.
Αβέλω’ δίνω, παίρνω, κάνω, βάζω, βγάζω, επιθυμώ, έχω, θέλω’ ρήμα-κλειδί,που πάντα συσχετίζεται με τα συμφραζόμενα , και, που πιθανότατα έλκει την καταγωγή του από το κοινό ρήμα θέλω’ ταυτόσημο το βουέλω’ ανάλογο το ρεμπέτικο κουσουμάρω.
Κατές, αντωνυμία’ αυτός’ αγνώστου ετύμου’ θηλυκό και ουδέτερο άκλιτα(κατέ)
Αβέλω’ δίνω, παίρνω, κάνω, βάζω, βγάζω, επιθυμώ, έχω, θέλω’ ρήμα-κλειδί,που πάντα συσχετίζεται με τα συμφραζόμενα , και, που πιθανότατα έλκει την καταγωγή του από το κοινό ρήμα θέλω’ ταυτόσημο το βουέλω’ ανάλογο το ρεμπέτικο κουσουμάρω.
Κατές, αντωνυμία’ αυτός’ αγνώστου ετύμου’ θηλυκό και ουδέτερο άκλιτα(κατέ)
Κουλό, το' σκατό' ίσως από το γνωστό κουλές (τουρκικά kule=πύργος)' δεν αποκλείεται όμως η καταγωγή από το ιταλικό culo (=πάτος, πρωκτός)
Κουραβάλω' συνουσιάζομαι (ενεργητικώς)' το ρήμα στη μέση φωνή λαμβάνει παθητικήν σημασίαν' αγνώστου ετύμου.
Λατσός, επίθετο’ ωραίος, καλός’ μάλλον πρόκειται περί γύφτικης λέξεως.
Λούγκρα, η’ πολύ κακιά, μοχθηρή’ αγνώστου ετύμου’ ο λαός χρησιμοποιεί την λέξη.
Μπαρό, το’ αρρώστια’ αγνώστου ετύμου.
Μπενάβω’ ομιλώ’ ενεχομένως γύφτικής αρχής’ συνώνυμα: αβέλω, νάψες, λακιράρω, μπουάβω.
Λατσός, επίθετο’ ωραίος, καλός’ μάλλον πρόκειται περί γύφτικης λέξεως.
Λούγκρα, η’ πολύ κακιά, μοχθηρή’ αγνώστου ετύμου’ ο λαός χρησιμοποιεί την λέξη.
Μπαρό, το’ αρρώστια’ αγνώστου ετύμου.
Μπενάβω’ ομιλώ’ ενεχομένως γύφτικής αρχής’ συνώνυμα: αβέλω, νάψες, λακιράρω, μπουάβω.
Μπερντέ, τα' χρήματα' αγνώστου ετύμου' κατά μίαν εκδοχήν επειδή το παραδάκι, σαν μπερντές, σκεπάζει κάθε βρωμιά και κάθε ατιμία' συνώνυμα: βιολετέρα, ντουλο, οποία, τουλά.
Μπινελίκι, το' βρισιά, γλύκισμα' από το μάγκικο μπινελίκι, που έχει την ίδια διττη σημασία' εξάλλου από τους μάγκες είναι γνωστά το μπινές (=ομοφυλόφιλος) και το μπινεδιάζω (= επιθυμώ, ποθώ, επιδιώκω, ανυπομονώ για κάτι), αμφότερα καταγόμενα από το τουρκικό binmek (= καβαλικεύω)
Μπουλκουμέ, το’ εκσπερμάτωση, σπέρμα’ αγνώστου ετύμου’ ενίοτε λέγεται πουρκουμέ’ άλλα συνώνυμα: κουραβελτόζουμο, λαχανιαζόζουμο, σαρμελόζουμο, τεκνοκαλλιεργίστρα, τρεμόζουμο, φλόκι.Μπουτ, επίρρημα’ πολύ’ προτασσομένου του άρθρου τα η λέξη μας αποκτά επιτακτικήν σημασία’ αγνώστου ετύμου’ πάντως στην αγγλική butt σημαίνει άκρη, τέρμα’ και το τούρκικο buut θα πει απόσταση.
Μπουλκουμέ, το’ εκσπερμάτωση, σπέρμα’ αγνώστου ετύμου’ ενίοτε λέγεται πουρκουμέ’ άλλα συνώνυμα: κουραβελτόζουμο, λαχανιαζόζουμο, σαρμελόζουμο, τεκνοκαλλιεργίστρα, τρεμόζουμο, φλόκι.Μπουτ, επίρρημα’ πολύ’ προτασσομένου του άρθρου τα η λέξη μας αποκτά επιτακτικήν σημασία’ αγνώστου ετύμου’ πάντως στην αγγλική butt σημαίνει άκρη, τέρμα’ και το τούρκικο buut θα πει απόσταση.
Ντάνα, η' πόρνη' από το γνωστό πουτάνα, κατά το ντανιά < πουτανιά, λάρα < ψωλάρα κλτ.
Παλαμάρι, το' παλάμη, χούφτα' μάλλον από τα κοινά παλάμη > παλαμαριάζω,παρά από το γνωστό παλαμάρι (τουρκικά palamar)
Πιασμάν, το’ χάδι στα γεννητικά όργανα’ από το πιάσιμο < πιάνω της κοινής νεοελληνικής.
Πιασμάν, το’ χάδι στα γεννητικά όργανα’ από το πιάσιμο < πιάνω της κοινής νεοελληνικής.
Πούλη, η' πρωκτός' αγνώστου ετύμου, δίχως να αποκλείεται σχέση με το κοινό πουλί > πουλάκι (= αιδοίον)' συνώνυμο το τουρλολιγούρα.
Πουρός, επίθετο’ γέρος, ηλικιωμένος, παρήλιξ’ μάλλον από το γνωστό πουρί.
Πρεζαντέ, η’ πιάτσα, τόπος όπου συνήθως εμγανίζεσαι’ από το γαλλικό presenter(=παρουσιάζω)
Πρεσβεία, η' δημόσια ουρητήρια.
Πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας, η’ τα ουρητήρια της πλατείας Συντάγματος’ λέγονται έτσι λόγω του γειτονικού μεγάλου ξενοδοχείου. Σημειωτέον ότι, η εν λόγω πλατεία ονομάζεται στην καλιαρντή Γερμανόγκρεμα.
Πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών, η’ τα ουρητήρια της πλατείας Ομονοίας’ η πλατεία αυτή ονομάζεται στην καλιαρντή Κανουλού.
Ρούνα, η’ αστυνομικός’ αγνώστου ετύμου’
Σαρμέλα, η’ πέος’ αγνώστου ετύμου’ τουρκιστί serm σημαίνει αιδώς’ συνώνυμα: σαρμελιά, σεμελιά, σερμέλα, σερμελιά, σφαίρα, λάρα, μπάμια, φακιροπίπιζα, τουτού, φιστίκι.
Τα' το γνωστό άρθρο (πληθυντικός ουδετέρου)' χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό, και μάλιστα, κυρίως, όταν δεν αρμόζει συντακτικώς' παράδειγμα: ένα τεκνό τα μπουτ λατσό.
Τεκνό, το’ αγόρι, νεαρός, μικρό’ από το κοινό τέκνο’ πάντως η λέξη είναι παρμένη από το τέκνο που έχει ο κέθε γέροντας καλόγερος.
Τζάω’ φεύγω,ξεγλιστρώ, το σκάω, διώχνω, διαφεύγω’ από το θέμα τζα- ή τζαζ- των ρημάτων τζάζω, τζασάρω, τζασέρνω’ σχετικώτατα και τα: αβέλω κανικό, αβέλω σπασίμπες, αβέλω τζαστικό, βουέλω τζα.
Τζιβιτζιλού, η’ λεσβία’ συνώνυμα: σεμναδερφή, σιβιτζιλού, σιβίτζω, γκουνιότα, μαντάμ-γκου.
Τζουρό, το’ ούρο, ουρητήριο, αποχωρητήριο’ ίσως από το γαλλικό troiszeros (ήτοι: 000=W.C.), ή ονοματοποιία από τον ήχο τζουρρ!
Τζινάβω’ καταλαβαίνω, εννοώ, νιώθω, αισθάνομαι, πονηρεύομαι’ ρήμα-κλειδί της καλιαρντής’ μάλλον γύφτικης αρχής.
Τσόλι, το' θρασύς νεαρός, τσόγλανος' από το κοινό τσόλι (τουρκικά çul)
Τσουρνό, το' κλέψιμο' ειδικώτερον, κλοπή πορτοφολιού παιδεραστού, κατά τη διάρκεια της συνουσίας, από το φίλο του κίναιδου, που είναι κρυμένος κάτω από το κρεβάτι' αγνώστου ετύμου.
Χάλω' τρώω' αγνώστου ετύμου
.
Ηλίας Πετρόπουλος: Καλιαρντά (Νεφέλη, 1982)
.
Διαβάστε περισσότερα πιέζοντας εδώ:
8 σχόλια:
αβέλω = θέλω, δίνω, επιθυμώ.
αβέλω αχαλιά = κανω διαιτα
αβέλω κοντροσόλ = φιλω
αβέλω νάψες = ομιλω
αβέλω ροντοσόλ = φιλω
αβέλω τούφες = πλαγιαζω κοιμαμαι
αποκατέ = από εκεί
ατζινάβωτος = απονηρευτος
αχαλιά = δίαιτα
βιδομπλαντορούφα = κουνούπι
βουέλω τζα = φευγω διωχνω
γκουγκού = φάντασμα
γαργαρότεκνο = ναύτης
γουγούμης = σκυλος
δικέλω = βλέπω
θεοκάλιαντος = ασχημοτατος
θεόλατσος = ωραιοτατος
ιμάντες =εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντε
καγκελοκερικεντέ = αναπτηρας
κάδρο = ασχημη
καλιαρντός = ασχημος κακος
καλιάρντω = πολυ ασχημη
καπί = κουταλι
κέντα = φωτια
κοντροσολάρω = φιλω
κουελοσφαλάω = ξαπλωνω πλαγιαζω κοιμαμαι
λάγκα = νερο
λατσαβέλω = καλωσοριζω
λατσολίθαρο = διαμάντι
λατσός = ωραίος
λατσός = ωραιος καλος
λούγκρα = πολυ κακια
λυσσαγμάν = σκυλος
με-σικ = με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
μη μπενά = μη μιλας
μολ = νερο υγρο
μουσαντό = ψεμα
μούτζα = γυναίκα
μπαρό = αρρωστεια
μπαροτάτη = πολύ χοντρή
μπενάβω = ομιλω
μπενάβω ανθυγιεινά = κακολογώ
μπερντές = χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
μπισκότεκνο = χουντικός (βλεπε 'μπισκοτα Παπαδοπουλου' )
μπλάντι = αίμα
μπουάβω = ομιλω
νάκα = όχι, δεν
νισετέ = ρουχο ενδυμα
ντέζι = ποθος επιθυμια
ντίκος = να ιδου κοιτα
ντουπ = δαρμος ξυλοφορτωμα
πισέλω = ξαπλωνω πλαγιαζω κοιμαμαι
ρουνάδικο = αστυνομικο τμημα
σεβντοκατές = λαικος τραγουδιστής
σιδεροπυρού = αναπτηρας
Σολντά = στρατιώτης
σουκρο = ζαχαρη γλυκο
τανάκα = χωρις ανευ μη!
τζάζω = διωχνω φευγω πετω
τζάσε = φυγε
τζασλός = τρελλος παλαβος
τζάω = φευγω διωχνω διαφευγω
τζινάβω = καταλαβαινω πονηρευομαι
τζους = φυγε
τζουσ = χωρις ανευ
τζούσ-λέσι = πλυσιμο
τρόκι = αυτοκινητο
φιντέλης = σκυλος
χαλέματα = φαγητα
χαλώ = τρωω
χορχόρα = φωτια
Μπενάβουμε στα καλιαρντά
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά
Αβέλω κατόλια
που ντίκω τα τσόλια
να έχουνε βγει πρεσαντέ
Αβέλω και ντέζι
μια λούγκρα με παίζει
μα νάκα αβέλει μπερντέ
Αβέλω χαλχάλω
βουέλω να χάλω
κακνά της κακνής δικελτό
Αβέλω μπαλόμπα
και νάκα η μπόμπα
μονάχα τα μπουτ πιασμαντό
Αβέλω τζους λέσι
μια λάτσα μ' αρέσει
κι αρχίζω με σικ το παρόλ
Αβέλω μια μόλα
και γίνομαι γκόλα
και δίνω παντού κοντροσόλ
Βουέλεις-βουέλω
αβέλεις-αβέλω
αβέλουμε μπουτ μουσαντά
Τσινάβεις-τζινάβω
μπενάβεις-μπενάβω
μπενάβουμε στα καλιαρντά
Γιώργος Παυριανός
Kαλιαρντά
Διακοπές στο Τζιναβονήσι (*)
”…Ζινόντας τ’ απονίδονο λαβίνι
κι απονιβόντας εροµιδαλιό
σινέρωσα το δέρο του χαβίνι
κον’ άλικο δοµένικό λαρό!… “
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω µπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερµελιές, και όπως πάντα αβέλει κοντορελιά. Πρώτα δικέλω για τσαρδί to let κι ύστερα ν’ αβέλω λούνι, τέλος πουλοβιδώθηκα τζάκα λούτσια σ’ ένα χαλότσαρδο για να προχαλέψω κατιτίς. Παρήγγειλα φρίσο και κει που έχαλα, δικέλω ντικ µια γκουρουµωτή τσαρδόφατσα που τζουρντάρει και µε καρκαµπινιάζει. Τεκνό τα µπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι µπόλικη φωτογένεια. Σηκώνοµαι να πάω στα τζουρά και όπως περνώ, το αγλαρότεκνο µου τα ρίχνει:
«Μπενάβεις καλιαρντά, χρυσή µου;»
«Και τα τζινάβω και τα µπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;»
«Κρήτη ταραφουντάν κούκλα µου, και έχω µια σερµελιά που ’ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη».
Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωµένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη µου στενή κι η µέλα σου µεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…».
Κάθισα τζάκατα στο µουσαντοπαλικαρότεκνο. Μου ξοµολογήθηκε ότι δυο µέρες είχε που βγήκε από τη λεβεντόµαντρα.
«Ήµουνα ροκαί σαµέ, µπέναψε στα ποδανά, µεγαπή λουσµά δυο να µεσουπηχτή µια ζαπετρά κι έγινε κατσαµπού λοσγαµέ κι ήρθανε τα καρακόλια και τα ετοκά, και µας βουζεµάν µας µπουζουριαζάν και βουρ στην κηλαφή. Χρονάκια ρασσετέ γαφαέ…».
Είπα µε το νου µου: «Αχ, κάλιο ψωλή να οµιλεί παρά σαρµέλα µίλι…».
Εµάντες, το λοιπόν, πάµε για το χουστότσαρδο, το τεκνό όλο σολ και σορόπια.
«Μόλις φτάσουµε, θα στον χώσω µέχρι ριζάρχιδο», υποσχέθηκε στο δρόµο το µουσαντοπαλικαρότεκνο.
Καραντεζαρισµένοι πια φτάσαµε στο τσαρδί, αβέλω πισελοκάσελο, κοντροσολαριαζόµαστε, κωλοµπουλάρω και αβέλω πιλάρι για να κωλοτσιτώσει η πούλη µου και να κάνω το διπλό µπατιµάνι.
Αχ, αδερφές και παλικάρια γινήκαµε µαλλιά κουβάρια. Να οι µπράτες, να τα κουταλιάσµατα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήµατα, τα κουραβαλιάσµατα και τα σαρµελοχαµόγελα. Τα µπουτ πιασµαντέ όλο πάθος και αλληλοκαυλοσίχαµα και δώστου φλόκια και σαρµελοζούµια...
Κι ύστερα πια ντουµανιάσαµε στο σωληνάκι της χαράς µε νταµιρότριµα, δώστου κεροµούσαντα και χούσια, ακούσαµε τους σεβντοκατέδες, τζάκα κάποια στιγµή εγώ σολχαβουζιάστηκα. Ξύπνησα σφιλατσιασµένη σαν λουκανικόπιτα στο πισελοκάσελο και ο πλενοµπελές εξαφανιζόλ.
Ψάχτηκα και το τσόλι µε είχε τσουρνέψει κανονικά τσαι είχε τζάσει. Μου πήρε όλα µου τα τουλά, τα σκούρα, τα κοκκινολαιµάκια και τα τζαρόµπαλα, πάνε τα µπιρµπίλια και τα χαϊµαλιά, πάει και το µονολατσολίθαρο δαχτυλίδι της µάνας µου κι έµεινα η τζαζλή στον άσσο.
Φαρανιασµένη βγήκα στο µπαλκόνι και λάκραρα και γκροσοβότσιαζα: «Βοήθεια γκοντοαφιονισµένοι, βοήθεια αδελφάτο, και αν υπάρχει άφαντος, πισελοκουλουµπουριάστηκα η καηµόπουτσα!».
Με τα ξεφωνητά και τις τσιρίδες µου αριβάρανε οι γιούδες και οι ρούνες και µε αβέλανε στην καλιαρντόπρεσα. Γύρισα σεληνού στο τσαρδί. Κοπάνησα όλα τα µπαρόµπιλα για να συνεφέρω.
Άχου, τι ταραγµάν και τι ταραχόφαλτσο πήγα κι έφτιαξα η λοκαντιέρα. Με σκουντουλιάσανε και πήγα ντουγρού στον κατελάνο.
Κάθισα να δικέλω την κρυσταλοµπουρού, τίποτα, προσπάθησα να λερατζάρω, νάκα, χοροπηδάγανε τα λέτρα.
Αχ που να πέφτανε απάνω του όλα τα καψοµόλια, τον ταλιροκαταράστηκα!
Που δεν πιπίλαγα καλύτερα καπότες!
Ποτέ µου πριν δεν είχα αβέλει ντουλό σε τεκνό και τώρα αλλαξοτοπιασµένη, γεµάτη µουτζότζοφες και µπαρόσηµα, ν’ αβέλω διακόνα στον µπερντέ για το συρµοµπακά για να επιστρέψω στον τσαρδότοπο…
(*) Το γραφτό αυτό το οφείλω στον θαυµάσιο νεκρό Ηλία Πετρόπουλο και στα Καλιαρντά του. Το καλιαρντό κείµενο, για να κατανοηθεί, απαιτεί απόλυτη συµµετοχή του αναγνώστη, διαβάζεται απνευστί –έτσι όπως οµιλείται η καλιαρντή– και η ανάγνωσή του συνοδεύεται από τις προσήκουσες εύγλωττες χειρονοµίες, µορφασµούς, καµώµατα, ακκισµούς και µίµηση θηλυκών κινήσεων.
του Τέο Ρόµβου από την Γαλέρα
Καταπληκτικό! :-)
Anelw shmenei kai exw sexoualikh sxesh me kapion, Poly kalh dhmosieysh , Mravo
Πολύ, πολύ, μα πάρα πολύ ενδιαφέρον.
:-)
Κάναμε ένα λεξιλόγιο για να ξευτιλιζόμαστε μόνοι μας.
Ο στιχος του Λαπαθιώτη πιο πάνω, λανθασμένα δινει την εντυπωση οτι ειναι Καλιαρντά. Στην ουσια προκειται για ενα λετριστικό ποιημα που δεν εχει κανενα νοημα.
Δημοσίευση σχολίου