.
Πως Βιώνουν τα Άτομα με Οπτική Αναπηρία την Σεξουαλικότητά τους
Η σεξουαλικότητα φαίνεται να είναι ένας τομέας πολύ σημαντικός στη ζωή των ατόμων με Οπτική Αναπηρία. Σε ερώτηση εάν το θέμα της σεξουαλικότητας είναι σημαντικό στη ζωή τους 22 από τα 24 άτομα (91,7%) του δείγματος απάντησαν καταφατικά. Τα ίδια ψηλά ποσοστά είχαμε και στην ερώτηση η οποία αναφερόταν στην επιθυμία τους να έχουν μια σεξουαλική σχέση. Τα 19 από 24 άτομα (78,9%) απάντησαν καταφατικά. Τα πιο πάνω ενισχύονται από την τοποθέτηση της «σχέσης» μέσα στους τρεις βασικούς στόχους της ζωή τους (πέραν του 80%).Αυτά τα αποτελέσματα στηρίζονται από τη βιβλιογραφία η οποία καταρρίπτει τις απόψεις ότι τα άτομα με αναπηρία είναι μη σεξουαλικά(Baugh,1984 and Neff, 1982) .
Σε ερώτηση όπου ζητήθηκε να απαντήσουν εάν υπάρχει η γνώση γύρω από τη σεξουαλικότητα και τη σεξουαλική σχέση,21 από 24 άτομα (87,5%) απάντησαν καταφατικά. Στη συνέχεια όμως όταν τους ζητήθηκε να περιγράψουν τη «σεξουαλική σχέση» φάνηκε ότι οι γνώσεις τους γύρω από αυτό το θέμα είναι περιορισμένες και αντιστοιχούν σε ηλικίες πολύ μικρότερες από τις δικές τους (μέσος όρος ηλικίας19,42). Επίσης όταν ρωτήθηκαν για πιθανές απορίες και περισσότερη ενημέρωση ένα μεγάλο ποσοστό απάντησαν καταφατικά (87%). Έρευνες οι οποίες έγιναν από τους welboune, Lifchitz, Selvin and Green (1983) ανάμεσα σε βλέποντες και άτομα με Ο.Α. έδειξαν ότι τα άτομα με Ο.Α. είχαν πολύ χαμηλότερα αποτελέσματα στις γνώσεις γύρω από το σεξ και κατέγραψαν την ανάγκη για περισσότερη ενημέρωση. Έλλειψη γνώσης παρατηρήθηκε και στις ερωτήσεις σχετικές με τον αυνανισμό και την νυχτερινή ονείρωξη. Μόνο 58,3% και 45,8% αντίστοιχα απάντησαν καταφατικά.
Ένα από τα κυριότερα εμπόδια στην ανάπτυξη της σεξουαλικότητας στα άτομα με Ο.Α. είναι η περιορισμένη πρόσβαση στη πληροφόρηση (Baugh, 1984). Οι γονείς η πρώτη πηγή πληροφόρησης για τα άτομα αυτά τις περισσότερες φορές φοβούνται και αποφεύγουν να συζητήσουν το όλο θέμα περιμένοντας από τα παιδιά τους να μεγαλώσουν και να είναι έτοιμα με ενδεχόμενο να είναι πολύ αργά για τέτοιες πληροφορίες (Neff,1983). Σύμφωνα με τα ευρήματά μας20 από τους 24 ερωτηθέντες έχουν πάρει τις πρώτες πληροφορίες για το σεξ τυχαία, από φίλους ή σχολικά βιβλία και μόνο 4 από τους γονείς. Επίσης φαίνεται η σεξουαλικότητα να είναι ένα θέμα που αποφεύγεται να συζητηθεί μέσα στην οικογένεια έστω και εάν υπάρχει καλή επικοινωνία μεταξύ παιδιών και γονιών. Το 87,5% του δείγματος δηλώνει να έχει καλή επικοινωνία με τους γονείς του αλλά παράλληλα το 79,2% δηλώνει ότι δεν συζητά με τους γονείς του θέματα που αφορούν το σεξ. Τα άτομα με Ο.Α. δεν έχουν την ίδια πρόσβαση σε τηλεοπτικά προγράμματα, ταινίες, βιβλία και περιοδικά με συγκεκριμένα θέματα γύρω από το σεξ. Όπως οι ίδιοι αναφέρουν ενώ γνωρίζουν από που μπορούν να πάρουν πληροφορίες για το σεξ δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες (54,2%).
Η γνώση του σώματος είναι μια σημαντική διαδικασία στην ανάπτυξη της σεξουαλικότητας. Αυτή η γνώση επιτυγχάνεται με την ενθάρρυνση των γονιών προς τα μικρά παιδιά τους να εξερευνήσουν το σώμα τους, ή αυτά των γονιών τους ή των αδελφών τους σε φυσικό περιβάλλον. Όπως αναφέρουν οι Neff (1982) και Schuster (1986), οι γονείς τις περισσότερες φορές δεν νιώθουν άνετα να επιτρέψουν στα μικρά παιδιά τους αυτή την εξερεύνηση με αποτέλεσμα τα παιδιά με Ο.Α. να αποκτούν γνώσεις τυχαία με συνέπεια μιας μη ολοκληρωμένης σωματογνωσίας με συνέπειες στην μελλοντική τους αυτοεικόνα. Σε σχετική ερώτησή μας οι 15 από τους 24 ερωτηθέντες απάντησαν ότι απόκτησαν γνώσεις για το σώμα τους τυχαία, μόνοι τους ή από βιβλία της βιολογίας στο γυμνάσιο.
Ο Heubner (1986) εξηγεί ότι οι περισσότερες τεχνικές του φλερτ είναι οπτικές και ότι τα άτομα με Ο.Α. βασίζονται πάνω στη λεκτική επικοινωνία και τις πληροφορίες που τους δίνουν οι άλλοι και γι αυτόν ακριβώς το λόγο είναι σημαντικό τα άτομα αυτά να έχουν διδαχτεί δεξιότητες επικοινωνίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματός μας δηλαδή 19 από 24 αναφέρουν ότι στηρίζονται στη λεκτική επικοινωνία για να εκτιμήσουν εάν αρέσουν στο αντίθετο φύλο , μόνο 3 στις εκφράσεις του προσώπου και στο βλέμμα ενώ δύο δεν μπορούν να καταλάβουν κανένα μήνυμα.
Σε ερώτηση κατά πόσο προσκαλούν άτομα του αντίθετου φύλου στο σπίτι τους, οι απαντήσεις «ναι» και «όχι» μοιράστηκαν. Τα ίδια ποσοστά πήραμε και στην απάντηση πως νοιώθουν όταν βρεθούν κοντά με άτομα του αντίθετου φύλου όπου το 50% απάντησαν ότι νοιώθουν άνετα. Παρόλο που σε ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με την αυτοπεποίθηση των ατόμων όπως για παράδειγμα αν πιστεύουν ότι είναι ευπαρουσίαστοι, ή εάν νοιώθουν καλά με τον εαυτό τους, τα ποσοστά των θετικών απαντήσεων ήταν αρκετά ψηλά (πέραν του70%), εντούτοις, σε ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με το αντίθετο φύλο φαίνεται ότι όπως και προηγουμένως, τα ποσοστά μειώνονται. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με βιβλιογραφία όπου αναφέρεται ότι η κοινωνία ορίζει προδιαγραφές για την ελκυστικότητα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι με αναπηρίες συχνά να μπερδεύονται για το που και αν ταιριάζουν στην κατηγορία των σεξουαλικά ελκυστικών ατόμων(Mona,)). Σε κοινωνίες όπου δίνεται μεγάλη έμφαση στην ιδανική ολοκληρωμένη φυσική εμφάνιση τότε υπάρχει μεγάλη δυσκολία για τα άτομα με αναπηρία να νοιώσουν ελκυστικά με αποτέλεσμα η αυτοπεποίθηση τους να μειώνεται και οι ίδιοι να έχουν την άποψη ότι οι υπόλοιποι δεν τους θεωρούν ελκυστικούς.
Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα αποφεύγει να στέλνει μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου παρόλο που δηλώνουν ότι νοιώθουν άνετα όταν βρίσκονται σε παρέα όπου συζητιούνται θέματα με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Ακόμα ένα σημείο που ενισχύει αυτή την παθητικότητα των ατόμων είναι το γεγονός ότι σε ερώτηση κατά πόσο θα ζητούσαν οι ίδιοι από κάποιον να κάνουν σεξ το 63% απάντησαν αρνητικά εντούτοις, σε αντίστοιχη ερώτηση πως θα αντιδρούσαν αν τους ζητούσε κάποιος άλλος να κάνουν σεξ το ποσοστό άρνησης μειώθηκε στο 38%.
Αν και 17 στους 24 ερωτηθέντες απάντησαν ότι δεν πιστεύουν πως το πρόβλημα όρασης τους είναι εμπόδιο στο να δημιουργήσουν προσωπικές σχέσεις, εντούτοις, σε ανοιχτού τύπου ερώτηση κατά πόσο το πρόβλημα όρασης τους εμποδίζει να δημιουργήσουν εύκολα σχέσεις με άλλους, 15 από τους 24 ερωτηθέντες απάντησαν ναι. Όταν ζητήθηκε από αυτούς να αναφέρουν τους λόγους που γίνεται αυτό η κυριότερη αιτία ήταν η πρόσβαση στο φυσικό περιβάλλον και η έλλειψη οπτικής επαφής τόσο με το χώρο όσο και με τα άτομα που βρίσκονται εκεί. Οι απαντήσεις αυτές έρχονται σε πλήρη συμφωνία με αναφορές στη βιβλιογραφία για τους παράγοντες που εμποδίζουν τα άτομα με οπτική αναπηρία να κάνουν την πρώτη γνωριμία και να δημιουργήσουν σχέσεις. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ανεξάρτητη πρόσβαση στο φυσικό περιβάλλον καθώς και προβλήματα επικοινωνίας με τους άλλους και η ανταλλαγή πληροφοριών γύρω από τις σεξουαλικές ανάγκες και επιθυμίες δεδομένου του γεγονότος ότι η οπτική επαφή είναι το πρώτο βήμα για να επικοινωνήσεις με ένα πιθανό σεξουαλικό σύντροφο.
Σε ερώτηση εάν είναι εύκολο να έχουν μια σεξουαλική σχέση, ποσοστό 71% απάντησε όχι, αλλά όταν τους ζητήθηκε να αναφέρουν τι θα βοηθούσε ώστε να έχουν μια σεξουαλική σχέση στη ζωή τους, 13 από τους 24 ερωτηθέντες δεν γνώριζαν και δεν ήξερα να αναφέρουν συγκεκριμένους λόγους. Οι υπόλοιποι ανάφεραν ότι ανάμεσα σε άλλα θα τους βοηθούσε η συμμετοχή σε περισσότερες κοινωνικές εκδηλώσεις και επικοινωνία με άλλα άτομα.
Όταν ζητήθηκε από τους ερωτηθέντες να συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους της ηλικίας τους, οι 18 απάντησαν ότι θεωρούν τον εαυτό τους διαφορετικό και ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση δίνοντας ως κυριότερη αιτία για άλλη μια φορά το πρόβλημα ανεξάρτητης διακίνησης με αποτέλεσμα να έχουν λιγότερες ευκαιρίες για κοινωνικές επαφές και την προκατάληψη που επικρατεί γύρω από το θέμα της αναπηρίας. Παρόμοιες ήταν και οι απαντήσεις τους στην ερώτηση κατά πόσο πιστεύουν ότι τα άτομα με οπτική αναπηρία έχουν την ίδια σεξουαλική ζωή όπως τους βλέποντες. Το θέμα της προκατάληψης φαίνεται να απασχολεί τα άτομα με οπτική αναπηρία αφού 15 ερωτηθέντες πιστεύουν ότι τα άτομα χωρίς πρόβλημα όρασης δεν θα ήθελαν να έχουν σχέσεις με άτομα με οπτική αναπηρία λόγω της ύπαρξης της αναπηρίας.
Παρόλο που οι ερωτηθέντες είχαν κάνει αναφορά στο θέμα της προκατάληψης, εντούτοις σε ερώτηση εάν οι ίδιοι θα έκαναν σεξ με άτομο με αναπηρία, από τις απαντήσεις τους, φάνηκε ότι και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν με κάποια προκατάληψη άλλα άτομα με αναπηρίες. Συγκεκριμένα, 13 ερωτηθέντες ήταν κάθετα αρνητικοί, 8 απάντησαν πως θα δέχονταν μόνο με άτομα με οπτική αναπηρία και μόνο τρία ήταν θετικοί. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι αυτή η άποψη πιθανό να είναι χαρακτηριστικό της κυπριακής κοινωνίας, αφού στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται συχνά αναφορά στο γεγονός ότι άτομα με αναπηρίες τείνουν να δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους, χωρίς να χρειαστεί να γίνουν αποδεκτοί από τους άλλους και όπου σημασία έχει η εσωτερική ομορφιά και η ευγένια του πνεύματος. Νοιώθουν ότι ένα άλλο άτομο με αναπηρία είναι ικανό να δει και να εκτιμήσει τα εσωτερικά μοναδικά χαρίσματα ενός αλλού ατόμου με αναπηρία.
Προκατάληψη και ρατσισμό παρατηρήσαμε επίσης όταν τους ρωτήσαμε την άποψη τους σχετικά με την ομοφυλοφιλία και κατά πόσο θα είχαν στην παρέα τους κάποιο ομοφυλόφιλο. Δεκαεφτά από τους (24) ερωτηθέντες βλέπουν την ομοφυλοφιλία ως κάτι πολύ κακό και ήταν αρνητικοί στο να έχουν φίλους ομοφυλόφιλους. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (Peggy Orenstein, 1994)οι νεαρές γυναίκες με Ο.Α. φαίνεται να αντιμετωπίζουν τη διπλή διάκριση της οπτικής αναπηρίας και της γυναίκας .Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται και στο δικό μας δείγμα όταν 10 από τα 11 κορίτσια απάντησαν ότι τα αγόρια και τα κορίτσια δεν έχουν ισότιμη πρόσβαση στη σεξουαλική ζωή.
Τέλος στην ερώτηση για την αναγκαιότητα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης έχουμε 100% καταφατικές απαντήσεις εκ των οποίων οι 22 αναφέρονται σε ειδικούς οι οποίοι να διδάσκουν το θέμα και μόνο δύο αναφέρονται σε γονείς.
Η σεξουαλικότητα φαίνεται να είναι ένας τομέας πολύ σημαντικός στη ζωή των ατόμων με Οπτική Αναπηρία. Σε ερώτηση εάν το θέμα της σεξουαλικότητας είναι σημαντικό στη ζωή τους 22 από τα 24 άτομα (91,7%) του δείγματος απάντησαν καταφατικά. Τα ίδια ψηλά ποσοστά είχαμε και στην ερώτηση η οποία αναφερόταν στην επιθυμία τους να έχουν μια σεξουαλική σχέση. Τα 19 από 24 άτομα (78,9%) απάντησαν καταφατικά. Τα πιο πάνω ενισχύονται από την τοποθέτηση της «σχέσης» μέσα στους τρεις βασικούς στόχους της ζωή τους (πέραν του 80%).Αυτά τα αποτελέσματα στηρίζονται από τη βιβλιογραφία η οποία καταρρίπτει τις απόψεις ότι τα άτομα με αναπηρία είναι μη σεξουαλικά(Baugh,1984 and Neff, 1982) .
Σε ερώτηση όπου ζητήθηκε να απαντήσουν εάν υπάρχει η γνώση γύρω από τη σεξουαλικότητα και τη σεξουαλική σχέση,21 από 24 άτομα (87,5%) απάντησαν καταφατικά. Στη συνέχεια όμως όταν τους ζητήθηκε να περιγράψουν τη «σεξουαλική σχέση» φάνηκε ότι οι γνώσεις τους γύρω από αυτό το θέμα είναι περιορισμένες και αντιστοιχούν σε ηλικίες πολύ μικρότερες από τις δικές τους (μέσος όρος ηλικίας19,42). Επίσης όταν ρωτήθηκαν για πιθανές απορίες και περισσότερη ενημέρωση ένα μεγάλο ποσοστό απάντησαν καταφατικά (87%). Έρευνες οι οποίες έγιναν από τους welboune, Lifchitz, Selvin and Green (1983) ανάμεσα σε βλέποντες και άτομα με Ο.Α. έδειξαν ότι τα άτομα με Ο.Α. είχαν πολύ χαμηλότερα αποτελέσματα στις γνώσεις γύρω από το σεξ και κατέγραψαν την ανάγκη για περισσότερη ενημέρωση. Έλλειψη γνώσης παρατηρήθηκε και στις ερωτήσεις σχετικές με τον αυνανισμό και την νυχτερινή ονείρωξη. Μόνο 58,3% και 45,8% αντίστοιχα απάντησαν καταφατικά.
Ένα από τα κυριότερα εμπόδια στην ανάπτυξη της σεξουαλικότητας στα άτομα με Ο.Α. είναι η περιορισμένη πρόσβαση στη πληροφόρηση (Baugh, 1984). Οι γονείς η πρώτη πηγή πληροφόρησης για τα άτομα αυτά τις περισσότερες φορές φοβούνται και αποφεύγουν να συζητήσουν το όλο θέμα περιμένοντας από τα παιδιά τους να μεγαλώσουν και να είναι έτοιμα με ενδεχόμενο να είναι πολύ αργά για τέτοιες πληροφορίες (Neff,1983). Σύμφωνα με τα ευρήματά μας20 από τους 24 ερωτηθέντες έχουν πάρει τις πρώτες πληροφορίες για το σεξ τυχαία, από φίλους ή σχολικά βιβλία και μόνο 4 από τους γονείς. Επίσης φαίνεται η σεξουαλικότητα να είναι ένα θέμα που αποφεύγεται να συζητηθεί μέσα στην οικογένεια έστω και εάν υπάρχει καλή επικοινωνία μεταξύ παιδιών και γονιών. Το 87,5% του δείγματος δηλώνει να έχει καλή επικοινωνία με τους γονείς του αλλά παράλληλα το 79,2% δηλώνει ότι δεν συζητά με τους γονείς του θέματα που αφορούν το σεξ. Τα άτομα με Ο.Α. δεν έχουν την ίδια πρόσβαση σε τηλεοπτικά προγράμματα, ταινίες, βιβλία και περιοδικά με συγκεκριμένα θέματα γύρω από το σεξ. Όπως οι ίδιοι αναφέρουν ενώ γνωρίζουν από που μπορούν να πάρουν πληροφορίες για το σεξ δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες (54,2%).
Η γνώση του σώματος είναι μια σημαντική διαδικασία στην ανάπτυξη της σεξουαλικότητας. Αυτή η γνώση επιτυγχάνεται με την ενθάρρυνση των γονιών προς τα μικρά παιδιά τους να εξερευνήσουν το σώμα τους, ή αυτά των γονιών τους ή των αδελφών τους σε φυσικό περιβάλλον. Όπως αναφέρουν οι Neff (1982) και Schuster (1986), οι γονείς τις περισσότερες φορές δεν νιώθουν άνετα να επιτρέψουν στα μικρά παιδιά τους αυτή την εξερεύνηση με αποτέλεσμα τα παιδιά με Ο.Α. να αποκτούν γνώσεις τυχαία με συνέπεια μιας μη ολοκληρωμένης σωματογνωσίας με συνέπειες στην μελλοντική τους αυτοεικόνα. Σε σχετική ερώτησή μας οι 15 από τους 24 ερωτηθέντες απάντησαν ότι απόκτησαν γνώσεις για το σώμα τους τυχαία, μόνοι τους ή από βιβλία της βιολογίας στο γυμνάσιο.
Ο Heubner (1986) εξηγεί ότι οι περισσότερες τεχνικές του φλερτ είναι οπτικές και ότι τα άτομα με Ο.Α. βασίζονται πάνω στη λεκτική επικοινωνία και τις πληροφορίες που τους δίνουν οι άλλοι και γι αυτόν ακριβώς το λόγο είναι σημαντικό τα άτομα αυτά να έχουν διδαχτεί δεξιότητες επικοινωνίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματός μας δηλαδή 19 από 24 αναφέρουν ότι στηρίζονται στη λεκτική επικοινωνία για να εκτιμήσουν εάν αρέσουν στο αντίθετο φύλο , μόνο 3 στις εκφράσεις του προσώπου και στο βλέμμα ενώ δύο δεν μπορούν να καταλάβουν κανένα μήνυμα.
Σε ερώτηση κατά πόσο προσκαλούν άτομα του αντίθετου φύλου στο σπίτι τους, οι απαντήσεις «ναι» και «όχι» μοιράστηκαν. Τα ίδια ποσοστά πήραμε και στην απάντηση πως νοιώθουν όταν βρεθούν κοντά με άτομα του αντίθετου φύλου όπου το 50% απάντησαν ότι νοιώθουν άνετα. Παρόλο που σε ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με την αυτοπεποίθηση των ατόμων όπως για παράδειγμα αν πιστεύουν ότι είναι ευπαρουσίαστοι, ή εάν νοιώθουν καλά με τον εαυτό τους, τα ποσοστά των θετικών απαντήσεων ήταν αρκετά ψηλά (πέραν του70%), εντούτοις, σε ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με το αντίθετο φύλο φαίνεται ότι όπως και προηγουμένως, τα ποσοστά μειώνονται. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με βιβλιογραφία όπου αναφέρεται ότι η κοινωνία ορίζει προδιαγραφές για την ελκυστικότητα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι με αναπηρίες συχνά να μπερδεύονται για το που και αν ταιριάζουν στην κατηγορία των σεξουαλικά ελκυστικών ατόμων(Mona,)). Σε κοινωνίες όπου δίνεται μεγάλη έμφαση στην ιδανική ολοκληρωμένη φυσική εμφάνιση τότε υπάρχει μεγάλη δυσκολία για τα άτομα με αναπηρία να νοιώσουν ελκυστικά με αποτέλεσμα η αυτοπεποίθηση τους να μειώνεται και οι ίδιοι να έχουν την άποψη ότι οι υπόλοιποι δεν τους θεωρούν ελκυστικούς.
Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα αποφεύγει να στέλνει μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου παρόλο που δηλώνουν ότι νοιώθουν άνετα όταν βρίσκονται σε παρέα όπου συζητιούνται θέματα με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Ακόμα ένα σημείο που ενισχύει αυτή την παθητικότητα των ατόμων είναι το γεγονός ότι σε ερώτηση κατά πόσο θα ζητούσαν οι ίδιοι από κάποιον να κάνουν σεξ το 63% απάντησαν αρνητικά εντούτοις, σε αντίστοιχη ερώτηση πως θα αντιδρούσαν αν τους ζητούσε κάποιος άλλος να κάνουν σεξ το ποσοστό άρνησης μειώθηκε στο 38%.
Αν και 17 στους 24 ερωτηθέντες απάντησαν ότι δεν πιστεύουν πως το πρόβλημα όρασης τους είναι εμπόδιο στο να δημιουργήσουν προσωπικές σχέσεις, εντούτοις, σε ανοιχτού τύπου ερώτηση κατά πόσο το πρόβλημα όρασης τους εμποδίζει να δημιουργήσουν εύκολα σχέσεις με άλλους, 15 από τους 24 ερωτηθέντες απάντησαν ναι. Όταν ζητήθηκε από αυτούς να αναφέρουν τους λόγους που γίνεται αυτό η κυριότερη αιτία ήταν η πρόσβαση στο φυσικό περιβάλλον και η έλλειψη οπτικής επαφής τόσο με το χώρο όσο και με τα άτομα που βρίσκονται εκεί. Οι απαντήσεις αυτές έρχονται σε πλήρη συμφωνία με αναφορές στη βιβλιογραφία για τους παράγοντες που εμποδίζουν τα άτομα με οπτική αναπηρία να κάνουν την πρώτη γνωριμία και να δημιουργήσουν σχέσεις. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ανεξάρτητη πρόσβαση στο φυσικό περιβάλλον καθώς και προβλήματα επικοινωνίας με τους άλλους και η ανταλλαγή πληροφοριών γύρω από τις σεξουαλικές ανάγκες και επιθυμίες δεδομένου του γεγονότος ότι η οπτική επαφή είναι το πρώτο βήμα για να επικοινωνήσεις με ένα πιθανό σεξουαλικό σύντροφο.
Σε ερώτηση εάν είναι εύκολο να έχουν μια σεξουαλική σχέση, ποσοστό 71% απάντησε όχι, αλλά όταν τους ζητήθηκε να αναφέρουν τι θα βοηθούσε ώστε να έχουν μια σεξουαλική σχέση στη ζωή τους, 13 από τους 24 ερωτηθέντες δεν γνώριζαν και δεν ήξερα να αναφέρουν συγκεκριμένους λόγους. Οι υπόλοιποι ανάφεραν ότι ανάμεσα σε άλλα θα τους βοηθούσε η συμμετοχή σε περισσότερες κοινωνικές εκδηλώσεις και επικοινωνία με άλλα άτομα.
Όταν ζητήθηκε από τους ερωτηθέντες να συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους της ηλικίας τους, οι 18 απάντησαν ότι θεωρούν τον εαυτό τους διαφορετικό και ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση δίνοντας ως κυριότερη αιτία για άλλη μια φορά το πρόβλημα ανεξάρτητης διακίνησης με αποτέλεσμα να έχουν λιγότερες ευκαιρίες για κοινωνικές επαφές και την προκατάληψη που επικρατεί γύρω από το θέμα της αναπηρίας. Παρόμοιες ήταν και οι απαντήσεις τους στην ερώτηση κατά πόσο πιστεύουν ότι τα άτομα με οπτική αναπηρία έχουν την ίδια σεξουαλική ζωή όπως τους βλέποντες. Το θέμα της προκατάληψης φαίνεται να απασχολεί τα άτομα με οπτική αναπηρία αφού 15 ερωτηθέντες πιστεύουν ότι τα άτομα χωρίς πρόβλημα όρασης δεν θα ήθελαν να έχουν σχέσεις με άτομα με οπτική αναπηρία λόγω της ύπαρξης της αναπηρίας.
Παρόλο που οι ερωτηθέντες είχαν κάνει αναφορά στο θέμα της προκατάληψης, εντούτοις σε ερώτηση εάν οι ίδιοι θα έκαναν σεξ με άτομο με αναπηρία, από τις απαντήσεις τους, φάνηκε ότι και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν με κάποια προκατάληψη άλλα άτομα με αναπηρίες. Συγκεκριμένα, 13 ερωτηθέντες ήταν κάθετα αρνητικοί, 8 απάντησαν πως θα δέχονταν μόνο με άτομα με οπτική αναπηρία και μόνο τρία ήταν θετικοί. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι αυτή η άποψη πιθανό να είναι χαρακτηριστικό της κυπριακής κοινωνίας, αφού στη διεθνή βιβλιογραφία γίνεται συχνά αναφορά στο γεγονός ότι άτομα με αναπηρίες τείνουν να δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους, χωρίς να χρειαστεί να γίνουν αποδεκτοί από τους άλλους και όπου σημασία έχει η εσωτερική ομορφιά και η ευγένια του πνεύματος. Νοιώθουν ότι ένα άλλο άτομο με αναπηρία είναι ικανό να δει και να εκτιμήσει τα εσωτερικά μοναδικά χαρίσματα ενός αλλού ατόμου με αναπηρία.
Προκατάληψη και ρατσισμό παρατηρήσαμε επίσης όταν τους ρωτήσαμε την άποψη τους σχετικά με την ομοφυλοφιλία και κατά πόσο θα είχαν στην παρέα τους κάποιο ομοφυλόφιλο. Δεκαεφτά από τους (24) ερωτηθέντες βλέπουν την ομοφυλοφιλία ως κάτι πολύ κακό και ήταν αρνητικοί στο να έχουν φίλους ομοφυλόφιλους. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (Peggy Orenstein, 1994)οι νεαρές γυναίκες με Ο.Α. φαίνεται να αντιμετωπίζουν τη διπλή διάκριση της οπτικής αναπηρίας και της γυναίκας .Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται και στο δικό μας δείγμα όταν 10 από τα 11 κορίτσια απάντησαν ότι τα αγόρια και τα κορίτσια δεν έχουν ισότιμη πρόσβαση στη σεξουαλική ζωή.
Τέλος στην ερώτηση για την αναγκαιότητα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης έχουμε 100% καταφατικές απαντήσεις εκ των οποίων οι 22 αναφέρονται σε ειδικούς οι οποίοι να διδάσκουν το θέμα και μόνο δύο αναφέρονται σε γονείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου