.
«Έχω πολλές στενοχώριες, η οικογένειά μου είναι πολύ κακιά μαζί μου. Νομίζω πως θα με στείλουν εσωτερικό στην επαρχία», παραπονιέται ο Μαρσέλ στον Ζακ και καταλήγει σε μια πραγματική εξομολόγηση: «Σε φιλώ και σ’ αγαπώ».
Απαγορεύεται λοιπόν να δει τον Ζακ. Ο Μαρσέλ όμως δεν είναι το πειθήνιο παιδί που φανταζόμαστε. Αρνείται να υπακούσει. Η Ζαν κάνει μια στρατηγική αναδίπλωση: έστω, αλλά απαγορεύεται να βρεθούν στο σπίτι του ενός ή του άλλου (γεγονός που αποδεικνύει ότι αυτό που φοβάται πάνω από όλα είναι να βρεθούν μόνοι). «Εκρήξεις θυμού, υπόκωφη απελπισία, απειλές, κακή υγεία», ο Μαρσέλ χρησιμοποιεί όλα τα όπλα, συμπεριλαμβανομένου του εκβιασμού ότι θα αρρωστήσει, που είναι η ειδικότητά του. Η Ζαν όμως είναι ανυποχώρητη. Τίποτε δεν πιάνει. Και πάνω στη βράση, ο πατέρας θίγει το φλέγον ζήτημα του αυνανισμού. Μπορεί να μην είναι καλή κίνηση από πλευράς πολιτικής, αλλά είναι δύσκολο να μην αντιληφθεί κανείς το συσχετισμό στο μυαλό των γονιών.
Γιατί εκείνη την εποχή η Ζαν ξέρει. Κι ο γιος της ξέρει ότι εκείνη ξέρει, όπως μαρτυρεί η αρχή του γράμματός του στον Ζακ:
Απαγορεύεται λοιπόν να δει τον Ζακ. Ο Μαρσέλ όμως δεν είναι το πειθήνιο παιδί που φανταζόμαστε. Αρνείται να υπακούσει. Η Ζαν κάνει μια στρατηγική αναδίπλωση: έστω, αλλά απαγορεύεται να βρεθούν στο σπίτι του ενός ή του άλλου (γεγονός που αποδεικνύει ότι αυτό που φοβάται πάνω από όλα είναι να βρεθούν μόνοι). «Εκρήξεις θυμού, υπόκωφη απελπισία, απειλές, κακή υγεία», ο Μαρσέλ χρησιμοποιεί όλα τα όπλα, συμπεριλαμβανομένου του εκβιασμού ότι θα αρρωστήσει, που είναι η ειδικότητά του. Η Ζαν όμως είναι ανυποχώρητη. Τίποτε δεν πιάνει. Και πάνω στη βράση, ο πατέρας θίγει το φλέγον ζήτημα του αυνανισμού. Μπορεί να μην είναι καλή κίνηση από πλευράς πολιτικής, αλλά είναι δύσκολο να μην αντιληφθεί κανείς το συσχετισμό στο μυαλό των γονιών.
Γιατί εκείνη την εποχή η Ζαν ξέρει. Κι ο γιος της ξέρει ότι εκείνη ξέρει, όπως μαρτυρεί η αρχή του γράμματός του στον Ζακ:
.
.....Αγαπημένε,
.....Αγαπημένε,
.....Το γιατί δεν το ξέρω. Και για πόσο καιρό; Μπορεί για πάντα, μπορεί για λίγες μέρες. Γιατί; … Ίσως διότι φοβάται αυτή την κάπως υπερβολική – έτσι δεν είναι; - τρυφερότητα εκ μέρους μου, η οποία μπορεί να εκφυλιστεί (ίσως αυτό πιστεύει) σε …ηδυπαθή τρυφερότητα.
.
Έτσι εξαλείφεται μια πρώτη αμφιβολία: η Μαμά, όχι απλώς γνωρίζει τα πάντα, αλλά έχει ανησυχήσει από πολύ νωρίς και έχει επιχειρήσει να βάλει φρένο σε τούτη την τάση, η οποία μπορεί να «εκφυλιστεί», όπως γράφει ο γιος της. Τα «μπορεί» και τα «ίσως», με τα οποία διανθίσει το λόγο του, δεν πρέπει να μας παραπλανήσουν. Ασφαλώς, η Ζαν δεν είναι ακόμη σίγουρη για τίποτε. Ωστόσο, κάτι μυρίζεται. Ξέρει καλά την ευαισθησία του Μαρσέλ, την τάση του να δένεται και την ανάγκη του να αγαπιέται. Πρώτα η Μαρί, τώρα ο Ζακ. Είναι πολύ νέος και δεν διακρίνει καθαρά τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια παθιασμένη φιλία και στα απαγορευμένα συναισθήματα. Εκείνη πρέπει να τον προστατεύσει χωρίζοντάς τον με τη βία από αυτό το αγόρι. Τα πράγματα θα επανέλθουν στην τάξη από μόνα τους.
Από τότε δεν θα πάψει ποτέ να βρίσκεται σε επιφυλακή. Κι όταν βεβαιωθεί απολύτως, θα φοβάται για λογαριασμό του ότι θα υποφέρει και ότι θα κάνει κακές γνωριμίες’ θα φοβάται τα κουτσομπολιά, τη γελοιοποίηση από κάποια φωτογραφική πόζα, το τι θα πει ο κόσμος. Για καιρό, θα τρέφει την ελπίδα ότι θα τον δει να παντρεύεται. Η εμφάνιση κάθε καινούργιας φίλης – γιατί ο Μαρσέλ θα αγαπήσει γυναίκες ή θα πει ότι τις αγαπάει – θα αναζωπυρώνει την ελπίδα. Γνωρίστε του κοπέλες, θα ζητήσει από τον φίλο του, τον Μωρίς Ντυπλαί, ο οποίος είναι λάτρης των ωραίων γυναικών. Του Μαρσέλ όμως δεν του λείπουν οι γνωριμίες με κοπέλες. Του λείπει ο πόθος.
Στο τέλος, θα το αποδεχτεί. Θα αποδεχτεί τα πάντα. Γιατί είναι γιος της. Μεταξύ τους δεν θα ειπωθεί το παραμικρό. Εκείνη όμως θα το ξέρει. Σύμφωνα με τον Μωρίς Ντυπλαί, «η κυρία Προυστ γνώριζε τα ήθη του γιου της και την κακή του φήμη». Το μυστικό τους σύνθημα θα είναι «κάνε σαν να μην το ξέρω», μια σιωπηρή και κρυφή άρση της απαγόρευσης, η οποία ισχύει περισσότερο για τις λέξεις παρά για τα πράγματα. Το επονείδιστο αυτό μυστικό θα παραμείνει κρυφό μεταξύ τους, αλλά και προφανές. «[…] Γιοι χωρίς μητέρα, στην οποία είναι αναγκασμένοι να ψεύδονται σε όλη της τη ζωή, ακόμη και την ώρα που της κλείνουν τα μάτια», θα γράψει ο Προυστ για την «καταραμένη φυλή» των ομοφυλόφιλων στο Σόδομα και Γόμορρα. Το ψέμα αυτό αποτελεί και την έσχατη προστασία απέναντι στη μητρική παρέμβαση.
Εβελύν Μπλοχ-Ντανό: Η κυρία Προυστ (Εστία, 2007)
Έτσι εξαλείφεται μια πρώτη αμφιβολία: η Μαμά, όχι απλώς γνωρίζει τα πάντα, αλλά έχει ανησυχήσει από πολύ νωρίς και έχει επιχειρήσει να βάλει φρένο σε τούτη την τάση, η οποία μπορεί να «εκφυλιστεί», όπως γράφει ο γιος της. Τα «μπορεί» και τα «ίσως», με τα οποία διανθίσει το λόγο του, δεν πρέπει να μας παραπλανήσουν. Ασφαλώς, η Ζαν δεν είναι ακόμη σίγουρη για τίποτε. Ωστόσο, κάτι μυρίζεται. Ξέρει καλά την ευαισθησία του Μαρσέλ, την τάση του να δένεται και την ανάγκη του να αγαπιέται. Πρώτα η Μαρί, τώρα ο Ζακ. Είναι πολύ νέος και δεν διακρίνει καθαρά τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια παθιασμένη φιλία και στα απαγορευμένα συναισθήματα. Εκείνη πρέπει να τον προστατεύσει χωρίζοντάς τον με τη βία από αυτό το αγόρι. Τα πράγματα θα επανέλθουν στην τάξη από μόνα τους.
Από τότε δεν θα πάψει ποτέ να βρίσκεται σε επιφυλακή. Κι όταν βεβαιωθεί απολύτως, θα φοβάται για λογαριασμό του ότι θα υποφέρει και ότι θα κάνει κακές γνωριμίες’ θα φοβάται τα κουτσομπολιά, τη γελοιοποίηση από κάποια φωτογραφική πόζα, το τι θα πει ο κόσμος. Για καιρό, θα τρέφει την ελπίδα ότι θα τον δει να παντρεύεται. Η εμφάνιση κάθε καινούργιας φίλης – γιατί ο Μαρσέλ θα αγαπήσει γυναίκες ή θα πει ότι τις αγαπάει – θα αναζωπυρώνει την ελπίδα. Γνωρίστε του κοπέλες, θα ζητήσει από τον φίλο του, τον Μωρίς Ντυπλαί, ο οποίος είναι λάτρης των ωραίων γυναικών. Του Μαρσέλ όμως δεν του λείπουν οι γνωριμίες με κοπέλες. Του λείπει ο πόθος.
Στο τέλος, θα το αποδεχτεί. Θα αποδεχτεί τα πάντα. Γιατί είναι γιος της. Μεταξύ τους δεν θα ειπωθεί το παραμικρό. Εκείνη όμως θα το ξέρει. Σύμφωνα με τον Μωρίς Ντυπλαί, «η κυρία Προυστ γνώριζε τα ήθη του γιου της και την κακή του φήμη». Το μυστικό τους σύνθημα θα είναι «κάνε σαν να μην το ξέρω», μια σιωπηρή και κρυφή άρση της απαγόρευσης, η οποία ισχύει περισσότερο για τις λέξεις παρά για τα πράγματα. Το επονείδιστο αυτό μυστικό θα παραμείνει κρυφό μεταξύ τους, αλλά και προφανές. «[…] Γιοι χωρίς μητέρα, στην οποία είναι αναγκασμένοι να ψεύδονται σε όλη της τη ζωή, ακόμη και την ώρα που της κλείνουν τα μάτια», θα γράψει ο Προυστ για την «καταραμένη φυλή» των ομοφυλόφιλων στο Σόδομα και Γόμορρα. Το ψέμα αυτό αποτελεί και την έσχατη προστασία απέναντι στη μητρική παρέμβαση.
Εβελύν Μπλοχ-Ντανό: Η κυρία Προυστ (Εστία, 2007)
1 σχόλιο:
Η κυρία Προυστ είχε ένα κοινό με τη μητέρα μου. Προτιμά να μη μιλά για το θέμα. Οποιαδήποτε συζήτηση ξεκινά πάντα με δική μου πρωτοβουλία και καταλήγει σε θυμό και άρνηση εκ μέρους της. Είναι πάντα δεκτική όταν η συνεννόηση γίνεται σιωπηρά. Και πάνε τώρα 25 χρόνια που της μίλησα…
Δημοσίευση σχολίου