.
Δυστυχία: (…)Στο σπίτι μου καταλάβανε πολύ νωρίς τις τάσεις μου και με αποκαλούσαν «πούστη». Συχνά με δέρνανε, ακόμα κι ο αδελφός μου και η αδελφή μου. Πολλές φορές με δένανε για ώρες, ακόμα και με αλυσίδες. Όταν μ’ άφηναν πια, εγώ ξεσπούσα. Έσπαγα πιατικά, κρύσταλλα από πόρτες κι ό,τι άλλο βρισκόταν μπροστά μου. Άλλες φορές έκλαιγα με τις ώρες και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί όλοι στο σπίτι ήταν εναντίον μου.
Στο σχολείο είχα περιπέτειες. Έμεινα τρεις φορές στην πρώτη δημοτικού κι άλλες δυό στη Δευτέρα. Έφτασα να τελειώσω μέχρι την Πέμπτη δημοτικού. Μάλιστα, το ενδεικτικό της πέμπτης δεν τό ‘χω πάρει, υπάρχει ακόμα στο σχολείο.
Μόλις ήρθαμε απ’ την Αίγυπτο εγκατασταθήκαμε στον Πειραιά κι εγώ άντεξα να μείνω με τους δικούς μου μέχρι τα δεκαοχτώ μου χρόνια. (…)
Στις αρχές της εφηβείας μου έφευγα απ’ τον Πειραιά και ανέβαινα συχνά στην Αθήνα. Σύχναζα στην Ομόνοια με τις ώρες. Ομόνοια, Σύνταγμα, Ζάππειο. Μερικές φορές με έπιανε το ρουνάδικο, με πηγαίνανε μέσα και οι ρούνες μού δίνανε πολύ ξύλο, κυρίως μπουνιές στο στομάχι, με βάζανε με το ζόρι να τους πω αν ήξερα διάφορες αδελφές και μου δείχνανε τις φωτογραφίες τους, ή μου λέγανε τα παρατσούκλιά τους. Τελικά, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω, με τραβολογούσανε σε διάφορα αστυνομικά τμήματα όπου με χτυπάγανε άσχημα. Με χτυπάγανε αλύπητα, χωρίς καν να υπολογίζουν ότι ήμουν άνθρωπος σαν τους άλλους.
Μόλις πρωτόπιασα δουλειά δούλεψα σε σιδεράδικο, ύστερα λαντζιέρης, σερβιτόρος, μικροπωλητής… και τόσες άλλες. Άλλαζα συνέχεια δουλειές γιατί στα αφεντικά μου άρεσα τόσο πολύ που όλο θέλανε «κάτι» από μένα. Το θεωρούσα απαράδεκτο, γιατί μπορεί να μην πήρα μόρφωση αλλά είχα κάποιες αρχές. Ήθελα να έχω μια σοβαρότητα στη δουλειά μου και να μη δίνω το δικαίωμα. Άλλωστε, τότε δεν έκανα τόσο πολύ έρωτα όπως κάνω σήμερα λόγω του επαγγέλματος πού ‘χω, πήγαινα πού και πού να βρω κανέναν για το κέφι μου, και μάλιστα στην αρχή κομπλάριζα αρκετά. Πολλές φορές όταν προσχωρούσα στο δρόμο, μερικοί με φωνάζανε «πούστη! Πουστάρα!!....» Αλλά εγώ δεν τόπαιρνα καθόλου επάνω μου και δεν τους έδινα σημασία. Όταν ήμουνα παιδί και έμπαινα στο λεωφορείο, θυμάμαι πως με χτυπάγανε τα τσόλια. Μερικές φορές με χτυπάγανε και μεγαλύτεροι από μένα, μέχρι κι ο γαμπρός μου μ’ έχει χτυπήσει.
Στα δεκαεφτά μου με πιάσανε πέντε έξι τύποι που ξεμπουκάρανε απόνα αυτοκίνητο κι ήθελαν σώνει και καλά να με γαμήσουνε όλοι μαζί. Με στρίμωξαν σε μια οικοδομή κι εγώ να τους παρακαλάω να μ’ αφήσουν τρέμοντας «σας παρακαλώ, αφήστε με, δεν θέλω βρε παιδιά». Κατόρθωσα να τους ξεφύγω κι αυτοί συνέχισαν να με κυνηγάνε. Έφτασα σε έξαλλη κατάσταση στο σπίτι μου κι όταν με είδαν οι δικοί μου σ’ εκείνο το κακό χάλι κι αφού άκουσαν αυτά που μου συνέβησαν είπαν «πάει το παιδί μας τρελάθηκε».
Και χωρίς να το πολυκαταλάβω με παίρνουν και με πάνε σ’ ένα ιδιωτικό φρενοκομείο, στα Βριλήσσια, όπου έμεινα ένα χρόνο.
Μπέττυ: …πόσο πάει; (Νεφέλη, 1980)
.
Δυστυχία: (…)Στο σπίτι μου καταλάβανε πολύ νωρίς τις τάσεις μου και με αποκαλούσαν «πούστη». Συχνά με δέρνανε, ακόμα κι ο αδελφός μου και η αδελφή μου. Πολλές φορές με δένανε για ώρες, ακόμα και με αλυσίδες. Όταν μ’ άφηναν πια, εγώ ξεσπούσα. Έσπαγα πιατικά, κρύσταλλα από πόρτες κι ό,τι άλλο βρισκόταν μπροστά μου. Άλλες φορές έκλαιγα με τις ώρες και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί όλοι στο σπίτι ήταν εναντίον μου.
Στο σχολείο είχα περιπέτειες. Έμεινα τρεις φορές στην πρώτη δημοτικού κι άλλες δυό στη Δευτέρα. Έφτασα να τελειώσω μέχρι την Πέμπτη δημοτικού. Μάλιστα, το ενδεικτικό της πέμπτης δεν τό ‘χω πάρει, υπάρχει ακόμα στο σχολείο.
Μόλις ήρθαμε απ’ την Αίγυπτο εγκατασταθήκαμε στον Πειραιά κι εγώ άντεξα να μείνω με τους δικούς μου μέχρι τα δεκαοχτώ μου χρόνια. (…)
Στις αρχές της εφηβείας μου έφευγα απ’ τον Πειραιά και ανέβαινα συχνά στην Αθήνα. Σύχναζα στην Ομόνοια με τις ώρες. Ομόνοια, Σύνταγμα, Ζάππειο. Μερικές φορές με έπιανε το ρουνάδικο, με πηγαίνανε μέσα και οι ρούνες μού δίνανε πολύ ξύλο, κυρίως μπουνιές στο στομάχι, με βάζανε με το ζόρι να τους πω αν ήξερα διάφορες αδελφές και μου δείχνανε τις φωτογραφίες τους, ή μου λέγανε τα παρατσούκλιά τους. Τελικά, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω, με τραβολογούσανε σε διάφορα αστυνομικά τμήματα όπου με χτυπάγανε άσχημα. Με χτυπάγανε αλύπητα, χωρίς καν να υπολογίζουν ότι ήμουν άνθρωπος σαν τους άλλους.
Μόλις πρωτόπιασα δουλειά δούλεψα σε σιδεράδικο, ύστερα λαντζιέρης, σερβιτόρος, μικροπωλητής… και τόσες άλλες. Άλλαζα συνέχεια δουλειές γιατί στα αφεντικά μου άρεσα τόσο πολύ που όλο θέλανε «κάτι» από μένα. Το θεωρούσα απαράδεκτο, γιατί μπορεί να μην πήρα μόρφωση αλλά είχα κάποιες αρχές. Ήθελα να έχω μια σοβαρότητα στη δουλειά μου και να μη δίνω το δικαίωμα. Άλλωστε, τότε δεν έκανα τόσο πολύ έρωτα όπως κάνω σήμερα λόγω του επαγγέλματος πού ‘χω, πήγαινα πού και πού να βρω κανέναν για το κέφι μου, και μάλιστα στην αρχή κομπλάριζα αρκετά. Πολλές φορές όταν προσχωρούσα στο δρόμο, μερικοί με φωνάζανε «πούστη! Πουστάρα!!....» Αλλά εγώ δεν τόπαιρνα καθόλου επάνω μου και δεν τους έδινα σημασία. Όταν ήμουνα παιδί και έμπαινα στο λεωφορείο, θυμάμαι πως με χτυπάγανε τα τσόλια. Μερικές φορές με χτυπάγανε και μεγαλύτεροι από μένα, μέχρι κι ο γαμπρός μου μ’ έχει χτυπήσει.
Στα δεκαεφτά μου με πιάσανε πέντε έξι τύποι που ξεμπουκάρανε απόνα αυτοκίνητο κι ήθελαν σώνει και καλά να με γαμήσουνε όλοι μαζί. Με στρίμωξαν σε μια οικοδομή κι εγώ να τους παρακαλάω να μ’ αφήσουν τρέμοντας «σας παρακαλώ, αφήστε με, δεν θέλω βρε παιδιά». Κατόρθωσα να τους ξεφύγω κι αυτοί συνέχισαν να με κυνηγάνε. Έφτασα σε έξαλλη κατάσταση στο σπίτι μου κι όταν με είδαν οι δικοί μου σ’ εκείνο το κακό χάλι κι αφού άκουσαν αυτά που μου συνέβησαν είπαν «πάει το παιδί μας τρελάθηκε».
Και χωρίς να το πολυκαταλάβω με παίρνουν και με πάνε σ’ ένα ιδιωτικό φρενοκομείο, στα Βριλήσσια, όπου έμεινα ένα χρόνο.
Μπέττυ: …πόσο πάει; (Νεφέλη, 1980)
.
***
.
Μπήκα στο σπίτι χαρούμενος και αποκοιμήθηκα χωρίς να γδυθώ με τα βλέφαρά μου τυλιγμένα στη μάσκαρα. Έντρομος ξύπνησα από φωνές και βρισιές του αδελφού μου και της αδελφής μου που στέκονταν απειλητικά επάνω μου. Ο Αλέκος με άρπαξε και άρχισε να με κουρεύει ενώ η Μαρία μου έσκιζε τα ρούχα. Μάζεψαν σε μια σακούλα όλες τις μεταμφιέσεις που διέθετα. Ενώ με βομβάρδιζαν με κουβέντες μαλακισμένης ηθικής και κηρύγματα κατεστημένου. Εγώ έκλαιγα συνεχώς όχι τόσο για τις φωνές τους όσο για τα μαλλιά μου που με τόσο κόπο είχα μακρύνει και με έκαναν να προχωρώ ένα βήμα ακόμα στη γυναικεία φύση. Και τότε μια οργή αφάνταστη με πλημμύρισε.
Μπήκα στο σπίτι χαρούμενος και αποκοιμήθηκα χωρίς να γδυθώ με τα βλέφαρά μου τυλιγμένα στη μάσκαρα. Έντρομος ξύπνησα από φωνές και βρισιές του αδελφού μου και της αδελφής μου που στέκονταν απειλητικά επάνω μου. Ο Αλέκος με άρπαξε και άρχισε να με κουρεύει ενώ η Μαρία μου έσκιζε τα ρούχα. Μάζεψαν σε μια σακούλα όλες τις μεταμφιέσεις που διέθετα. Ενώ με βομβάρδιζαν με κουβέντες μαλακισμένης ηθικής και κηρύγματα κατεστημένου. Εγώ έκλαιγα συνεχώς όχι τόσο για τις φωνές τους όσο για τα μαλλιά μου που με τόσο κόπο είχα μακρύνει και με έκαναν να προχωρώ ένα βήμα ακόμα στη γυναικεία φύση. Και τότε μια οργή αφάνταστη με πλημμύρισε.
Άρχισα να χτυπιέμαι στο πάτωμα και να καταστρέφω ό,τι βρισκόταν μπροστά μου. Τους καταριόμουν και τους ρωτούσα τι τους πείραζε αν με προσέλκυαν τα αντρικά κορμιά. Γιατί ενοχλούνταν στο να γίνω γυναίκα αν αυτό με γαλήνευε και με ισορροπούσε; Προτιμούσαν να είμαι ένας πούστης ακόμα που ενώ του άρεσαν τα αγοράκια διατηρούσε και μια γκόμενα για πρόσχημα; Τους δήλωσα πως ό,τι κι αν μου έκαναν η απόφαση μου ήταν αμετάκλητη.
(…)Μια λύσσα με συνεπήρε. Κανένας δεν θα μου στερούσε την ελευθερία μου. Κανένας δεν θα κατάφερνε να υποτάξει την ανάγκη μου να γίνω γυναίκα. Παίρνοντας ότι χρήματα βρήκα πήδησα από το μπαλκόνι στο διπλανό διαμέρισμα. Τους είπα ότι με είχαν κλειδώσει μέσα κατά λάθος και βγήκα στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Ήξερα πού θα πήγαινα. Βρέθηκα στο δρόμο γνωρίζοντας ότι ήμουν ολότελα μόνος.
.
Τζένη Χειλουδάκη : Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο (Όμβρος, 2002)
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου