.
Alejandro Fernando Amenábar Cantos (born March 31, 1972 in Santiago, Chile) is a Spanish film director. Amenábar was born in Santiago, Chile in 1972, to a Spanish mother and Chilean father, but the family moved to Spain just one year after his birth. He studied cinema at Madrid's Universidad Complutense but eventually dropped out.
In addition to writing and directing his own films, Amenábar has maintained a notable career as a composer of film scores, including the Goya-nominated score for José Luis Cuerda's La lengua de las mariposas.
Amenábar was awarded the Grand Prix of the Jury at the International Venice Film Festival in 2004 for Mar adentro ("The Sea Inside"), and in February 2005 the same film won the Academy Award for Best Foreign Language Film.
In February 2004, Amenábar came out to the Spanish gay magazines Shangay Express and Zero (en.wikipedia.org)
Alejandro Fernando Amenábar Cantos (born March 31, 1972 in Santiago, Chile) is a Spanish film director. Amenábar was born in Santiago, Chile in 1972, to a Spanish mother and Chilean father, but the family moved to Spain just one year after his birth. He studied cinema at Madrid's Universidad Complutense but eventually dropped out.
In addition to writing and directing his own films, Amenábar has maintained a notable career as a composer of film scores, including the Goya-nominated score for José Luis Cuerda's La lengua de las mariposas.
Amenábar was awarded the Grand Prix of the Jury at the International Venice Film Festival in 2004 for Mar adentro ("The Sea Inside"), and in February 2005 the same film won the Academy Award for Best Foreign Language Film.
In February 2004, Amenábar came out to the Spanish gay magazines Shangay Express and Zero (en.wikipedia.org)
6 σχόλια:
Agora
Αποχαιρέτα την τήν Αλεξάνδρεια
Καθημερινή, 28/1/2010
Σκηνοθεσία: Αλεχάντρο Αμενάμπαρ
Ερμηνεία: Ρέιτσελ Βάις, Μαξ Μινγκέλα, Οσκαρ Αϊζακ, Ρούπερτ Ιβανς.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια προσπάθεια ανάσυρσης από τη λήθη της νεοπλατωνικής φιλοσόφου Υπατίας. Βιογράφοι λαϊκών αναγνωσμάτων και συγγραφείς ιστορικών και επιστημονικών συγγραμμάτων φαντάζουν σαν σε έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα αναδείξει την μαρτυρική Υπατία, που θανατώθηκε από ομάδες φανατισμένων χριστιανών, ως τον πιο καλτ μύθο της Ελληνιστικής Εποχής. Προσφάτως, προστέθηκε και ο Χιλιανός σκηνοθέτης Αλεχάντρο Αμενάμπαρ («Η θάλασσα μέσα μου», «Οι άλλοι») με την «Αgora» του.
Το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ για νέους μύθους και για γυναίκες-είδωλα της ποπ κουλτούρας είναι δικαιολογημένο. Παρομοίως δικαιολογημένο είναι και το ενδιαφέρον των ερευνητών να ρίξουν φως σε μια ιστορική φάση της ανθρωπότητας, που ήταν μεταβατική και πλήρης αντιθέσεων και αντιφάσεων.
Η Υπατία, που υπολογίζεται πως έζησε την περίοδο 370 - 415 μ.Χ., θεωρείται η πρώτη γυναίκα μαθηματικός και αστρονόμος. Οι ιστορικές πηγές τη θέλουν όμορφη, συνετή και με ευφράδεια λόγου που έπειθε και τους πιο δύσκολους ακροατές της. Στη Σχολή της Αλεξάνδρειας όπου δίδασκε είχε προσελκύσει έναν μεγάλο αριθμό μαθητών. Αντιγράφω από την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα: «Η φιλοσοφία της, περισσότερο λόγια και επιστημονική ως προς τη φύση της και λιγότερο απόκρυφη, αποτέλεσε την πεμπτουσία τού Αλεξανδρινού Νεοπλατωνισμού».
Ο φονταμενταλισμός...
Ο Αμενάμπαρ πλησιάζει από ψηλά, σαν από δορυφόρο, τη φανταστική ψηφιακή Αλεξάνδρειά του. Στη συνέχεια, την πνίγει σε μιαν αλλόκοτη ονειρική ατμόσφαιρα, προάγγελο ενός κακού εφιάλτη. Η κινηματογραφική Υπατία είναι το φωτεινό πρόσωπο της Ρέιτσελ Βάις σε μια δημόσια Αγορά, όπου τον πρώτο λόγο έχουν η λογική και η ελεύθερη σκέψη. Οπως προαναφέρθηκε, η περίοδος αυτή ήταν μεταβατική και αντιφατική και έχει αρκετά κοινά σημεία με τη σημερινή. Ο χριστιανισμός, που διαδιδόταν ταχύτατα και, σύμφωνα με την ταινία, είχε κοινωνικά χαρακτηριστικά μιας απελευθερωτικής θεολογίας, έστρεψε τις λαϊκές μάζες των προσηλυτισμένων στη νέα θρησκεία ενάντια στην ελίτ των επιστημόνων και των φιλοσόφων.
...και το πείραμα
Η Αλεξάνδρεια που περιγράφει ο Αμενάμπαρ είναι ένα πεδίο μάχης άλλοτε ανάμεσα σε ακραίες ομάδες φανατικών χριστιανών και μη χριστιανών και άλλοτε ανάμεσα σε χριστιανούς και εβραίους. Μια ανοχύρωτη πόλη, που βλέπει την ξακουστή βιβλιοθήκη της να καταστρέφεται, καθώς ο κόσμος κλυδωνίζεται αναζητώντας ένα νέο κέντρο βάρους. Η θέση του Χιλιανού σκηνοθέτη είναι ξεκάθαρη όταν τοποθετεί την Υπατία ανάμεσα σε δύο σκλάβους για το δικό του κοινωνικό πείραμα. Τον σκλάβο δεν τον απελευθερώνουν η αγάπη και η ελεημοσύνη, αλλά η επιστήμη και το πείραμα. Αυτό μας λέει, κινούμενος σε ένα πλαίσιο κοινωνικό και πολιτικό που βέβαια δεν αφορά τις υπαρξιακές ή τις μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου. Αυτά ως προς τις προθέσεις, γιατί το αποτέλεσμα θυμίζει μια ευπρόσωπη υπερπαραγωγή, σαν σαπουνόπερα με ξίφος σανδάλια και χλαμύδα.
TESIS
του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ
Υπόθεση: Η Άνχελα είναι φοιτήτρια στην Ακαδημία Κινηματογράφου της Μαδρίτης. Στην έρευνά της για να συγκεντρώσει υλικό για τη διπλωματική της - “Tesis” (από όπου και ο τίτλος της ταινίας) με θέμα τη βία στο σινεμά, συνεργάζεται με τον Τσέμα, ένα συμφοιτητή της, ο οποίος διατηρεί μία συλλογή από ταινίες βίας και πορνογραφίας. Αργότερα η Άνχελα θα βρει νεκρό τον καθηγητή της σε μια αίθουσα προβολής και θα κλέψει την ταινία που αυτός παρακολουθούσε. Καθώς βλέπει την ταινία με τον Τσέμα, ανακαλύπτει ότι πρόκειται για ένα “snuff film” με πρωταγωνίστρια μια φοιτήτρια, που είχε δεσμό με τον συμφοιτητή τους Μπόσκο. Αναζητώντας την προέλευση της κασέτας, η Άνχελα και ο Τσέμα, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε έναν επικίνδυνο κύκλο μυστηρίου και αίματος.
Άνοιξε τα μάτια
An imprisoned man hides his face behind a mask is telling his story, as a flashback, to a psychiatrist: his name is César, he is an orphan but he had inherited a fortune from his parents, and he used to live in a luxurious house of his his own. He was also very handsome and a renowned womanizer. His best friend, Pelayo, was jealous of César because he was not very successful with women. But one night, Pelayo showed up in one of César's parties with a beautiful woman named Sofía. When César met her and talked to her for a while, he began to feel something he had never felt before: love. And, although she was supposed to be Pelayo's girlfriend, he tried to woo her, spending that night at her home. But Nuria, with whom César had his last affair, was very jealous; she went to pick him up in her car the next morning, and committed suicide by crashing into a wall. César survived the crash, but his face was hideously disfigured, his handsome looks gone. Doctors said they couldn't help him. He was very depressed and still in love with Sofía. One night he went out with her and Pelayo, and he felt that they were very uncomfortable with his presence. But the morning after, his luck seemed to change completely: Sofía came to him, saying that it was he whom she really loved, and the doctors called him and told him that, with a revolutionary new technique, they could rebuild his face, which they did. César was happier than ever, but that's when the really strange and scary things started to happen...and César found out that the real nightmare had only just began for him....
Οι Άλλοι (αγγλικά: The Others) είναι το όνομα ενός ψυχολογικού θρίλερ που έκανε πρεμιέρα στη μεγάλη οθόνη το 2001. Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο ισπανικής και χιλιανικής καταγωγής Αλεχάντρο Αμεναμπάρ. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατά η Αυστραλέζα ηθοποιός Νικόλ Κίντμαν, για της οποίας την καριέρα η ταινία αποτέλεσε κομβικό σημείο. Η ταινία κέρδισε οχτώ Βραβεία Γκόγια ανάμεσα στα οποία αυτά για την Καλύτερη Ταινία και την Καλύτερη Σκηνοθεσία. Ήταν η πρώτη ισπανική ταινία που βραβεύτηκε στα Γκόγια τη στιγμή που σε αυτήν δεν ακούγεται ούτε μια ισπανική λέξη. Επίσης έλαβε υποψηφιότητα για το Χρυσό Λέοντα στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας.
Η ταινία τοποθετείται στη νήσο Τζέρσεϋ, στη Θάλασσα της Μάγχης, το 1945, μόλις μετά την λήξη της γερμανικής κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Γκρέις Στούαρτ (Νικόλ Κίντμαν), σύζυγος του Τσαρλς Στούαρτ – ενός στρατιώτη που έφυγε στον πόλεμο και του οποίου η τύχη αγνοείται – κατοικεί σε μια μεγάλη βικτωριανή έπαυλη με τα δύο μικρά παιδιά της, την Άν (Αλακίνα Μαν) και τον Νίκολας (Τζέημς Μπέντλεϋ). Στην έπαυλη αυτή όμως βασιλεύει το σκοτάδι και η σιωπή, όχι μόνο εξαιτίας των αυστηρών θρησκευτικών αρχών με τις οποίες η Γκρέις μεγαλώνει τα παιδιά της, αλλά και επειδή βαριές κουρτίνες συσκότισης καλύπτουν τα παράθυρα και οι πολυάριθμες πόρτες του σπιτιού παραμένουν αυστηρά κλειδωμένες, ακόμη και αυτές που οδηγούν από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η ευαίσθητη υγεία των δύο παιδιών που πάσχουν από μια σπάνια μορφή φωτοευαισθησίας. Σύμφωνα με την Γκρέις, η έκθεσή τους στο φως του ήλιου είναι ικανή να τα σκοτώσει.
Η ταινία ξεκινά με την άφιξη στο σπίτι τριών υπηρετών: μια ηλικιωμένη γκουβερνάντα, η κα Μιλς, ένας ηλικιωμένος κηπουρός, ο κος Τάτλς και μια μουγγή κοπέλα, η Λίντια. Όπως τους εξηγεί θυμωμένη η Γκρέις, οι προηγούμενοι υπηρέτες εγκατέλειψαν απλά το σπίτι χωρίς να πουν λέξη, ενώ από καιρό σταμάτησαν και οι επισκέψεις άλλων ατόμων όπως ο παπάς και ο ταχυδρόμος. Αφού τους εξηγεί τους κανόνες του σπιτιού, οι υπηρέτες αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους.
Σύντομα όμως, τα παράξενα φαινόμενα εντείνονται. Πράγματα μετακινούνται, πόρτες μένουν ξεκλείδωτες, βήματα ακούγονται από τα πάνω πατώματα. Ένα πιάνο παίζει μόνο του σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο. Τότε η Αν υποστηρίζει – προς μεγάλη δυσαρέσκεια της μητέρας της – πως στο σπίτι είδε ένα ζευγάρι, ένα νεαρό αγόρι, το Βίκτωρ, και μια τρομαχτική ηλικιωμένη γυναίκα, τους οποίους και ζωγραφίζει. Αρχικά η Γκρέις αρνείται με πείσμα πως κάτι τρέχει, σύντομα όμως υποψιάζεται πως στο σπίτι κατοικούν και κάποιοι… άλλοι.
Πεπεισμένη πως κάτι ανίερο κατοικεί στο σπίτι, βγαίνει στην ομίχλη για να φέρει τον τοπικό ιερέα να κάνει αγιασμό. Οι υπηρέτες μοιάζουν ανήσυχοι για το γεγονός, αλλά δεν καταφέρνουν να την αποτρέψουν. Έξω στο παγωμένο δάσος, η Γκρέις χάνεται στην παχιά ομίχλη, μα σαν από θαύμα ανακαλύπτει τον άντρα της και τον φέρνει στο σπίτι. Ωστόσο εκείνος είναι απόμακρος, μοναχικός, χαμένος στον κόσμο του. Τελικά, δηλώνει ανήσυχος όταν η κόρη του τού αποκαλύπτει κάτι που της έκανε η μητέρα της. Η Γκρέις δεν το αρνείται, αλλά αντιγυρίζει στον σύζυγό της πως ένιωθε μόνη και ανίσχυρη. Αφού περάσει μια νύχτα με τη Γκρέις, ο Τσαρλς εξαφανίζεται και πάλι.
Στο μεταξύ γίνεται σαφές πως οι υπηρέτες μηχανεύονται κάτι. Ο κηπουρός κρύβει στο κήπο τρεις ταφόπλακες με φθινοπωρινά φύλλα, ενώ η κα Μιλς ακούει με συγκατάβαση τα παράπονα της Αν για τη μητέρα της.
Μετά την αναχώρηση του Τσαρλς, η Γκρέις προσπαθεί να ξαναβάλει τη ζωή τους σε τάξη. Ωστόσο η Αν εξακολουθεί να βλέπει τη μυστηριώδη οικογένεια και την ηλικιωμένη γυναίκα. Η Γκρέις χάνει την αποφασιστικότητά της μπροστά στην κα Μιλς, η οποία την παρηγορεί λέγοντας πως «μερικές φορές ο κόσμος των νεκρών ανακατεύεται με τον κόσμο των ζωντανών». Οι δύο γυναίκες βρίσκουν και φυλλομετρούν ένα «βιβλίο των νεκρών», που δεν είναι άλλο από ένα φωτογραφικό άλμπουμ του προηγούμενου αιώνα με μακάβριες φωτογραφίες ατόμων που μόλις είχαν πεθάνει, στημένοι σε πόζες ζωντανών.
Ένα πρωί, η Γκρέις ξυπνά από τις κραυγές των παιδιών της: με τρόμο ανακαλύπτει πως όλες οι κουρτίνες του σπιτιού έχουν ξεκρεμαστεί και εξαφανιστεί. Όταν οι υπηρέτες δείχνουν απάθεια για το γεγονός, η Γκρέις πολύ θυμωμένη τους απολύει.
Εκείνη τη νύχτα, η Αν και ο Νίκολας βγαίνουν κρυφά στον κήπο και ανακαλύπτουν τους κρυμμένους τάφους. Ταυτόχρονα η Γκρέις στα δωμάτια των υπηρετών ανακαλύπτει μια φωτογραφία από το «βιβλίο των νεκρών» και με τρόμο συνειδητοποιεί πως απεικονίζει τους τρεις υπηρέτες. Τότε είναι και που τα παιδιά διαβάζουν στις ταφόπλακες τα ονόματα των υπηρετών. Τα φαντάσματά τους εμφανίζονται και πάλι και κυνηγούν τα παιδιά, που τρέχουν στην ασφάλεια του σπιτιού, ενώ η μητέρα τους προσπαθεί να τα προστατέψει με μια καραμπίνα. Τα παιδιά ανεβαίνουν τρέχοντας στα πάνω πατώματα για να κρυφτούν, μα εκεί ανακαλύπτουν την παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα. Κάτω, οι υπηρέτες εξηγούν ήρεμα στην Γκρέις πως πρέπει να μάθουν να συγκατοικούν μαζί. Εκείνη αρχίζει να καταλαβαίνει.
Επάνω η Αν και ο Νίκολας στέκονται στο πλάι της γυναίκας που είναι μέντιουμ, ενώ στο δωμάτιο λαμβάνει χώρα μια επίκλιση από τους γονείς του Βίκτωρ. Τότε μαθαίνουν και τη φρικτή αλήθεια: δεν είναι η γυναίκα που είναι φάντασμα. Φαντάσματα είναι η Αν, ο Νίκολας και η μητέρα τους. Η Γκρέις χάνει την ψυχραιμία της και μεταφυσικά επιτίθεται στους παρείσακτους.
Κατόπιν τα πράγματα ξεκαθαρίζουν τόσο για τη Γκρέις όσο και τους γύρω της. Με λυγμούς και κρατώντας τα παιδιά της στην αγκαλιά θυμάται τι είχε συμβεί: λαχταρώντας την επιστροφή του άντρα της και τσαντισμένη με τις αταξίες των παιδιών της, τα έπνιξε με ένα μαξιλάρι. Κατόπιν, αφού συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, αυτοκτόνησε με την καραμπίνα. Λίγο αργότερα είχε ξυπνήσει και ακούσει τις χαρούμενες φωνούλες των παιδιών της στο δίπλα δωμάτιο. Τότε είχε πιστέψει πως ο Θεός της έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία.
Τότε είναι και που οι τρεις τους καταλαβαίνουν ότι και ο Τσαρλς είναι νεκρός, χωρίς να έχει καταλάβει τι του συνέβη. Η κα Μιλς μιλά ήρεμα στην Γκρέις και της λέει πως θα συνηθίσουν τη νέα τους κατάσταση και πως θα υπάρχουν φορές που ούτε που θα αντιλαμβάνονται τους ενοίκους του σπιτιού. Έξω, η οικογένεια του Βίκτωρ, καθόλου ευχαριστημένοι με το γεγονός ότι το νέο τους σπίτι είναι στοιχειωμένο, πακετάρουν και φεύγουν. Από το παράθυρο, η Γκρέις και τα παιδιά της, που δεν κινδυνεύουν πλέον από το φως, τους βλέπουν να απομακρύνονται και μόνο ο μικρός Βίκτωρ ανταποδίδει το βλέμμα. Η Γκρέις θέτει τον επίλογο λέγοντας πως τίποτα δεν θα τους κάνει να φύγουν από το σπίτι.
Η θάλασσα μέσα μου
Η αληθινή ιστορία ενός τετραπληγικού που αγωνίζεται για το δικαίωμα ν' αποφασίσει για τον θάνατό του. Μια συγκινητική, δοσμένη με χιούμορ κι αγάπη για τη ζωή, ταινία. Εξαιρετική η ερμηνεία του Χαβιέρ Μπαρντέμ.
Στην ταινία αυτή του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ , ένας τετραπληγικός, ο Ραμόν Σαμπένδρο, παράλυτος από τον λαιμό ώς τα πόδια, αγωνίζεται για το δικαίωμα να πεθάνει. Ο Ραμόν έχει γύρω του συγγενείς και ανθρώπους που τον αγαπούν και τον φροντίζουν, ακούει την αγαπημένη του μουσική, δέχεται επισκέπτες και γράφει σ' ένα κομπιούτερ με στιλό που κρατάει με το στόμα. Υστερα όμως από 28 χρόνια καρφωμένος στο κρεβάτι, αρχίζει έναν αγώνα για να μπορέσει να δώσει τέρμα στη ζωή του. Το κράτος όμως θεωρεί εγκληματία όποιον τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.
Πρόκειται για μια συγκλονιστική ταινία, βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία: εκείνη του Ραμόν Σαμπένδρο από τη Γαλικία που, το 1998, παρ' όλο που δεν κατόρθωσε να πείσει το κράτος να περάσει έναν νόμο για την ευθανασία, κατάφερε τελικά να δώσει τέρμα στη ζωή του, πίνοντας υδροκυάνιο, οργανώνοντας τον θάνατό του μ' έναν έξυπνο τρόπο ώστε νομικά να μην μπορεί να κατηγορηθεί κανείς.
Λατρεύουμε :-)
Δημοσίευση σχολίου