.
Όσο μου μιλούσε, τον παρακολουθούσα κι αισθανόμουν σαν να είχα δίπλα μου ένα μαγνήτη που με τραβούσε προς αυτόν, αν και η όλη εμφάνισή του δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Κάθε άλλο. Πολύ αδύνατος και ψηλός, μ’ ένα οστεώδες στεγνό πρόσωπο, με βαθιές έντονες ρυτίδες και βαθουλωτά κουρασμένα μεγάλα μάτια. Ωστόσο, σε γοήτευε μ’ εκείνη την εκπληκτική φωνή και τον τρόπο που μιλούσε. Είχε μια τόσο ισχυρή, σχεδόν ιερατική παρουσία, που σε καθήλωνε. Η σιγουριά και η ηρεμία όταν μιλούσε, πότε με έκδηλο πάθος και συγκίνηση και πότε με αγανάκτηση και οργή, ήταν στοιχεία που δεν είχα ξανασυναντήσει.
Όλη αυτή διαδρομή προς το ξενοδοχείο του έγινε πολύ αργά και με συχνά σταματήματα, κάθε φορά που ήθελε να μου τονίσει ορισμένα πράγματα. (…) Μου έδωσε την εντύπωση πως ήταν πολύ πικραμένος από τους Έλληνες (…) και ενώ κατά βάθος είχε μια νοσταλγία και αγάπη για την Ελλάδα σε σημείο που σε συγκινούσε, συγχρόνως εκφραζόταν με έντονη πίκρα γι’ αυτούς. Για τους μόνους που μου μίλησε με εκτίμηση και τρυφεράδα ήταν η φίλη του Κατσογιάννη και η Κατίνα Παξινού, που αργότερα πληροφορήθηκα πως ήταν και η μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει στη ζωή του και μάλιστα είχε μια έντονη ερωτική σχέση μαζί της. Από στενό οικογενειακό κύκλο της Παξινού είχα μάθει πως εκείνη είχε μείνει και έγκυος μαζί του. Το παιδί δεν γεννήθηκε ποτέ και η Παξινού συνήθιζε να λέει: «Φαντάσου τι ιδιοφυϊα θα έβγαινε αυτό το παιδί, προερχόμενο από τον Δημήτρη και μένα!»
Σ’ όλη τη διαδρομή με συμβούλευε και μου τόνιζε συνέχεια πόσο απλός και σεμνός πρέπει να είναι ο κάθε άνθρωπος, όποια κι αν είναι η αξία του’ πως θα πρέπει να δοξάζουμε το Θεό που γεννηθήκαμε άνθρωποι κι όχι ζώα. Ο ίδιος πίστευε ότι με το ρυθμό ανάπτυξης της τεχνολογίας οι άνθρωποι χάνουν την ευαισθησία τους και, όσο περνάει ο καιρός, πλησιάζουν όλο και περισσότερο την αγριότητα και τη σκληράδα της ζούγκλας. Μου είπε ακόμα πόσο λυπόταν να βλέπει την εύκολη εμπορευματοποίηση της μουσικής και τον ευτελή και ταπεινωτικό δρόμο που ακολουθεί η τέχνη γενικότερα.
Όταν πια φτάσαμε έξω από το ξενοδοχείο και με καληνύχτισε, ένιωσα μια θλίψη που τελείωνε αυτή η συνάντηση. Γύρισε και μου είπε:
«Σας εύχομαι καλές σπουδές. Προσέξτε όμως, γιατί φαίνεσθε αγνός και είστε ακόμα πολύ νέος. Ελπίζω να σας ξαναδώ».
Δυστυχώς, μετά από μερικούς μήνες, το φθινόπωρο του 1960, διάβασα στις εφημερίδες πως πέθανε πάνω στο πόντιουμ, καθώς έκανε πρόβα με την ορχήστρα της «Σκάλα» του Μιλάνου.
Νικηφόρος Νανέρης: Πριν τα σβήσει ο χρόνος (Καστανιώτης, 1997)
Όσο μου μιλούσε, τον παρακολουθούσα κι αισθανόμουν σαν να είχα δίπλα μου ένα μαγνήτη που με τραβούσε προς αυτόν, αν και η όλη εμφάνισή του δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Κάθε άλλο. Πολύ αδύνατος και ψηλός, μ’ ένα οστεώδες στεγνό πρόσωπο, με βαθιές έντονες ρυτίδες και βαθουλωτά κουρασμένα μεγάλα μάτια. Ωστόσο, σε γοήτευε μ’ εκείνη την εκπληκτική φωνή και τον τρόπο που μιλούσε. Είχε μια τόσο ισχυρή, σχεδόν ιερατική παρουσία, που σε καθήλωνε. Η σιγουριά και η ηρεμία όταν μιλούσε, πότε με έκδηλο πάθος και συγκίνηση και πότε με αγανάκτηση και οργή, ήταν στοιχεία που δεν είχα ξανασυναντήσει.
Όλη αυτή διαδρομή προς το ξενοδοχείο του έγινε πολύ αργά και με συχνά σταματήματα, κάθε φορά που ήθελε να μου τονίσει ορισμένα πράγματα. (…) Μου έδωσε την εντύπωση πως ήταν πολύ πικραμένος από τους Έλληνες (…) και ενώ κατά βάθος είχε μια νοσταλγία και αγάπη για την Ελλάδα σε σημείο που σε συγκινούσε, συγχρόνως εκφραζόταν με έντονη πίκρα γι’ αυτούς. Για τους μόνους που μου μίλησε με εκτίμηση και τρυφεράδα ήταν η φίλη του Κατσογιάννη και η Κατίνα Παξινού, που αργότερα πληροφορήθηκα πως ήταν και η μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει στη ζωή του και μάλιστα είχε μια έντονη ερωτική σχέση μαζί της. Από στενό οικογενειακό κύκλο της Παξινού είχα μάθει πως εκείνη είχε μείνει και έγκυος μαζί του. Το παιδί δεν γεννήθηκε ποτέ και η Παξινού συνήθιζε να λέει: «Φαντάσου τι ιδιοφυϊα θα έβγαινε αυτό το παιδί, προερχόμενο από τον Δημήτρη και μένα!»
Σ’ όλη τη διαδρομή με συμβούλευε και μου τόνιζε συνέχεια πόσο απλός και σεμνός πρέπει να είναι ο κάθε άνθρωπος, όποια κι αν είναι η αξία του’ πως θα πρέπει να δοξάζουμε το Θεό που γεννηθήκαμε άνθρωποι κι όχι ζώα. Ο ίδιος πίστευε ότι με το ρυθμό ανάπτυξης της τεχνολογίας οι άνθρωποι χάνουν την ευαισθησία τους και, όσο περνάει ο καιρός, πλησιάζουν όλο και περισσότερο την αγριότητα και τη σκληράδα της ζούγκλας. Μου είπε ακόμα πόσο λυπόταν να βλέπει την εύκολη εμπορευματοποίηση της μουσικής και τον ευτελή και ταπεινωτικό δρόμο που ακολουθεί η τέχνη γενικότερα.
Όταν πια φτάσαμε έξω από το ξενοδοχείο και με καληνύχτισε, ένιωσα μια θλίψη που τελείωνε αυτή η συνάντηση. Γύρισε και μου είπε:
«Σας εύχομαι καλές σπουδές. Προσέξτε όμως, γιατί φαίνεσθε αγνός και είστε ακόμα πολύ νέος. Ελπίζω να σας ξαναδώ».
Δυστυχώς, μετά από μερικούς μήνες, το φθινόπωρο του 1960, διάβασα στις εφημερίδες πως πέθανε πάνω στο πόντιουμ, καθώς έκανε πρόβα με την ορχήστρα της «Σκάλα» του Μιλάνου.
Νικηφόρος Νανέρης: Πριν τα σβήσει ο χρόνος (Καστανιώτης, 1997)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου