.
Υπηρέτησε μόνο την τέχνη
50 ΧΡΟΝΙΑ από τον θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου
Γεώργιος Μαλούχος (Το Βήμα, 3/1/2010)
Είχε πει κάποτε ότι θα ήθελε να πεθάνει πέφτοντας από την κορυφή ενός βουνού. Και, τελικά, ακόμη και στον θάνατό του υπήρξε συνεπής. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος, που ήταν δεινός ορειβάτης, πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1960 «πέφτοντας» από μία από τις ψηλότερες κορυφές του ανθρώπινου πνεύματος: διευθύνοντας την Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου στην πρόβα της Τρίτης Συμφωνίας του Γκούσταφ Μάλερ. «Βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση έκστασης και παροξυσμού ώστε μας κοιτούσε σαν να ήταν κάποιος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης που βοά στην έρημο.Τη στιγμή εκείνηήμουν ολότελα συντετριμμένος. Δεν σταμάτησα βέβαια να παίζω,ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω, αλλά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Και αυτό μπορούσε να συμβεί με τον Μητρόπουλο οποτεδήποτε,με οποιοδήποτε μουσικό έργο». Ετσι τον θυμάται να διευθύνει την είσοδο των κόρνων στο πρώτο μέρος της Δεύτερης Συμφωνίας του Σεργκέι Ραχμάνινοφ ο Γκάθνερ Σούλερ, κορνίστας στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης τα χρόνια που ο Δημήτρης Μητρόπουλος βρισκόταν επικεφαλής της.
Η μαρτυρία του Σούλερ είναι ίσως και η πιο βαθιά και εναργής περιγραφή της ουσίας του Δημήτρη Μητρόπουλου και όσων προσέφερε στην τέχνη του. Η εντελώς μοναδική μουσική ευαισθησία, η ενέργεια και η ιδιοφυΐα του όμως δεν στάθηκαν αρκετές για να τον προφυλάξουν από κάτι που ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε στη ζωή του να γνωρίσει ή να υπηρετήσει: την «πολιτική» της μουσικής. Ετσι το μέγα και καθοριστικό πλήγμα ήρθε από την ίδια του την Ορχήστρα: «Μη μου μιλάτε για τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Αυτή δεν είναι ορχήστρα. Είναι πτέρυγα δολοφόνων. Αν δεν με πιστεύετε, δείτε τι έκαναν στον καημένο τον Μητρόπουλο» απάντησε ο σκληρότερος ίσως αρχιμουσικός της εποχής των «μεγάλων», ο Γκέοργκ Σελ, όταν, στα 1968, του προτάθηκε να αναλάβει τη Νέα Υόρκη για να την περισώσει από την παρακμή στην οποία τότε κατρακυλούσε. Αγνόησε τη μουσική βιομηχανία
Τι ήταν όμως αυτό που «έκαναν» στον Μητρόπουλο οι Νεοϋορκέζοι, Ορχήστρα και κριτικοί- με «επικεφαλής» στην εναντίον του εκστρατεία τον «πρύτανη» των νεοϋορκέζων μουσικοκριτικών της εποχής Τάουμπαν; Μάλλον πρόκειται για λάθος ερώτημα. Το σωστό ερώτημα είναι το ακριβώς αντίστροφο: Τι «έκανε» ο Μητρόπουλος σε όλους αυτούς; Και η απάντηση είναι απλή: με τη ζωή και τη δουλειά του υπηρέτησε αποκλειστικά και μόνο την τέχνη του παραβλέποντας εντελώς τα χρήματα, τις ανάγκες της διαρκώς ανερχόμενης, ανθούσας τότε δισκογραφικής βιομηχανίας αλλά και την «υψηλή κοινωνία» της Νέας Υόρκης με τις απαιτήσεις και τις προδιαγραφές της.
Από το 1949 που ανέλαβε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης ως τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του 1950 που σταδιακά βρέθηκαν σε σύγκρουση αρχιμουσικός και Ορχήστρα θεωρούνταν από πολλούς στην Αμερική και στην Ευρώπη περίπου ό,τι σημαντικότερο διέθετε η διεθνής μουσική σκηνή. Την εποχή εκείνη και στις δύο όχθες του Ατλαντικού η μουσική βιομηχανία ηχογραφούσε ασταμάτητα. Με τον Μητρόπουλο όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν απλό καθώς προσανατόλιζε το ρεπερτόριό του κυρίως στα τέλη του ρομαντισμού ως και τη σύγχρονη μουσική της εποχής του. Το «βαρύ πυροβολικό» της μουσικής που οι εταιρείες ήθελαν να ηχογραφήσουν και οι καταναλωτές ήθελαν να αγοράσουν εν πολλοίς απουσίαζε από τις επιλογές του: δεν σκέφτηκε ποτέ να ηχογραφήσει κύκλους συμφωνιών του Χάιντν, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, ακόμη και του Μπραμς, την ίδια ώρα που άλλες ορχήστρες το έκαναν, σε ορισμένες περιπτώσεις δύο ή ακόμη και τρεις φορές. Το πλήγμα για τη βιομηχανία ήταν τεράστιο. Η ανάγκη του να διερευνήσει άλλα πεδία της μουσικής, ανάγκη που τον είχε κάνει τόσο αγαπητό νωρίτερα στη Μινεάπολη, όπου έμεινε από το 1938 ως το 1949, αλλά και οδήγησε την Ευρώπη να τον λατρέψει ιδίως τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, ήταν μια ανάγκη την οποία ουδέποτε αποδέχθηκε πραγματικά η υπερσυντηρητική μουσική κοινωνία της Νέας Υόρκης της εποχής.
Το «διαζύγιό» του με τη Φιλαρμονική τού στοίχισε πολύ. Η δεύτερη και πολύ σοβαρή καρδιακή προσβολή ήρθε τον Ιανουάριο του 1959. Οι συστάσεις των για τρών του να σταματήσει ήταν απόλυτες. Φυσικά δεν σταμάτησε. Αντίθετα, συνέχισε να διευθύνει όλο και πιο απαιτητικά σε μουσικές δυνάμεις έργα.
Αν και τα περισσότερα χρόνια του τα πέρασε στην Αμερική, η Ευρώπη ήταν εκείνη που τον σεβάστηκε όσο ελάχιστους αρχιμουσικούς τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν πέθανε ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, ο θρυλικός γερμανός αρχιμουσικός, το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ κάλεσε τον Δημήτρη Μητρόπουλο να πάρει τη θέση του στο πόντιουμ.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος άφησε πίσω του ελάχιστες «επίσημες» ηχογραφήσεις, εκ των οποίων οι περισσότερες είναι σε έργα γραμμένα στα τέλη του 19ου ή στις αρχές και στα μέσα του 20ού αιώνα. Σήμερα οι λεγόμενες «ζωντανές» ηχογραφήσεις του εκδίδονται και επανεκδίδονται ασταμάτητα. Και οι μουσικόφιλοι όλου του κόσμου τις αποθησαυρίζουν σαν ένα είδος «γκράαλ» της δισκογραφίας. Ανάμεσά τους ορισμένες από τις συμφωνίες του Γκούσταφ Μάλερ, των οποίων υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους υπερασπιστές σε εποχές που οι περισσότεροι τις αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν ο πρώτος αρχιμουσικός που, στα 1940, στη Μινεάπολη, ηχογράφησε την Πρώτη Συμφωνία του συνθέτη.
Και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, με τον Μάλερ ξεκίνησε και με τον Μάλερ ολοκλήρωσε το συγκλονιστικό πέρασμά του από τον κόσμο των θνητών, που δεν χωρούσε το πνεύμα του...
Υπηρέτησε μόνο την τέχνη
50 ΧΡΟΝΙΑ από τον θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου
Γεώργιος Μαλούχος (Το Βήμα, 3/1/2010)
Είχε πει κάποτε ότι θα ήθελε να πεθάνει πέφτοντας από την κορυφή ενός βουνού. Και, τελικά, ακόμη και στον θάνατό του υπήρξε συνεπής. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος, που ήταν δεινός ορειβάτης, πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1960 «πέφτοντας» από μία από τις ψηλότερες κορυφές του ανθρώπινου πνεύματος: διευθύνοντας την Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου στην πρόβα της Τρίτης Συμφωνίας του Γκούσταφ Μάλερ. «Βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση έκστασης και παροξυσμού ώστε μας κοιτούσε σαν να ήταν κάποιος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης που βοά στην έρημο.Τη στιγμή εκείνηήμουν ολότελα συντετριμμένος. Δεν σταμάτησα βέβαια να παίζω,ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω, αλλά δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Και αυτό μπορούσε να συμβεί με τον Μητρόπουλο οποτεδήποτε,με οποιοδήποτε μουσικό έργο». Ετσι τον θυμάται να διευθύνει την είσοδο των κόρνων στο πρώτο μέρος της Δεύτερης Συμφωνίας του Σεργκέι Ραχμάνινοφ ο Γκάθνερ Σούλερ, κορνίστας στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης τα χρόνια που ο Δημήτρης Μητρόπουλος βρισκόταν επικεφαλής της.
Η μαρτυρία του Σούλερ είναι ίσως και η πιο βαθιά και εναργής περιγραφή της ουσίας του Δημήτρη Μητρόπουλου και όσων προσέφερε στην τέχνη του. Η εντελώς μοναδική μουσική ευαισθησία, η ενέργεια και η ιδιοφυΐα του όμως δεν στάθηκαν αρκετές για να τον προφυλάξουν από κάτι που ούτε γνώριζε ούτε τον ενδιέφερε στη ζωή του να γνωρίσει ή να υπηρετήσει: την «πολιτική» της μουσικής. Ετσι το μέγα και καθοριστικό πλήγμα ήρθε από την ίδια του την Ορχήστρα: «Μη μου μιλάτε για τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Αυτή δεν είναι ορχήστρα. Είναι πτέρυγα δολοφόνων. Αν δεν με πιστεύετε, δείτε τι έκαναν στον καημένο τον Μητρόπουλο» απάντησε ο σκληρότερος ίσως αρχιμουσικός της εποχής των «μεγάλων», ο Γκέοργκ Σελ, όταν, στα 1968, του προτάθηκε να αναλάβει τη Νέα Υόρκη για να την περισώσει από την παρακμή στην οποία τότε κατρακυλούσε. Αγνόησε τη μουσική βιομηχανία
Τι ήταν όμως αυτό που «έκαναν» στον Μητρόπουλο οι Νεοϋορκέζοι, Ορχήστρα και κριτικοί- με «επικεφαλής» στην εναντίον του εκστρατεία τον «πρύτανη» των νεοϋορκέζων μουσικοκριτικών της εποχής Τάουμπαν; Μάλλον πρόκειται για λάθος ερώτημα. Το σωστό ερώτημα είναι το ακριβώς αντίστροφο: Τι «έκανε» ο Μητρόπουλος σε όλους αυτούς; Και η απάντηση είναι απλή: με τη ζωή και τη δουλειά του υπηρέτησε αποκλειστικά και μόνο την τέχνη του παραβλέποντας εντελώς τα χρήματα, τις ανάγκες της διαρκώς ανερχόμενης, ανθούσας τότε δισκογραφικής βιομηχανίας αλλά και την «υψηλή κοινωνία» της Νέας Υόρκης με τις απαιτήσεις και τις προδιαγραφές της.
Από το 1949 που ανέλαβε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης ως τα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του 1950 που σταδιακά βρέθηκαν σε σύγκρουση αρχιμουσικός και Ορχήστρα θεωρούνταν από πολλούς στην Αμερική και στην Ευρώπη περίπου ό,τι σημαντικότερο διέθετε η διεθνής μουσική σκηνή. Την εποχή εκείνη και στις δύο όχθες του Ατλαντικού η μουσική βιομηχανία ηχογραφούσε ασταμάτητα. Με τον Μητρόπουλο όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν απλό καθώς προσανατόλιζε το ρεπερτόριό του κυρίως στα τέλη του ρομαντισμού ως και τη σύγχρονη μουσική της εποχής του. Το «βαρύ πυροβολικό» της μουσικής που οι εταιρείες ήθελαν να ηχογραφήσουν και οι καταναλωτές ήθελαν να αγοράσουν εν πολλοίς απουσίαζε από τις επιλογές του: δεν σκέφτηκε ποτέ να ηχογραφήσει κύκλους συμφωνιών του Χάιντν, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, ακόμη και του Μπραμς, την ίδια ώρα που άλλες ορχήστρες το έκαναν, σε ορισμένες περιπτώσεις δύο ή ακόμη και τρεις φορές. Το πλήγμα για τη βιομηχανία ήταν τεράστιο. Η ανάγκη του να διερευνήσει άλλα πεδία της μουσικής, ανάγκη που τον είχε κάνει τόσο αγαπητό νωρίτερα στη Μινεάπολη, όπου έμεινε από το 1938 ως το 1949, αλλά και οδήγησε την Ευρώπη να τον λατρέψει ιδίως τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, ήταν μια ανάγκη την οποία ουδέποτε αποδέχθηκε πραγματικά η υπερσυντηρητική μουσική κοινωνία της Νέας Υόρκης της εποχής.
Το «διαζύγιό» του με τη Φιλαρμονική τού στοίχισε πολύ. Η δεύτερη και πολύ σοβαρή καρδιακή προσβολή ήρθε τον Ιανουάριο του 1959. Οι συστάσεις των για τρών του να σταματήσει ήταν απόλυτες. Φυσικά δεν σταμάτησε. Αντίθετα, συνέχισε να διευθύνει όλο και πιο απαιτητικά σε μουσικές δυνάμεις έργα.
Αν και τα περισσότερα χρόνια του τα πέρασε στην Αμερική, η Ευρώπη ήταν εκείνη που τον σεβάστηκε όσο ελάχιστους αρχιμουσικούς τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν πέθανε ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, ο θρυλικός γερμανός αρχιμουσικός, το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ κάλεσε τον Δημήτρη Μητρόπουλο να πάρει τη θέση του στο πόντιουμ.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος άφησε πίσω του ελάχιστες «επίσημες» ηχογραφήσεις, εκ των οποίων οι περισσότερες είναι σε έργα γραμμένα στα τέλη του 19ου ή στις αρχές και στα μέσα του 20ού αιώνα. Σήμερα οι λεγόμενες «ζωντανές» ηχογραφήσεις του εκδίδονται και επανεκδίδονται ασταμάτητα. Και οι μουσικόφιλοι όλου του κόσμου τις αποθησαυρίζουν σαν ένα είδος «γκράαλ» της δισκογραφίας. Ανάμεσά τους ορισμένες από τις συμφωνίες του Γκούσταφ Μάλερ, των οποίων υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους υπερασπιστές σε εποχές που οι περισσότεροι τις αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν ο πρώτος αρχιμουσικός που, στα 1940, στη Μινεάπολη, ηχογράφησε την Πρώτη Συμφωνία του συνθέτη.
Και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, με τον Μάλερ ξεκίνησε και με τον Μάλερ ολοκλήρωσε το συγκλονιστικό πέρασμά του από τον κόσμο των θνητών, που δεν χωρούσε το πνεύμα του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου