6.1.10

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ. ΧΟΥΑΝ ΓΚΟΪΤΙΣΟΛΟ

Image Hosted by ImageShack.us
Juan Goytisolo (6/1/1931- )
.
Η εκδοτική εμφάνιση του Χουάν Γκοϊτισόλο στην χώρα μας έγινε κάπως ανάποδα. Πρώτα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του 1997 «Τρεις εβδομάδες σε ένα φανταστικό κήπο» (Εξάντας) και το 2006 το θεωρούμενο τελευταίο του «Αυλαία» (Κέδρος). Μέχρι τότε παρέμενε σχεδόν άγνωστος στη χώρα μας. Πάντως, ο Βασίλης Βασιλικός, που τον γνώρισε στο Παρίσι, στα «290 Πρόσωπα» (Ελλην.Γράμματα) περιλαμβάνει λήμα «Γκοϊτισόλο» σημειώνοντας: «είναι κι τελευταίος εξόριστος των μεσογειακών δικτατοριών…Του εύχομαι και του Χουάν “ταχείαν επάνοδον”». Μάλλον δεν έπιασαν οι ευχές του γιατί ο Γκοϊτισόλο, σήμερα, ζει «εξόριστος» στο Μαρόκο και οι εμμονές του με την Ισπανία, μόνον ανοιχτούς λογαριασμούς έχουν αφήσει στη ζωή και στο έργο του.
Διάλεξε να πολεμήσει τη χώρα του μέσα από τα κείμενα. Τα βιβλία του Γκοϊτισόλο επικοινωνούν με τα έργα του 20ου αιώνα που πάλεψαν να απαλλαγούν από την τυραννία της μορφής του ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Αποτελούν ένα παλίμψηστο της ισπανόφωνης γλώσσας και λογοτεχνίας ενώ τα ίχνη του Μπόρχες αφήνουν παντού ανεξίτηλα σημάδια. Ο Γκοϊτισόλο δεν ενδιαφέρεται για την «παλιομοδίτικη» φόρμα του ψυχολογικού μυθιστορήματος και πιστεύει ότι ένας συγγραφέας οφείλει να είναι θεωρητικά καταρτισμένος και πολιτικοποιημένος. Κατηγόρησε την Ισπανία επειδή διέγραψε το αραβικό και το εβραϊκό της κληρονομιά, υιοθετώντας την ευρωπαϊκή ομογενοποίηση.
Ο Χουάν Γκοϊτισόλο γεννήθηκε το 1931 στη Βαρκελώνη από Καταλανή μητέρα και Βάσκο πατέρα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Χοσέ, έγινε ποιητής και ο νεώτερος, ο Λουίς, μυθιστοριογράφος («Ημερολόγιο 360ο» εκδόσεις Scripta). Ο Χουάν, με το πρώτο του κι όλας μυθιστόρημα «Νεαροί Δολοφόνοι», γνώρισε μεγάλη κριτική αποδοχή. Τη δεκαετία του 50 έφυγε για το Παρίσι όπου δούλεψε σε εκδοτικούς οίκους και γνώρισε τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής. Εκείνος, όμως, που αληθινά τον επηρέασε ήταν ο Ζαν Ζενέ. Όπως ο Ε.Μ Φόρστερ, έξη δεκαετίες νωρίτερα δέχθηκε την «επιφώτιση» του Έντουαρντ Κάρπεντερ και απελευθερώθηκε, ακολουθώντας έναν Άραβα έφηβο στα στενά της Αλεξάνδρειας, έτσι κι ο Χουάν, στα λαϊκά παρισινά μπαρ, θα γνωρίσει τον δικό του Άραβα και θα επανεξετάσει την σχέση του και με την Μονίκ Λαγκ τη γυναίκα με την οποία συζούσε από χρόνια στα πλαίσια μιας ανοιχτής σχέσης.
Η νέα αυτή τροπή φάνηκε και στο έργο του. Απαξιώνοντας τα προηγούμενα μυθιστορήματα προχώρησε, το 1966, στο μυθιστόρημα «Στοιχεία ταυτότητας» το πρώτο έργο μιας τριλογίας με ισχνά ρεαλιστικά δεσίματα και προκλητικές γλωσσολογικές και μορφολογικές ανατροπές, αδιαφορώντας για την χρονική συνέπεια και την ψυχολογική εμβέλεια των ηρώων του. Ο Άλβαρο, Ισπανός εξόριστος που ζει στο Παρίσι τη δεκαετία του ’50, για να ξεφύγει από την επικράτεια του Φράνκο, από «μια τάξη πραγμάτων ασύδοτη, κενή» και να απομακρυνθεί από όσους «είχαν προσπαθήσει να κάμψουν την αντίστασή του και να τον φυλακίσουν στον άκαμπτο κορσέ ορισμένων κανόνων», επιστρέφει στην πατρίδα του, προκειμένου να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη τηλεόραση πάνω στην σφαγή από τους πολιτοφύλακες ενός αθώου πλήθους χωρικών στη Γέστε και την εργατική μετανάστευση που επακολούθησε. Στη νότια Ισπανία ξαναβιώνει σκηνές που του προκαλούν «ηθικό πόνο»: εφηβικούς έρωτες, την στενή σχέση με τον εξάδελφο Σέρχιο, που κι αυτός εξοντώθηκε άδικα στα νιάτα του, τη δολοφονία του πατέρα του το 1936 από πολιτοφύλακες.
Πράγματι, η αυτοεξορία στην Ευρώπη καθόλου δεν είχε ισχυροποιήσει τις δυνάμεις του αντιθέτως στα ταξίδια που έκανε, ως δημοσιογράφος, ομολογεί: «αγωνιζόσουν για έναν κόσμο που θα ήταν ακατοίκητος για σένα». Και όταν επιστρέφει στη Γέστε ούτε και το ντοκιμαντέρ θα αποσώσει γιατί το κατάσχουν οι αρχές. Καθώς ο ήλιος πυρώνει την γη της Ανδαλουσίας ο Άλβαρο ζει μια παραίσθηση, ένα κακό όνειρο, το παρόν προβάλλεται σαν φαινόμενο αντικατοπτρισμού. Ο αφηγητής του μυθιστορήματος προετοιμάζει την αφαίμαξη της μνήμης του και οδεύει προς μια πλήρη διαγραφή του παρελθόντος και των στοιχείων της ταυτότητάς του, διαλύοντας ταυτόχρονα και κάθε λογική συνέπεια στην αφήγηση, που τελειώνει με την οδηγία χρήσεως, «ΒΑΛΤΕ ΤΟ ΚΕΡΜΑ», γραμμένη σε τέσσερις γλώσσες.
Πρόκειται για μια τρομακτική επίδειξη συγγραφικής δεξιότητας. Ας μην ξεχνάμε και το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Το προσευχητάρι του Γκοϊτισόλο ήταν ο «Βαθμός μηδέν της γραφής» κι ο Ρολάν Μπαρτ ο καλύτερος φίλος του. Η «καταστροφή» της λογοτεχνίας και ο θάνατος του συγγραφέα προσδοκούν ανάσταση μορφών και Λαζάρους εξερχόμενους από σκοτεινές λογοτεχνικές σπηλιές. Η γλώσσα είναι η αποθέωση του μέσου, η γλώσσα στα όριά της, καταπατώντας κάθε φόρμα. Ο Χουάν Γκοϊτισόλο, την δεκαετία του εβδομήντα, αφού ολοκληρώσει την τριλογία, θα προσπαθήσει να «αφανίσει» και τον λογοτεχνικό του εαυτό. Προσπερνάει την εμπορική αποδοχή των βιβλίων του, θεωρώντας ότι ο συγγραφέας, που ζει από τα δικαιώματα των βιβλίων του, γίνεται ένα όργανο εμπορευματοποίησης και δεν ολοκληρώνει την δημιουργική του αποστολής. Από το 1975, που πρέσβευε αυτά, δεν άλλαξαν πολλά. Υιοθέτησε μια μαροκινή οικογένεια και ζει μαζί τους στο Μαρακές, επεμβαίνει στα διεθνή πολιτικά δρώμενα, διασώζει με ψηφίσματα την πλατεία Τζέμα ελ Φνα ως μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Ο Γκοϊτισόλο συγγενεύει μια γενιά συγγραφέων των οποίων η ζωή
και η γραφή διέσχισαν όρια εθνικά, ιδεολογικά και ερωτικά. Ο Ζενέ, ο Παζολίνι κι ο Καβάφης του μεσογειακού «cruising», o Λώρενς Στερν κι ο Σαντ των πρώιμων ηθικών και αφηγηματικών αποκλίσεων, η παράδοση της Ισπανοαμερικανικής σχολής με τον Λιόσα του «Πράσινου Σπιτιού», τον Μάρκες των «Εκατό χρόνων μοναξιάς», τον Λεζάμα Λίμα του αποκαλυπτικού «Paradiso», τον Ινφάντε των «Τίγρεων» και πάνω απ’ όλους με τον Θερβάντες, τον πιο «θεωρητικό» συγγραφέας του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος.
Η στάση ζωής του Γκοϊτισόλο, σε συνάρτηση με το έργο του, ξενίζει στην εποχή μας, όπου η γραφή εντάσσεται στην εκδοτική διαδικασία προσπερνώντας την λογοτεχνική δημιουργικότητα. Ο καλομαθημένος αναγνώστης θα δυσκολευτεί να προσεγγίσει τα «Στοιχεία ταυτότητας». Σε ορισμένες σελίδες, με σπαρακτικές εικόνες και διαλόγους, είναι να απορείς τι έσπρωξε τους συγγραφείς του μεταμοντερνισμού να υπονομεύσουν κάθε ρεαλιστική ευκολία και να επιλέξουν τον λογοτεχνικό τους «θάνατο». Παρ’ όλα αυτά ο Γκοϊτισόλο επιβίωσε, με δυο πατρίδες, πέντε ξένες γλώσσες και ένα τσούρμο μαροκινά εγγόνια.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (Τα Νέα, 3/6/2007)

Image Hosted by ImageShack.us

Χουαν Γκοϊτισόλο -Ζαν Ζενέ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Και μια μικρή, πλην ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια:

Η πρώτη εμφάνιση στα Ελληνικά του έργου του Goytisolo ήταν το 1984 με τα "Στοιχεία Ταυτότητας" από το Κέντρο Ισπανικών Σπουδών της Σύλβας Πάντου, σε μετάφραση Σταυρούλας Παπαδάκη, Κλαίρης Σταθάτου και Δώρας Χαϊκάλη, το οποίο ήταν αρκετά πρωτοποριακό για την εποχή του, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος συγγραφέας ήταν (και παραμένει) σχετικά άγνωστος!