.
Ο "ροζ ναύτης" αυτοπροσώπως!
Η γνωριµία µε τον άνθρωπο που, εν έτει 1954, στήθηκε µπροστά στον καµβά του Γιάννη Τσαρούχη ξεκίνησε από µία παρεξήγηση.
Είναι πραγµατικά δύσκολο να µην πέσει το βλέµµα στο αντίγραφο του «Ροζ Ναύτη» του Γιάννη Τσαρούχη, που είναι κρεµασµένο στον τοίχο πίσω από τον πάγκο.
«Μπαίνει πολύς κόσµος στο µαγαζί και µε ρωτάει “Τι δουλειά έχει αυτός ο πίνακας εδώ;”, κι εγώ τους απαντάω “Ξέρεις ποιος είναι αυτός στον πίνακα; Εγώ είµαι”».
Ο κ. Αθανάσιος Τσίρος είναι ιδιοκτήτης καταστήµατος οπτικών στα Εξάρχεια. Από το 1992 «δηλώνει» Εξαρχειώτης, µιας και το κατάστηµά του βρίσκεται στη συµβολή των οδών Χ. Τρικούπη και Διδότου. Πίσω από τον πάγκο του δικού του µαγαζιού είναι ο «Ροζ Ναύτης».
Κανείς σχεδόν δεν ήξερε ποιο ήταν το µοντέλο τού πίνακα, αφού ο ίδιος δεν το έχει «διαφηµίσει», όπως θα έκαναν, ίσως, κάποιοι άλλοι. Μάλιστα επί χρόνια σέρνεται η φήµη πως ο νεαρός άνδρας της φωτογραφίας ήταν ο Γιώργος Φούντας. Δεν είναι.
Ο κ. Τσίρος δηλώνει το καµάρι του «βουβά», µέσω του πίνακα που του έχει δωρίσει ο φίλος του, ο σκηνοθέτης Γιάννης Ιορδανίδης.
Η γνωριµία µας προέκυψε από µία… παρεξήγηση. «Να και ο Φούντας!» ήταν το σχόλιο συνεργάτη της ΓΑΛΕΡΑΣ που αντίκρισε τον πίνακα, όταν πριν από λίγο καιρό βρέθηκε στο µαγαζί για να φτιάξει (τι άλλο;) τα γυαλιά του. «Ποιος Φούντας; ρε; Εγώ είµαι!» ήταν η απάντηση του κ. Τσίρου.
Μοιραία ακολούθησε το ραντεβού για µία συνέντευξη.
- Πώς γνωριστήκατε µε τον Τσαρούχη;
Η γνωριµία έγινε στο θέατρο το 1955. Ήµουν στο µπαλέτο τής Ηρώς Σισµάνη, ο Τσαρούχης έκανε τα σκηνικά, και εκεί γνωριστήκαµε. Ήµασταν πολλά παιδιά κοµπάρσοι και ο Τσαρούχης επέλεξε να µου κάνει έναν πίνακα. Δεν ήξερα ακριβώς τι θα έκανε. Με πήρε και πήγαµε στο ατελιέ του –Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας– και µε έντυσε ναύτη. Ναύτης εγώ; Δεν τον ήξερα τότε τον Τσαρούχη. Πιτσιρίκος κι εγώ τότε, 19 χρονών. Πόσα µπορούσα να ήξερα από τη ζωή; Άλλες οι εποχές τότε, άλλες σήµερα. Μου έκανε τον πίνακα, τον γνωστό «Ροζ Ναύτη», και µου έκανε κι άλλο ένα πορτρέτο µικρό, µόνο µε τα χέρια µου. Η συνεργασία κράτησε περίπου ένα µήνα. Πέρασε ο καιρός, τον Τσαρούχη πότε τον έβλεπα, πότε δεν τον έβλεπα. Συναντιόµασταν, τα λέγαµε, και µου είχε πει πως αυτόν τον πίνακα τον πήρανε µαζί µε τον Ιόλα και τον πήγαν στη Νέα Υόρκη σε µια γκαλερί, και όπως µου είπε πήρε το πρώτο βραβείο, ήταν ο καλύτερος πίνακας.
-Κάποιος στη θέση σας µπορεί να κυνηγούσε τη δηµοσιότητα…
Να σου πω την αλήθεια, µε τις δουλειές και µε τα σχετικά, παντρεύτηκα κιόλας νωρίς, είχα ξεχάσει πως υπήρχε ο πίνακας, τόσο πολύ. Τον Τσαρούχη τον έβλεπα, αλλά το είχα ξεχάσει. Ειδάλλως θα του έλεγα κι εγώ «Δεν µου δίνεις κανέναν πίνακα να έχω;»… Για φαντάσου να είχα σήµερα έναν πίνακα του Τσαρούχη, µεγάλη υπόθεση. Το ’88 αυτός ο πίνακας άξιζε περισσότερα από 20 εκατοµµύρια δραχµές…
-Πώς ζήσατε τον Τσαρούχη;
Πρώτα πρώτα ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Δεν ήταν απλώς ένας Έλληνας. Ήταν το κάτι άλλο, κάτι περισσότερο από Έλληνας. Τροµερός άνθρωπος. Θυµάµαι, είχα να τον δω πολύ καιρό, ήµουν στη Βοστόνη και ερχόµουν µια φορά τον χρόνο στην Ελλάδα. Υπήρχε τηλεφωνική επικοινωνία, τον είχα δει κιόλας στο ατελιέ του στο Κολωνάκι, και όταν γύρισα στην Ελλάδα το ’83 και άνοιξα ένα µαγαζί, πάλι µε οπτικά, τηλεφωνιόµασταν, ερχόταν στο µαγαζί. Εκείνη την περίοδο είχε περάσει και µια περιπέτεια που τον ταλαιπώρησε και τον στενοχώρησε πολύ και όταν, θυµάµαι, έληξε, ήρθε κατευθείαν να µε δει στο κατάστηµά µου. Με είχε καλέσει επανειληµµένως να πάω στο σπίτι του στο Μαρούσι, αλλά δεν πήγα ούτε µια φορά. Δεν ξέρω γιατί δεν πήγα. Γενικά πηγαινοερχόµουν στην Αµερική για πολλά χρόνια, και όταν ξαναέφυγα το ’88 δεν πρόλαβα να τον δω πριν πεθάνει.
-Πολλοί νοµίζουν πως το µοντέλο του πίνακα είναι ο Γιώργος Φούντας.
Το έργο έχει γίνει το 1955. Ο Φούντας το ’55 ήταν ένας φτασµένος ηθοποιός, δεν είχε ανάγκη να κάνει το µοντέλο στον Τσαρούχη. Είναι σαν ένα δηµοσιογράφο που µου είπε πως το µοντέλο τού πίνακα είναι στη φυλακή. Και ψαχνόµουν να δω πού βρίσκοµαι. Τον αυθεντικό πάντως τον έχει ένας φίλος µου συλλέκτης. Του είχαν προτείνει από τηλεοπτική εκποµπή να πάει τον πίνακα στο πλατό για ένα αφιέρωµα στον Τσαρούχη. Αλλά είπε πως ο πίνακας δεν πρόκειται να µετακινηθεί.
-Πώς αντιµετώπισε η οικογένειά σας το γεγονός;
Η µάνα µου το ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, αλλά ο πατέρας µου… Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, ήθελα να προχωρήσω, να πάω σε µια σχολή. Του πατέρα µου δεν του άρεσε. «Το σόι µας έχει βγάλει κανέναν ηθοποιό;» έλεγε... Έτσι, ύστερα από την παράσταση όπου γνώρισα τον Τσαρούχη, δεν έπαιξα σε κάποια άλλη. Είχα πάντως το µικρόβιο. Για να φανταστείς, πήγαινα και δούλευα τα καλοκαίρια για να αγοράζω ρούχα. Ήµουν µπροστά στη µόδα για την εποχή. Όλα παραγγελία. Το ντύσιµο που είχα έπρεπε να είναι εφάµιλλο της παρέας µου. Έκανα παρέα µε ηθοποιούς, όπως τον Μπάρκουλη, και τραγουδιστές. Όταν λοιπόν ο πατέρας µου κατάλαβε πως ήθελα να γίνω ηθοποιός, είπε σ’ έναν φίλο του οπτικό να µε πάρει να δουλέψω δίπλα του, να µάθω. «Πάρ’ τον και κάν’ τον ό,τι θες» του είπε. Ήµουν 20 χρονών, Αύγουστος του ’56. Δεν µπορούσα να πω στον πατέρα µου ότι δεν θα πάω. Άλλη ζωή τότε. Τώρα τα παιδιά είναι διαφορετικά.
galera.gr
Η γνωριµία µε τον άνθρωπο που, εν έτει 1954, στήθηκε µπροστά στον καµβά του Γιάννη Τσαρούχη ξεκίνησε από µία παρεξήγηση.
Είναι πραγµατικά δύσκολο να µην πέσει το βλέµµα στο αντίγραφο του «Ροζ Ναύτη» του Γιάννη Τσαρούχη, που είναι κρεµασµένο στον τοίχο πίσω από τον πάγκο.
«Μπαίνει πολύς κόσµος στο µαγαζί και µε ρωτάει “Τι δουλειά έχει αυτός ο πίνακας εδώ;”, κι εγώ τους απαντάω “Ξέρεις ποιος είναι αυτός στον πίνακα; Εγώ είµαι”».
Ο κ. Αθανάσιος Τσίρος είναι ιδιοκτήτης καταστήµατος οπτικών στα Εξάρχεια. Από το 1992 «δηλώνει» Εξαρχειώτης, µιας και το κατάστηµά του βρίσκεται στη συµβολή των οδών Χ. Τρικούπη και Διδότου. Πίσω από τον πάγκο του δικού του µαγαζιού είναι ο «Ροζ Ναύτης».
Κανείς σχεδόν δεν ήξερε ποιο ήταν το µοντέλο τού πίνακα, αφού ο ίδιος δεν το έχει «διαφηµίσει», όπως θα έκαναν, ίσως, κάποιοι άλλοι. Μάλιστα επί χρόνια σέρνεται η φήµη πως ο νεαρός άνδρας της φωτογραφίας ήταν ο Γιώργος Φούντας. Δεν είναι.
Ο κ. Τσίρος δηλώνει το καµάρι του «βουβά», µέσω του πίνακα που του έχει δωρίσει ο φίλος του, ο σκηνοθέτης Γιάννης Ιορδανίδης.
Η γνωριµία µας προέκυψε από µία… παρεξήγηση. «Να και ο Φούντας!» ήταν το σχόλιο συνεργάτη της ΓΑΛΕΡΑΣ που αντίκρισε τον πίνακα, όταν πριν από λίγο καιρό βρέθηκε στο µαγαζί για να φτιάξει (τι άλλο;) τα γυαλιά του. «Ποιος Φούντας; ρε; Εγώ είµαι!» ήταν η απάντηση του κ. Τσίρου.
Μοιραία ακολούθησε το ραντεβού για µία συνέντευξη.
- Πώς γνωριστήκατε µε τον Τσαρούχη;
Η γνωριµία έγινε στο θέατρο το 1955. Ήµουν στο µπαλέτο τής Ηρώς Σισµάνη, ο Τσαρούχης έκανε τα σκηνικά, και εκεί γνωριστήκαµε. Ήµασταν πολλά παιδιά κοµπάρσοι και ο Τσαρούχης επέλεξε να µου κάνει έναν πίνακα. Δεν ήξερα ακριβώς τι θα έκανε. Με πήρε και πήγαµε στο ατελιέ του –Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας– και µε έντυσε ναύτη. Ναύτης εγώ; Δεν τον ήξερα τότε τον Τσαρούχη. Πιτσιρίκος κι εγώ τότε, 19 χρονών. Πόσα µπορούσα να ήξερα από τη ζωή; Άλλες οι εποχές τότε, άλλες σήµερα. Μου έκανε τον πίνακα, τον γνωστό «Ροζ Ναύτη», και µου έκανε κι άλλο ένα πορτρέτο µικρό, µόνο µε τα χέρια µου. Η συνεργασία κράτησε περίπου ένα µήνα. Πέρασε ο καιρός, τον Τσαρούχη πότε τον έβλεπα, πότε δεν τον έβλεπα. Συναντιόµασταν, τα λέγαµε, και µου είχε πει πως αυτόν τον πίνακα τον πήρανε µαζί µε τον Ιόλα και τον πήγαν στη Νέα Υόρκη σε µια γκαλερί, και όπως µου είπε πήρε το πρώτο βραβείο, ήταν ο καλύτερος πίνακας.
-Κάποιος στη θέση σας µπορεί να κυνηγούσε τη δηµοσιότητα…
Να σου πω την αλήθεια, µε τις δουλειές και µε τα σχετικά, παντρεύτηκα κιόλας νωρίς, είχα ξεχάσει πως υπήρχε ο πίνακας, τόσο πολύ. Τον Τσαρούχη τον έβλεπα, αλλά το είχα ξεχάσει. Ειδάλλως θα του έλεγα κι εγώ «Δεν µου δίνεις κανέναν πίνακα να έχω;»… Για φαντάσου να είχα σήµερα έναν πίνακα του Τσαρούχη, µεγάλη υπόθεση. Το ’88 αυτός ο πίνακας άξιζε περισσότερα από 20 εκατοµµύρια δραχµές…
-Πώς ζήσατε τον Τσαρούχη;
Πρώτα πρώτα ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Δεν ήταν απλώς ένας Έλληνας. Ήταν το κάτι άλλο, κάτι περισσότερο από Έλληνας. Τροµερός άνθρωπος. Θυµάµαι, είχα να τον δω πολύ καιρό, ήµουν στη Βοστόνη και ερχόµουν µια φορά τον χρόνο στην Ελλάδα. Υπήρχε τηλεφωνική επικοινωνία, τον είχα δει κιόλας στο ατελιέ του στο Κολωνάκι, και όταν γύρισα στην Ελλάδα το ’83 και άνοιξα ένα µαγαζί, πάλι µε οπτικά, τηλεφωνιόµασταν, ερχόταν στο µαγαζί. Εκείνη την περίοδο είχε περάσει και µια περιπέτεια που τον ταλαιπώρησε και τον στενοχώρησε πολύ και όταν, θυµάµαι, έληξε, ήρθε κατευθείαν να µε δει στο κατάστηµά µου. Με είχε καλέσει επανειληµµένως να πάω στο σπίτι του στο Μαρούσι, αλλά δεν πήγα ούτε µια φορά. Δεν ξέρω γιατί δεν πήγα. Γενικά πηγαινοερχόµουν στην Αµερική για πολλά χρόνια, και όταν ξαναέφυγα το ’88 δεν πρόλαβα να τον δω πριν πεθάνει.
-Πολλοί νοµίζουν πως το µοντέλο του πίνακα είναι ο Γιώργος Φούντας.
Το έργο έχει γίνει το 1955. Ο Φούντας το ’55 ήταν ένας φτασµένος ηθοποιός, δεν είχε ανάγκη να κάνει το µοντέλο στον Τσαρούχη. Είναι σαν ένα δηµοσιογράφο που µου είπε πως το µοντέλο τού πίνακα είναι στη φυλακή. Και ψαχνόµουν να δω πού βρίσκοµαι. Τον αυθεντικό πάντως τον έχει ένας φίλος µου συλλέκτης. Του είχαν προτείνει από τηλεοπτική εκποµπή να πάει τον πίνακα στο πλατό για ένα αφιέρωµα στον Τσαρούχη. Αλλά είπε πως ο πίνακας δεν πρόκειται να µετακινηθεί.
-Πώς αντιµετώπισε η οικογένειά σας το γεγονός;
Η µάνα µου το ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, αλλά ο πατέρας µου… Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, ήθελα να προχωρήσω, να πάω σε µια σχολή. Του πατέρα µου δεν του άρεσε. «Το σόι µας έχει βγάλει κανέναν ηθοποιό;» έλεγε... Έτσι, ύστερα από την παράσταση όπου γνώρισα τον Τσαρούχη, δεν έπαιξα σε κάποια άλλη. Είχα πάντως το µικρόβιο. Για να φανταστείς, πήγαινα και δούλευα τα καλοκαίρια για να αγοράζω ρούχα. Ήµουν µπροστά στη µόδα για την εποχή. Όλα παραγγελία. Το ντύσιµο που είχα έπρεπε να είναι εφάµιλλο της παρέας µου. Έκανα παρέα µε ηθοποιούς, όπως τον Μπάρκουλη, και τραγουδιστές. Όταν λοιπόν ο πατέρας µου κατάλαβε πως ήθελα να γίνω ηθοποιός, είπε σ’ έναν φίλο του οπτικό να µε πάρει να δουλέψω δίπλα του, να µάθω. «Πάρ’ τον και κάν’ τον ό,τι θες» του είπε. Ήµουν 20 χρονών, Αύγουστος του ’56. Δεν µπορούσα να πω στον πατέρα µου ότι δεν θα πάω. Άλλη ζωή τότε. Τώρα τα παιδιά είναι διαφορετικά.
galera.gr
1 σχόλιο:
Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία!
Δημοσίευση σχολίου