.
.
Τελευταία υπόκλιση για το θρυλικό χορογράφο Merce Cunningham
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών ο θρυλικός χορευτής και χορογράφος Merce Cunningham, αναβιωτής του μοντέρνου χορού και ιδρυτής του διάσημου Ιδρύματος Χορού Κάνινγχαμ στη Νέα Υόρκη, στο σπίτι του την Κυριακή 26 Ιουλίου από φυσικά αίτια.
Ο Cunningham θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες μορφές στο χορό του 20ου αιώνα, φέρνοντας την επανάσταση με τη νέα αντίληψη που εισήγαγε στο χορό, αφαιρώντας όλα τα αφηγηματικά στοιχεία, υιοθετώντας χαλαρές και ρευστές φόρμες, αλλά και τον παράγοντα τύχη – μέχρι και νομίσματα είχε στρίψει ή είχε ρίξει ζάρια για να του επιλεξουν το επόμενο βήμα – και ορίζοντας τον κάθε χορευτή ως το μοναδικό κέντρο και ουσία της χορευτικής πράξης και φόρμας.
Από το 1939 μέχρι το 1945, υπήρξε χορευτής για την ομάδα της μεγάλης Martha Graham, με την οποία όμως ήρθε σε αντιπαράθεση επειδή ακριβώς υποστήριζε την αφήγηση και τις αυστηρά προμελετημένες κινήσεις σε μια χορογραφία. Το 1953 ίδρυσε τη δική του ομάδα χορού με την οποία υπέγραψε σχεδόν 200 χορογραφίες και συνεργάστηκε με το μουσικό John Cage (σύντροφό του και στη ζωή), αλλά και με τους εικαστικούς Andy Warhol, Frank Stella, Jaspar Johns και Robert Rauschenberg.
Η πρόεδρος του Ιδρύματός του, Judith Fishman, δήλωσε συγκινημένη: «Ο Merce ήταν ένας καλλιτεχνικός πρωτοπόρος και η πιο ευγενική ιδιοφυΐα. Χάσαμε έναν μεγάλο άνθρωπο και έναν μεγάλο καλλιτέχνη, αλλά δοξάζουμε την εκπληκτική του ζωή, την τέχνη του και τους χορευτές και καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε».
nooz.gr, 28/7/2009
John Cage and Merce Cunningham, London, 1962; photograhed by Hans Wild.
5 σχόλια:
Merce Cunningham born 16 April in 1919 (d. 2009)
Merce Cunningham was a ground-breaking 20th century American dancer and choreographer.
Merce Cunningham born in Centralia, Washington, received his first formal dance and theatre training at the Cornish School - Cornish College of the Arts - in Seattle, where he met his life-partner John Cage, who was a piano accompanist for dance classes.
From 1939 to 1945, he was a soloist in the company of Martha Graham. He presented his first New York solo concert with John Cage in April 1944. Merce Cunningham Dance Company was formed in 1953. Since then Cunningham choreographed around 200 works for his company. His work has been presented in many of the world's leading dance theatres including the New York City Ballet, the Ballet of the Paris Opéra, American Ballet Theatre, Boston Ballet, Zurich Ballet, London's Rambert Dance Company, and many others.
Along with their close friends, painters Robert Rauschenberg and Jasper Johns, Cunningham and Cage and other like-minded young gay artists defined an alternative creative art scene in 1950s New York that was an essential part of the development of what was to be known as post-modernism.
Cunningham's contribution to modern dance has several key elements. Cunningham applied the same use of chance to his choreography that Cage utilises in his music, so choices about sequences of movement would be determined randomly, making new relationships between movement, music and other applied arts and creating exciting new forms of narrative.
Cunningham also applied conventions of classical ballet to everyday activities, finding the structured yet fluid dance in running and walking for example. He also re-envisioned the use of dance space on stage, bringing the full dance area into play, wherever the dancer faces being 'front'. Rather than express sexuality through mixed or same-sex couples, combinations of dancers occur with the same use of 'chance', making gender and thus sexuality fluid and almost irrelevant.
Cunningham always embraced new technology in his work, with Cage, pioneering multimedia in dance and creating some of the first dance work to integrate music, movement, visual art and verse in equal balance. Since the 1990s Cunningham worked with a complex computer program called Life Forms, which provided a new way of creating choreography, and integrated the creation of images for projection during performance. He continued to experiment with music, choreographing to the music of Radiohead and Sigur Ros.
The inspirational personal and professional relationship between Merce Cunningham and John Cage lasted for 54 years, until Cage's death in 1992.
Merce Cunningham was one of the most significant and influential American choreographers of the 20th century, helping define modern dance and redefine elements of classical dance.
Although spent his last few years using a wheelchair, he continued his work until he died peacfully at home on 26 July 2009, aged 90. (gayfortoday.blogspot.com)
Μερς Κάνινγκαμ
ΚΛΗΜΕΝΤΙΝΗ ΒΟΥΝΕΛΑΚΗ | Το Βήμα, 15/2/2009
Τώρα και πάντα
Η ειρηνική επανάσταση που ξεκίνησε ο Μερς Κάνινγκαμ εδώ και 50 χρόνια για την τέχνη του χορού μοιάζει χωρίς τέλος. Αυτή τη φορά συνεργάστηκε με τη σχεδιάστρια μόδας τού Comme de garcons Rei Kawakubo ¬ υπογράφει κοστούμια και σκηνικά ¬ για την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας του δουλειάς στην Οπερά Γκαρνιέ του Παρισιού που ανέβηκε θριαμβευτικά τον Ιανουάριο. Τα σώματα των χορευτών παραμορφωμένα από τα εκκεντρικά κοστούμια ήταν η νέα πρόκληση για τον πιο ευγενικό και αξιοσέβαστο αβάν γκαρντ χορογράφο, που τον ερχόμενο Απρίλιο κλείνει αισίως τα 79 του χρόνια και δεν λέει να αποχαιρετήσει τη σκηνή!
Αν όμως σήμερα είναι το ζωντανό μνημείο του χορού του 20ού αιώνα ¬ κάτι ανάλογο με αυτό που υπήρξε ο Σένμπεργκ για τη μουσική ή ο Ντυσάν για τη ζωγραφική ¬ και αν εκπροσωπεί την ίδια την «Αμερική των χορογράφων» ως πνευματικός πατέρας του κινήματος των μεταμοντέρνων, με πλήθος διακρίσεων, τιμητικός προσκεκλημένος σε μόνιμη βάση στη Γαλλία, δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στα πρώτα του βήματα απορρίφθηκε σχεδόν από τον χορευτικό κόσμο, για να γίνει αντίθετα αποδεκτός από τον υπόλοιπο καλλιτεχνικό χώρο. Με τη βοήθεια και την παρότρυνση του Τζον Κέιτζ και έμβλημα «η κίνηση δεν είναι συγκίνηση» επιδιώκει έναν χορό καθαρμένο από κάθε ψυχολογικό στοιχείο. Αγωνίζεται με πείσμα, για να επιφέρει τελικά μια τομή ανάλογη με αυτήν ανάμεσα στην αναπαράσταση και την αφαίρεση στα εικαστικά. Δεν είναι ένας χορογράφος σαν τους άλλους, είναι ένας φιλόσοφος της κίνησης, ένας «αιρετικός κλασικιστής», όπως τον αποκαλεί η Α. Croce.
Αποδοκιμασίες στο Ηρώδειο
Για το ελληνικό κοινό παραμένει πρακτικά άγνωστος, αλλά και παρεξηγημένος. Μετά την ατυχή παρθενική του εμφάνιση στο Ηρώδειο το 1976 ¬ αποδοκιμάστηκε όταν παρουσίασε το «Antic Meet», μια χορογραφία όπου εμφανίζεται ο ίδιος με μια καρέκλα στην πλάτη, από ένα κοινό απληροφόρητο και μη εξοικειωμένο με τέτοιου είδους πειραματική δουλειά ¬ κανένας δεν διανοήθηκε να τον καλέσει ξανά. Εκτοτε βεβαίως και από το τέλος της δεκαετίας του '80 το στούντιο του Κάνινγκαμ στη Νέα Υόρκη είναι κάτι σαν Μέκκα για τους νέους έλληνες χορευτές που θα βρεθούν για μεταπτυχιακά εκεί. Το πέρασμα του χρόνου κάνει και τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες να χάνουν την αρχική τους δύναμη και καθώς η δική του φιλοσοφία κίνησης υιοθετήθηκε πολύ πιο πλατιά από το λεξιλόγιό του, οι εκκεντρικότητες δεν ενοχλούν πια. Ο ίδιος, ένας ζωντανός μύθος μισόν αιώνα στο προσκήνιο, συμφιλιωμένος με τη φθορά του χρόνου και την αρθρίτιδα που τον βασανίζει, παλεύει εσχάτως μπρος την οθόνη του υπολογιστή για τις νέες κινητικές του εξερευνήσεις. «Πάνω απ' όλα με ενδιαφέρει ο χορός, όχι η δόξα. Μ' αρέσει να επανανακαλύπτω κάθε ημέρα την κίνηση, να διερευνώ άλλες εκδοχές, να διερωτώμαι». Ως γνήσιο τέκνο της φυλής του ¬ με τον πραγματισμό που διακρίνει τους Αμερικανούς ¬ πιστεύει ότι πολύ συγκεκριμένα γεγονότα καθόρισαν το στίγμα του. Και αφήνει τα ίδια τα γεγονότα να μιλήσουν και πολύ λιγότερο τις απόψεις• φυσικά, δεν θα μπορούσαν να μη συμπεριληφθούν δικά του θεωρητικά κείμενα - κλειδιά που βοηθούν στην κατανόηση του έργου του ανορθόδοξου χορογράφου. Ολα αυτά καταγράφονται με τη μορφή χρονικού σε κείμενα του David Vaughan, υπεύθυνου του αρχείου τής Merce Cunningham Dance Company, μαζί με πολλές ιστορικές φωτογραφίες, στο βιβλίο - λεύκωμα που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Μερς Κάνινγκαμ ¬ 50 χρόνια» (Εκδόσεις Aperture, σελ. 315). Βιβλίο αφιερωμένο πρώτα και κύρια στη μνήμη του Τζον Κέιτζ (1912-92) για τον μείζονα ρόλο που έπαιξε στην καλλιτεχνική του ανέλιξη, αφού ο Κέιτζ υπήρξε ως συνθέτης ο προκλητικότερος οραματιστής «της μουσικής του τυχαίου» αλλά και ένας πειραματιστής χωρίς έρμα.
Ξετυλίγοντας το νήμα της ζωής του, όλα ξεκινούν στη Σεντράλια της Ουάσιγκτον, όπου γεννιέται στις 16 Απριλίου 1919. Στην οικογένειά του δεν έχει κανένας σχέση με τον χορό και όταν αργότερα του υποβάλλουν την κλασική ερώτηση «πώς έγινε χορευτής» απαντά: «Δεν έγινα χορευτής, χόρευα πάντα». Κάπως έτσι ομολογεί την ανήσυχη και δημιουργική του φύση που θα υποχρεώσει τους γονείς του να τον στείλουν στο καλλιτεχνικό σχολείο του Σιάτλ Cornish School, με καθηγήτρια στον μοντέρνο χορό μια πρώην χορεύτρια της Γκράχαμ. Οι άνδρες - χορευτές τον καιρό εκείνο είναι δυσεύρετοι και το 1939 μετά από ένα καλοκαιρινό σεμινάριο του Μπένινγκτον τον βλέπει η Μάρθα Γκράχαμ και τον προσκαλεί στην ομάδα της. Ετσι ανοίγει ο δρόμος που οδηγεί στη Νέα Υόρκη, την πόλη των ονείρων του.
Η χρήση του τυχαίου
Ως χορευτής διαθέτει εξαιρετική ποιότητα αλλά και πάθος για κίνηση, ενώ δεν μοιάζει με κανέναν άλλον. Δεν θα αργήσει να εγκαταλείψει την ομάδα της Γκράχαμ και μαζί τη ρητορική ενός χορού υποταγμένου στην αφήγηση, για να επιδοθεί στις προσωπικές του εξερευνήσεις. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '50, έχει ήδη γνωριστεί με τον Κέιτζ, που τον ενθαρρύνει στην κατεύθυνση της χειραφέτησης με κοινά κοντσέρτα αλλά και με τη χρήση του «τυχαίου» στη χορογραφία όπως και στη σύνθεση της μουσικής.
Παρεμβαίνει δραστικά σε όλες τις παραμέτρους που ορίζουν τη χορογραφική πράξη μέσα από πολύ απλές διαπιστώσεις. «Χορός για μένα είναι η κίνηση στον χώρο και τον χρόνο» λέει, και το εννοεί. Η κίνηση έχει αξία αφ' εαυτής και το τυχαίο δεν είναι αμελητέα ποσότητα. Να, λοιπόν, που ο χορός δεν έχει ανάγκη από θέμα, δεν χρειάζεται να αφηγείται κάτι, ούτε ο χορευτής να υποδύεται κάποιον ρόλο. Γιατί απλώς «ο χορός είναι μια διαρκής μεταμόρφωση της ζωής».
Με έμβλημα τη φράση του Αϊνστάιν «δεν υπάρχει κανένα σταθερό σημείο στον χώρο» προβαίνει σε μια εξίσου ριζοσπαστική αντιμετώπιση του σκηνικού χώρου αξιοποιώντας τον ολόκληρο και με τα σώματα των χορευτών ως περίοπτα γλυπτά. Αναιρεί δηλαδή τον προσανατολισμό του θεάματος με βάση την παραδοσιακή προοπτική της σκηνής και τη μετωπική πόζα. Οι παραστάσεις του προσφέρονται λοιπόν όχι μόνο για το θέατρο, αλλά και για τις γκαλερί ή τα μουσεία.
Η άλλη επανάσταση αφορά τη σχέση μουσικής και χορογραφίας ¬ ένας ακόμη καρπός της συνάντησής του με τον Κέιτζ. Μουσική, χορός όσο και οπτικά στοιχεία συνυπάρχουν μεν, είναι ανεξάρτητα δε. Να θυμίσουμε ότι το 1948 στο Μπλακ Μάουντεν λαμβάνει χώρα το πρώτο χάπενινγκ στην ιστορία της τέχνης που γεννήθηκε από την αυτόνομη συνύπαρξη εικαστικών, μουσικής και χορού από τους Ράουσενμπεργκ, Κάνινγκαμ, Κέιτζ. Η δεκαετία του '60 άλλωστε χαρακτηρίζεται από τη διεύρυνση της συνεργασίας του και με άλλους διάσημους εικαστικούς καλλιτέχνες, σαν τον Τζάσπερ Τζόουνς, τον Φρανκ Στέλα, τον Αντι Γουόρχολ κ.ά.
Το απόφθεγμα του Μαρσέλ Ντυσάν ότι ο θεατής είναι αυτός που ολοκληρώνει το έργο τέχνης φαίνεται να τον βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, καθώς μάλιστα απουσία σεναρίου και κορύφωσης οι χορογραφίες του επιδέχονται περισσότερες από μία ερμηνείες. Εχει υπογράψει ως σήμερα περισσότερες από 170 χορογραφίες με τίτλους αφηρημένους, π.χ. «Story», «Eleve»n, τυπικά περιγραφικούς, π.χ. «Scramble», πάντα υπαινικτικούς, ποτέ όμως κραυγαλέους ή μεγαλεπήβολους.
Επινοητικός και ευφάνταστος
Ο Κάνινγκαμ αφαιρώντας όλα τα προϋπάρχοντα πλαίσια μπόρεσε να ελευθερωθεί ώστε να διευρύνει τις δυνατότητες της ανθρώπινης κίνησης για να αποδειχθεί ασύγκριτα επινοητικός, ευφάνταστος, αλλά και εξαιρετικά παραγωγικός. Είναι αναμφίβολα η δεσπόζουσα μορφή της πρωτοπορίας. Πολλοί τον κατηγορούν για απουσία αρμονίας, ασυνέχεια, περιπλοκότητα, για μια ψυχρή ατμόσφαιρα που δεν συγκινεί τον θεατή και που αντιθέτως τον κάνει να αισθάνεται άβολα ιδιαίτερα όταν παρεισφρέει το συνήθως ενοχλητικό ηχητικό περιβάλλον. Ποιος όμως μπορεί να αμφισβητήσει το αίσθημα ελευθερίας που χάρισε στο χορευτικό σύμπαν ή αυτό το αληθινό λεξικό στροφών, ταχύτατων πτήσεων, παύσεων, εισόδων - εξόδων με τη μοναδική αξιοποίηση του χώρου. Και να μη θαυμάσει τη σοφή απλότητα και τη χαρακτηριστική άνεση με την οποία οι εξαιρετικοί χορευτές του εκτελούν τους πιο περίπλοκους και απαιτητικούς συνδυασμούς. Αρκεί η μαρτυρία ενός χορευτή σαν τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ που, ενώ προσαρμόστηκε τόσο εύκολα στο αμερικανικό κινητικό περιβάλλον, όταν θέλησε να εγγράψει μια χορογραφία του Κάνινγκχαμ στο ρεπερτόριο του ΑΒΤ δυσκολεύθηκε αφάνταστα.
Με μόνιμη ομάδα από το 1953 ο Μ.Κ. υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει τεχνική Κάνινγκαμ, παρά μόνο κάποιες βασικές αρχές, όπως τα πολύ δυνατά πόδια, ο μαλακός και εύκαμπτος κορμός, η ελευθερία στο κεφάλι». Το μάθημά του ωστόσο δεν θυμίζει κανένα άλλο ¬ σιωπές, δεξιοτεχνία στο ύψος του κλασικού μπαλέτου, αυτοσυγκέντρωση και μαζί η μοναδική γαλήνια παρουσία του να συνοδεύεται πάντα από ένα χαμόγελο. Με ένα χαμόγελο απαντά και όταν τον ρωτούν πώς συνεχίζει να χορεύει ακόμη: «Ε, όχι και χορεύω. Μόλις που εμφανίζομαι».
Σήμερα είναι ένας γηραιός προσηνής κύριος με έντονη παιδικότητα, που δεν σταματά να περιοδεύει ανά την υφήλιο και να ανανεώνεται διαρκώς. Από το 1990 τον έχει κερδίσει η πληροφορική και πραγματοποιεί πλέον τις χορογραφικές συνθέσεις του με τον υπολογιστή LifeForms («Ζωντανές Φόρμες»). Με δεδομένη την απόσταση που εκ των πραγμάτων υπάρχει λόγω διαφοράς ηλικίας ανάμεσα σ' αυτόν και στους χορευτές του, δεν δοκιμάζει πια πάνω σ' αυτούς τους συνδυασμούς των βημάτων, αλλά στη μαγική οθόνη. «Το LifeForms ήταν η τέταρτη επανάσταση στην καλλιτεχνική μου πορεία» αναγνωρίζει σήμερα, «με πρώτη τη γνωριμία με τον Κέιτζ στα τέλη της δεκαετίας του '40, δεύτερη τη χρήση της αλεατορικής διαδικασίας στη χορογραφική σύνθεση και τρίτη τη συνάντησή μου με το φιλμ και το βίντεο τη δεκαετία του '70».
1919: Γεννιέται στη Σεντράλια της Ουάσιγκτον.
1939-42: Μέλος τής Μάρθα Γκράχαμ Ντανς Κόμπανι.
1942: Αρχίζει η δράση του θρυλικού διδύμου Κέιτζ - Κάνινγκαμ.
1953-70: Ο Μ. Κάνινγκαμ θέτει τις βάσεις του μινιμαλισμού στον χορό με τις ιστορικές χορογραφίες του «Septet» και «Rainforest».
1980-90: Μαζί με τους σκηνοθέτες Τσαρλς Ατλας και Ελιοτ Κάπλαν επιδίδεται στην ουσία σε χορογραφίες για την κάμερα και όχι σε απλό γύρισμα των παραστάσεων.
1992: Πεθαίνει ο Τζον Κέιτζ.
1990-98: Χρησιμοποιεί υπολογιστή στη χορογραφία και βαπτίζει τα έργα του επηρεασμένος από το νέο μέσο «Enter», «Windows» κλπ.
Δημοσίευση σχολίου