Καθώς πλησιάζω τη σκεπαστή βεράντα που δίνει στον κήπο, με κτυπά καταπρόσωπο ένα κύμα αρωματισμένο. Στέκομαι και κοιτάζω. Οι τέντες προς τον κήπο είναι κατεβασμένες. Η βεράντα βυθισμένη στην σκιά και μόνον κάτω από την τέντα μια λωρίδα γης ανάβει στον ήλιο εκτυφλωτική. Σκέπτομαι την Σαχάρα και το πορτοκαλί ύφασμα.
Κόσμος ελάχιστος εδώ μέσα. Μόνον τρία τέσσερα τραπεζάκια είναι πιασμένα. Σε μια γωνιά, ολίγο παράμερα, διακρίνω την Λήδα. Κάθεται με το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω στον τοίχο, το πρόσωπο σχεδόν οριζόντιο. Σ’ αυτή την στάση, το δέρμα φαίνεται παρά ποτέ κολλημένο στα οστά του προσώπου. Απέναντί της η Καίτη έχει τους αγκώνας επάνω στο τραπεζάκι που της χωρίζει και της μιλά ζωηρά. Παύει, την κοιτάζει και ξαναρχίζει. Κάθε τόσο η Λήδα κινεί το κεφάλι αρνητικά.
Με παρετήρησε και μου γνέφει να πλησιάσω. Η Καίτη έστρεψε να δει. Διακρίνω στο πρόσωπό της έναν μορφασμό δυσαρεσκείας.
— Τι συμβαίνει; σκέπτομαι καθώς προχωρώ. Η αιχμάλωτος σπάνει τα δεσμά;
Η Λήδα μου έκανε θέση να καθίσω δίπλα της επάνω στο στενό καναπεδάκι.
— Θα έλθετε αύριο στην υποδοχή; με ρωτά με άτονη φωνή και με χείλη που μόλις κινούνται. Το δέρμα πάντα κολλημένο στα οστά.
Μια εντύπωσις μούμιας που ελκύει νοσηρά.
— Ποια υποδοχή;
— Προς τιμήν του Σαλχανατί.
Ποιος είναι πάλι αυτός ο Σημίτης! Εξακολουθεί σε τόνον ιεροτελεστίας
— Είναι απόστολος του Φθα Καραπουσί. Το τέλειον εν τη επιγείω ζωή δια των εναλλαγών μέχρι τελείας εξαντλήσεως της ηδονής.
Ο κυνισμός δεν της πηγαίνει άσχημα.
— Και είσθε οπαδός αυτού του δόγματος; την ρωτώ με κωμική σοβαρότητα.
— Ανέκαθεν, πριν μάθω καν ότι υπάρχει τέτοιο δόγμα. Η Καίτη όμως δεν συμφωνεί μαζί μου. Αυτή είναι υπέρ της αιωνίας μονοτονίας.
Ό,τι γυμνό φαινόταν, τα χέρια της, το πρόσωπό της, ο λαιμός της, απέπνεαν την ηδυπάθεια, σαν ένα δέρμα που έχει απορροφήσει την οσμήν του περιβάλλοντος. Λέγουν πολλά γι’ αυτήν, αλλά δεν γνωρίζω τίποτε συγκεκριμένο από την ζωή της.
— Για την Καίτη, εξηκολούθησε η Λήδα, ένα κι ένα κάνουν δύο και τα ανόμοια δεν έλκονται.
Κοιτάζω τα βαμμένα χείλη της και προσπαθώ να φαντασθώ όλα τα μέρη του σώματος που έχουν εγγίσει.
Η Καίτη δεν λέγει λέξη. Κάθεται συγκεντρωμένη με μια έκφραση πόνου χυμένη στο πρόσωπό της. Αν πρόκειται να διαλέξω μεταξύ των δύο, ασφαλώς η συμπάθειά μου πηγαίνει προς το αγοροκόριτσο με το τραγικό προσωπείο. Τα μάτια της είναι υγρά γεμάτα παράπονο και ικεσία. Έτσι θα ήταν η Σαπφώ ένα βράδυ στην μοναξιά της ταράτσας ενώ δύει η Σελήνη και τρεμοσβήνει η Πούλια.
— Πρέπει να έλθετε χωρίς άλλο αύριο μου λέγει πάλι η Λήδα.
Διακρίνω μία σύσπαση στα χαρακτηριστικά της Καίτης. Ω, δεν έχει λόγο να φοβάται από μένα. Δόξα σοι ο Θεός δεν επεθύμησα ακόμη την γυναίκα του πλησίον μου.
Κοσμάς Πολίτης: Λεμονόδασος (Ύψιλον, 2006)
Κόσμος ελάχιστος εδώ μέσα. Μόνον τρία τέσσερα τραπεζάκια είναι πιασμένα. Σε μια γωνιά, ολίγο παράμερα, διακρίνω την Λήδα. Κάθεται με το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω στον τοίχο, το πρόσωπο σχεδόν οριζόντιο. Σ’ αυτή την στάση, το δέρμα φαίνεται παρά ποτέ κολλημένο στα οστά του προσώπου. Απέναντί της η Καίτη έχει τους αγκώνας επάνω στο τραπεζάκι που της χωρίζει και της μιλά ζωηρά. Παύει, την κοιτάζει και ξαναρχίζει. Κάθε τόσο η Λήδα κινεί το κεφάλι αρνητικά.
Με παρετήρησε και μου γνέφει να πλησιάσω. Η Καίτη έστρεψε να δει. Διακρίνω στο πρόσωπό της έναν μορφασμό δυσαρεσκείας.
— Τι συμβαίνει; σκέπτομαι καθώς προχωρώ. Η αιχμάλωτος σπάνει τα δεσμά;
Η Λήδα μου έκανε θέση να καθίσω δίπλα της επάνω στο στενό καναπεδάκι.
— Θα έλθετε αύριο στην υποδοχή; με ρωτά με άτονη φωνή και με χείλη που μόλις κινούνται. Το δέρμα πάντα κολλημένο στα οστά.
Μια εντύπωσις μούμιας που ελκύει νοσηρά.
— Ποια υποδοχή;
— Προς τιμήν του Σαλχανατί.
Ποιος είναι πάλι αυτός ο Σημίτης! Εξακολουθεί σε τόνον ιεροτελεστίας
— Είναι απόστολος του Φθα Καραπουσί. Το τέλειον εν τη επιγείω ζωή δια των εναλλαγών μέχρι τελείας εξαντλήσεως της ηδονής.
Ο κυνισμός δεν της πηγαίνει άσχημα.
— Και είσθε οπαδός αυτού του δόγματος; την ρωτώ με κωμική σοβαρότητα.
— Ανέκαθεν, πριν μάθω καν ότι υπάρχει τέτοιο δόγμα. Η Καίτη όμως δεν συμφωνεί μαζί μου. Αυτή είναι υπέρ της αιωνίας μονοτονίας.
Ό,τι γυμνό φαινόταν, τα χέρια της, το πρόσωπό της, ο λαιμός της, απέπνεαν την ηδυπάθεια, σαν ένα δέρμα που έχει απορροφήσει την οσμήν του περιβάλλοντος. Λέγουν πολλά γι’ αυτήν, αλλά δεν γνωρίζω τίποτε συγκεκριμένο από την ζωή της.
— Για την Καίτη, εξηκολούθησε η Λήδα, ένα κι ένα κάνουν δύο και τα ανόμοια δεν έλκονται.
Κοιτάζω τα βαμμένα χείλη της και προσπαθώ να φαντασθώ όλα τα μέρη του σώματος που έχουν εγγίσει.
Η Καίτη δεν λέγει λέξη. Κάθεται συγκεντρωμένη με μια έκφραση πόνου χυμένη στο πρόσωπό της. Αν πρόκειται να διαλέξω μεταξύ των δύο, ασφαλώς η συμπάθειά μου πηγαίνει προς το αγοροκόριτσο με το τραγικό προσωπείο. Τα μάτια της είναι υγρά γεμάτα παράπονο και ικεσία. Έτσι θα ήταν η Σαπφώ ένα βράδυ στην μοναξιά της ταράτσας ενώ δύει η Σελήνη και τρεμοσβήνει η Πούλια.
— Πρέπει να έλθετε χωρίς άλλο αύριο μου λέγει πάλι η Λήδα.
Διακρίνω μία σύσπαση στα χαρακτηριστικά της Καίτης. Ω, δεν έχει λόγο να φοβάται από μένα. Δόξα σοι ο Θεός δεν επεθύμησα ακόμη την γυναίκα του πλησίον μου.
Κοσμάς Πολίτης: Λεμονόδασος (Ύψιλον, 2006)
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου