19.4.10

ΟΙ ΛΕΣΒΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ 2

.
Καθώς πλησιάζω τη σκεπαστή βεράντα που δίνει στον κήπο, με κτυπά καταπρόσωπο ένα κύμα αρωμα­τισμένο. Στέκομαι και κοιτάζω. Οι τέντες προς τον κήπο είναι κατεβασμένες. Η βεράντα βυθισμένη στην σκιά και μόνον κάτω από την τέντα μια λω­ρίδα γης ανάβει στον ήλιο εκτυφλωτική. Σκέπτομαι την Σαχάρα και το πορτοκαλί ύφασμα.
Κόσμος ελάχιστος εδώ μέσα. Μόνον τρία τέσσερα τραπεζάκια είναι πιασμένα. Σε μια γωνιά, ολίγο πα­ράμερα, διακρίνω την Λήδα. Κάθεται με το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω στον τοίχο, το πρόσωπο σχεδόν οριζόντιο. Σ’ αυτή την στάση, το δέρμα φαίνεται πα­ρά ποτέ κολλημένο στα οστά του προσώπου. Απέναντί της η Καίτη έχει τους αγκώνας επάνω στο τραπεζάκι που της χωρίζει και της μιλά ζωηρά. Παύει, την κοιτάζει και ξαναρχίζει. Κάθε τόσο η Λήδα κινεί το κε­φάλι αρνητικά.
Με παρετήρησε και μου γνέφει να πλησιάσω. Η Καίτη έστρεψε να δει. Διακρίνω στο πρόσωπό της έναν μορφασμό δυσαρεσκείας.
— Τι συμβαίνει; σκέπτομαι καθώς προχωρώ. Η αιχμάλωτος σπάνει τα δεσμά;
Η Λήδα μου έκανε θέση να καθίσω δίπλα της επάνω στο στενό καναπεδάκι.
— Θα έλθετε αύριο στην υποδοχή; με ρωτά με άτονη φωνή και με χείλη που μόλις κινούνται. Το δέρμα πάντα κολλημένο στα οστά.
Μια εντύπωσις μούμιας που ελκύει νοσηρά.
— Ποια υποδοχή;
— Προς τιμήν του Σαλχανατί.
Ποιος είναι πάλι αυτός ο Σημίτης! Εξακολουθεί σε τόνον ιεροτελεστίας
— Είναι απόστολος του Φθα Καραπουσί. Το τέλειον εν τη επιγείω ζωή δια των εναλλαγών μέχρι τε­λείας εξαντλήσεως της ηδονής.
Ο κυνισμός δεν της πηγαίνει άσχημα.
— Και είσθε οπαδός αυτού του δόγματος; την ρω­τώ με κωμική σοβαρότητα.
— Ανέκαθεν, πριν μάθω καν ότι υπάρχει τέτοιο δόγμα. Η Καίτη όμως δεν συμφωνεί μαζί μου. Αυτή είναι υπέρ της αιωνίας μονοτονίας.
Ό,τι γυμνό φαινόταν, τα χέρια της, το πρόσωπό της, ο λαιμός της, απέπνεαν την ηδυπάθεια, σαν ένα δέρμα που έχει απορροφήσει την οσμήν του περιβάλ­λοντος. Λέγουν πολλά γι’ αυτήν, αλλά δεν γνωρίζω τίποτε συγκεκριμένο από την ζωή της.
— Για την Καίτη, εξηκολούθησε η Λήδα, ένα κι ένα κάνουν δύο και τα ανόμοια δεν έλκονται.
Κοιτάζω τα βαμμένα χείλη της και προσπαθώ να φαντασθώ όλα τα μέρη του σώματος που έχουν εγγίσει.
Η Καίτη δεν λέγει λέξη. Κάθεται συγκεντρωμένη με μια έκφραση πόνου χυμένη στο πρόσωπό της. Αν πρόκειται να διαλέξω μεταξύ των δύο, ασφαλώς η συμπάθειά μου πηγαίνει προς το αγοροκόριτσο με το τραγικό προσωπείο. Τα μάτια της είναι υγρά γεμάτα παράπονο και ικεσία. Έτσι θα ήταν η Σαπφώ ένα βράδυ στην μοναξιά της ταράτσας ενώ δύει η Σελήνη και τρεμοσβήνει η Πούλια.
— Πρέπει να έλθετε χωρίς άλλο αύριο μου λέγει πάλι η Λήδα.
Διακρίνω μία σύσπαση στα χαρακτηριστικά της Καίτης. Ω, δεν έχει λόγο να φοβάται από μένα. Δόξα σοι ο Θεός δεν επεθύμησα ακόμη την γυναίκα του πλη­σίον μου.

Κοσμάς Πολίτης: Λεμονόδασος (Ύψιλον, 2006)

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: