4.4.10

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ



Δευτέρα Ανάσταση

«Τι είναι πάλι αυτό που σαν παλιά στηθάγχη
σκάβει βαθιά στο στήθος στραγγαλίζοντας
φωνές ψιλές, ανάσες, ψιθυρίσματα
στο μαλακό απόβραδο. Τι είναι πάλι αυτό, με φέρνει
στον τρόμο όσο βλέπω που οδηγούνε
αυτοί που συνορεύουν με το θάνατο
ενόσω λιγοστεύουμε στη μνήμη, στην αγάπη
των άλλων που ταξίδεψαν...»
Έβρεχε όλο το μεσημέρι
κι έβλεπα κίτρινο νερό να πλένει το χαντάκι
προσμένοντας για τη δευτέρα ανάσταση
χωρίς τους ήλιους, τα βεγγαλικά, φως άχρωμο, ασπράδα τοίχου
μες στις βρεγμένες καστανιές που επέστρεφαν στη θάλασσα
ξέροντας πόσο δύσκολα το θαύμα ετοιμάζεται.
Ερxόταν
ήxος μετάλλου, σήμαντρου, ήxος νεκρός
σα σκηνικό παλιό που αλλάζει κι επανέρxεται
πιο ξεφτισμένο, ξέθωρο κάθε φορά — ίδια στηθάγxη
βάναυσα στραγγαλίζοντας
όσα έχω επίμονα, πεισματικά φυλάξει

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

(συλλ. Ο θάνατος του Μύρωνα)
Ο δύσκολος Θάνατος (Νεφέλη, 2007)