.
Το Χρήστο τον αγάπησα χωρίς να τον ξέρω και χωρίς να φοβάμαι για αυτό, παρά τη γνώση της φριχτής του πράξης. Γιατί είχε καταφέρει σαν από θαύμα σε συνθήκες άγριας ανθρωποφάγου εκμετάλλευσης του πόνου του από το δημοσιογραφικό κι επικοινωνιακό κατεστημένο των δεκαετιών 70-80 να δείξει το αίτιο, το κίνητρο, όχι μόνο του εγκλήματος αλλά και της απίστευτα ανθρώπινης διαδρομής του μετά από αυτό. Ύστερα τον γνώρισα. Πάλεψα για τον Χρήστο όσο κι όπως μπορούσα, πολλές φορές ξεγελώντας το σύστημα που μας έθρεφε κι εκείνον κι εμένα. Γιατί ήταν στ’ αλήθεια διαφορετικός άνθρωπος από την εικόνα του «Άγγελου» που φιλοτεχνούσε η εξουσία για να κρύψει τα ανομήματά της σε βάρος όλων των ομοίων του.
Τρυφερός άνθρωπος ο Χρήστος. Ασωφρόνιστος ευτυχής, αφού στην κλίμακα των σύγχρονων αξιών και των αποδεκτών Γκουαντανάμο φυλακών, δεν έγινε στα μπαλαούρα το κτήνος που όλοι προσδοκούσαν για να δικαιωθεί η αστική αποκτήνωση.
Δεν θα κάνω εδώ αποτίμηση των ποιητικών κραυγών του Χρήστου Ρούσσου. Τον διάβασα με καθαρή ψυχή, όπως είναι η ψυχή που κουβαλάει συνειδητά τα κομμάτια της κι έχει κουράγιο να μην τα ξεχνά και μην τα επαναλαμβάνει.
Σε διάβασα Χρήστο μου όπως τη λέξη φυλακή αυτή καθαυτή. «Φυλάσσω» είναι το ρήμα της και εύχομαι να σε διαβάσουν κι άλλοι για να θυμούνται ότι ο προορισμός της λέξης είναι να φυλάει τους ανθρώπους από ανθρώπους. Κανείς δεν έσωσε τον κόσμο σκοτώνοντας τα όνειρα για να εξαφανιστούν οι εφιάλτες και οι κληματαριές...
.
Τρυφερός άνθρωπος ο Χρήστος. Ασωφρόνιστος ευτυχής, αφού στην κλίμακα των σύγχρονων αξιών και των αποδεκτών Γκουαντανάμο φυλακών, δεν έγινε στα μπαλαούρα το κτήνος που όλοι προσδοκούσαν για να δικαιωθεί η αστική αποκτήνωση.
Δεν θα κάνω εδώ αποτίμηση των ποιητικών κραυγών του Χρήστου Ρούσσου. Τον διάβασα με καθαρή ψυχή, όπως είναι η ψυχή που κουβαλάει συνειδητά τα κομμάτια της κι έχει κουράγιο να μην τα ξεχνά και μην τα επαναλαμβάνει.
Σε διάβασα Χρήστο μου όπως τη λέξη φυλακή αυτή καθαυτή. «Φυλάσσω» είναι το ρήμα της και εύχομαι να σε διαβάσουν κι άλλοι για να θυμούνται ότι ο προορισμός της λέξης είναι να φυλάει τους ανθρώπους από ανθρώπους. Κανείς δεν έσωσε τον κόσμο σκοτώνοντας τα όνειρα για να εξαφανιστούν οι εφιάλτες και οι κληματαριές...
.
Λιάνα Κανέλλη
θέρος 2007
.
Ένα ποίημα από τη συλλογή:θέρος 2007
.
.
ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟ ΧΘΕΣ
Όταν ρόδιζαν τ’ αγριοκέρασα και τα βατόμουρα,
στα πράσινα φυλλώματα του κάμπου.
Όταν οι πεταλούδες άρχιζαν
το τρελό χαριτωμένο τους πέταγμα,
σαν πιτσιλιές χρωμάτων μοιάζοντας
στο γαλάζιο καμβά τ’ ουρανού.
Όταν άνθιζαν τα πρώτα κρίνα,
κι οι πρώτοι ντροπαλοί νάρκισσοι,
στην άκρη της λίμνης.
Όταν τ’ αγιόκλημα νωχελικά,
απλώνονταν χαδιάρικα στον φράχτη,
κι αγκάλιαζε τρυφερά την αυλόπορτα.
Όταν ανοίγανε τα νούφαρα στη λίμνη,
κι οι κύκνοι ερωτοτροπούσαν,
με απλωμένες φτερούγες,
στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Όταν κελαηδούσαν τα πουλιά,
γλυκά, παθιασμένα, μεθυστικά,
στα κλαδιά της αγράμπελης,
ύψωνα τα χέρια ψηλά προς τον Ήλιο,
σαν αρχαίος αιγύπτιος,
να υμνήσω την ύπαρξή του,
να υμνήσω το σφρίγος, του οργασμού,
της ζωής γύρω μου.
Τώρα κλείνω τα μάτια να μη βλέπω.
Δεν έχω ορίζοντες,
θάλασσες μακρινές και κάμπους,
ν' αγναντέψω.
Τοίχους και πάλι τοίχους,
μάντρες συρματοπλέγματα και κάγκελα,
την όραση μου εγκλωβίζουν.
Κλείνω τ’ αυτιά για δεν ακούω,
Θροΐσματα των φύλλων,
Κελαηδίσματα πουλιών,
μόνο κραυγές βοηθείας,
και πόνου ουρλιαχτά ακούγονται.
Κλείνω τα μάτια για να 'ρθει το χθες.
Κλείνω τ’ αυτιά ν’ αφουγκραστώ ήμερους ήχους.
ότι εικόνες ζωής μειναν του χθες,
να θυμηθώ ξανά πριν στάχτη γίνουν,
απ’ τη φωτιά τον κουρνιαχτό του σήμερα,
και τέφρα γίνουν,
να με σκεπάσουν σαν ταφόπλακα,
σαν την αρχαία πόλη,
των ηδονών και του έρωτα η λάβα του Βεζούβιου.
ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟ ΧΘΕΣ
Όταν ρόδιζαν τ’ αγριοκέρασα και τα βατόμουρα,
στα πράσινα φυλλώματα του κάμπου.
Όταν οι πεταλούδες άρχιζαν
το τρελό χαριτωμένο τους πέταγμα,
σαν πιτσιλιές χρωμάτων μοιάζοντας
στο γαλάζιο καμβά τ’ ουρανού.
Όταν άνθιζαν τα πρώτα κρίνα,
κι οι πρώτοι ντροπαλοί νάρκισσοι,
στην άκρη της λίμνης.
Όταν τ’ αγιόκλημα νωχελικά,
απλώνονταν χαδιάρικα στον φράχτη,
κι αγκάλιαζε τρυφερά την αυλόπορτα.
Όταν ανοίγανε τα νούφαρα στη λίμνη,
κι οι κύκνοι ερωτοτροπούσαν,
με απλωμένες φτερούγες,
στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Όταν κελαηδούσαν τα πουλιά,
γλυκά, παθιασμένα, μεθυστικά,
στα κλαδιά της αγράμπελης,
ύψωνα τα χέρια ψηλά προς τον Ήλιο,
σαν αρχαίος αιγύπτιος,
να υμνήσω την ύπαρξή του,
να υμνήσω το σφρίγος, του οργασμού,
της ζωής γύρω μου.
Τώρα κλείνω τα μάτια να μη βλέπω.
Δεν έχω ορίζοντες,
θάλασσες μακρινές και κάμπους,
ν' αγναντέψω.
Τοίχους και πάλι τοίχους,
μάντρες συρματοπλέγματα και κάγκελα,
την όραση μου εγκλωβίζουν.
Κλείνω τ’ αυτιά για δεν ακούω,
Θροΐσματα των φύλλων,
Κελαηδίσματα πουλιών,
μόνο κραυγές βοηθείας,
και πόνου ουρλιαχτά ακούγονται.
Κλείνω τα μάτια για να 'ρθει το χθες.
Κλείνω τ’ αυτιά ν’ αφουγκραστώ ήμερους ήχους.
ότι εικόνες ζωής μειναν του χθες,
να θυμηθώ ξανά πριν στάχτη γίνουν,
απ’ τη φωτιά τον κουρνιαχτό του σήμερα,
και τέφρα γίνουν,
να με σκεπάσουν σαν ταφόπλακα,
σαν την αρχαία πόλη,
των ηδονών και του έρωτα η λάβα του Βεζούβιου.
.
Χρήστος Ρούσσος: Ποιητικές αποδράσεις (Πολύχρωμος Πλανήτης, 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου