.
Ο Θανάσης Σκρούμπελος ανάμεσα στις θρυλικές τραβεστί του μπαρ "Χαβάη"
Ο Θανάσης Σκρουμπέλος είναι ένας σημαντικός Έλληνας συγγραφέας που δεν τον ξέρουν πολλοί. Με τα "Φίδια στον Κολωνό" έδωσε πρώτος τη νεορεαλιστική εικόνα των Δυτικών Συνοικιών, στις οποίες μεγάλωσε - τη λαχτάρα για ζωή που ασφυκτιά στις όχθες του ποταμιού και στις αλάνες. Με το νέο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του "Μπλε Καστόρινα Παπούτσια", μια ροκ ιστορία από τις ταραγμένες μέρες του ’64, καταδύεται στο πιο αμαρτωλό μπαρ της εποχής, τη Χαβάη, και μιλά για τις θρυλικές τραβεστί που έκαναν εκεί πρόγραμμα, τα ταμπού μιας Ελλάδας παραζαλισμένης, το δικό του ρόλο και το πέρασμα από κει του Τένεσι Ουίλιαμς. Όλα αυτά, πάντα από τη σκοπιά ενός αριστερού ουμανισμού.
ΑΠΟ ΤΟΝ M. HULOT (Lifo, 3-2008)
- Τα βιβλία σας πόσο βιωματικά είναι;
Είναι αρκετά βιωματικά. Εκεί που διαδραματίζονται έχω γεννηθεί, στον Κολωνό, ο παππούς μου είχε μία μάντρα με κάρβουνα λίγο παρακάτω απ' τη Χαβάη. Και η Χαβάη υπήρξε πραγματικά βεβαίως, κάτω απ' το Θέατρο Περοκέ. Την είχαν επισκεφτεί μάλιστα και ο Τένεσι Ουίλιαμς με τον Τρούμαν Καπότε, ήταν το πρώτο μεταπολεμικό μαγαζί του είδους στα Βαλκάνια. Απ' το 1960 μέχρι το 1968. Όταν έγινε το βασιλικό πραξικόπημα δεν είχαν τα ερείσματα, κι έκλεισε. Δούλευε μόνο με τραβεστί - τραβεστί είναι η έννοια η νεότερη, εκείνη την εποχή δεν λέγονταν έτσι, ήταν υπάρξεις τραγικές, που ντύνονταν με γυναικεία ρούχα. Πούστης. Ο τραβεστί τώρα είναι λίγο πιο εξευγενισμένη έννοια. Τότε εξάλλου ήταν σκληρά τα πράγματα, πολύ σκληρά γι' αυτούς τους ανθρώπους.
- Στο βιβλίο δεν φαίνονται τόσο σκληρά, υπάρχει μεγάλη ανεκτικότητα...
Δεν έχω βάλει όλα τα γεγονότα, τους παρουσιάζω με μια συμπάθεια γιατί ήταν τραγικά πρόσωπα, μυθικά. Με τα φουρό τους, νέα παιδιά...
- Ποια ήταν η προσωπική σας σχέση με αυτό τον κόσμο;
Όταν γεννιέσαι σε αυτήν τη γειτονιά, είσαι αναγκαστικά παιδί της, όπως είσαι και παιδί της εποχής σου. Την κοπανάγαμε απ' το γυμνάσιο -στο 9ο πήγαινα- και πηγαίναμε στη Χαβάη για χαβαλέ - ήταν βιώματα όλα αυτά, μέσα μας. Ένα από τα παιδιά της Χαβάης ήταν συμμαθητής μου και κάναμε κολλητή παρέα, πάρα πολύ. Κι αυτός κρυφά απ' τους γονείς του πήγαινε στη Χαβάη, ντυνόταν και χόρευε. Θυμάμαι τη Βασίλω που αναφέρω στο βιβλίο να ανακοινώνει την έλευση όλων των γνωστών της ζευγαριών που έμπαιναν στο μαγαζί: η Κοντσίτα με το πουρό της, ή η Φέζω με το τεκνό της, δεν τα ξεχνάς αυτά. Μέσα στο εξτρέμ και μέσα στην πίεση την κοινωνική αυτό ήταν ένα ξέδομα. Δεν ήταν ότι ήθελαν απαραίτητα οι πελάτες να είναι ντυμένοι έτσι, γυναίκες, τα γυναικεία ρούχα όμως είχαν έναν εξωτισμό πάνω τους και το επεδίωκε και το αφεντικό της Χαβάης. Έφερναν πελατεία. Πολλοί πήγαιναν για χαβαλέ στην αρχή, για να δουν τις «πούστρες» να χορεύουν και σιγά σιγά τους τσίμπαγαν... Πέρα από αυτό, και τα ίδια τα παιδιά -μου τα έλεγε το φιλαράκι μου- μέσα εκεί ξέδιναν, αισθάνονταν ελευθερία σε ένα χώρο κλεισμένο και αυστηρά ελεγχόμενο. Δεν μπορούσε να μπει κάποιος να κάνει το μάγκα και τσαμπουκά μέσα στο μαγαζί, γιατί τον έφαγαν. Μέχρι το 1968 που έκλεισαν τη Χαβάη είχαν σκοτωθεί 5 άνθρωποι, τους είχαν σφάξει με μαχαίρι. Τα είχαμε ζήσει δίπλα μας. Δεν ερχόντουσαν μόνο για το σεξ, η Ραχήλ, π.χ., που πέθανε απ' την πρέζα, ερχόταν για να βγάλει λεφτά. Για τους πιο πολλούς δεν το ήξερε η οικογένειά τους, ζούσαν και κοιμόντουσαν εκεί μέσα τα βράδια. Πολλοί έμπαιναν στη Χαβάη γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Θυμάμαι μια περίπτωση που ένας πατέρας ΕΑΤατζής ανέβηκε στην ταράτσα κι απειλούσε να πέσει να αυτοκτονήσει, αν δεν έφευγε το παιδί του από εκεί. Ήταν πολύ σκληρά τα πράγματα. Ήταν ένα ταμπού που σου τρέλαινε το μυαλό, ειδικά στους οικογενειάρχες νοικοκυραίους.
- Το ταμπού παραμένει...
Εντάξει, τώρα δεν είναι έτσι ακριβώς. Εμένα δεν θα με πείραζε, θα του στεκόμουν του παιδιού. Απ' τη στιγμή που θα διάλεγε αυτόν το δρόμο, θα του στεκόμουν. Τις έχω ζήσει αυτές τις κόντρες, το στέλνεις απέναντι, στην παρανομία και στη βρόμα.
- Τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι όταν έκλεισε η Χαβάη;
Φτιάχτηκαν κι άλλα μαγαζιά όταν έκλεισε η Χαβάη. Πιο κάτω ήταν τα 7 αδέλφια του Δράκου. Γίνανε διάφορες ταβέρνες, πάλι στις δυτικές συνοικίες, υπήρχε και κάποιο μαγαζί στον Άγιο Νικόλαο στην Αχαρνών. Υπάρχουν και τώρα, αλλά είναι εξευγενισμένα, έχω δει στη Θεσσαλονίκη. Αλλά είναι κανονικές τραβέστες, με drag show, τέτοια. Τότε ήταν το φτηνό κρέας, πήγαινε ο λαϊκός κόσμος, ο εργάτης, ο φαντάρος, και οι διαχωρισμοί ήταν σαφείς: κωλομπαράς, μπώκος, μπινές, πούστης, δεν υπήρχε η λέξη ομοφυλοφιλία τότε, ήταν άγνωστη.
Ο Θανάσης Σκρούμπελος ανάμεσα στις θρυλικές τραβεστί του μπαρ "Χαβάη"
Ο Θανάσης Σκρουμπέλος είναι ένας σημαντικός Έλληνας συγγραφέας που δεν τον ξέρουν πολλοί. Με τα "Φίδια στον Κολωνό" έδωσε πρώτος τη νεορεαλιστική εικόνα των Δυτικών Συνοικιών, στις οποίες μεγάλωσε - τη λαχτάρα για ζωή που ασφυκτιά στις όχθες του ποταμιού και στις αλάνες. Με το νέο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του "Μπλε Καστόρινα Παπούτσια", μια ροκ ιστορία από τις ταραγμένες μέρες του ’64, καταδύεται στο πιο αμαρτωλό μπαρ της εποχής, τη Χαβάη, και μιλά για τις θρυλικές τραβεστί που έκαναν εκεί πρόγραμμα, τα ταμπού μιας Ελλάδας παραζαλισμένης, το δικό του ρόλο και το πέρασμα από κει του Τένεσι Ουίλιαμς. Όλα αυτά, πάντα από τη σκοπιά ενός αριστερού ουμανισμού.
ΑΠΟ ΤΟΝ M. HULOT (Lifo, 3-2008)
- Τα βιβλία σας πόσο βιωματικά είναι;
Είναι αρκετά βιωματικά. Εκεί που διαδραματίζονται έχω γεννηθεί, στον Κολωνό, ο παππούς μου είχε μία μάντρα με κάρβουνα λίγο παρακάτω απ' τη Χαβάη. Και η Χαβάη υπήρξε πραγματικά βεβαίως, κάτω απ' το Θέατρο Περοκέ. Την είχαν επισκεφτεί μάλιστα και ο Τένεσι Ουίλιαμς με τον Τρούμαν Καπότε, ήταν το πρώτο μεταπολεμικό μαγαζί του είδους στα Βαλκάνια. Απ' το 1960 μέχρι το 1968. Όταν έγινε το βασιλικό πραξικόπημα δεν είχαν τα ερείσματα, κι έκλεισε. Δούλευε μόνο με τραβεστί - τραβεστί είναι η έννοια η νεότερη, εκείνη την εποχή δεν λέγονταν έτσι, ήταν υπάρξεις τραγικές, που ντύνονταν με γυναικεία ρούχα. Πούστης. Ο τραβεστί τώρα είναι λίγο πιο εξευγενισμένη έννοια. Τότε εξάλλου ήταν σκληρά τα πράγματα, πολύ σκληρά γι' αυτούς τους ανθρώπους.
- Στο βιβλίο δεν φαίνονται τόσο σκληρά, υπάρχει μεγάλη ανεκτικότητα...
Δεν έχω βάλει όλα τα γεγονότα, τους παρουσιάζω με μια συμπάθεια γιατί ήταν τραγικά πρόσωπα, μυθικά. Με τα φουρό τους, νέα παιδιά...
- Ποια ήταν η προσωπική σας σχέση με αυτό τον κόσμο;
Όταν γεννιέσαι σε αυτήν τη γειτονιά, είσαι αναγκαστικά παιδί της, όπως είσαι και παιδί της εποχής σου. Την κοπανάγαμε απ' το γυμνάσιο -στο 9ο πήγαινα- και πηγαίναμε στη Χαβάη για χαβαλέ - ήταν βιώματα όλα αυτά, μέσα μας. Ένα από τα παιδιά της Χαβάης ήταν συμμαθητής μου και κάναμε κολλητή παρέα, πάρα πολύ. Κι αυτός κρυφά απ' τους γονείς του πήγαινε στη Χαβάη, ντυνόταν και χόρευε. Θυμάμαι τη Βασίλω που αναφέρω στο βιβλίο να ανακοινώνει την έλευση όλων των γνωστών της ζευγαριών που έμπαιναν στο μαγαζί: η Κοντσίτα με το πουρό της, ή η Φέζω με το τεκνό της, δεν τα ξεχνάς αυτά. Μέσα στο εξτρέμ και μέσα στην πίεση την κοινωνική αυτό ήταν ένα ξέδομα. Δεν ήταν ότι ήθελαν απαραίτητα οι πελάτες να είναι ντυμένοι έτσι, γυναίκες, τα γυναικεία ρούχα όμως είχαν έναν εξωτισμό πάνω τους και το επεδίωκε και το αφεντικό της Χαβάης. Έφερναν πελατεία. Πολλοί πήγαιναν για χαβαλέ στην αρχή, για να δουν τις «πούστρες» να χορεύουν και σιγά σιγά τους τσίμπαγαν... Πέρα από αυτό, και τα ίδια τα παιδιά -μου τα έλεγε το φιλαράκι μου- μέσα εκεί ξέδιναν, αισθάνονταν ελευθερία σε ένα χώρο κλεισμένο και αυστηρά ελεγχόμενο. Δεν μπορούσε να μπει κάποιος να κάνει το μάγκα και τσαμπουκά μέσα στο μαγαζί, γιατί τον έφαγαν. Μέχρι το 1968 που έκλεισαν τη Χαβάη είχαν σκοτωθεί 5 άνθρωποι, τους είχαν σφάξει με μαχαίρι. Τα είχαμε ζήσει δίπλα μας. Δεν ερχόντουσαν μόνο για το σεξ, η Ραχήλ, π.χ., που πέθανε απ' την πρέζα, ερχόταν για να βγάλει λεφτά. Για τους πιο πολλούς δεν το ήξερε η οικογένειά τους, ζούσαν και κοιμόντουσαν εκεί μέσα τα βράδια. Πολλοί έμπαιναν στη Χαβάη γιατί δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Θυμάμαι μια περίπτωση που ένας πατέρας ΕΑΤατζής ανέβηκε στην ταράτσα κι απειλούσε να πέσει να αυτοκτονήσει, αν δεν έφευγε το παιδί του από εκεί. Ήταν πολύ σκληρά τα πράγματα. Ήταν ένα ταμπού που σου τρέλαινε το μυαλό, ειδικά στους οικογενειάρχες νοικοκυραίους.
- Το ταμπού παραμένει...
Εντάξει, τώρα δεν είναι έτσι ακριβώς. Εμένα δεν θα με πείραζε, θα του στεκόμουν του παιδιού. Απ' τη στιγμή που θα διάλεγε αυτόν το δρόμο, θα του στεκόμουν. Τις έχω ζήσει αυτές τις κόντρες, το στέλνεις απέναντι, στην παρανομία και στη βρόμα.
- Τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι όταν έκλεισε η Χαβάη;
Φτιάχτηκαν κι άλλα μαγαζιά όταν έκλεισε η Χαβάη. Πιο κάτω ήταν τα 7 αδέλφια του Δράκου. Γίνανε διάφορες ταβέρνες, πάλι στις δυτικές συνοικίες, υπήρχε και κάποιο μαγαζί στον Άγιο Νικόλαο στην Αχαρνών. Υπάρχουν και τώρα, αλλά είναι εξευγενισμένα, έχω δει στη Θεσσαλονίκη. Αλλά είναι κανονικές τραβέστες, με drag show, τέτοια. Τότε ήταν το φτηνό κρέας, πήγαινε ο λαϊκός κόσμος, ο εργάτης, ο φαντάρος, και οι διαχωρισμοί ήταν σαφείς: κωλομπαράς, μπώκος, μπινές, πούστης, δεν υπήρχε η λέξη ομοφυλοφιλία τότε, ήταν άγνωστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου