Επιτέλους ο Τσαρούχης!
Της Μικέλας Χαρτουλάρη (Τα Νέα, 24/12/2009)
«Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου», έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης στα 72 του, το 1982. Αυτός ο ιδιοφυής δημιουργός με το πολύτροπο έργο, απεικόνιζε και εξέθετε ομοερωτικά θέματα από τα μέσα του ΄30, αλλά ως τα τέλη του ΄80 μετρούσε τα λόγια του για τα όσα ζωγράφιζε. Το ζήτημα της πρόδηλης ή συγκαλυμμένης ομοφυλοφιλικής ερωτικότητας ορισμένων πολύ σημαντικών πινάκων του (με τους γυμνούς και ντυμένους ναύτες π.χ.) ήταν ένα είδος ταμπού που το σέβονταν ιστορικοί και κριτικοί τέχνης. Αλλά και το ζήτημα της προσωπικής ερωτικής ζωής του, ο ίδιος δεν το έθεσε ποτέ δημόσια. Πειθαρχούσε στους κώδικες και στις απαγορεύσεις των ηθικών και κοινωνικών συμβάσεων και αποσιωπούσε τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Αυτό το ταμπού σπάει ο Ευγένιος Ματθιόπουλος με μια κριτική μελέτη-τομή που δημοσιεύεται στον επίσημο κατάλογο του Μουσείου Μπενάκη για την αναδρομική έκθεση με τα 680 έργα του Τσαρούχη. Με απόλυτη επιστημονική σοβαρότητα, σε τόνο δωρικό και όχι εντυπωσιοθηρικό, αυτός ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης αποδομεί για πρώτη φορά τη σημασία της ομοφυλοφιλίας του Τσαρούχη, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του. Το εκτενές κείμενό του λειτουργεί σαν μονογραφία ταιριαστή με τους προβληματισμούς τού 21ου αιώνα. Μία μονογραφία που θεσμοθετεί θα έλεγε κανείς, στα ελληνικά πράγματα, μια πιο σύνθετη ανάγνωση του έργου του Τσαρούχη. Μια μονογραφία που θα γράψει ιστορία, δικαιώνοντας την παρεμβατική πολιτιστική πολιτική του Μπενάκη, αλλά και τη γενναιότητα της ανιψιάς του ζωγράφου Νίκης Γρυπάρη, προέδρου του Δ.Σ. του Ιδρύματός του. «Το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας του Τσαρούχη δεν μας ενδιαφέρει μόνο, στενά, ως μια ιδιαίτερη θεματική ενότητα των έργων του», σημειώνει ο Ματθιόπουλος. «Μας ενδιαφέρει επειδή έχει καθοριστικό, λειτουργικό ρόλο τόσο στον τρόπο που σκεπτόταν και έβλεπε όσο και στο σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων στον βαθμό που καθόριζε φιλίες, συνεργασίες, συμπάθειες ή αντιπάθειες, στον βαθμό που προκαθόριζε επιλογές και δυνατότητες». Σήμερα που έχουν αναπροσανατολιστεί τα μυαλά, τα ήθη, και οι αξίες της ελληνικής κοινωνίας, σήμερα που η κριτική της τέχνης χρησιμοποιεί και κοινωνιολογικά- ανθρωπολογικά εργαλεία, το έδαφος για μια τέτοια προσέγγιση είναι πρόσφορο.
Ήδη στο διάστημα 2003- 2007 υπήρξαν στο εξωτερικό έμφυλες αναγνώσεις του Τσαρούχη, που εστίασαν στο βλέμμα, στην ηδονή, την απεικόνιση του ομοερωτισμού, όμως με μια μονομανία συχνά παραμορφωτική. Ο Ματθιόπουλος δεν πέφτει σ΄ αυτή την παγίδα όταν σπάει την ομερτά και έτσι ανοίγει πράγματι έναν δρόμο για να αποκατασταθεί στη δημόσια σφαίρα η αποσιωπημένη πλευρά της ζωής και της δημιουργίας του Τσαρούχη.
Το πολύ ενδιαφέρον με τον Τσαρούχη είναι ότι ο ίδιος «επιδίωξε να προδιαγράψει και να στερεώσει την ιστορική και αισθητική ερμηνεία του έργου του» μέσα κυρίως από έναν καταιγισμό εξομολογητικών καταθέσεων, στις οποίες επιδόθηκε με υπερβολή μετά τη Μεταπολίτευση. Έτσι, λέει ο Ματθιόπουλος, παρέσυρε τους μελετητές του στις δικές του παραδοχές, επισημάνσεις και αποσιωπήσεις, εγκλωβίζοντάς τους στον μύθο του. Αυτή η «αυτοβιογραφική στρατηγική» μάς δείχνει την ιδιοφυΐα του, αλλά και την πρεσβυωπία μας. Η μονογραφία του Γ. Πετρή για τη ζωγραφική του (1975), η εμπεριστατωμένη διατριβή της Ειρήνης Φλώρου (1989, 1999), οι ανθολογίες άρθρων του Τσαρούχη που επιμελήθηκε ο Θ. Νιάρχος, οι συζητήσεις του και τα βιωματικά στιγμιότυπα στον Στοχαστή του Μαρουσιού της Μαρίας Καραβία, το αυτοβιογραφικό κείμενό του στον τόμο του Ιδρύματος Τσαρούχη (1990), το πορτρέτο του από τον καθηγητή Ν. Χατζηνικολάου (2000)- όλα σκοντάφτουν στο «ταμπού της ομοφυλοφιλίας του». Αντίθετα, ο Ματθιόπουλος προσεγγίζει τον Τσαρούχη με «σεμνή αναίδεια», όπως λέει και ο τίτλος της μελέτης του. Διαβάζει κριτικά το πλήθος των μαρτυριών που μας τον συστήνουν (συνεντεύξεις, δηλώσεις, εκμυστηρεύσεις κ.ά.), κωφεύοντας στο πλεόνασμα των επαίνων. Φωτίζει το εσωτερικό μέτρο με το οποίο έκρινε ο Τσαρούχης τον εαυτό του, εξηγεί τις επιλογές του ως προς π.χ. τους δασκάλους του (Σικελιανό, Αγγ. Χατζημιχάλη, Παρθένη, Κόντογλου, Πικιώνη, Σ. Σπαθάρη), εμβαθύνει στον μυστικισμό του, αναλύει το αντιφατικό ιδανικό του (αγωνία του απόλυτου και παραδοχή του μέτρου). Επιπλέον εντοπίζει τους αποκλεισμούς που υπέστη επειδή εξέφρασε εικαστικά τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, όταν κανείς άλλος στην Ελλάδα δεν το έκανε (αυτός είναι κατά τον συγγραφέα ο πραγματικός λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσε να διεκδικήσει θέση καθηγητή στην ΑΣΚΤ) και καταλήγει ότι διάλεξε τη σιωπή επειδή κατάλαβε ότι δεν ήταν δυνατός ένας δημόσιος διάλογος για την ομοφυλοφιλική πλευρά της ζωγραφικής του και καμία ανιδιοτελής αναγνώριση της ιδιωτικής ζωής του.
Σκύβουμε όπως σκύβουμε στον Τσαρούχη, στην ιδιοφυΐα του, στην ανησυχία, στα βάσανά του, επειδή το παράδειγμά του εξακολουθεί να μας εμπνέει· επειδή τον έχουμε ανάγκη, γράφει ο Ματθιόπουλος. Αυτό το επιβεβαιώνουν και οι υπόλοιποι συγγραφείς του καταλόγου (Γρυπάρη, Λεβίδης, Ομπολένσκι, Καραβία, όπως παλιότερα οι Εμπειρίκος και Ελύτης).
Ωστόσο τα μηνύματα των Τσαρούχηδων σπάνια περνούν τα τείχη της χώρας μας, σχολιάζει ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβορριάς. Και στηλιτεύει την «ασυγχώρητη ολιγωρία» της Πολιτείας (αλλά και των ιστορικών τέχνης) ως προς τη διεθνοποίηση του νεοελληνικού πολιτιστικού προϊόντος. Ο Τσαρούχης θα μπορούσε πράγματι να γίνει μία από τις λοκομοτίβες της! Αλλά ακούει κανείς;
Της Μικέλας Χαρτουλάρη (Τα Νέα, 24/12/2009)
«Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου», έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης στα 72 του, το 1982. Αυτός ο ιδιοφυής δημιουργός με το πολύτροπο έργο, απεικόνιζε και εξέθετε ομοερωτικά θέματα από τα μέσα του ΄30, αλλά ως τα τέλη του ΄80 μετρούσε τα λόγια του για τα όσα ζωγράφιζε. Το ζήτημα της πρόδηλης ή συγκαλυμμένης ομοφυλοφιλικής ερωτικότητας ορισμένων πολύ σημαντικών πινάκων του (με τους γυμνούς και ντυμένους ναύτες π.χ.) ήταν ένα είδος ταμπού που το σέβονταν ιστορικοί και κριτικοί τέχνης. Αλλά και το ζήτημα της προσωπικής ερωτικής ζωής του, ο ίδιος δεν το έθεσε ποτέ δημόσια. Πειθαρχούσε στους κώδικες και στις απαγορεύσεις των ηθικών και κοινωνικών συμβάσεων και αποσιωπούσε τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Αυτό το ταμπού σπάει ο Ευγένιος Ματθιόπουλος με μια κριτική μελέτη-τομή που δημοσιεύεται στον επίσημο κατάλογο του Μουσείου Μπενάκη για την αναδρομική έκθεση με τα 680 έργα του Τσαρούχη. Με απόλυτη επιστημονική σοβαρότητα, σε τόνο δωρικό και όχι εντυπωσιοθηρικό, αυτός ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης αποδομεί για πρώτη φορά τη σημασία της ομοφυλοφιλίας του Τσαρούχη, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του. Το εκτενές κείμενό του λειτουργεί σαν μονογραφία ταιριαστή με τους προβληματισμούς τού 21ου αιώνα. Μία μονογραφία που θεσμοθετεί θα έλεγε κανείς, στα ελληνικά πράγματα, μια πιο σύνθετη ανάγνωση του έργου του Τσαρούχη. Μια μονογραφία που θα γράψει ιστορία, δικαιώνοντας την παρεμβατική πολιτιστική πολιτική του Μπενάκη, αλλά και τη γενναιότητα της ανιψιάς του ζωγράφου Νίκης Γρυπάρη, προέδρου του Δ.Σ. του Ιδρύματός του. «Το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας του Τσαρούχη δεν μας ενδιαφέρει μόνο, στενά, ως μια ιδιαίτερη θεματική ενότητα των έργων του», σημειώνει ο Ματθιόπουλος. «Μας ενδιαφέρει επειδή έχει καθοριστικό, λειτουργικό ρόλο τόσο στον τρόπο που σκεπτόταν και έβλεπε όσο και στο σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων στον βαθμό που καθόριζε φιλίες, συνεργασίες, συμπάθειες ή αντιπάθειες, στον βαθμό που προκαθόριζε επιλογές και δυνατότητες». Σήμερα που έχουν αναπροσανατολιστεί τα μυαλά, τα ήθη, και οι αξίες της ελληνικής κοινωνίας, σήμερα που η κριτική της τέχνης χρησιμοποιεί και κοινωνιολογικά- ανθρωπολογικά εργαλεία, το έδαφος για μια τέτοια προσέγγιση είναι πρόσφορο.
Ήδη στο διάστημα 2003- 2007 υπήρξαν στο εξωτερικό έμφυλες αναγνώσεις του Τσαρούχη, που εστίασαν στο βλέμμα, στην ηδονή, την απεικόνιση του ομοερωτισμού, όμως με μια μονομανία συχνά παραμορφωτική. Ο Ματθιόπουλος δεν πέφτει σ΄ αυτή την παγίδα όταν σπάει την ομερτά και έτσι ανοίγει πράγματι έναν δρόμο για να αποκατασταθεί στη δημόσια σφαίρα η αποσιωπημένη πλευρά της ζωής και της δημιουργίας του Τσαρούχη.
Το πολύ ενδιαφέρον με τον Τσαρούχη είναι ότι ο ίδιος «επιδίωξε να προδιαγράψει και να στερεώσει την ιστορική και αισθητική ερμηνεία του έργου του» μέσα κυρίως από έναν καταιγισμό εξομολογητικών καταθέσεων, στις οποίες επιδόθηκε με υπερβολή μετά τη Μεταπολίτευση. Έτσι, λέει ο Ματθιόπουλος, παρέσυρε τους μελετητές του στις δικές του παραδοχές, επισημάνσεις και αποσιωπήσεις, εγκλωβίζοντάς τους στον μύθο του. Αυτή η «αυτοβιογραφική στρατηγική» μάς δείχνει την ιδιοφυΐα του, αλλά και την πρεσβυωπία μας. Η μονογραφία του Γ. Πετρή για τη ζωγραφική του (1975), η εμπεριστατωμένη διατριβή της Ειρήνης Φλώρου (1989, 1999), οι ανθολογίες άρθρων του Τσαρούχη που επιμελήθηκε ο Θ. Νιάρχος, οι συζητήσεις του και τα βιωματικά στιγμιότυπα στον Στοχαστή του Μαρουσιού της Μαρίας Καραβία, το αυτοβιογραφικό κείμενό του στον τόμο του Ιδρύματος Τσαρούχη (1990), το πορτρέτο του από τον καθηγητή Ν. Χατζηνικολάου (2000)- όλα σκοντάφτουν στο «ταμπού της ομοφυλοφιλίας του». Αντίθετα, ο Ματθιόπουλος προσεγγίζει τον Τσαρούχη με «σεμνή αναίδεια», όπως λέει και ο τίτλος της μελέτης του. Διαβάζει κριτικά το πλήθος των μαρτυριών που μας τον συστήνουν (συνεντεύξεις, δηλώσεις, εκμυστηρεύσεις κ.ά.), κωφεύοντας στο πλεόνασμα των επαίνων. Φωτίζει το εσωτερικό μέτρο με το οποίο έκρινε ο Τσαρούχης τον εαυτό του, εξηγεί τις επιλογές του ως προς π.χ. τους δασκάλους του (Σικελιανό, Αγγ. Χατζημιχάλη, Παρθένη, Κόντογλου, Πικιώνη, Σ. Σπαθάρη), εμβαθύνει στον μυστικισμό του, αναλύει το αντιφατικό ιδανικό του (αγωνία του απόλυτου και παραδοχή του μέτρου). Επιπλέον εντοπίζει τους αποκλεισμούς που υπέστη επειδή εξέφρασε εικαστικά τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, όταν κανείς άλλος στην Ελλάδα δεν το έκανε (αυτός είναι κατά τον συγγραφέα ο πραγματικός λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσε να διεκδικήσει θέση καθηγητή στην ΑΣΚΤ) και καταλήγει ότι διάλεξε τη σιωπή επειδή κατάλαβε ότι δεν ήταν δυνατός ένας δημόσιος διάλογος για την ομοφυλοφιλική πλευρά της ζωγραφικής του και καμία ανιδιοτελής αναγνώριση της ιδιωτικής ζωής του.
Σκύβουμε όπως σκύβουμε στον Τσαρούχη, στην ιδιοφυΐα του, στην ανησυχία, στα βάσανά του, επειδή το παράδειγμά του εξακολουθεί να μας εμπνέει· επειδή τον έχουμε ανάγκη, γράφει ο Ματθιόπουλος. Αυτό το επιβεβαιώνουν και οι υπόλοιποι συγγραφείς του καταλόγου (Γρυπάρη, Λεβίδης, Ομπολένσκι, Καραβία, όπως παλιότερα οι Εμπειρίκος και Ελύτης).
Ωστόσο τα μηνύματα των Τσαρούχηδων σπάνια περνούν τα τείχη της χώρας μας, σχολιάζει ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβορριάς. Και στηλιτεύει την «ασυγχώρητη ολιγωρία» της Πολιτείας (αλλά και των ιστορικών τέχνης) ως προς τη διεθνοποίηση του νεοελληνικού πολιτιστικού προϊόντος. Ο Τσαρούχης θα μπορούσε πράγματι να γίνει μία από τις λοκομοτίβες της! Αλλά ακούει κανείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου