of a gay identity. He was an inveterate collector of antiques and an art reviewer
who praised the fine arts. He surrounded himself with male companions, the artistic and
poetic circle of his day; and in his novels, he depicted an ornate, sumptuous world
of beauty and sensation.
His fictitious characters resemble certain members of French society, a class of rich,
His fictitious characters resemble certain members of French society, a class of rich,
aristocratic, decadent aesthetes, whom Wilde and Proust also later cultivated
as central characters in their novels. (glbtq.com)
.Ο Σαρλ-Μαρί-Ζωρζ-Υισμάν (γαλλικά: Charles-Marie-Georges Huysmans) (5 Φεβρουαρίου 1848 – 12 Μαΐου 1907) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος.
Γεννήθηκε στο Παρίσι από Ολλανδό πατέρα, τον Γκόντφριντ Ίσμανς (Godfried Huysmans), ο οποίος ήταν λιθογράφος. Η μητέρα του, η Μαλβίνα Μπαντίν (Malvina Badin), ήταν δασκάλα. Δημοσίευσε τις εργασίες του ως Γιόρις-Κάρλ Υισμάν (Joris-Karl Huysmans), χρησιμοποιώντας κατά προσέγγιση την ολλανδική αντιστοιχία των μικρών ονομάτων του, για να υπογραμμίσει τις ρίζες του. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών, και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε γρήγορα, δημιουργώντας στον μικρό Ίσμανς μεγάλη δυσαρέσκεια για τον πατριό του, τον Ζυλ Όγκ Jules Og, ένα προτεστάντη ο οποίος ήταν εν μέρει ιδιοκτήτης ενός παρισινού βιβλιοδετείου.
Τα σχολικά χρόνια του Ίσμανς ήταν δυστυχισμένα αλλά κατάφερε να πάρει το baccalaureat. Για τριάντα δύο χρόνια, εργάστηκε σαν δημόσιος υπάλληλος για το γαλλικό Υπουργείο εσωτερικού, μια εργασία που έβρισκε αφόρητα πληκτική. Ο νεαρός Ίσμανς κλήθηκε να πολεμήσει στον Γαλλοπρωσσικό πόλεμο, αλλά κρίθηκε ακατάλληλος λόγω δυσεντερίας, μια εμπειρία που περιέγραψε στο διήγημα Sac au dos (που περιλαμβάνεται αργότερα στο Les Soirées de Médan). Η πρώτη σημαντική δημοσίευσή του ήταν μια συλλογή πεζών ποιημάτων με τον τίτλο Le drageoir à épices (1874), τα οποία δείχνουν τη σημαντική επιρροή του Μπωντλαίρ. Προσέλκυσαν λίγη προσοχή αλλά ήδη αποκάλυψαν αναλαμπές του διακριτικού ύφους του συγγραφέα. Ο Υισμάν συνέχισε εκδίδοντας το Μarthe, Histoire d'une fille (1876). Η ιστορία μιας νέας πόρνης, αυτό το βιβλίο ήταν πιο κοντά στο νατουραλισμό και τράβηξε στην προσοχή του Ζολά. Τα επόμενα έργα του ήταν σε παρόμοιο πνεύμα: σκοτεινά, ρεαλιστικά και γεμάτα με τις λεπτομερείς περιγραφές του Παρισιού, μια πόλη που ο Υισμάν γνώριζε πολύ καλά. Στο Les Soeurs Vatard εξετάζει τις ζωές των γυναικών που δουλεύουν σ' ένα βιβλιοδετείο. Το En Ménage είναι ο απολογισμός του αποτυχημένου γάμου ενός συγγραφέα (ο Υισμάν δεν παντρεύτηκε ποτέ).
Το αποκορύφωμα αυτής της πρώιμης περιόδου είναι η νουβέλα À vau-l'eau, η ιστορία ενός καταπιεσμένου υπαλλήλου, του monsieur Folantin, και η ηρωική μα και ανώφελη αναζήτησή του για ένα καλό γεύμα. Ακολουθεί το γνωστότερο μυθιστόρημα του Υισμάν το À rebours (1884), που έχει σαν πρωταγωνιστή τον εστέτ des Esseintes, με το οποίο ξεκόβει αποφασιστικά απ' το νατουραλισμό, και γίνεται ο πιο ακραίος εκπρόσωπος της τότε "παρακμιακής" λογοτεχνίας. Το À rebours κέρδισε την περαιτέρω κακή φήμη ως έκθεμα κατά τη διάρκεια των δικών του Όσκαρ Ουάιλντ το 1895, κατά τη διάρκεια των οποίων ο κατήγορος αναφέρθηκε στο μυθιστόρημα ως "σοδομιστικό" βιβλίο. Το βιβλίο άρεσε επίσης στο Ζολά, που ένιωσε ότι το À rebours είχε καταφέρει ένα "φοβερό χτύπημα" στο νατουραλισμό. Ο Ίσμανς άρχισε να απομακρύνεται απ' τους νατουραλιστές και βρίσκει νέους φίλους μεταξύ των συμβολιστών και καθολικών συγγραφέων, τα έργα των οποίων είχε εγκωμιάσει στο À rebours, συμπεριλαμβανομένων των Ζίλ Μπαρμπέι ντ'Ορεβιγύ, Βιλλιέρ ντε Λ'Ιλ Αντάμ και Λέον Μπλουά. Ο Στεφάν Μαλλαρμέ ήταν τόσο ευτυχής με τη δημοσιότητα που είχαν λάβει οι στίχοι του εξαιτίας του μυθιστορήματος που αφιέρωσε ένα απ' τα διασημότερα (και περισσότερα σκοτεινά) ποιήματά του, Prose pour des Esseintes στον ήρωα του βιβλίου.
Το επόμενο μυθιστόρημα του Υισμάν, το En rade, ένας μη ιδιαίτερα ρομαντικός απολογισμός ενός καλοκαιριού που ξοδεύτηκε στη εξοχή, ήταν σχετικά αποτυχημένο εμπορικά. Το 1891, η δημοσίευση του Là-Bas προσέλκυσε την ιδιαίτερη προσοχή με την απεικόνιση του σατανισμού στη Γαλλία των τελών του 1880. Το βιβλίο εισήγαγε το χαρακτήρα Durtal, ένα ελαφρώς αλλαγμένο πορτρέτο του Υισμάν.
Τα πιό πρόσφατα μυθιστορήματα που έχουν ως ήρωα των Durtal (En Route (1895), La Cathédrale (1898) and L'Oblat (1903)), περιγράφουν τη στροφή του ήρωα Durtal/Ίσμανς στον ρωμαιοκαθολικισμό. To En Route απεικονίζει τον πνευματικό αγώνα του Durtal κατά τη διάρκεια της παραμονής του σ' ένα μοναστήρι τραππιστών. Στο La Cathédrale βρίσκουμε τον πρωταγωνιστή στην πόλη Σάρτρ, όπου κάνει μια έντονη μελέτη του καθεδρικού και του συμβολισμού του. Στο L'Oblat, ο Durtal γίνεται βενεδικτίνος μοναχός, φθάνοντας τελικά σε μια αποδοχή του πόνου στον κόσμο.
Ο Ίσμανς ήταν επίσης γνωστός και για την καλλιτεχνική κριτική: L'Art moderne (1883) και Certains (1889). Ήταν απ' τους πρώτους υποστηρικτές του ιμπρεσσιονισμού, καθώς επίσης και θαυμαστής καλλιτεχνών όπως ο Gustave Moreau και ο Odilon Redon. Ήταν απ' τα ιδρυτικά μέλη της Académie Goncourt.
Του απονεμήθηκε ο τίτλος Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (Chevalier de Λα Lιgion d'honneur) το 1892, αλλά μόνο για την εργασία του με τη δημόσια υπηρεσία. Το 1905, οι θαυμαστές του έπεισαν τη γαλλική κυβέρνηση να τον προαγάγουν σε Officier de La Légion d'honneur λαμβάνοντας υπόψη τα λογοτεχνικά επιτεύγματά του. Τον ίδιο χρόνο, ο Υισμάν διαγνώστηκε με καρκίνο του στόματος. Στις 12 Μαΐου του 1907, τάφηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.
Το ύφος του Υισμάν είναι αξιοπρόσεκτο για την ιδιοσυγκρασιακή χρήση της γαλλικής γλώσσας, το εκτεταμένο λεξιλόγιο, τον πλούτο της λεπτομερούς και αισθητικής περιγραφής του, και του σατυρικού του πνεύματος. Τα μυθιστορήματα του είναι επίσης αξιοσημείωτα για την εγκυκλοπαιδική τεκμηρίωσή τους, που κυμαίνεται απ' τον κατάλογο των παρακμιακών Λατίνων συγγραφέων στο À rebours ως τη συζήτηση της μελέτης των συμβόλων της χριστιανικής αρχιτεκτονικής στο La Cathédrale. Η εργασία του Ίσμανς εκφράζει μια αποστροφή για τη σύγχρονη ζωή και μια βαθιά απαισιοδοξία, οι οποίες οδήγησαν το συντάκτη πρώτα στη φιλοσοφία του Αρθούρου Σόπενχάουερ και έπειτα στις διδασκαλίες της καθολικής εκκλησίας.
(el.wikipedia.org)
Γεννήθηκε στο Παρίσι από Ολλανδό πατέρα, τον Γκόντφριντ Ίσμανς (Godfried Huysmans), ο οποίος ήταν λιθογράφος. Η μητέρα του, η Μαλβίνα Μπαντίν (Malvina Badin), ήταν δασκάλα. Δημοσίευσε τις εργασίες του ως Γιόρις-Κάρλ Υισμάν (Joris-Karl Huysmans), χρησιμοποιώντας κατά προσέγγιση την ολλανδική αντιστοιχία των μικρών ονομάτων του, για να υπογραμμίσει τις ρίζες του. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών, και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε γρήγορα, δημιουργώντας στον μικρό Ίσμανς μεγάλη δυσαρέσκεια για τον πατριό του, τον Ζυλ Όγκ Jules Og, ένα προτεστάντη ο οποίος ήταν εν μέρει ιδιοκτήτης ενός παρισινού βιβλιοδετείου.
Τα σχολικά χρόνια του Ίσμανς ήταν δυστυχισμένα αλλά κατάφερε να πάρει το baccalaureat. Για τριάντα δύο χρόνια, εργάστηκε σαν δημόσιος υπάλληλος για το γαλλικό Υπουργείο εσωτερικού, μια εργασία που έβρισκε αφόρητα πληκτική. Ο νεαρός Ίσμανς κλήθηκε να πολεμήσει στον Γαλλοπρωσσικό πόλεμο, αλλά κρίθηκε ακατάλληλος λόγω δυσεντερίας, μια εμπειρία που περιέγραψε στο διήγημα Sac au dos (που περιλαμβάνεται αργότερα στο Les Soirées de Médan). Η πρώτη σημαντική δημοσίευσή του ήταν μια συλλογή πεζών ποιημάτων με τον τίτλο Le drageoir à épices (1874), τα οποία δείχνουν τη σημαντική επιρροή του Μπωντλαίρ. Προσέλκυσαν λίγη προσοχή αλλά ήδη αποκάλυψαν αναλαμπές του διακριτικού ύφους του συγγραφέα. Ο Υισμάν συνέχισε εκδίδοντας το Μarthe, Histoire d'une fille (1876). Η ιστορία μιας νέας πόρνης, αυτό το βιβλίο ήταν πιο κοντά στο νατουραλισμό και τράβηξε στην προσοχή του Ζολά. Τα επόμενα έργα του ήταν σε παρόμοιο πνεύμα: σκοτεινά, ρεαλιστικά και γεμάτα με τις λεπτομερείς περιγραφές του Παρισιού, μια πόλη που ο Υισμάν γνώριζε πολύ καλά. Στο Les Soeurs Vatard εξετάζει τις ζωές των γυναικών που δουλεύουν σ' ένα βιβλιοδετείο. Το En Ménage είναι ο απολογισμός του αποτυχημένου γάμου ενός συγγραφέα (ο Υισμάν δεν παντρεύτηκε ποτέ).
Το αποκορύφωμα αυτής της πρώιμης περιόδου είναι η νουβέλα À vau-l'eau, η ιστορία ενός καταπιεσμένου υπαλλήλου, του monsieur Folantin, και η ηρωική μα και ανώφελη αναζήτησή του για ένα καλό γεύμα. Ακολουθεί το γνωστότερο μυθιστόρημα του Υισμάν το À rebours (1884), που έχει σαν πρωταγωνιστή τον εστέτ des Esseintes, με το οποίο ξεκόβει αποφασιστικά απ' το νατουραλισμό, και γίνεται ο πιο ακραίος εκπρόσωπος της τότε "παρακμιακής" λογοτεχνίας. Το À rebours κέρδισε την περαιτέρω κακή φήμη ως έκθεμα κατά τη διάρκεια των δικών του Όσκαρ Ουάιλντ το 1895, κατά τη διάρκεια των οποίων ο κατήγορος αναφέρθηκε στο μυθιστόρημα ως "σοδομιστικό" βιβλίο. Το βιβλίο άρεσε επίσης στο Ζολά, που ένιωσε ότι το À rebours είχε καταφέρει ένα "φοβερό χτύπημα" στο νατουραλισμό. Ο Ίσμανς άρχισε να απομακρύνεται απ' τους νατουραλιστές και βρίσκει νέους φίλους μεταξύ των συμβολιστών και καθολικών συγγραφέων, τα έργα των οποίων είχε εγκωμιάσει στο À rebours, συμπεριλαμβανομένων των Ζίλ Μπαρμπέι ντ'Ορεβιγύ, Βιλλιέρ ντε Λ'Ιλ Αντάμ και Λέον Μπλουά. Ο Στεφάν Μαλλαρμέ ήταν τόσο ευτυχής με τη δημοσιότητα που είχαν λάβει οι στίχοι του εξαιτίας του μυθιστορήματος που αφιέρωσε ένα απ' τα διασημότερα (και περισσότερα σκοτεινά) ποιήματά του, Prose pour des Esseintes στον ήρωα του βιβλίου.
Το επόμενο μυθιστόρημα του Υισμάν, το En rade, ένας μη ιδιαίτερα ρομαντικός απολογισμός ενός καλοκαιριού που ξοδεύτηκε στη εξοχή, ήταν σχετικά αποτυχημένο εμπορικά. Το 1891, η δημοσίευση του Là-Bas προσέλκυσε την ιδιαίτερη προσοχή με την απεικόνιση του σατανισμού στη Γαλλία των τελών του 1880. Το βιβλίο εισήγαγε το χαρακτήρα Durtal, ένα ελαφρώς αλλαγμένο πορτρέτο του Υισμάν.
Τα πιό πρόσφατα μυθιστορήματα που έχουν ως ήρωα των Durtal (En Route (1895), La Cathédrale (1898) and L'Oblat (1903)), περιγράφουν τη στροφή του ήρωα Durtal/Ίσμανς στον ρωμαιοκαθολικισμό. To En Route απεικονίζει τον πνευματικό αγώνα του Durtal κατά τη διάρκεια της παραμονής του σ' ένα μοναστήρι τραππιστών. Στο La Cathédrale βρίσκουμε τον πρωταγωνιστή στην πόλη Σάρτρ, όπου κάνει μια έντονη μελέτη του καθεδρικού και του συμβολισμού του. Στο L'Oblat, ο Durtal γίνεται βενεδικτίνος μοναχός, φθάνοντας τελικά σε μια αποδοχή του πόνου στον κόσμο.
Ο Ίσμανς ήταν επίσης γνωστός και για την καλλιτεχνική κριτική: L'Art moderne (1883) και Certains (1889). Ήταν απ' τους πρώτους υποστηρικτές του ιμπρεσσιονισμού, καθώς επίσης και θαυμαστής καλλιτεχνών όπως ο Gustave Moreau και ο Odilon Redon. Ήταν απ' τα ιδρυτικά μέλη της Académie Goncourt.
Του απονεμήθηκε ο τίτλος Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (Chevalier de Λα Lιgion d'honneur) το 1892, αλλά μόνο για την εργασία του με τη δημόσια υπηρεσία. Το 1905, οι θαυμαστές του έπεισαν τη γαλλική κυβέρνηση να τον προαγάγουν σε Officier de La Légion d'honneur λαμβάνοντας υπόψη τα λογοτεχνικά επιτεύγματά του. Τον ίδιο χρόνο, ο Υισμάν διαγνώστηκε με καρκίνο του στόματος. Στις 12 Μαΐου του 1907, τάφηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.
Το ύφος του Υισμάν είναι αξιοπρόσεκτο για την ιδιοσυγκρασιακή χρήση της γαλλικής γλώσσας, το εκτεταμένο λεξιλόγιο, τον πλούτο της λεπτομερούς και αισθητικής περιγραφής του, και του σατυρικού του πνεύματος. Τα μυθιστορήματα του είναι επίσης αξιοσημείωτα για την εγκυκλοπαιδική τεκμηρίωσή τους, που κυμαίνεται απ' τον κατάλογο των παρακμιακών Λατίνων συγγραφέων στο À rebours ως τη συζήτηση της μελέτης των συμβόλων της χριστιανικής αρχιτεκτονικής στο La Cathédrale. Η εργασία του Ίσμανς εκφράζει μια αποστροφή για τη σύγχρονη ζωή και μια βαθιά απαισιοδοξία, οι οποίες οδήγησαν το συντάκτη πρώτα στη φιλοσοφία του Αρθούρου Σόπενχάουερ και έπειτα στις διδασκαλίες της καθολικής εκκλησίας.
(el.wikipedia.org)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου