίσταται σχετική δίωξη στην πατρίδα του/της, ώστε να μη χρειάζεται εκείνος/η να αποδείξει την ομοφυλοφιλική του/της ιδιότητα.
10. Να δοθεί δυνατότητα αλλαγής ονόματος σε ανδρικό ή γυναικείο (ή και μη δήλωσης του φύλου) -με ληξιαρχική πράξη-των τρανσεξουαλικών προσώπων τα οποία ζουν καθημερινά με βάση το κοινωνικό και όχι το βιολογικό τους φύλο, χωρίςνα είναι απαραίτητη η χειρουργική επέμβαση διόρθωσης φύλου. Για μια τέτοια ενέργεια θα αρκεί η έγγραφη υπεύθυνηδήλωση του ενδιαφερόμενου ατόμου. Για όσους επιθυμούν τη σχετική χειρουργική επέμβαση, τα έξοδα θα πρέπει νακαλύπτονται από το ΕΣΥ.
11. Δημιουργία προγραμμάτων κατάρτισης -επιμόρφωσης (στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σύγχρονες τεχνολογίες,αισθητική κ.α.) για τα πρόσωπα με τρανσεξουαλική ταυτότητα φύλου (όπως και όλους/ες τους/τις εκπορνευόμενες) ώστενα μην εξωθούνται στην πορνεία εξαιτίας των διακρίσεων και του κοινωνικού ρατσισμού που βιώνουν αν επιχειρήσουνκάποιο άλλο επάγγελμα. Σημαντική μπορεί να καταστεί και εδώ η παρέμβαση της Αυτοδιοίκησης, που μπορεί να αναλάβειπρωτοβουλίες για την εκπόνηση τέτοιων προγραμμάτων.
12. Μετατροπή του αδικήματος της παράνομης πορνείας σε πταίσμα (από πλημμέλημα που είναι τώρα) , ούτως ώστε να σταματήσει η εξαθλίωση και διαπόμπευση των ατόμων μη γυναικών με τις συνεχείς προσαγωγές και συλλήψεις οι οποίες συνοδεύονται από απάνθρωπη συμπεριφορά των αστυνομικών. Παροχή διευκολύνσεων σε εκπορνευόμενους\ες άντρες, γυναίκες ή τρανσέξουαλ να νομιμοποιούνται, ώστε αφενός να αποκτήσουν βιβλιάριο υγείας και να ελέγχονται περιοδικά ως προς την πιθανή μόλυνση τους με σεξουαλικά μεταδιόμενες ασθένειες και αφετέρου να έχουν τη δυνατότητα αυτασφάλισης στο ΙΚΑ όσοι δεν έχουν ή δεν μπορούν να ανήκουν στο ΤΕΒΕ. Συνταξιοδοτική και ιατροφαρμακευτική πρόνοια για τις γυναίκες προχωρημένης ηλικίας που άσκησαν το επάγγελμα της πορνείας αλλά εξ αιτίας της απαγόρευσης του άρθρου 347 ΠΚ (καθώς νομικά λογίζονταν ως άντρες) δεν μπόρεσαν να εγγραφούν στο ΙΚΑ και να έχουν συνταξιοδοτική κάλυψη. Δυνατότητα για υλοποίηση νόμιμης (μη καταναγκαστικής) ανδρικής πορνείας.
Όσοι/ες έχουν κάποια διαμορφωμένη άποψη για το θέμα, θα θέλαμε να επικοινωνήσουν μαζί μας στο ecology-trem@nath.gr
ΑΡΧΙΖΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ. ΣΠΑΖΟΥΜΕ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

26.12.05

Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΗΣ

Image Hosted by ImageShack.us

.
«Το βιβλίο της δ. Ντόρας Ρωζέττη, όπως το δείχνει αμέσως κι ο τίτλος του, εξιστορεί τον έρωτα μεταξύ ομοφύλων -δυο κοριτσιών, στην Αθήνα-, κι έναν έρωτα που δεν ήταν μόνο ψυχικός… Τι πιο αφύσικο, τι πιο παράνομο, τι πιο παράξενο πράγμα; Κι όμως, διαβάζοντας την ιστορία, το βρίσκει κανείς και φυσικό και νόμιμο. Γιατί; Γιατί είναι αληθινό... Τέτοιο βιβλίο ερωτικού πάθους μόνο άλλο ένα διάβασα στη ζωή μου· κι αυτό, κατά σύμπτωση, γραμμένο από γυναίκα…Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η δ. Ρωζέττη ξέρει να γράφει. Έχει τη σκέψη λεπτή και βαθιά, η πινελιά της αποδίδει γραμμή, χρώμα κι ατμόσφαιρα. Αιστάνθηκε, φαίνεται, στη ζωή της ένα μεγάλο πόνο κι έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο»..
Γρηγόριος Ξενόπουλος
.
Το μυθιστόρημα Η ερωμένη της που επαινέθηκε από τον Ξενόπουλο, αλλά εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το προσκήνιο μετά την έκδοση του 1929, έρχεται και πάλι στο φως. Αν στην εποχή του Μεσοπολέμου η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να δεχθεί την ειλικρίνεια μιας τόσο τολμηρής εξομολόγησης, η ιστορία αυτή μπορεί τώρα να διαβαστεί όπως θα το επιθυμούσε τότε η αντισυμβατική συγγραφέας της.
.

(από το www.metaixmio.gr)

25.12.05

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΕΟΡΤΩΝ

Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us

Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us


MATHHEW STRADLING, 2005

23.12.05

22.12.05

ΕΛΛΗΝΙΚΗ GAY ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 2005

ΔΟΚΙΜΙΟ – ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us

ΠΟΙΗΣΗ
Image Hosted by ImageShack.us

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us

Image Hosted by ImageShack.us Image Hosted by ImageShack.us

.
.
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος: «Αμφί» και Απελευθέρωση (Πολύχρωμος Πλανήτης)
Γιώργος Χρονάς: Τα κοκόρια της οδού Αισχύλου (Οδός Πανός)
Ανθολογία Ομο-ερωτικών ποιημάτων. Η έλξη των ομωνύμων (Οδυσσέας)
Δημήτρης Χατζόπουλος: Μπριγιόλ (Εμπειρία Εκδοτική)
Σεβαστός Σαμψούνης: Η επικίνδυνη συνήθεια να αισθάνομαι (Κυριακίδης)
Λύο Καλοβυρνάς : Το θεϊκό συνταγολόγιο (Μεταίχμιο)
Ιωσήφ Αλυγιζάκης : Τρεις λευκές σελίδες (Πολύχρωμος Πλανήτης)
Αντώνιος Ρουσοχατζάκης: Κόνιτσα, my love (Πολύχρωμος Πλανήτης) επανέκδοση
.

.
Επίσης, ενδιαφέρον για τους gay αναγνώστες παρά τον απαράδεκτο ομοφυλοφοβικό πρόλογό του έχει και το βιβλίο:
Βασίλης Καββαθάς : Who is who. Ποιος είναι ποια. Άντρες ντυμένοι γυναίκες (Ελληνικά Γράμματα)
.

Image Hosted by ImageShack.us

21.12.05

ΕΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ: ΔΟΞΑΖΩ ΤΟΝ ΘΕΟ ΠΟΥ ΜΕ EKANE GAY

" Doy gracias a Dios por haberme creado gay "
Periodista Digital-. El sacerdote José Mantero presenta su blog en Periodistadigital. Mantero salió del armario en la portada de la revista Zero y desde entonces su vida cambio radicalmente. "Salir en Zero supuso la pérdida de mi medio de vida, puesto que el sacerdocio, siendo una vocación, era también mi trabajo". José arremete contra medios, periodistas, Iglesia y políticos en una interesantísima entrevista. "El mayor escollo para la normalización de la homosexualidad es la iglesia católica con sus continuadas manifestaciones homofóbicas"
La portada que le dio la fama
Pregunta: ¿Cómo se empieza a gestar la polémica portada de Zero?
Respuesta: En realidad, se trató de algo fortuito: yo escribía mi columna mensual en Facanías, la revista local de Valverde, editada bajo los auspicios del Centro Cultural Católico. En el número de Junio de 2001, mi colaboración se tituló Orgullo gay. Al parecer, un lector la copió de la edición digital y la envió a Zero.
P: ¿Decidiste tú salir en portada?
R: Lo cierto es que un día (creo que fue en septiembre porque salía de mi primera reunión de arciprestazgo) me telefoneó Manuel Andreu, el entonces redactor jefe de Zero, para pedirme una entrevista. Tras pensarlo detenidamente y llevarlo a la oración, decidí concedérsela (no habíamos hablado de salir en portada, sino de una simple entrevista).
P: ¿Cómo llegó el titular?
R: El se mostraba encantado por el hecho de poder hablar con un sacerdote católico gayfriendly, por lo que hube de aclararle que yo soy gay y que, en todo caso, sería heterofriendly. Así es como llegué a Zero. Y el titular de portada -Doy gracias a Dios por ser gay- responde a la primera pregunta que Paco Vidarte, el entrevistador, me hizo: ¿tú eres gay?
P: ¿Te arrepientes de aquella portada?
R: Hombre, de no haber sido en Zero, hubiera sido en otra plataforma, pues lo cierto y verdad es que ya estaba harto de manifestaciones homófobas por parte de la jerarquía católica. Pero tal vez hubiera tardado más. En cualquier caso, no me arrepiento, todo lo contrario: sigo dando gracias a Dios por haberme creado gay, y por querer que cumpla su plan de salvación siendo gay. Hoy día Zero ya no es lo que fue.
P: ¿Cómo es ahora Zero?
R: Ahora es un vulgar magacín prácticamente sin compromiso social alguno, más comprometido con las modas y con el capital que con una causa de liberación gay. Si saliera del armario a día de hoy, no sería en Zero, esto está claro.
Homosexualidad y Sacerdocio
P: ¿Se puede ser católico y ser gay? R: Evidentemente. Soy católico y gay. Soy sacerdote (no ex sacerdote, como algunos iletrados se ocupan de divulgar) y gay. Fíjate en los buenos obispos gays, en los magníficos sacerdotes gays que existen. Lo realmente incompatible es ser católico y ser homófobo, o intolerante, o astuto defensor de intereses de poder y dinero. En fin, la homofobia tiene cura y psiquiatras, pero lo otro… es cuestión de conversión, y no les veo demasiado dispuestos.
P: ¿Qué cambios supuso en tu vida profesional tu salida del armario?
R: A efectos prácticos, la pérdida de mi medio de vida, puesto que el sacerdocio, siendo una vocación, era también mi trabajo. Esto es importantísimo. Sin embargo, no es lo más importante. El verdadero cambio ha acontecido después en las maneras de entender la vida y la misma iglesia: he vivido una síntesis, y mi fe no se ha perdido sino que se ha visto fortalecida.
P: ¿Cómo sigues viviendo tu fe?
R: Mi sacerdocio, en lugar de perderse, ha renacido, se ha recuperado de aquel accidente que supuso formalmente la inhabilitación. Cuando el 6 de febrero de 2002 Ignacio Noguer firmó el decreto, algo muy bello moría en mí con aquella firma: décadas de vida en una institución que, aun pecadora y radicalmente traidora con respecto al Evangelio, sigo amando.La síntesis fue necesaria, tal vez entraba en los planes de Nuestro Señor. Y queda fuera de toda duda el papel esclarecedor del sufrimiento, toda una escuela.
P: ¿Puedes seguir celebrando?
R: Estoy inhabilitado, es decir, canónicamente impedido para celebrar la Sagrada Eucaristía y los demás sacramentos. Ahora bien, sigo celebrando la Santa Misa al menos el Domingo.
Quiero decir: no voy a Misa, sino que la celebro yo en mi casa o con algún grupo cristiano que me lo pide; incluso he concelebrado en celebraciones de la Eucaristía junto a sacerdotes no suspendidos, en Alicante, Almería, Barcelona y Madrid. Es la Eucaristía un tesoro que Jesús me ha confiado, y no voy a echarlo por la borda por ser fiel a un decreto que considero inicuo.
P: Se quiere prohibir a los homosexuales en los seminarios. ¿Cómo se puede hacer esto?
R: Sí, creo que lo quieren prohibir. Pero me pregunto: ¿quién se lo prohibe a los prohibicionistas? Es una tormenta de verano , una moda negativa dentro de la Iglesia esta absurda prohibición, puesto que en pocas instituciones en nuestro mundo existen tantos homosexuales (gays y lesbianas) como en la iglesia católica. De hecho, las prohibiciones lo que hacen es revelar la existencia abundantísima del fenómeno homosexual en sus filas. ¿Por qué no se prohíbe, por ejemplo, beber gazpacho en los templos? Sencillamente porque a nadie se le ocurre beber gazpacho en los templos. ¿Por qué no se proscribe la heterosexualidad dentro de la iglesia? Porque no supone problema alguno: es prácticamente inexistente o sobrevive en dosis mínimas.
La homosexualidad es más que genitalidad
P: ¿Qué métodos intentarán utilizar para frenar “la invasión”?
R: Este veto, según parece, pretenden hacerlo a través de unos tests. Por cierto, ya que eres periodista te ruego me envíes una copia de alguno de ellos en cuanto los tengas en tu poder: necesito reírme. En fin, es una muestra más de la obsesión de las altas esferas eclesiásticas por el sexo, el sexo como problema, únicamente como pulsión, como esclavitud del alma. Pero la sexualidad es más que genitalidad, aún no lo comprenden. Supongo que mucho cambiará cuando se descubra la sexualidad como gozo, en lugar de como carga.
P: ¿Qué opinión te merece la homofobia dentro de la Iglesia?
R: Con respecto a la secular homofobia de la iglesia, es un pecado mortal del que pedirá perdón un día (cuando ya sea tarde…). Dios no sólo no hace acepción de personas, sino que a los gays nos ha creado como tales para mayor gloria suya (del mismo modo ha hecho con los heterosexuales). Todo es para mayor gloria de Dios, el problema de muchos jerarcas es que, a ellos, la gloria del Señor les importa un bledo.
P: ¿Existe en España una verdadera normalización de la homosexualidad?
R: Si me lo preguntas anteponiendo “verdadera” es que, como yo, piensas que esta normalización es aún relativa. En España se han dado una serie de pasos, algunos de ellos históricos, revolucionarios como en el caso del cambio del código civil que posibilita la apertura del matrimonio a las personas del mismo sexo.
P: ¿España está totalmente avanzada con respecto a otros países?
R: Esto es innegable: estamos en la absoluta vanguardia en lo que respecta a la equiparación formal de derechos. Ahora bien, en lo que respecta a la equiparación total, o real si quieres, aún falta mucho, un largo y apasionante proceso educativo de la sociedad, particularmente de las nuevas generaciones, para que no hagan la ecuación de homosexualidad es igual a problema, o patología, sino que la vean como lo que es: un color más en el abanico del amor y del sexo.
P: ¿Cuál es el mayor escollo para la normalización?
R: Aún queda mucho camino por recorrer, y para muestra, un botón: en el comentario a uno de mis posts, un cura me aconseja irónicamente reunirme con curas sarasas. Se trata de una homofobia latente que costará trabajo eliminar, pero se eliminará, de eso no me cabe la menor duda. El mayor escollo para la normalización: la iglesia católica con sus continuadas manifestaciones homofóbicas.
P: Como gay que ha asumido su condición ¿Cómo ves la actualidad política y social? R: Hombre, no entiendo mucho esta pregunta, pues, asumida o no la propia orientación sexual, la actualidad política y social seguirá siendo la misma, digo yo. Si te refieres al panorama español en lo que respecta a la homosexualidad, ya te digo que vamos políticamente en vanguardia, al menos en esto de las equiparaciones. Sí que, siempre, estaré de acuerdo con el doctor Marañón cuando calificaba a la política de “broma pesada”. No me merece demasiada confianza, sean Rajoy, Zetapé o el lucero del alba. No sé… los niños no vienen de París, ni los trae la cigoña… Cuentan demasiados cuentos.
P: ¿Qué opinión te merece la postura de la Iglesia ante los homosexuales?
R: Contranatural, anti evangélica e hipócrita.
P: ¿Por qué contranatural?
R: Contranatural, porque la orientación homosexual es una más de las puestas, creadas, instituidas por el Creador. ¿Qué cómo lo sé? Me lo ha dicho el Espíritu Santo. Sí, creo que a Ratzinger también le ha hablado alguna vez. Perdón, a Benedicto XVI.
P: ¿Por qué anti evangélica?
R: Anti evangélica, porque fundamentalmente se opone al amor. Y sé lo que me digo: para ellos, las relaciones sexuales esporádicas no suponen mayor problema, incluso relaciones homosexuales, que son las más abundantes entre los miembros del clero, alto y bajo. Ahora bien, si el curita se enamora, uf, ya eso es peor para ellos. Contrarios al amor humano y, por tanto, al divino amor.
P: ¿Por qué Hipócrita?
R: Hipócrita, porque en demasiadas ocasiones los jerarcas más homófobos son los propios obispos gays, no sé si por su miedo o aversión a ser descubiertos o a autodescubrirse… Ahora bien, se da también la excepción a la regla homofóbica, la cruz de esta moneda: iglesias de comunidades católicas sencillas, en las que los homosexuales, incluso perseguidos, han sido acogidos, integrados, queridos de la forma más natural. Pero un grano, desgraciadamente, no hace granero.
Las asociaciones a favor de la familia son pobres y dóciles
P: ¿Qué opinión te merecen las manifestaciones de las asociaciones pro familia en contra del matrimonio gay?
R: Me parecen algo tan ET como “La guerra de los mundos”. Esto, en primer lugar. Por otra parte, veo a estas asociaciones como pobres y dóciles peones en manos de arteros maestros de marionetas, que les movilizan a su antojo y según sople el viento de sus propios intereses.
P: ¿Quienes dirigieron la orquesta?
R: Se vio claramente en la manifestación del 18-J, con aquellos obispos tomando la calle en lugar de dedicarse a lo que les corresponde: a ser obispos y anunciar a Su Señor. Los maestros de marionetas son la Conferencia Episcopal (ahora con el pobre Blázquez, algo más dispuesta al diálogo) y el Partido Popular, fiel servidor y amo al mismo tiempo.
P: ¿Cómo vives estas continuas manifestaciones?
R: No es que sea malo que haya voces críticas, tampoco contra el matrimonio gay (lo realmente perverso es el pensamiento único, del signo que sea). Pero siento cierto temor ante lo que revelan todas estas –tú las calificas de continuas- manifestaciones: un resurgimiento del fundamentalismo católico, tan temible como cualquier otro.
Blogs y Periodismo
P: ¿Cómo ves el periodismo actual?
R: No sois el cuarto, sino el segundo poder, como poco. Lo que no soporto es la llamada prensa rosa, o del colorín, centrada en ese inframundo de súcubos, los famosos de toda laya. Me gusta el periodismo que entiende y vive su ser como función de servicio a la libertad y la justicia en la sociedad. Lo otro, los grupos de poder en uno y otro bando, son realidades abyectas y manipuladoras.
P: ¿Suponen los blogs una nueva vía de expresión y de apertura de ideas?
R: Un cuaderno de bitácora cumple dos funciones básicas: retratar la realidad y manifestar una rebeldía. La simple mirada somera, “auxiliada” por el periodismo, no basta para la comprensión de la realidad: en los blogs podemos soñar, y el sueño alimenta lo llamado real. Sirven para manifestar una rebeldía que dé que pensar a los dueños de la opinión, del pensamiento único, para que no crean que la verdad ha sido desactivada. Los blogs son necesarios, porque es esencial poder contrastar, por la vía de la reflexión, la crítica, o incluso la mala baba, el caudal informativo que nos llega y que a veces, por cansancio, nos resta capacidad crítica. Por ejemplo (y sin que yo me manifieste partidario o no de la LOE), con respecto a las falacias de la CONCAPA animada por sus jefes, los obispos, que nos quieren presentar su lucha como ideológica, cuando realmente es sólo un conflicto de intereses: dinero e influencia social. Mantener un blog, aceptando abierta y sencillamente todo tipo de comentarios que los lectores escriban –o disparen-, me parece una postura de transparencia, absolutamente necesaria.
P: ¿Cómo será tu blog?
R: Mi blog, La casulla de San Ildefonso, básicamente será como era el anterior, Terminal de ausencias: una mezcla de meditaciones sobre la realidad que percibo como importante. Es la bitácora de un sacerdote, que sigue siendo sacerdote, que se siente sacerdote, que ama su sacerdocio y que no lo ve mermado. Por lo tanto, hay/habrá muchos posts referidos a la iglesia, los obispos, clero,… No exclusivamente. También me dirijo al mundo gay, con particular atención a los sanedritas que parten el bacalao y que, ahora, han de ir pensando en vivir de otro modo y cambiar de discurso.
Eso sí, una advertencia: salvo amenaza cumplida contra mi persona, o especial llamada divina, escribo –y publico, claro es- cada día. Lo digo como aviso para navegantes.
P: ¿A qué publico va dirigido?
R: Mi blog va dirigido a todos los públicos. Sé que la mayoría de lectores serán –lo están siendo ya, voto a Bríos- curas, obispos, secretarios de obispo… Pero es apto para todos. Por último, este blog quiere decir algo, como mínimo: quien pensaba haberme desactivado, lo lleva claro…
Periodistas y medios
P: ¿Crees que Rajoy es gay, como se ha especulado?
R: La verdad: ni lo sé, ni me interesa. Lo que sí me interesa es que sea un político honesto e íntegro, no su orientación sexual. Zero en su día lanzó una portada, a mi manera de ver equívoca, imbécil y absurda, cuyo titular planteaba la legitimidad o no del outing contra un hipotético presidente del gobierno; aparecía un montaje en colorines con la foto de este señor.
Sí conozco las historias o leyendas que circulan sobre la sexualidad de Mariano Rajoy. No puedo darles crédito, porque no las conozco de primera mano. O de primera boca. Sea lo que sea en su vida sexual y afectiva, le deseo mucha felicidad y mucho gusto. Como a todos.
P: Fuiste Sacerdote y casado con Dios (padre, hijo y espíritu santo), ¿repetirás matrimonio con otro hombre y adoptarás niños?
R: No fui sacerdote, soy sacerdote. En mí, el sacerdocio no es algo pasado, sino presente, gozosamente presente, indisociable de mí ser personal. Segundo: no me he casado, ni con hombre ni con mujer, ni siquiera con ninguno de mis gatos, y mira que los quiero. Con respecto a la adopción, no me la he planteado personalmente, pues como te digo no he formado una familia aún. Con respecto a la Santísima Trinidad, efectivamente, Dios es Padre, Hijo y Espíritu Santo, communis nexos amborum.

20.12.05

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΓΥΜΝΟΥ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Image Hosted by ImageShack.us


.
The Beginnings of Beefcake
Or, The Origins of the Male Nude in Photographyby
by Rictor Norton
.
Gay men have often had a penchant for self-justification, because we so often have found ourselves confronting a society that stirs up our self-doubt, so I shall only briefly pause to list the reasons why I like beefcake:
Beefcake is ideologically important for gay liberation, because it exposes the sexist myth that only the female body merits artistic appreciation.
Beefcake enlightens the human imagination, because it demonstrates that, in purely objective terms, the male torso (etc.) is aesthetically superior to the female torso (etc.) because of the greater incidence of angles (etc.) and hence the greater interplay of light and dark (etc.).
Beefcake refines one's autoerotic perceptions.
Beefcake is a unique art that needs no justification.
Beefcake is fun.
'Nuff said. Being a scholar as well as a masturbatory philosopher, with my deep down antiquarian conviction that nothing ever "just happens" and that everything originates in something earlier, I assumed that S&H Publications didn't just pop onto the scene, so I decided to do a little research.
Beefcake in CornwallNot surprisingly, I discovered that it all began (with a few exceptions in Pompeian bedrooms) during the late Victorian era, along with other equally colorful developments in gay culture. To be precise, it began in Falmouth, Cornwall. There we find Henry Scott Tuke (1858-1929), sitting on his quay-punt and busily attempting, as he said in an 1895 interview, "to capture the truth and beauty of flesh in sunlight by the sea." To be strictly precise, he liked to paint naked boys bathing. Tuke settled in Falmouth in 1885, after a period abroad in Florence in the company of Arthur Lemon, with whom he studied the art of capturing on canvas the effect of sunlight upon uncovered boyflesh. Tuke was not particularly lonely on the Cornish coast when he returned, and while there, he produced a substantial quantity of paintings of local youth, bathing boys, fisherboys, bathing boys, schoolboys, bathing boys, and more bathing boys — all against a romantic background of rocky coastline and picturesque sailing vessels.
By the time the First World War arrived, when people began to lose their taste for art, Tuke had acquired a reputation for himself as a painter of picturesque youth somewhat analogous to the reputation of Norman Rockwell in America. His paintings had such charm that often the Cornish coast would be enlivened by the visits of such notable personages as Oscar Wilde. A great many of Tuke's friends were homosexuals, and he himself developed an especial affection for several favourite models. Henry Scott Tuke occupies a special place in the mythology of sentimental middle-class values, especially concerning the British love of hearty boyhood, and his definitive biography has yet to be written.
If we need a precise date for the beginnings of beefcake, it would be 1888. In that year Tuke's finest and most deservedly famous painting The Bathers was exhibited in the New English Art Club. The exhibition prompted a lovely poem on Hyacinthus by Charles Kains Jackson in the Artist and Journal of Home Culture, a magazine edited by Jackson. The Artist had a popularity somewhat similar to the American Saturday Evening Post (the vehicle for Rockwell's illustrations), except that while it was disseminating "home culture" it was also a major vehicle for the propagation of carefully veiled homosexual verse and short fiction — and eventually for discreet studies of the male nude. Jackson was a friend of Tuke, and often visited him, and there is good reason to believe that one of the figures in The Bathers is Jackson's fourteen-year-old boyfriend Cecil Castle (the other figures are Willy Rowling and Albert Pidwell; the painting is in the Usher Art Gallery, Lincoln). I cannot quite trace Tuke's interest in such goings-on, but the tale becomes progressively intriguing.
Jackson lived with Cecil in Tyneham House, London, in the infamous company of Frederick Rolfe, self-styled "Baron Corvo." Corvo was not at all averse to the delights of the male nude in art (and life), and he took a photograph of Cecil Castle, nude, lying on his stomach, which was printed in the Studio, another mainstream art journal with a gay subtext edited by the bisexual Gleeson White — also a friend of Tuke. It was at White's home that Corvo met Tuke, and Tuke had given him some drawings of boys to stimulate Corvo's artistic interests. Corvo wrote to Tuke's most intimate friend, the pederast Charles Masson Fox, that Tuke's talents would be best served if he went to Venice:
One thing this world wants is some Tuke pictures of the Venetian lagoon and some Tuke pictures of mediaeval gondoglieri poised on poppe in Venetian Canals. But "Tuke has all he wants at Falmouth." Hum! Arnold of Rugby held that no man ought to be a school-master longer than 15 years at a stretch!
A visit to the museum at Falmouth will reveal that Tuke's models included especially Jack Rolling or Rowling, of whom he took numerous photographs; William J. Martin, born 1870, a messenger boy with the Post Office, who appears in The Messenger, The Swimmer's Pool, The Lamp Cleaners and A Woodland Bathe (he and Tuke were both stamp collectors). Colin Goodwyn appears in The Coming of Day. Dolin Kennedy, 1893-1962, appears in June Morning, The Morning Catch, and others. He was Tuke's constant companion, whom he met through Sydney Lomer (1880-1926). Kennedy was a junior officer, and nearly a paid secretary to Tuke but really a voluntary general assistant and companion.
The Metamorphosis of Cecil
Corvo himself had extracted all he needed from his many gay adventures in Italy, and when he was hired to create the fresco for the church of St Joseph's in Christchurch, he had on hand a good supply of nude photographs of his Italian boyfriends. He would project these upon the wet plaster (with a "magic lantern") in order to draw the outlines for his religious figures. Jackson recalls watching in wonderment as Corvo projected upon the wall a photo of a nude boy "of seventeen years, yellow haired and blue eyed and of the most exquisite physical development ... instantaneously photographed in mid- air, when leaping into the Lake of Nemi." This became the mural "Ascension of Christ." Among the Nine Orders of Corvo's Celestial Hierarchy in this very fine fresco can be discerned the Archangel Michael, created by projecting upon the wall the nude photograph of Cecil on his stomach, upon the print of which Corvo had carefully drawn a spear, a shield, and a pair of wings.
That Blend of Blue
Part of this metamorphosis of beefcake was controlled by the aesthetic dictum that male nudes looked their finest on a background of blue (the most celestial color, though Wilde preferred yellow). John Addington Symonds (distributor of his friends' photographs) in a book of essays titled In the Key of Blue, wrote: "Whether the flesh tints of the man be pale or sun-burned, his complexion dark or fair, blue is equally in sympathy with the model." For this study he made impressionistic photo studies of the Venetian porter Augusto Zanon dressed in various shades of blue against different coloured backgrounds. He wrote to Arthur Symons in 1892, "Of things like this, I have always been doing plenty, and then putting them away in a box. The public think them immoral." Symonds's lifetime companion was the Venetian gondolier Angelo Fusato, whom he often gazed upon against the background of the blue Mediterranean.
Symonds regularly sent photos of young men to his friends, including photos of his boyfriend Angelo, often by a very good amateur photographer in Davos, Switzerland, where Symonds lived. For example, he sent Mary Robinson a photo "of a naked young man with a sword between his legs" and he hired models to assume Michelangelo's poses for his biography of the sculptor. The literary critic Edmund Gosse wrote to Symonds on 31 December 1889 about his attendance at the funeral service for Robert Browning in Westminster Abbey. A packet had just arrived from Symonds containing a "beautiful photograph, which is full of poetry":
As I sat in the Choir, with George Meredith at my side, I peeped at it again and again, and at last, while waiting in the deep silence for the ceremonial to begin, with many thoughts of love and life and genius and decay, moving in my mind, this sextain formed itself — I hardly know how — and I send it to you as the onlie begetter of all that sehnsucht [yearning]:
Dark-stamen'd flower, across thy beautySighing, I cast the veil.In Youth's high spring-tide Love's a dutyAnd rose-crowned hopes prevail;But autumn comes, and brings I seeNo rose, but rosemary for me.
One wonders what Mrs Humphry Ward, sitting behind Gosse, and Burne- Jones, sitting just opposite him, made of all this.
Corvo says in relation to his special boyfriend Toto (a nude photo of whom can be found in Brian Reade's Sexual Heretics), "That kind of blue, with Toto's kind of brown, is fine. I learned the blend of him." And in his letter to Fox about why Tuke should have gone to Venice, Corvo speaks of "young Venetians poised on lofty poops out on the wide lagoon, at high noon, when all the world which is not brilliant is blue, glowing young litheness with its sumptuous breast poised in air like showers of aquamarines on a sapphire sea with shadows of lapis-lazuli under a monstrous dome of turquoise, glowing magnificent strength." That is a bit over-gemmed, and to understand what Corvo was rhapsodizing about you must examine Tuke's other very fine painting (in the Tate Gallery in London), of four nude youths in a boat on the sea, appropriately titled August Blue.
Enough for aesthetics, and back to the mundane. Tuke's Bathing Boys was so instantaneously famous that hundreds of amateur painters and photographers gambolled about trying to capture similar flesh tints, so much so that a mere two years later, in 1890, the Amateur Swimming Association ruled that henceforth bathing drawers must be worn for all racing events. Boys (more so than girls) regularly continued to swim in the nude up through the 1930s. Of course one needn't always stay on the beach. There was a very nasty scandal in Tuke's beloved port of Falmouth when the owner of a boys' training ship stationed there engaged in orgies on deck, and meanwhile took photos that apparently still circulate in certain quarters. Part of the scandal was that the boys of Cornwall were so easily enticed into engaging in such activities.
Baronial Beefcake in Taormina
Enough of my foul-minded suspicions about Tuke's wholesome models, and on to a Sicilian line of inquiry. Corvo's photo of Cecil Castle appeared in the context of Gleeson White's essay on the male nude in art in Studio, and other illustrations that he used to prove his points were several photographs of nude boys by Baron Wilhelm von Gloeden, whose studio was located in Taormina, Sicily. It was rumored that during the wicked 1890s, none other than Kaiser Wilhelm himself was wont to voyage to Sicily, where he would anchor the Imperial Yacht in the picturesque bay or Taormina, perforce to sleep with one or the other of the Baron's boys.
Wilhelm von Gloeden, Baron of the Court of the Hohenzollerns, born in Schloss Volkshagen, near Wiemar, in the Grand Duchy of Mecklenburg, on September 16, 1856, has some small claim to fame as a student of the male nude whose artistic achievement has not yet been surpassed by promulgators of beefcake.
The Baron claimed to have been an illegitimate child in the family line of the Kaiser, because of which he was persuaded to become an exile from his native land, and for which exile he received a regular stipend from Berlin — on condition that he never return. Being a Bohemian at heart, the Baron took up quarters in a modest villa at Taormina in 1876, with a lovely secluded garden-terrace where he would feed his birds and photograph his models. This terrace often appears in his photos, sometimes with a spring of a fennel tree propped in one corner (or in a Greek urn) for its picturesque effect, often with an animal skin draped over the bench upon which would be seated an artistic nude. It is said that whenever a new model appeared uneasy at being photographed, the Baron would strip off his own clothes, don the leopard-skin, and together they would gambol about like young animal pups until the model lost his shyness.
Soon after the Baron arrived in the city that his fame would later transform into a major tourist attraction, he engaged the services of a fourteen-year-old boy (the Baron, being only twenty himself at the time, cannot at this stage be called a proper pederast). This servant was Pancrazio Bucini, nicknamed "Il Moro" because of the Arabic strains in his blood. Von Gloeden and Bucini were in a sense monogamous lovers, for Il Moro was still with the Baron when the latter died in 1931, and he inherited most of his master's photographs. Unfortunately most of these plates (several thousand) were destroyed by Mussolini's Fascist authorities towards the end of the Second World War, although several hundred are still preserved by Bucini's own heirs in Taormina today. It is difficult to determine if these plates were really pornographic, as the Fascists claimed, but a few surviving photographs depict youths boasting prominent erections.
Sunshine and Health
By the late 1890s von Gloeden had established himself as the master of the male nude in photography. Tuke's paintings were still influencing numerous imitators (especially Thomas Eakins in America), and every other poet wrote a pederastic verse or two on boys bathing or "Playmates," the title of another of Tuke's paintings (exhibited at the Royal Academy). But Tuke could not keep up with Gloeden's output, and the vogue for painting was steadily superseded by the vogue for photography. Nearly every one of the Baron's photographs is a tour de force when we realize that most of them were produced from 1895 to 1910, at a time when even a single photograph required him to set up a cumbrous contraption known as the wide-view camera, to evenly coat a thin piece of glass with a chemical solution (amateur English photographers were always dying of poisoning) before placing it in the camera, and to somehow persuade his model to pose for up to a full minute while the negative was developing. He nevertheless was able to produce perhaps 4000 to 5000 photographs for wide distribution.
Von Gloeden's photographs (about 80 percent of which were of lightly- clad or unclad boylimbs) were circulated not merely among the extensive coterie of the "Uranian School" of homosexual poets, but in many of the "physique and health" magazines spawned by the German Korperkulture (physical health/naturalism/nudism) and Wandervogel (boy scouts/hiking) movements. His more carefully draped studies were regularly reprinted in hundreds of travel magazines and brochures advertising the joys of a Mediterranean holiday. The British concept of what constitutes "the romantic Mediterranean" was invented by von Gloeden. Mr and Mrs Alexander Graham Bell visited von Gloeden in 1898, and came away the proud possessors of several of his photos of native Sicilians, which they graciously presented o the National Geographic Society for its magazine (which thence contained two or three shots of semi-clad boys, up through recent times). Other of the Baron's renowned guests are said to include Rudyard Kipling, Anatol France, Marconi, and Richard Strauss. Oscar Wilde dropped by for a chat (and a look) upon his release from prison, and humbly presented the master with a signed copy of The Ballad of Reading Gaol.
Von Gloeden's work was especially popularized through the medium of various magazines edited by Gleeson White: Art and Artist, Studio, Parade, Pageant, and especially through White's essays on the male nude in Photogram. White developed at some length his not very perceptive ideas "On Photographing the Nude," usually reproducing two or three of von Gloeden's photos to illustrate his points. In the March 1894 part of the continuing series we find von Gloeden's "The White Pillar" (a boy standing against a white pillar). The first word of White's text was "Giving," and the first letter of this word was enlarged and superimposed upon the photograph in order to conceal the model's genitals with its lower curve. We thus see a naked boy behind the letter G, which certainly deserves to be circulated as a Gay Liberation icon. Other photos included "At the Portal," "On the Terrace," "At the Sea," "On the Beach," "On the Rock,", etc.: not very imaginatively titled.
White underlined the basic defect of male nude photography, then as now: that professional models have "the rooted tendency to pose ... they fall into their poses with a peculiarly ungraceful rigidity." This lack of rigidity in most of von Gloeden's photographs is one of their finest testaments to his genius. However, some of his photographs were in the self-consciously posed "Classic" manner, which were somewhat the equivalent of the glamour pics in fashion magazines, which today have chrome and glass in the background instead of sarcophagi. Much of the time von Gloeden's models would be holding Greek urns, sitting atop ruined pillars, and wearing crowns of laurel leaves. Most of the togas were home-made (the Baron was also handy at needle and thread) and not particularly serviceable. He made some very sensuous studies of boys lightly concealed with a diaphanous gauze, sometimes wearing a barbaric jewelled necklace beneath the gauze. The archaic settings are one of von Gloeden's major flaws, but Gleeson White disagrees:
A series of great service to designers could be obtained from models posed in niches, spandrils, pediments, and other architectural spaces. I remember at a New York swimming bath seeing two lads who had climbed into the spandril of a wooden verandah, and sat there unconsciously mimicking some of the most beautiful figures the art of the Renaissance has left us.
Alas, the sauna-school of gay art by the later twentieth century had become one of unmitigated kitsch.
Beefcake in Conflict
White's series of essays were taken up by Robert H. Hobart Cust in 1897, in Photogram, who argued vehemently that English boys were better models than Italian boys because the latter's "lazy life and their food, principally macaroni, produces a grossness which soon spoils them entirely for artistic purposes." He also disliked Italian shortness. To prove his point, he presents his own studies, such as "A Lancashire Foundry Lad."
James A. Rooth continued the controversy in the 1898 issue of Photogram, and kept on in the 1903 issue of Boy's Own Paper, a supposedly boy-scout magazine filled with interesting diversions by a good many homosexuals. His argument was merely that Sicilian boys charged less for their services and therefore were the better models. Rooth, incidentally, was Inspecting Officer of St Catherine's Light Infantry Cadet Corps.
Rooth and Cust also used photographs by Gugleilmo Pluschow, the Baron's major rival in Rome. Pluschow's studies are perhaps more sharply delineated, which is really an indication that he handled light less effectively and less subtly than von Gloeden, and his boys are somehow "harder" than the Baron's. His photos are also much more stilted, particularly a famous one of two boys standing on a pediment who are virtually indistinguishable from the sculpture itself (Photogram, May 1897). He also tended to photograph boys with large genitals, and it would have been less easy for collectors to claim these as specimens of the antique pastoral. Pluschow, incidentally, was the Baron's cousin. He was finally arrested for the corruption of minors.
Other of von Gloeden's rivals were D'Agata, his neighbor in Taormina who paid his models more money; Vincensio Galdi in Rome; and, more admirer than rival, Count Jacques d'Adelsward Fersen (hero of Roger Peyrefitte's Exile of Capri), who fled to Capri following a scandal about his use of Parisian schoolboys for a poses plastiques exhibition, but who eventually returned, to edit Akademos with full-page illustrations.
Beefcake in Full Bloom
By the mid-1970s, directly as a result of this combined influence of Tuke and von Gloeden through the medium of White's magazines, beefcake was fully born. The German homosexual magazine Der Eigene was founded in 1899 and continued until 1929, and by the late 1920s The Fortune Press and The Cayme Press had been founded, both of whose early publications were often illustrated with photographs of boys. In 1929 The Ladslore Series Press published Lads O' The Sun, with 35 illustrations, and, to make a long story of tenuous connections short, in 1961 the Grecian Guild Pictorial was founded. In ensuing years appeared such items as The Boy: A Photographic Essay (1964), Boys Will Be Boys (1966), Boyhood Magazine (1967), and in due course we see numerous publications by such firms as The Athletic Model Guild, The Overstock Book Company (Richard Model Xclusives), S[unshine] & H[ealth] Publications, Colt Publications, DSI, XXX Incorporated, etc.
But von Gloeden is still with us, though his popularity is limited to gay circles now that his pastoral cover has been blown. In 1968 Brian Patten's book of poetry Atomic Age used one of von Gloeden's photos as its frontispiece (slightly airbrushed), and in the early 1970s Vulcan Studios of New York offered for sale a set of six of the Baron's photos — at an outrageous price. In the 1980s and 1990s book-length selections of von Gloeden's photographs were published, some at low prices, including a book of postcards and a book of posters. Today of course male nude photography (the phrase is really too grandiose nowadays) is big business, and we can lament the passing away of von Gloeden's eye for quality. The biggest sellers up to the early 1970s were still the boystudies, but from the late 1970s photographs of the fully adult (and hirsute) male nude have dominated.
I frankly do not know much about what goes on in the studios of photographers of nude males, particularly of young nude males, and I would rather not make any generalizations about the matter. In the late 1960s there was an extravagant villa near San Francisco out of which came thousands of photographs, in many of which the models, mostly over eighteen, looked as though they had been picked up off the street, given a little bread and a little heroin, and told to take their clothes off. On the other hand, there was a wholesome ranch near Burbank, California, where models, mostly under the age of eighteen and many under the age of fifteen, seem to have quite thoroughly enjoyed a well-paid game, even though that game involved spreading their arse cheeks for a close-up shot. Many of the models for the Athletic Model Guild were as rough in reality as they looked, and worked as boxers if they were in full-time employment at all, or hung around the streets or on the beaches waiting to be film extras. In respect of copulation photos, we have come a long way from von Gloeden, not entirely for the worse, though not very convincingly for the better.

17.12.05

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ Ή Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ μεταχείριση σεξουαλικού χαρακτήρα συνιστά η άρνηση των βρετανικών σιδηροδρόμων να εκδώσουν εισιτήριο με έκπτωση όπως έχουν δικαίωμα τα ετερόφυλα ζευγάρια στη σύντροφο μιας λεσβίας υπαλλήλου της σιδηροδρομικής εταιρείας. Αυτή την άποψη υποστήριξε χθες στην αγόρευσή του ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην εκδίκαση μιας υπόθεσης που βασίζεται στην προσφυγή της Λίζας Γκραντ εναντίον του εργοδότη της "Σάουθ Γουέστ Τραινς" και ασφαλώς θα αποτελέσει σταθμό στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αν αυτό ακολουθήσει, όπως το συνηθίζει, την εισήγηση του γενικού εισαγγελέα του.Το να μην προσφέρει το ίδιο πλεονέκτημα μια επιχείρηση το ίδιο πλεονέκτημα που προσφέρει στο σύζυγο του άλλου φύλου. Μια επιχείρηση που προσφέρει ένα πλεονέκτημα στον ετερόφυλο σύζυγο ή σύντροφο ενός υπαλλήλου της οφείλει να το προσφέρει και στην περίπτωση που ο σύντροφος του υπαλλήλου της είναι του ίδιου φύλου, υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας, και αν δεν το πράξει, τόνισε ο ίδιος, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια διακριτική μεταχείριση σεξουαλικού τύπου εις βάρος του που είναι αντίθετη προς το άρθρο 119 της κοινοτικής συνθήκης.Η Λίζα Γκραντ κατέθεσε μήνυση εναντίον της εργοδοτικής εταιρείας της το 1995 όταν η διεύθυνσή της αρνήθηκε να εκδώσει εισιτήρια με μειωμένη τιμή για τη σύντροφό της Τζίλιαν Πέρσι με το επιχείρημα ότι ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας δίνει δικαίωμα έκδοσης εισιτηρίων με μειωμένη τιμή μόνο για τους συντρόφους των εργαζομένων του αντίθετου φύλου. Η κ. Γκραντ κατέθεσε αρχικά μήνυση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του Σαουθάμπτον, το οποίο με τη σειρά του ζήτησε τη γνώμη πριν εκδώσει την απόφασή του του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
ΑΥΓΗ 30-9-05
.
Οι κοινωνικές συνθήκες δεν είναι σήμερα ώριμες για τη νομική αναγνώριση της συμβίωσης των ομοφυλοφίλων δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Αναστάσης Παπαληγούρας, απαντώντας στη Βουλή σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του προέδρου του ΣΥΝ Αλέκου Αλαβάνου. (…)
Ο υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε ότι «δεν μας διακατέχει κανενός είδους κοινωνικός ρατσισμός» και έφερε ως παράδειγμα το γεγονός ότι ελεύθερη συμβίωση μεταξύ ετερόφυλων οι κοινωνικές συνθήκες είναι ωριμότερες και θα υπάρξουν προτάσεις για ενδεχόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις από ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.
IN.GR 16-9-05

16.12.05

ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Οι κοινωνικές συνθήκες δεν είναι σήμερα ώριμες για τη νομική αναγνώριση της συμβίωσης των ομοφυλοφίλων δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Αναστάσης Παπαληγούρας, απαντώντας στη Βουλή σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του προέδρου του ΣΥΝ Αλέκου Αλαβάνου.
Ο κ. Παπαληγούρας αναγνώρισε ότι σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν αναγνωρισθεί δικαιώματα στους ομοφυλόφιλους πολίτες που δεν συμπεριλαμβάνονται στη δική μας έννομη τάξη, αλλά σημείωσε ότι «τα δικαιώματα αυτά δεν ταυτίζονται ούτε κατ' όνομα ούτε κατά περιεχόμενο, ούτε κατά το εύρος τους στα διαφορετικά νομικά συστήματα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς απορρέουν από διαφορετικές κοινωνίες, με διαφορετικά ήθη και έθιμα».
«Κάθε ορθή νομοθετική πρωτοβουλία», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, «οφείλει να είναι απότοκος των υφισταμένων κοινωνικών συνθηκών και όχι να προκαταλαμβάνει ή -ακόμη χειρότερα- να βρίσκεται σε ανακολουθία με το κοινωνικό ήθος και έθος. Οι κοινά αποδεκτές κοινωνικές συμβάσεις αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητας ενός έθνους, του ήθους μιας κοινωνίας.
»Κατά τούτο, κάθε νομοθετική πρωτοβουλία δεν μπορεί να ξεπερνά τις ανοχές, το αίσθημα του κοινώς αποδεκτού της κοινωνίας. Δεν μπορεί να παραγνωρίζει ή να περιφρονεί την κυρίαρχη κοινωνική βούληση. Κάθε ρύθμιση ωριμάζει πρώτα στην κοινωνία προτού θεσμοθετηθεί ως νόμος».
Ο κ. Παπαληγούρας παραδέχτηκε ότι θα ήταν χρήσιμο να γίνει διάλογος για τα θέματα, ο οποίος «θα έπρεπε να προηγηθεί όποιας ενδεχόμενης νομοθετικής ρύθμισης». Πρόσθεσε επίσης ότι η πρόταση του ΣΥΝ «προϋποθέτει εκτεταμένες μεταβολές στο δικαιικό μας σύστημα [...] για τις οποίες οι κοινωνικές συνθήκες δεν είναι σήμερα ώριμες».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης δήλωσε ότι «δεν μας διακατέχει κανενός είδους κοινωνικός ρατσισμός» και έφερε ως παράδειγμα το γεγονός ότι ελεύθερη συμβίωση μεταξύ ετερόφυλων οι κοινωνικές συνθήκες είναι ωριμότερες και θα υπάρξουν προτάσεις για ενδεχόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις από ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.
.
(αναδημοσίευση από το in.gr)

Η GAY ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ

THE USES OF GAY HISTORY
by Rictor Norton

Many of the early gay liberationists – like most activists in nationalist and ethnic movements – believed, I think correctly, that knowledge of history plays an important role in the development of solidarity. A consciousness of belonging to a cultural community can provide the strength necessary for collective action to overcome oppression. Jonathan Katz’s Coming Out: A Documentary Play about Gay Life and Liberation in the United States of America (1972/73) used some two dozen significant moments in American gay history to promote enthusiasm for the struggle, including the ‘Boys of Boise’ witch hunt, the Stonewall Riot, notable raids and trials in Chicago and New York, along with vignettes of Horatio Alger, Willa Cather, Allen Ginsberg, Gertrude Stein and Walt Whitman. Gay heritage also formed the basis of one of the earliest pieces of agitprop performed by the Gay Sweatshop theatre company in London in 1976: As Time Goes By, by Noel Greig and Drew Griffiths, had European queer-cultural set pieces, including the male brothel of the Cleveland Street Scandal in the 1890s, the socialist Edward Carpenter and his boyfriend George Merrill at their home in Millthorpe, and a scene during Weimar Republic 1929–33, with references to Russia and the Nazis, in which two drag entertainers sing to the early gay sexologist Magnus Hirschfeld ‘Dear Darling Doctor Magnus’.
The simple fact of queer survival is itself inspiring and empowering: ‘the history of gay people shows that despite repression, secrecy and shame, we as a people have nonetheless survived, have insisted on our specialness, have developed coping strategies for survival; and therefore this history can provide real inspiration to everyone else to be just as different as they really are – to summon up the courage to insist on their specialness being respected’ (Duberman 1986, 1991). Several queer historians opted for this discipline specifically because it comes within the liberation agenda, as did John D’Emilio (1993): ‘My allegiance to the academic world was, at best, tenuous; only the conviction that the movement would be strengthened by the retrieval of its hidden early history kept me at it.’
Queer history was also important to the earlier ‘homophile’ movement. ONE Institute opened in 1956 and began offering its course on 'Homosexuality in History' in 1957. 'The History of the Homophile Movements of Europe', offered in 1958–59, included visiting lectures by men who personally knew Magnus Hirschfeld. 'The Homosexual in American Society or Sociology of Homosexuality' was first given in 1959–60, and was designed specifically to examine two new ideas: that a ‘homosexual minority’ and a ‘homosexual culture’ existed (Legg 1994). Jim Kepner began his very thorough seminars on 'Homosexuality in Modern German History: From Frederick the Great Through Hitler' in 1959–60. Don Slater began teaching 'The Gay Novel' in 1960, the year in which the Institute issued ‘A Declaration of Homosexual Rights’. Christopher Isherwood was a Director of ONE’s affiliate Institute for the Study of Human Resources from 1976 to 1984, and he researched much of Christopher and His Kind in ONE Institute’s Blanche M. Baker Memorial Library and Archives. Another Director was Laud Humphreys, author of Tearoom Trade and Out of the Closets, the Sociology of Homosexual Liberation (1972). Vern L. Bullough, Professor of History at California State University, Northridge, was closely involved with the Institute from the late 1960s, notably contributing some two thousand entries from his research towards the compilation of A Bibliography of Homosexuality, published in 1976. From 1981 the ONE Institute Graduate School was licensed by the State education authority to offer courses leading to accredited Master of Arts and Doctor of Philosophy degrees in Homophile Studies. One of the first dissertations was Michael H. Lombardi’s The Writings of Karl Heinrich Ulrichs (1984) (his translation of Ulrichs’s complete writings was published in 1988).
ONE, Inc. is understandably resentful that its activities and publications have been lightly dismissed by social constructionist historians such as John D’Emilio (1992), who claims that when he started graduate school in 1971 ‘"gay history" was a term not yet invented’ – whereas in fact ‘homophile history’ existed as a term in the 1950s, and as a concept since the 1870s. There is a New York versus California element in gay politics, New York being the base for ‘progressive’ politically-based social constructionism, and California being the base for the more personal, developmental, cultural, ‘lifestyle’ and New Age essentialism, much satirized by the New York set with its greater access to publishing power bases and the media. The New York branch of gay liberation has rewritten the history of the homophile emancipation movement and attempted to reserve most of the credit to itself. Dorr Legg’s book attempts to set the record straight, and certainly establishes the fact that an enormous cultural educational programme existed some fifteen years before the supposed ‘birth’ of gay liberation in 1969 in New York’s Stonewall riots.
In 1957 Henry (Harry) Hay began working on an article whose title neatly sums up the historical theme I will be focusing on in this critique: ‘The Homophile in Search of an Historical Context and Cultural Contiguity’. Though a paid-up member of the Communist Party, Hay took what is now called the 'essentialist' approach, emphasizing the importance of anthropological evidence of cross-cultural unity in variety, e.g. of initiation rituals and transgender persons: ‘all their thousand modifications are facts in a single series, and only ring the changes upon some one impulse or necessity that is implicit in the generic situation.’ Harry Hay had begun promoting his concept of ‘the Homosexual Minority’ in 1948, and under his guidance in 1950 the Mattachine Society Mission and Purposes stated that it was ‘possible and desirable that a highly ethical homosexual culture emerge, as a consequence of its work, paralleling the emerging culture of our fellow minorities – the Negro, Mexican and Jewish Peoples’. Charles Rowland, another founder of the Mattachine Society, in his article ‘The Homosexual Culture’ which he contributed to ONE Magazine in May 1953 ‘strongly defended the proposition that homosexuals constitute a minority with a distinctive culture’. During the Mattachine Constitutional Convention on 11 April 1953, and its continuation a month later, ‘the words minority and culture triggered major disputes on several occasions during the proceedings’ (Legg 1994).
But no one seemed to challenge the view that a minority culture has to make a contribution to its ‘parent culture’, i.e. be of value to society at large, as stated in an article on ‘Homosexual Culture’ by Julian Underwood in 1960: ‘Homosexuals can claim to be a distinct cultural minority only as it can be proven that they make a group contribution to the dominant culture which is the specific outcome of the homosexual temperament.’ Most of the discussion since that time has rested upon this fundamental misuse of the term ‘minority’, partly arising from the moral force attached to the ‘majority’ in American democratic philosophy. The truth is that any contribution from one culture to another is wholly irrelevant to whether or not that culture is distinctive. Romany Gypsies may or may not make a contribution to the societies in which they reside, but they are nevertheless a distinctive ethnic culture within society. The three ‘fellow minorities’ originally mentioned by Hay – Mexicans, Blacks and Jews – are not offsprings of a ‘parent’ white American culture. They may be dominated and oppressed by white Anglo-Saxon Protestant American society, but they nevertheless have their own culture and their own history.
And queers, like Mexicans, Blacks and Jews, can draw strength from an awareness of their own culture and history. ‘What gives any group of people distinction and dignity is its culture. This includes a remembrance of the past and a setting of itself in a world context whereby the group can see who it is relative to everyone else’ (Grahn 1984). The search for cultural unity in the queer past is relevant even in the age of AIDS when attention is urgently focused upon the immediate present and near future. In Paul Monette’s Borrowed Time (1988) a man and his lover who is dying with AIDS visit Greece: ‘Impossible to measure the symbolic weight of the place for a gay man. . . . Ancient places "confirm" a person, uniting a man to the past and thus the future.’


Για τους έλληνες gay αναγνώστες υπάρχουν τα βιβλία του Λουκά Θεοδωρακόπουλου: Καιάδας (εκδ. Πολύχρωμος Πλανήτης) και «ΑΜΦΙ» και Απελευθέρωση, (εκδ. Πολύχρωμος Πλανήτης)

15.12.05

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΤΟΥΛΑΠΑΣ

EVE SEDGWICK'S AXIOMS(FROM THE INTRODUCTION TO EPISTEMOLOGY OF THE CLOSET)
1. People are different from each other (22).
2. The study of sexuality is not coextensive with the study of gender; correspondingly, antihomophobic inquiry is not coextensive with feminist inquiry. But we can't know in advance how they will be different (27).
3. There can't be an a priori decision about how far it will make sense to conceptualize lesbian and gay male identities together. Or separately (36).
4. The immemorial, seemingly ritualized debates on nature versus nurture take place against a very unstable background of tacit assumptions and fantasies about both nature and nurture (40).
5. The historical search for a Great Paradigm Shift may obscure the present conditions of sexual identity (44).
6. The relation of gay studies to debates on the literary canon is, and had best be, tortuous (48).
7. The paths of allo-identification are likely to be strange and recalcitrant. So are the paths of auto-identification (59).

THE CLOSET
By Adam Geffen

Eve Sedgwick’s text, “The Epistemology of the Closet”, is very dense so to begin let us first consider the title itself. The word epistemology means “The study of the methods and grounds of knowledge especially with reference to its limits and validity.”Thus broadly speaking the goal of the text is to discuss our methods and grounds for knowledge of the closet and the limits and validity of said knowledge. She begins her text with considering our cultures knowledge of and construction of the closet. Her discussions of the construction of the closet lead her into musing upon the creation of a homosexual identity and then also gender construction of homosexual people.

Sedgwick puts forth the notion that the closet is a fundamental part of the lives of most gay people. Furthermore she states that the closet has had an undeniable effect on Western culture and history. She states that her goal in this text is to expand the boundaries of scrutiny and to introduce new lines of reasoning about the closet. For Sedgwick the closet is “…the defining structure for gay oppression in this century.” She believes that, contrary to recent usage of “coming out of the closet” by other minority groups, the closet is “…quite indelibly marked with the historical specificity of homosocial/homosexual definition….” She argues that the simple fact that for many minorities their stigma is based on visible characteristics like skin color, sex, size, or physical handicap makes the closet uniquely indicative of homophobia. For Sedgwick, the closest type of oppression to gay oppression is that of ethnic/cultural/religious oppression. Yet, for her, this type of oppression does not quite reach the level of gay oppression and she outlines several reasons why using the story of Purim (the Jewish holiday around which the story of Ester is centered), as recounted by Racine, as an analogy for coming out of the closet. Sedgwick sets up the closet as an undeniably important aspect of being gay. She then considers the historical construction of a gay identity that lead to the creation of, or need for, a closet.

For Sedgwick the most import aspect of our understanding of homosexual identity is that it is, at its core, contradictory and incoherent and this understanding is further tied to an incoherent understanding of heterosexual desire and identity. Sedgwick holds that the incoherence is based on the combination of the minoritizing view, which states that there is a “distinct population of persons who really are gay” and the universalizing view, which states “that sexual desire is an unpredictably powerful solvent of stable identities” and thus that heterosexual persons are marked by same sex desires. Further the modern masculine identity requires the scapegoating of same-sex male desire.

Sedgwick finally comes to the notion of gender construction for gay people. In this too she sees two contradictory ideas being combined. The first is one of gender inversion, the notion of “a women’s soul trapped in a man’s body and vice versa”. This ideology allows for the maintenance of an “essential heterosexuality” within the homosexual desire itself. The second idea is that of gender separation. In this view it is most natural for people of the same gender to be grouped together because “people whose economic, institutional, emotional, physical needs and knowledges” are so similar should bond together on sexual desire as well.

She concludes that rather then to try to develop a way of reconciling the incoherences or coming up with new definitions entirely, from here, the most promising course of action is to study the incoherences themselves.