31.8.17

ΤΙ "ΜΕΤΡΑΕΙ" Η ΕΛ.ΑΣ;

Τι έγινε και η ΕΛ.ΑΣ. αποφάσισε να «μετρήσει» τους ομοφυλόφιλους αστυνομικούς
Η ομιλία αξιωματικού και οι μπλούζες που έγραφαν «δεν είμαι από τους 9.000»
newsbeast.gr, 28/8/20
Εσωτερική έρευνα για να με μετρήσει τους ομοφυλόφιλους αστυνομικούς πραγματοποιεί η ΕΛ.ΑΣ.
Όλα ξεκίνησαν όταν στις 6 Ιουλίου με αφορμή το νομοσχέδιο για την «νομική αναγνώριση φύλου» πραγματοποιήθηκε στο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης εκδήλωση του Τμήματος Δικαιωμάτων στον ΣΥΡΙΖΑ με τον τίτλο «Σεβόμαστε και κατοχυρώνουμε τα δικαιώματα των όλων - Έμφυλες και ερωτικές ταυτότητες».
Ανάμεσα στους ομιλητές, σύμφωνα με τα Παραπολιτικά, ήταν μέλη της κυβερνητικού κόμματος αλλά και αξιωματικός του Τμήματος Αντιμετώπισης της Ρατσιστικής Βίας που έχει δηλώσει ότι είναι ομοφυλόφιλος και έχει προχωρήσει σε σχετικές κινητοποιήσεις στο εσωτερικό της ΕΛ.ΑΣ. ενώ επικεφαλής ομάδας αστυνομικών με τις ίδιες ερωτικές επιλογές προσπάθησε να συμμετάσχει στο πρόσφατο Gay Pride της Αθήνας.
Ο εν λόγω αξιωματικός στην ομιλία του σημείωσε ότι «σύμφωνα με τις εκτιμήσεις στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας των 45.000 αστυνομικών υπάρχουν 9.000 Λ.Ο.Α.Τ άτομα (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι κλπ) τα οποία φοβούνται και κρύβονται».
Η συγκεκριμένη αναφορά προκάλεσε αρνητικά σχόλια  από αρκετούς αστυνομικούς και εντός του κτιρίου της ΓΑΔΑ υπήρξαν αστυνομικοί που φόρεσαν μπλούζα που έγραφε «δεν είμαι από τους 9.000».
Πριν μερικές βδομάδες έφτασαν στην ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. έγγραφες διαμαρτυρίες στελεχών της ΕΛΑΣ για τη συγκεκριμένη δήλωση-εκτίμηση του αξιωματικού τους Τμήματος Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας.
Οι διαμαρτυρόμενοι ζητούσαν να πληροφορηθούν από πού προκύπτει κι αν υιοθετείται ο συγκεκριμένος αριθμός ομοφυλόφιλων αστυνομικών και γιατί δεν υπήρξε παρέμβαση ανώτατων αξιωματικών.
Έτσι μετά τις επιστολές διαμαρτυρίας διατάχθηκε έρευνα από την ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η έρευνα ανατέθηκε σε αξιωματικούς της Κρατικής Ασφάλειας που έχουν την ευθύνη για τον έλεγχο των αναρχικών.

30.8.17

ΤΑ ΑΡΣΕΝΙΚΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ


Τρία λιοντάρια χαλαρώνουν στο γρασίδι όταν ξαφνικά το ένα από τα αρσενικά προτιμά τον «σύντροφό» του, αντί της υπέροχης θηλυκιάς που βρίσκεται δίπλα
Δύο αρσενικά λιοντάρια που δείχνουν να «ζευγαρώνουν» την ώρα που ένα θηλυκό βρίσκεται ξαπλωμένο ακριβώς δίπλα τους, αποτυπώνει μια φωτογραφία που έχει γίνει viral.
Ο ερασιτέχνης φωτογράφος Ρας Μπρίτζες τράβηξε το στιγμιότυπο στο Ντόνκαστερ, στο πάρκο άγριας ζωής και δήλωσε εντυπωσιασμένος, όχι μόνο από το θέαμα που παρακολούθησε, αλλά και από τον τρόπο που έδειχναν να συμπεριφέρονται τα εντυπωσιακά ζώα.
«Ήταν δύο αρσενικά και ένα θηλυκό. Ένα από τα αρσενικά, ξαφνικά σηκώθηκε και πήδηξε στην πλάτη του φίλου του. Κάποιοι που παρακολουθούσαν το θέαμα άρχισαν να γελούν, ιδίως γιατί ακριβώς δίπλα ήταν ξαπλωμένη μια πανέμορφη λέαινα. Κι όμως το λιοντάρι έμοιαζε να το κάνει ηθελημένα και "περήφανα"», λέει ο φωτογράφος και συμπληρώνει με χιούμορ: «Για να είμαι δίκαιος κάθε φορά που ένα αρσενικό πλησίαζε τη λέαινα, εκείνη γρύλιζε και το έδιωχνε με το πόδι της»!
«Δεν είναι ασυνήθιστο να συμπεριφέρονται έτσι τα λιοντάρια. Δεν ξέρω αν είναι ζήτημα κυριαρχίας ή κάτι τέτοιο, μοιάζουν να είναι επιθετικά, αλλά δεν είναι καθόλου, απλώς παίζουν», πρόσθεσε ο Μπρίτζες .
«Η αγαπημένη μου λήψη είναι εκείνη που το λιοντάρι έχει βγάλει τη γλώσσα του έξω και μοιάζει να μας κοροϊδεύει, δηλώνοντας περήφανο γι' αυτό που είναι και αυτό που κάνει», εξηγεί ο φωτογράφος.  (protothema.gr, 29-8-2917)

29.8.17

ΧΙΛΗ. ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΟΜΟΦΥΛΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ

Ένα βήμα πιο κοντά στην υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια η Χιλή
Η πρόεδρος της Χιλής υπέγραψε σήμερα ένα σχέδιο νόμου που, αν τελικά περάσει από το Κογκρέσο, θα εξισώνει πλήρως όλα τα έγγαμα ζευγάρια ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, αναγνωρίζοντας τους, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα στην υιοθεσία. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε την προκατάληψη να υπερισχύσει της αγάπης», τονίζει η Μισέλ Μπασελέτ
skai.gr, 29/8/2017
Η πρόεδρος της Χιλής υπέγραψε σήμερα ένα σχέδιο νόμου που, αν τελικά περάσει από το Κογκρέσο, θα εξισώνει πλήρως όλα τα έγγαμα ζευγάρια ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, αναγνωρίζοντας τους, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα στην υιοθεσία. 
Πρόκειται για το τελευταίο βήμα σε μία σειρά μεταρρυθμίσεων στη χώρα, μόλις μία εβδομάδα μετά από απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία σταματά το καθεστώς απόλυτης απαγόρευσης των εκτρώσεων στη Χιλή. 

Όπως εξήγησε η Μπασελέτ, το νέο σχέδιο νόμου διευρύνει τον ορισμό του γάμου αναγνωρίζοντας ίδια δικαιώματα σε όλα τα ζευγάρια. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε την προκατάληψη να υπερισχύσει της αγάπης», τόνισε χαρακτηριστικά. 
Τώρα η πρόταση νόμου μένει να περάσει από το Κογκρέσο, κάτι που αρκετοί πολιτικοί αναλυτές θεωρούν δύσκολο, δεδομένης και της λήξης της θητείας της προέδρου Μπασελέτ τον Μάρτιο του 2018. 
Ωστόσο υποστηρικτές των δικαιωμάτων της ΛΟΑΔ κοινότητας χαιρέτισαν την υπογραφή ως ένα σωστό βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. 
Η ομοφυλοφιλία είχε αποποινικοποιηθεί στη Χιλή το 1999 ενώ το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομοφυλόφιλων αναγνωρίστηκε το 2015. 
«Είναι η αρχή του τέλους των διακρίσεων μεταξύ γάμων, ανάλογα με τον σεξουαλικό προσανατολισμό των ζευγαριών», δήλωσε ο Λούι Λαρέν, ιδρυτής του Ιδρύματος Iguales. 
«Αυτή η μέρα θα μείνει στην ιστορία όπως και εκείνη κατά την οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες και πιο πριν από αυτό, η απελευθέρωση όλων των σκλάβων»
Ο γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων έχει αναγνωριστεί και σε άλλες χώρες της λατινικής Αμερικής όπως η Βραζιλία, η Κολομβία, η Αργεντινή και η Ουρουγουάη. 

28.8.17

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ - 1β

You Can't Say That!
Has liberalism taken a Soviet turn?
Matthew B. Crawford ( weeklystandard.com, 21/8/2017)
But if the hope was to depoliticize society, rendering issues of public morality into matters of private concern, the effect has been the opposite. Everything is deeply politicized: family life, intellectual life, art, sex, children’s toys, you name it. Domains of life that were previously oriented by their own internal logic of experience are now held to account by a self-appointed vanguard, exposed to the sterilizing light of publicity, and made to answer to liberal ideals that are not merely procedural but substantive. “It is difficult to find some nondoctrinal slice of the world, a nondoctrinal image, narrative, tone, or thought,” Legutko writes.
In this regard—the denial of sovereignty to spheres of life that in principle ought to be beneath the notice and beyond the reach of the political regime—it is fair to say that liberal democracy in its 21st-century workings does resemble communism as described by dissident authors such as Milan Kundera and Václav Havel. Both regimes have “proved to be all-unifying entities compelling their followers how to think, what to do, how to evaluate events, what to dream, and what language to use.” Communism had, and liberal democracy has, its own orthodoxies and its own “models of an ideal citizen.”
What can account for the mismatch between liberal democracy’s easygoing self-image and the feel of everyday life in a liberal democracy? There is little sense of social spontaneity; one watches what one says. This has come to feel normal.
Like François Furet before him, Legutko suggests that the key to understanding the character of life in a liberal democracy is the role that history—or rather History, understood as inevitable progress in a certain direction—plays in the liberal imagination. In recent decades, this manifested as the enthusiasm for trying to bring liberal democracy to very illiberal places using the blunt instruments of military action and marketization. But it was during the Obama era that this energy really got released onto the domestic scene for the first time in perhaps 40 years. Liberals started calling themselves progressives—a rebranding significant because it announced a new boldness in speaking an idiom of historical necessity. It announced a new impatience with foot-draggers as well.
In a handful of years, we went from Obama himself being opposed to gay marriage (however sincerely) to a cultural norm in which to wonder aloud about the civilizational novelty of gay marriage, even in a speculative or theoretical register, is to risk harming yourself socially and professionally. To anyone who felt squeezed by a tightening cultural grid during the Obama years, the parallels Legutko offers with the Soviet experience won’t seem hyperbolic.
Both the communists and liberal democrats, while praising what is inevitable and objectively necessary in history, praise at the same time the free activities of parties, associations, community groups, and organizations in which, as they believe, what is inevitable and objectively necessary reveals itself. Both speak fondly of “the people” and large social movements, while at the same time .  .  . [they] have no qualms in ruthlessly breaking social spontaneity in order to accelerate social reconstruction.
In his foreword to Legutko’s book, John O’Sullivan crisply lays out the logic that follows from the conviction of historical privilege shared by communism and liberalism. Both insist “that all social institutions—family, churches, private associations—must conform” to certain rules in their internal functioning, and “both are devoted to social engineering to bring about this transformation. And because such engineering is naturally resisted, .  .  . both are engaged in a never-ending struggle against enemies of society (superstition, tradition, the past, intolerance, racism, xenophobia, bigotry, etc., etc.).”
Legutko writes that going with the flow, whether Communist or liberal-democratic, “gives an intellectual more power, or at least an illusion of it. He feels like part of a powerful global machine of transformation. .  .  . [He criticizes] what is in the name of what will be, but what a large part of humanity, less perceptive and less intelligent than himself, fails to see.”
This sounds apt as an account of a certain kind of narcissistic political pleasure. In the United States, Comedy Central serves to organize the youthful, lumpen intelligentsia and make it aware of itself as a force. A coveted demographic for advertisers, these viewers tune in to be flattered by the minstrels of corporate right-thinking. As a rough rule of thumb, it seems the higher the stock market capitalization of a firm (think Google, Facebook, Apple) and the more quasigovernmental a role it plays in our collective lives, the less daylight will be found between its enlightened positions and the brave truth-telling of a Trevor Noah, Samantha Bee, or John Oliver. Liberal use of the F-bomb confirms, and reconfirms, that here we are engaged in transgression—for the sake of principles the stupids fail to grasp.
“The trackers of traitors to liberal democracy readily succumb,” Legutko writes, to the delusion “that they are a brave small group struggling dauntlessly against an overwhelming enemy.” In the European setting, “On their side are the courts, both national and international, the UN and its agencies, the European Union with all its institutions, countless media, universities, and public opinion. .  .  . They feel absolutely safe, being equipped with the most powerful political tools in today’s world but at the same time priding themselves on their courage and decency, which are more formidable the more awesome the image of the enemy becomes.”
In the United States, a small-town entrepreneur who, say, politely declines to bake a cake or arrange flowers for a gay wedding sometimes has to suffice for this purpose, serving the role of an awesome enemy. Notions such as freedom of association and freedom of conscience can only mask the “hate” just beneath the deceptively congenial surface of American life.
As Legutko writes, “the very idea of liberal democracy should presuppose the freedom of action.” But because there is an arc of progress to this regime—one that is not only discerned in retrospect but is understood as a mission—those who fail to get with the program “lose their legitimacy. The need for building a liberal-democratic society [as opposed to a mere liberal-democratic political procedure] thus implies the withdrawal of the guarantee of freedom for those whose actions and interests are said to be hostile to what the liberal democrats conceive as the cause of freedom.”
Such projects of social transformation give expression to progressive “empathy” for designated classes of victims. But here we encounter another bit of Newspeak, if we grant that empathy properly understood means being sympathetic and alive to human experience in its concrete particularity. Progressive empathy tends to treat persons as instances of categories defined by politics. Drawing a parallel between Communist class struggle and liberal-democratic gender politics, Legutko writes that “a real woman living in a real society, like a real worker living in a real society, is politically not to be trusted because she deviates too much from the political model. In fact, a nonfeminist woman is not a woman at all, just as a noncommunist worker was not really a proletarian.”
One could go further: Willful obtuseness to social phenomena is crucial in constructing the symbolic persons at the heart of these progressive dramas, because the point of the dramas is for the progressive to act out his own virtue as one who embraces the symbol. Progressive purity, based on abstraction from social reality, sometimes has to be guarded by policing the speech of real individuals who are putatively the objects of the progressive’s enthusiasm, or the speech of those who are in more intimate contact with these individuals and threaten to complicate the picture—for example, the speech of the social worker who frankly describes the confusion and unhappiness that mark the lives of transgender people. The great march forward requires the erasure of “gender binaries,” and that is all one needs to know.
Legutko’s book will appeal to people who can point to no overt political oppression, but who feel that the standards of acceptable discourse increasingly require them to lie, and to accept the humiliation of doing so. Like other dissident writers from the Soviet sphere, Legutko provides a historical parallel to our own time that helps us parse that feeling and discern its logic.

Matthew B. Crawford is a senior fellow at the Institute for Advanced Studies in Culture and the author, most recently, of The World Beyond Your Head: On Becoming an Individual in an Age of Distraction

27.8.17

ΚΑΝΑΔΑΣ. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΦΥΛΟΥ "Χ" ΣΕ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ

Δυνατότητα επιλογής φύλου «Χ» σε ταυτότητες και διαβατήρια του ΚαναδάΤΙΚΕΤΕΣ:
Στις ταυτότητες των προσώπων που δεν αυτοκαθορίζονται ως γυναίκες ή άνδρες θα μπορεί πλέον να υπάρχει απλώς ένα «Χ» στη θέση του φύλου, ανακοίνωσε η κυβέρνηση του Καναδά.
Σε πρώτο στάδιο θα μπορεί να προστεθεί στα επίσημα έγγραφα των «προσώπων που δεν αυτοκαθορίζονται ως γυναίκες (F) ή άνδρες (M)» το γράμμα «Χ, δηλαδή μη συγκεκριμένο φύλο», εξήγησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Με αυτό τον τρόπο θα διευκολυνθούν οι πολίτες να εκδίδουν διαβατήρια, ταξιδιωτικά έγγραφα ή έγγραφα μετανάστευσης «που θα αντιστοιχούν καλύτερα στη σεξουαλική τους ταυτότητα», διευκρινίζεται στην ανακοίνωση.
Το προσωρινό μέτρο θα τεθεί σε ισχύ την 31η Αυγούστου και θα εφαρμόζεται μέχρις ότου η κυβέρνηση μπορέσει «να τυπώσει έγγραφα με τον προσδιορισμό Χ».
«Υιοθετώντας τον προσδιορισμό “X” για το φύλο στα κυβερνητικά έγγραφα λαμβάνουμε ένα σημαντικό μέτρο υπέρ της ισότητας όλων των Καναδών, ανεξαρτήτως της ταυτότητας ή της σεξουαλικής τους έκφρασης», τόνισε ο Άχμεντ Χούσεν υπουργός Μετανάστευσης, Προσφύγων και Υπηκοότητας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ (25/8/2017)        

25.8.17

12 ΧΡΟΝΙΑ "ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ"

 

ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ
(25/8/2005 - 25/8/2017)
9145 αναρτήσεις


Η πρώτη ανάρτηση
https://gaynewsingreek.blogspot.gr/2005/08/blog-post.html
Η πιο πολυδιαβασμένη ανάρτηση 
http://gaynewsingreek.blogspot.gr/2007/05/blog-post_24.html
Η πιο πολυσχολιασμένη ανάρτηση
http://gaynewsingreek.blogspot.gr/2009/05/blog-post_7565.html



24.8.17

ΡΟΥΠΕΡΤ ΕΒΕΡΕΤ: ΕΙΜΑΙ ΓΚΕΪ ΚΑΙ, ΝΑΙ, ΗΤΑΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ ΜΟΥ Ο ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΜΟΥ

Ρούπερτ Εβερετ: «Είμαι γκέι και ήταν πρόβλημα ο σεξουαλικός προσανατολισμός μου»
eretikos.gr, 23/8/2017
O διάσημος ηθοποιός και πρωταγωνιστής του Χόλιγουντ ,Ρούπερτ Έβερετ, μετά από 30 χρόνια καριέρας, μίλησε ανοιχτά για τα προβλήματα, που του δημιούργησε ο σεξουαλικός προσανατολισμός του. Τονίζοντας ότι τα στούντιο του Χόλιγουντ, ήθελαν να χρησιμοποιήσουν την ομοφυλοφιλία του προς όφελός τους.
Ενώ γύριζε την ταινία «The Next Best Thing» με συμπρωταγωνίστρια την Μαντόνα, ο 58χρονος ηθοποιός Ρούπερτ Έβερετ πιστεύει ότι το στούντιο παραγωγής εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ήταν ομοφυλόφιλος.
Αν και ο Έβερετ δεν κατονομάζει το στούντιο, η ταινία γυρίστηκε, όπως αναφέρει το περιοδικό Page Six, από την Lakeshore Entertainment και η διανομή της έγινε από την Paramount Pictures.
«Το στούντιο που την γύρισε ήθελε να επωφεληθεί στο μέγιστο από μένα χρησιμοποιώντας την ομοφυλοφιλία μου. Υπήρχαν αφίσες μου στην λεωφόρο Sunset, για τα 20 εκατ. ομοφυλόφιλων της Αμερικής και ήθελαν να τους προσεγγίσουν», δήλωσε ο Έβερετ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα The Guardian.
«Είχαμε ένα μακρύ Σαββατοκύριακο στο Μαϊάμι και ζήτησαν από όλα αυτά τα μικρά γκέι περιοδικά, που βάζουν διαφημίσεις στο οπισθόφυλλό τους, να φτάσω σε αυτό το αόριστο κοινό των 20 εκατομμυρίων, πράγμα που θα με έκανε, παρεμπιπτόντως, αν τα κατάφερνα, ένα τεράστιο αστέρι», είπε.
Στην ταινία η Μαντόνα ήταν μία γυναίκα που έμεινε έγκυος από τον καλύτερό της φίλο, που ήταν ο Έβερετ, και συμφώνησαν να μεγαλώσουν μαζί το παιδί. Η ταινία πήρε κακές κριτικές και τελικά περισσότερο έβλαψε την καριέρα του 58χρονου ηθοποιού παρά την βοήθησε.
«Ο θάνατος της καριέρας μοιάζει μάλλον με τον πραγματικό θάνατο, οπότε σου δίνεται η ευκαιρία να δεις πώς αισθάνεσαι στον θάνατο», δήλωσε και πρόσθεσε: «Τη μια στιγμή φροντίζεις τα πάντα γύρω από την καριέρα σου και όλα πηγαίνουν ρολόι και το επόμενο λεπτό, ενώ εξακολουθείς να φροντίζεις τα πράγματα είναι σαν να είσαι στο ‘Φάντασμα του Κάντερβιλ’, όλοι περπατούν κατά πάνω σου και περνούν από μέσα σου γιατί έχεις πεθάνει και δεν το έχεις καταλάβει».


"ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ" - 1α

You Can't Say That!
Has liberalism taken a Soviet turn?
Matthew B. Crawford ( weeklystandard.com, 21/8/2017)
It was in the mid-1980s that I first heard the term “politically correct,” from an older housemate in Berkeley. She had a couple glasses of wine in her and was on a roll, venturing some opinions that were outré by the local standards. I thought the term witty and took it for her own coinage, but in retrospect she probably picked it up from one of the magazines that she would leave on the kitchen table: Commentary, or maybe the New Criterion. The Cold War was in full bloom at the time, and it was clear to all in Berkeley which side deserved to win. She was on the other side. I was in my late teens; her treasonous perfidy was exciting.
Through the ’80s, ’90s, and into the new millennium, the phrase “politically correct” would crop up here and there. Among people who were credited as being sophisticated, use of the term would be met with a certain exasperation: It was needling and stale. The phrase had been picked up by the likes of College Republicans and Fox News, and if you had an ear for intellectual class distinctions you avoided it.
Originally a witticism, the term suggested there was something Soviet-like in the policing of liberal opinion. When it first came into wide circulation, was it anything but humorous hyperbole? Is that still the case today?
A sociologist might point to a decline in social trust over the past few decades—they have ways of measuring this—and speculate about its bearing on political speech. One wonders: Who am I talking to? How will my utterances be received? What sort of allegiances are in play here? In the absence of trust, it becomes necessary to send explicit signals. We become fastidious in speech and observe gestures of affirmation and condemnation that would be unnecessary among friends.
The more insecure one’s position (for example, as a middle manager who senses his disposability, or a graduate student who hopes for admittance to the academic guild), the more important it is to signal virtue and castigate the usual villains. In some settings these performative imperatives lead us to mimic the ideologue. But from the outside, mimicry may be indistinguishable from the real thing. This uncertainty heightens the atmosphere of mistrust, as in the Soviet world where one could never be sure who might be an informer. Such informers need not be ideologues themselves, just opportunists.
Ryszard Legutko is a professor of philosophy in Krakow who has held various ministerial positions in the post-Communist, liberal-democratic governments of Poland and is currently a member of the European parliament. Under communism, he was a dissident and an editor of the Solidarity movement’s samizdat. He is thus well positioned to make comparisons between two regimes that are conventionally taken to be at polar ends of the axis of freedom. In his book The Demon in Democracy—published last year, with a paperback edition scheduled for next year—Legutko’s thesis is that the important differences between communism and liberal democracy obscure affinities that go deeper than any recent sociological developments. He finds both tyrannical in their central tendencies and inner logic. Legutko’s tone is darkly aggrieved, and he sometimes overstates his case. But his biography compels us to consider seriously the parallels with communism that he asserts, for as a former dissident under a brutal regime he knows what real oppression looks like. He is no intellectual crybaby or talk-radio crank.
Many of Legutko’s observations and arguments can be applied to the United States, even though he is more focused on EU-style liberal democracy:
Even a preliminary contact with the EU institutions allows one to feel a stifling atmosphere typical of a political monopoly, to see the destruction of language turning into a new form of Newspeak, to observe the creation of a surreality, mostly ideological, that obfuscates the real world, to witness an uncompromising hostility against all dissidents, and to perceive many other things only too familiar to anyone who remembers the world governed by the Communist Party.
The parallels Legutko finds between liberal democracy and communism become plausible once you grant that in Europe the term “liberal democracy” has come to name a disposition and political system that is neither liberal nor democratic. In theory, liberal democracy is supposed to be a merely formal or neutral arrangement to guarantee rule by consent—the consent of a majority with important constitutional limits and guarantees of minority rights. Thus conceived, it is to be agnostic about human ends and ideals, pluralistic in its sympathies, and tolerant of dissent. Such political ideals would nourish a diversity of human experience and many “experiments in living,” John Stuart Mill hoped.

"ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ" - 1

More than 800 children in England – some as young as ten – are being given controversial drugs to help them change gender.
The NHS treatment, which halts the onset of adulthood, is aimed at young people who believe they are trapped in the wrong body.
Powerful monthly hormone injections stop the development of sex organs, breasts and body hair, making it easier for doctors to carry out sex-swap surgery later.
Until now it was thought that just a handful of children and teenagers were receiving the injections, known as ‘puberty-blockers’.
But The Mail on Sunday can reveal that more than 600 young people are undergoing treatment at the Gender Identity Development Service clinic at University College Hospital in London, and a further 200 at a clinic in Leeds. The MoS has been told that 230 of those 800 are under the age of 14.
The huge growth in the number of youngsters being prescribed the drugs came after the NHS scrapped the age limit in 2014, which was previously 16.
Now doctors can give the injections to children from the very early stages of puberty – meaning that in some cases, ten-year-olds are receiving them.
The MoS revelation comes a week after the Government announced plans to allow adults to legally change their sex without a medical diagnosis. In future, individuals who want to change gender are expected to simply make a statutory declaration that they intend to live in the sex they have transitioned to until death.
Last night Mary Douglas, a spokeswoman for Grassroots Conservatives campaign group, said: ‘Adolescence is the age when you’re in a turmoil because you’re trying to work out who you are and gender is a big part of that.
 ‘So to introduce such powerful medication into that is unwise.
‘This drastic notion that we should change our gender should be a last resort. Caution needs to be the watchword for everyone engaged in this, including doctors.’
Stephanie Davies-Arai, of Transgender Trend, a parent group concerned about the rise of children identifying as the opposite sex, added: ‘These kids are not old enough to make life-changing decisions that will affect them for the rest of their lives. It’s unethical to pursue this line of treatment with children who cannot possibly understand what they’re doing.’
Professor Gary Butler, the lead clinician for the gender identity service in London and Leeds, revealed how many youngsters are now taking puberty-blockers. He defended the use of the drugs and said critics did not appreciate the distress puberty can cause transgender young people or how much ‘relief’ the blockers can give to these patients and their families.
However, other medical experts have questioned the safety of the treatment, warning that little is known about its long-term mental, psychological and physical effects.
Last month three top US doctors, Professors Paul Hruz, Paul McHugh and Lawrence Mayer, published a highly critical report on the use of puberty-blockers to treat gender dysphoria.
Writing in American academic journal The New Atlantis, they warned that the safety of this ‘experimental’ treatment was ‘unsupported by rigorous scientific evidence’.
They further argued that the use of such drugs may be driving children to ‘persist in identifying as transgender’. Research shows that the vast majority of under-16s who are troubled about their gender do not go on to take the drastic step of surgery. Meanwhile, the three professors point to another study from a Dutch clinic – where all the adolescents prescribed puberty blockers had gone ahead with gender-reassignment surgery – as evidence that the drugs can ‘solidify’ patients’ feelings they were born the wrong biological sex.+8
Concern has also been raised about the blockers’ long-term impact on bone health. But Prof Butler said the drugs have no ‘permanent effects’ on the reproductive system or the body as a whole.
‘When you stop the blocker, the puberty hormone process just starts up again within a couple of months. If you’ve gone through puberty already, you start where you left off,’ he said. ‘You don’t go back to the beginning again. If you haven’t gone through puberty, you would just complete the full puberty development process.
‘You would go through it at the same rate as you would if you hadn’t taken the blockers, but the timing will just have been delayed.’
He also insisted that the drugs were safe because they had already been used for decades to treat other conditions such as fertility problems in women and prostate cancer.
Addressing fears about the effects the drugs can have on bone development, Prof Butler said there was no need to ‘worry unduly’. ‘Our preliminary analysis suggests that the blocker just halts bone-calcium increases – it doesn’t weaken the bones directly,’ he added.
Prof Butler said his gender identity clinic now ‘routinely’ prescribes puberty-blockers to children diagnosed with ‘life-long’ gender dysphoria – the belief that a person is inhabiting the wrong sex.
‘When the team feels the young person is genuinely transgender they welcome [the use of] puberty-blocking drugs right from the early stages,’ he said.
His clinic has treated more than 600 under-18s with the blockers and Leeds Gender Identity Service has prescribed them to a further 200, he said. Of these, he said ‘about 230’ were 14 or under – with the youngest being ten. His disclosure comes three years after The Mail on Sunday revealed how NHS doctors were set to give the puberty blockers to nine-year-olds – causing outcry from critics who accused them of ‘playing God’ with children’s lives.
Explaining the process, Prof Butler said his patients were first ‘carefully’ psychologically assessed by experts at the NHS’s nearby Tavistock Clinic. ‘We then do medical assessments to see if the young person has started puberty and how far they are into puberty,’ Prof Butler said.
If suitable, both physically and psychologically, they then advise GPs to prescribe the blockers.
He added: ‘We’re lucky in the UK that people don’t miss out – they will get this treatment.’ 
Advocates of puberty-blockers argue that it represents a prudent and ‘fully reversible’ way to give young people with gender dysphoria and their families time to sort out the difficult issues surrounding gender identity.
Puberty-suppression as an intervention for gender dysphoria has been accepted so rapidly by much of the medical community, apparently without scientific scrutiny, that there is reason to be concerned about the welfare of children who are receiving it.
There remains little evidence that puberty-suppression is reversible, safe, or effective for treating gender dysphoria.
Psychologists do not understand what causes gender dysphoria in children and adolescents.
They also cannot distinguish reliably between children who will only temporarily express feelings of being the opposite sex from children whose gender dysphoria will be more persistent.
We frequently hear from neuroscientists that the adolescent brain is too immature to make reliably rational decisions. 
But we are supposed to expect emotionally troubled adolescents to make decisions about their gender identities and about serious medical treatments at the age of 12 or younger.
For patients and doctors who are committed to the view that the young person’s gender dysphoria represents a persistent and real problem that can best be solved by transitioning the patient to living as the opposite sex, puberty-suppression can seem like a desirable approach.
But most children who identify as the opposite sex will eventually come to identify as their biological sex. 
Until much more is known about gender dysphoria, and until controlled clinical trials of puberty-suppression are carried out, this intervention should be considered experimental.
Regardless of the good intentions of the physicians and parents, to expose young people to such treatments is to endanger them.  (dailymail.co.uk, 24/8/2017)

22.8.17

4 ΜΕΡΕΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ


On a seemingly ordinary night in Paris, Pierre takes one last look his lover Paul's sleeping body, then takes off into the early morning light. Where he's headed, neither of them know. Pierre's only guide is his Grindr app, which leads him on a series of encounters with an indelible cast of characters across the French countryside. Paul sets out after him, using his own phone to track Pierre's movements in a strange and wonderful game of Grindr cat-and-mouse. Jérôme Reybaud's assured feature debut is "an erotic road movie like no other" and an "ode to cruising writ large". It's a tale imbued with sensuality, humor and surprising tenderness. Sumptuously shot by Sabine Lancelin (Rohmer's Boyfriends and Girlfriends, Oliveira's The Strange Case of Angelica) and featuring a supporting a cast of familiar faces from French cinema, 4 Days in France offers a sophisticated take on gay romance in the 21st century.

ΡΟΛΟΙ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ 1950-1974

Ρόλοι και κώδικες στον ελληνικό κινηματογράφο 1950-1974
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ για ποιον λόγο σε ολον τον ελληνικο κινηματογράφο από το 1950 μέχρι και σήμερα το πρότυπο του gay όπως παρουσιάζεται είναι του αστείου, του γκαφατζή, του χωρίς οικογένεια και της καρικατούρας γενικότερα;
Σε αυτο το εκπληκτικό βιβλιο που ουσιαστικά είναι η διδακτορική διατριβή του συγγραφέα στο Πάντειο πανεπιστήμιο, μελετάται ο τρόπος που αναπαριστάνονταν ο ομοφυλόφιλος στις φαρσοκωμωδίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου (1950-1974) με βασικό σκοπό να ερευνηθεί εάν υπήρχαν στις αναπαραστάσεις αυτές προκαταλήψεις, ρατσιστικές πεποιθήσεις, στερεότυπες απεικονίσεις και πως οι αναπαραστάσεις αυτές συνδέονταν με την κοινωνική πραγματικότητα.
Από την έρευνα προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Σχετικά με το επάγγελμα σε όλες τις ταινίες οι ομοφυλόφιλοι κάνουν συγκεκριμένα επαγγέλματα, όπως κομμωτής, διευθυντής καλλιτεχνικού γραφείου, σκηνοθέτης, χορογράφος κ.α.
Ο καλλιτεχνικός χώρος αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για αυτούς. Αυτό ισχύει τόσο για την κινηματογραφική όσο και για την κοινωνική πραγματικότητα.
2.Προβάλλονται σχεδόν όλοι με την ιδία εμφάνιση, ενδυματολογικά έχουν στοιχειά και αξεσουάρ που υποδεικνύουν την ομοφυλοφιλία. Η ομιλία, οι κινήσεις αλλά και το λεξιλόγιο τονίζουν την εικόνα της θηλυπρέπειας. Η θηλυπρέπεια είναι το κυρίαρχο που επικρατεί σε όλο το δείγμα, σε αντίθεση με την κοινωνική πραγματικότητα που υπάρχουν θηλυπρεπείς αλλά και αρρενωποί ομοφυλόφιλοι.
3.Αναφορικά με την αλληλεπίδραση ομοφυλόφιλων ετερόφυλων, υπάρχει αποδοχή, προς τους ομοφυλόφιλους αλλά παράλληλα και μη αποδοχή. Τα ίδια ισχύουν και για την κινηματογραφική πραγματικότητα. Ερωτισμός και ερωτικά υπονοούμενα εντοπίζονται τόσο στην κινηματογραφική όσο και στην κοινωνική πραγματικότητα εκ μέρους των ομοφυλόφιλων αλλά και των ετερόφυλων προς αυτούς.
4.Η παρενδυσία επικρατεί στις παλιές ελληνικές κωμωδίες σε πολλές μορφές, είτε ως απλή μεταμφίεση, είτε επιτελώντας το φύλο.
Εν κατακλείδι, οι φαρσοκωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου. με σκοπό να προκαλέσουν το γέλιο και να γίνουν αποδεκτές από το ευρύ κοινό μετέφεραν στην οθόνη με υπερβολή την εικόνα του ομοφυλόφιλου που υπήρχε στην κοινωνία, επιδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο αναπαραγωγή στερεότυπων, κοινωνικό στίγμα, προκατάληψη και ρατσιστικές συμπεριφορές.

21.8.17

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΣΘΟΝΙΑ


NSFW. A CHAIRMAN’S TALE
Estonian pavillion at the 56th Venice Biennale
9 May – 22 November 2015
Museum of Occupations, Tallinn
15 April – 9 October 2016
The exhibition “Not Suitable For Work. A Chairman’s Tale” researches gay history in Estonia during the Soviet era. Depicted as a fragmented fictitious opera, the exhibition is a multimedia installation with videos and found objects displayed along-side archival materials.
The so-called “Chairman” was a kolkhoz chairman, a war veteran, and a family man, who lived in Soviet-era Estonia. In mid-1960s, the Chairman was expelled from the Communist Party due to his implication in a court case dealing with homosexual acts. Two years later, after a degrading process of investigation, he was sentenced to one-and-a-half years of hard labor. Following the loss of his social status, as well as his dignity, family, and job, the Chairman moved towns. As an ex-convict, he was only offered low-status jobs. However, the Chairman found recognition elsewhere, becoming notorious in the local gay community for his outrageous behaviour. In 1990, just a year before Estonia regained independence and homosexuality was decriminalized, the Chairman was murdered, allegedly by a soldier who also worked as a male prostitute.
Videos featured at the exhibition were made in collaboration with film-maker Marko Raat based on Chairman’s criminal file and the rumors that still surround him.
Curated by Eugenio Viola

**********

«Υπάρχει ένας όρος για όσους λένε ότι ‘και οι δύο πλευρές είναι κακές’, όταν η μια πλευρά είναι οι ναζί. Αποκαλούνται φιλοναζί». Αυτό «γράφτηκε για τον Τραμπ και το #Charlottesville, αλλά ταιριάζει απόλυτα και στους Εσθονούς και στο Συνέδριό τους».

Το παραπάνω ήταν η τοποθέτηση της ΓΓ Ανθρώπινων Δικαιωμάτων κ. Μαρίας Γιαννακάκη, μετά την άρνηση του υπουργού Δικαιοσύνης κ. Σταύρου Κοντονή να πάρει η Ελλάδα μέρος στο διεθνές συνέδριο που διοργανώνει η εσθονική προεδρία της ΕΕ για  τα εγκλήματα στα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Η ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΕΘΝΙΚΗ ΕΥΤΥΧΙΑ


"Η ακαθάριστη εθνική ευτυχία"
Ο Πολ, ο Ροντόλφ, ο Μπενουά και ο Τανγκί είναι δεν είναι δεκαοχτώ χρονών. Σε αυτή την ηλικία, κάθε προσδοκία είναι επιτρεπτή. Ο Μπενουά, παιδί αγροτικής οικογένειας, ονειρεύεται να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Ο Ροντόλφ, γιος κομμουνιστή εργάτη, πολιτικοποιημένος και άριστος μαθητής, φιλοδοξεί να ακολουθήσει μια λαμπρή καριέρα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο Πολ, μέτριος μαθητής, γόνος αστικής οικογένειας, θέλει να μπορεί να ζει με την ομοφυλοφιλία του και να γίνει ηθοποιός στο Παρίσι. Και ο Τανγκί, η μητέρα του οποίου διευθύνει μόνη μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, θέλει να πετύχει στον κόσμο των επιχειρήσεων, να ανέβει κοινωνικά.
Τριάντα ένα χρόνια αργότερα, τι έχει απομείνει από τα όνειρά τους;
Η "Ακαθάριστη εθνική ευτυχία" αποτελεί, μέσα από τα διασταυρούμενα πεπρωμένα τεσσάρων παιδικών φίλων, μια κοινωνική, πολιτική και συναισθηματική τοιχογραφία της Γαλλίας των τελευταίων τριών δεκαετιών. 
Μυθιστόρημα μύησης, χρονικό γενεών: ο Francois Roux κερδίζει το στοίχημα της ανάμειξης του ιδιωτικού στοιχείου με την επικαιρότητα μιας εποχής, το κλίμα της οποίας ανασυνθέτει με εντυπωσιακή οξυδέρκεια και ακρίβεια.
Το βιβλίο συμπεριλήφθηκε στις βραχείες λίστες πολλών λογοτεχνικών βραβείων, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Γάλλων Βιβλιοπωλών 2015, το Prix de Flore 2014 και το Prix Georges Brassens 2014.

20.8.17

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ


Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ήταν 38 χρονών, ο Χουάν Ραμίρεθ ντε Λούκας 19, τυπικά ανήλικος ακόμη.
Ερωτευμένοι και γεμάτοι ενέργεια σχεδίαζαν να ταξιδέψουν στο Μεξικό. 
Η δολοφονία του ποιητή το  καλοκαίρι του 1936 καταστρέφει τα όνειρά τους.

76 χρόνια μετά, το 2012, έρχεται στο φως η τελευταία ερωτική επιστολή του Φεντερίκο προς τον Χουάν:
"[...] Σε σκέφτομαι διαρκώς και αυτό το ξέρεις χωρίς να χρειάζεται να σου το πω εγώ, αλλά σιωπηλά ανάμεσα στις γραμμές εσύ πρέπει να διαβάσεις όλη εκείνη την τρυφερότητα που έχω στην καρδιά μου για σένα [...]"


19.8.17

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΜΠΟΛΟΝΙΑ


Simone and Fabio
From the photographer: Rock’n’Roll Weddings


17.8.17

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟΝ ΒΩΜΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ

Η επιστήμη στον βωμό των συμβολισμών 
Ρωμανός Γεροδήμος (amagi.gr, 8/8/2017)

[…] για πρώτη φορά στην καριέρα μου, ανησυχώ πραγματικά για τις επιπτώσεις έκφρασης ερωτημάτων και θέσεων· για τον περιορισμό θεμελιωδών ελευθεριών όλων μας· και για το σχεδόν απαγορευτικό κόστος της εκάστοτε παρέμβασης. Αυτό που βιώνουμε τώρα —ειδικά στις ΗΠΑ αλλά και αλλού— σε σχέση με τις ταυτότητες (έμφυλες, εθνοτικές και άλλες) και τον τρόπο εφαρμογής πολιτικών ισότητας και πολυπολιτισμικότητας (equality and diversity) είναι η σημαντικότερη και πιο επικίνδυνη επίθεση στην ελευθερία του λόγου, τον διαφωτισμό και την ανεξαρτησία και σημασία της επιστήμης εδώ και πολλές δεκαετίες.
Έχοντας ως καλοπροαίρετη αφετηρία την αντιμετώπιση χρόνιων και αδιαμφισβήτητων ανισοτήτων, διακρίσεων και αποκλεισμών, η ηγεμονική ιδεολογία που κυριαρχεί πλέον σε πανεπιστήμια, μεγάλες εταιρίες και πολλά ΜΜΕ επιβάλλει μία συγκεκριμένη ανάγνωση της πραγματικότητας, δείχνει μηδενική ανεκτικότητα σε διαφορετικές απόψεις ή απλές ερωτήσεις, στιγματίζει και καταστρέφει σαν οδοστρωτήρας την προσωπικότητα όσων (καλή τη πίστει) προσπαθούν απλώς να εμπλακούν σε διάλογο, και πλέον απορρίπτει ευθέως την ίδια την επιστήμη (π.χ., βιολογία, εξελικτική ψυχολογία κλπ.), αρνούμενη όχι μόνο την ύπαρξη φυσιολογικών διαφορών ανάμεσα στα δύο βιολογικά φύλα (πέραν των αναπαραγωγικών οργάνων) αλλά και την ίδια την ύπαρξη των δύο βιολογικών φύλων, συχνά ούτε καν ως σημεία αναφοράς ενός συνεχούς.
Ο σκεπτικισμός για τον πληθωρισμό ταυτοτήτων (ΛΟΑΤΚΙ κλπ., ο οποίος ανάγει θεμελιώδη γενετήσια χαρακτηριστικά όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός σε περιστασιακή μόδα του λαϊφστάιλ), ερωτήματα για το οξύμωρο της χρήσης του δίπολου άντρας/γυναίκα από αυτούς που αρνούνται την ύπαρξή του, παρατηρήσεις σχετικά με τις διαφωνίες και την αδυναμία συνεκτικής κωδικοποίησης εννοιών και καταστάσεων, και κριτική για αστεία μέτρα πολιτικής ορθότητας, όπως η απαγόρευση της προσφώνησης «κυρίες και κύριοι» στο μετρό του Λονδίνου (επειδή η χρήση του δίπολου «πληγώνει» όσους δεν έχουν ή δεν θέλουν να έχουν ξεκάθαρη αντίληψη για την προσωπική τους ταυτότητα φύλου), αντιμετωπίζονται αυτομάτως ως τρανσφοβία και ομοφοβία, ασχέτως τού εάν προέρχονται από ανθρώπους που έχουν αφιερώσει τη ζωή και την καριέρα τους στο να προωθούν την ισότητα και την εκπροσώπηση των μειονοτήτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόλυση και το διαδικτυακό λιντσάρισμα του James Damore —(τέως, πλέον) υπαλλήλου της Google— ο οποίος έγραψε ένα αναλυτικό, αρκετά ισορροπημένο, στοιχειοθετημένο εσωτερικό σημείωμα σχετικά με τις βιολογικές διαφορές αντρικού και γυναικείου εγκεφάλου και το πώς αυτές μπορεί —συγκεντρωμένες σε συλλογικό, όχι ατομικό,επίπεδο εκατομμυρίων ανθρώπων— να εξηγούν διαφορές σε ορισμένες δεξιότητες και στον επαγγελματικό προσανατολισμό, σημειώνοντας πάντα ότι τέτοιες διαφορές δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογούν αποκλεισμό ή διακρίσεις ομάδων ή ατόμων που διαθέτουν τα προσόντα. Ο Damore δεν αρνήθηκε την ύπαρξη απαράδεκτων πρακτικών αποκλεισμού και διάκρισης κατά των γυναικών — και μάλιστα προτείνει μία σειρά από μέτρα για να αντιμετωπιστούν. Ωστόσο, σημειώνει ότι κάποιες πολιτικές θετικής διάκρισης (positive discrimination, affirmative action) που έχουν στόχο την ενίσχυση και ποσοτική εκπροσώπηση γυναικών και μειονοτήτων αφενός μεν πολλές φορές ενέχουν εσωτερικές αντιφάσεις, αφετέρου δε μπορεί να οδηγήσουν σε μη επιθυμητά αποτελέσματα.
Με την ουσία των επιχειρημάτων του Damore (την οποία υπερασπίζονται κορυφαίοι επιστήμονες) μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς. Αυτό όμως που έχει ενδιαφέρον είναι η ακαριαία και ισοπεδωτική αντίδραση ενός όχλου υποτίθεται σκεπτόμενων, φιλελεύθερων, προοδευτικών, αριστερών ανθρώπων — μία διαδικτυακή «σταύρωση» που έσπρωξε την Google στην άμεση απόλυσή του. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι το βασικό επιχείρημα του Damore ήταν η ύπαρξη «ιδεολογικής μονοκουλτούρας» μέσα στην εταιρία, με κίνδυνο απομάκρυνσης από βασικές αρχές του ορθολογισμού, της πραγματικότητας και της επιβίωσης σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Στον ακαδημαϊκό χώρο αρχίζουν να εμφανίζονται με σχετική ταχύτητα αντίστοιχα παραδείγματα — με πιο ακραίο την ανατριχιαστική εκστρατεία διαπόμπευσης και απομάκρυνσης του καταξιωμένου ζεύγους καθηγητών του Yale, Νικόλα και Έρικας Χριστάκη, από έναν εξοργισμένο όχλο (προνομιούχων) φοιτητών. Όταν οι αρχές του Yale συνέστησαν στους φοιτητές να αποφύγουν μεταμφίεση (για το Halloween) η οποία θα βασίζεται σε «πολιτισμική άγνοια ή επιλογή που δεν δείχνει ευαισθησία» (εννοώντας προφανώς στολές όπως π.χ. των Ινδιάνων), το «παράπτωμα» της κ. Χριστάκη ήταν ότι, αναγνωρίζοντας τα προβλήματα πολιτισμικών αναπαραστάσεων και την ανάγκη να αποφευχθεί ο ηθικός τραυματισμός ή η προσβολή φοιτητών, σημείωσε ότι το πανεπιστήμιο θα έπρεπε να εμπιστεύεται περισσότερο τους νέους και να τους δίνει τον χώρο και τον χρόνο να αναπτύξουν μόνοι τους αυτές τις ευαισθησίες, αντί να τους τις επιβάλλει. Αυτή ήταν η πράξη που οδήγησε πλήθη εξοργισμένων νέων να διοργανώσουν διαμαρτυρίες και εκστρατεία απόλυσης του ζεύγους Χριστάκη, το οποίο συνέχιζε να υπερασπίζεται τους φοιτητές ακόμη και όταν εκείνοι οι ίδιοι τους προπηλάκιζαν και τους προσέβαλλαν με απαράδεκτη λεκτική βία.
Ο τραμπουκισμός και ο παραλογισμός (που πλήττουν ίσως ανεπανόρθωτα την αξία της πολιτικής ορθότητας ως αρχής σεβασμού του Άλλου) δεν εξαντλούνται σε περιπτώσεις προβεβλημένων παρεμβάσεων — όπως του Damore ή του ζεύγους Χριστάκη· δεν εξαντλούνται καν εναντίον της προσωπικότητας όσων, ακόμα και με την καλύτερη θέληση, ακόμα και έχοντας ως ιδεολογικό σημείο εκκίνησης το μετριοπαθές κέντρο, εμπλέκονται σε διάλογο με επιχειρήματα, θέτουν ερωτήματα, επισημαίνουν επιστημονικές μελέτες, ή θέλουν να ακούσουν· ο τραμπουκισμός αυτός επεκτείνεται σε όσους δεν καταδικάζουν φωναχτά και αυτομάτως οποιονδήποτε αμφισβητεί την ηγεμονική ιδεολογία του κοινωνικού κονστρακτιβισμού, του πολιτισμικού σχετικισμού και της αναθεώρησης ιστορικών και λογοτεχνικών κειμένων με σκοπό την αφαίρεση προσβλητικών φράσεων. Στην εποχή της ακραίας πόλωσης ανάμεσα στον παραλογισμό των ψευδών ειδήσεων της «εναλλακτικής δεξιάς» και της ολοκληρωτικής, αντιεπιστημονικής πολιτικής ορθότητας των «φιλελεύθερων και προοδευτικών», δεν φαίνεται να υπάρχει ενδιάμεσος χώρος. Είσαι μαζί μας ή εναντίον μας.
Ο David Brooks στο σημερινό εξαιρετικό του άρθρο στους New York Times σημειώνει:
Αντιμετωπίζουμε μία έγκυρη διάσταση. Ο Damore περιγράφει μία αλήθεια σε ένα επίπεδο· οι σκεπτόμενοι κριτικοί του περιγράφουν μία διαφορετική αλήθεια, που υπάρχει σε ένα άλλο επίπεδο. Εκείνος προτάσσει την επιστημονική έρευνα· εκείνοι προτάσσουν την ισότητα των φύλων. Χρειάζεται λεπτότητα για να εναρμονιστούν αυτές οι πτυχές, αλλά αυτό μπορεί να γίνει.
Αυτό που υπονοεί ο Brooks είναι εξαιρετικά κρίσιμο — και αναγνωρίζω τα χνάρια του σε πολλές συζητήσεις και διαδικτυακές αψιμαχίες με φίλους και «φίλους»: όσοι με πάθος υπερασπίζονται μία ακραία εφαρμογή πολιτικών ισότητας, διαφορετικότητας και προώθησης των μειονοτήτων χρησιμοποιούν επιχειρήματα και παραδείγματα που έχουν τη βάση τους σε προσωπικά βιώματα (στον «πόνο» τους ή των άλλων τριγύρω τους, στη δική τους υποκειμενική πραγματικότητα), σε μαρτυρίες, σε περιπτωσιολογικές μελέτες, στην ποιοτική μικροκλίμακα του ατόμου· αντιστοίχως όσοι —όπως ο Damore— ανησυχούν για τη βιωσιμότητα του συστήματος ή την εγκυρότητα των φαινομένων τείνουν να επικεντρώνονται στην επιστημονική έρευνα, σε τάσεις που είναι ορατές μόνο σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού, στην ποσοτική μακροκλίμακα του συνόλου.
Οι δύο αυτές οπτικές συχνά συγκρούονται, αλλά μία κατάσταση ισορροπίας (equilibrium) που σέβεται τόσο τον ορθολογισμό των επιστημονικών δεδομένων, όσο και το κοινωνικό αίτημα για ισότητα και σεβασμό της διαφορετικότητας δεν είναι αδύνατη (για την ακρίβεια, μάλλον είναι μονόδρομος). Ωστόσο καμία κατάσταση ισορροπίας δεν θα επέλθει χωρίς τη στοιχειώδη αποδοχή του δικαιώματος ύπαρξης της άλλης άποψης και χωρίς συστηματική τριβή επί των επιχειρημάτων, και όχι επί των προσωπικοτήτων των φορέων τους.