Η πιο εξαιρετική πνευματική φυσιογνωμία της Αιγύπτου είναι χωρίς άλλο ο ποιητής Καβάφης.
Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του. Ανάμεσά μας είναι ένα μικρό τραπεζάκι, γιομάτο ποτήρια με χιώτικη μαστίχα κι ουίσκι –και πίνουμε.
Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κι ιδέες, γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει, με κάποια προσπάθεια, η κουβέντα. Εγώ πολεμώ να κρύψω στο γέλιο τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Να ένας άνθρωπος μπροστά μου, άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης, κι υποτάσσει την περιέργεια, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής.
Έπρεπε να είχε γεννηθεί στο 15ο αιώνα στη Φλωρεντία, καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του Πάπα, έκτακτος απεσταλμένος στο Παλάτι του Δόγη, στη Βενετία, και επί πολλά χρόνια, πίνοντας, αγαπώντας, χαζεύοντας στα κανάλια, γράφοντας, σωπαίνοντας - να διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και πολύπλοκες και σκανδαλώδεις υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας.
Ξεχωρίζω στα σκοτεινά, πάνου στο ντιβάνι, τη φυσιογνωμία του - πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική κ' ειρωνεία και τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει απάνω τους μια μικρή αχτίδα από το φως των κεριών, και κάποτε πάλι γέρνει, όλο φινέτσα, παρακμή και κούραση.
Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα - και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του.
Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της - την τέλεια που της ταιριάζει - στην τέχνη και να σωθεί.
Ο εξωτερικά πρόχειρος μα σοφά μελετημένος στίχος του Καβάφη, η θεληματικά αλλοπρόσαλλη γλώσσα του, η απλοϊκή ρίμα του, είναι το μόνο σώμα που μπορούσε πιστά να περικαλύψει και να φανερώσει την ψυχή του.
Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. Σπάνια στην ιστορία της φιλολογίας μας μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια.
Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού. Με διπλά, ξεθωριασμένα φύλλα, με μακρό ασθενικό κοτσάνι, δίχως σπόρο.
Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαραχτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής - σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμη. Ζει σαν αδιάφορος, σα θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν. Κρατάει περγαμηνή με λεπτά καλλιγραφημένα εγκώμια, είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή, και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται, κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα, και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει.
Κοιτάζω απόψε και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή που αποχαιρετά αργά, παθητικά, χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία, την Αλεξάνδρεια που χάνει.
- Μα δεν πίνετε καθόλου. Είναι χιώτικη, σας ορκίζουμαι. Γιατί σωπάσατε;
Σκύβει και μου γιομίζει το ποτήρι, και το μάτι του για μια στιγμή έλαμψε με σαρκασμό κι ευγένεια.
Μα εγώ σώπαινα, γιατί συλλογίζουμουν το θαμαστό του τραγούδι Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και δεν του αποκρίνουμουν, γιατί το έλεγα σιγά σιγά απομέσα μου:
Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του. Ανάμεσά μας είναι ένα μικρό τραπεζάκι, γιομάτο ποτήρια με χιώτικη μαστίχα κι ουίσκι –και πίνουμε.
Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κι ιδέες, γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει, με κάποια προσπάθεια, η κουβέντα. Εγώ πολεμώ να κρύψω στο γέλιο τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Να ένας άνθρωπος μπροστά μου, άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης, κι υποτάσσει την περιέργεια, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής.
Έπρεπε να είχε γεννηθεί στο 15ο αιώνα στη Φλωρεντία, καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του Πάπα, έκτακτος απεσταλμένος στο Παλάτι του Δόγη, στη Βενετία, και επί πολλά χρόνια, πίνοντας, αγαπώντας, χαζεύοντας στα κανάλια, γράφοντας, σωπαίνοντας - να διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και πολύπλοκες και σκανδαλώδεις υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας.
Ξεχωρίζω στα σκοτεινά, πάνου στο ντιβάνι, τη φυσιογνωμία του - πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική κ' ειρωνεία και τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει απάνω τους μια μικρή αχτίδα από το φως των κεριών, και κάποτε πάλι γέρνει, όλο φινέτσα, παρακμή και κούραση.
Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα - και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του.
Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της - την τέλεια που της ταιριάζει - στην τέχνη και να σωθεί.
Ο εξωτερικά πρόχειρος μα σοφά μελετημένος στίχος του Καβάφη, η θεληματικά αλλοπρόσαλλη γλώσσα του, η απλοϊκή ρίμα του, είναι το μόνο σώμα που μπορούσε πιστά να περικαλύψει και να φανερώσει την ψυχή του.
Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. Σπάνια στην ιστορία της φιλολογίας μας μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια.
Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού. Με διπλά, ξεθωριασμένα φύλλα, με μακρό ασθενικό κοτσάνι, δίχως σπόρο.
Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαραχτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής - σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμη. Ζει σαν αδιάφορος, σα θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν. Κρατάει περγαμηνή με λεπτά καλλιγραφημένα εγκώμια, είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή, και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται, κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα, και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει.
Κοιτάζω απόψε και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή που αποχαιρετά αργά, παθητικά, χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία, την Αλεξάνδρεια που χάνει.
- Μα δεν πίνετε καθόλου. Είναι χιώτικη, σας ορκίζουμαι. Γιατί σωπάσατε;
Σκύβει και μου γιομίζει το ποτήρι, και το μάτι του για μια στιγμή έλαμψε με σαρκασμό κι ευγένεια.
Μα εγώ σώπαινα, γιατί συλλογίζουμουν το θαμαστό του τραγούδι Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και δεν του αποκρίνουμουν, γιατί το έλεγα σιγά σιγά απομέσα μου:
Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου'
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
[...]
Νίκος Καζατζάκης: Ταξιδεύοντας, Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος-ο Μοριάς (εκδ. Καζαντζάκη)
Νίκος Καζατζάκης: Ταξιδεύοντας, Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος-ο Μοριάς (εκδ. Καζαντζάκη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου