.
Για το ζεϊμπέκικο*
Οι Έλληνες ας θυμούνται πάντα πως η χώρα
τους είναι αυτή που γεφυρώνει την Ευρώπη
με την Ανατολή και χρέος τους είναι να
κρατούν κάθε ανατολίτικο στολίδι.
Andersen
Το 1934 είδα αληθινούς ζεϊμπέκηδες που μπαρκάρανε στη Σμύρνη, στο πλοίο που με πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη. Πήγαινα να δω τα μωσαϊκά στην Αγία Σοφία, που εκείνο τον καιρό είχε ξεσκεπάσει ο Αμερικανός βυζαντινολόγος Ουίτμορ.
Αυτοί οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ’ αυτούς που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας. Ο ένας απ’ αυτούς, ως τριανταπέντε χρονών, μιλούσε καλά ελληνικά και μου έλεγε διάφορα πράγματα. Ιδίως μου μιλούσε για το πώς χόρευε ένας νεαρός που ήταν μαζί τους και όλο έλεγε ότι κανείς δεν τον φτάνει στο χορό.
Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα.Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος, αλλά μόλις άρχισε να κινείται πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ, σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης, που δεν ήταν γνωστό ποιον απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί, με πολλή σεμνότητα ένα θεό, για το θαύμα που είναι η ζωή. Τον συνόδευε ένα τουμπελέκι, που χτυπούσε ένας άλλος ζεϊμπέκης, στο μαγικό ρυθμό 9/8.
Αληθινή θυσία αινέσως, ανδρεία και μαζί πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον. Έρωτας και αντρειοσύνη και μαζί κάτι σαν αίσθηση θανάτου. Είναι αξιοθαύμαστο πώς χαμήλωνε τα μάτια του με γλυκιά υποταγή, σε αντίθεση με τη μεγάλη δύνμαη, αλλά συγχρόνως με τα πόδια του που τα χτυπούσε στο έδαφος, φοβέριζε κάτι το αόρατο που σερνόταν καταγής. Έμοιαζε με κάποιο άγαλμα ενός πολεμιστή που άλλοτε βαρούσε σπάθα και ασπίδα, και πολεμούσε ένα δράκοντα και τώρα είχε μείνει χωρίς αυτά τα τρία συμπληρώματα –την ασπίδα, τη σπάθα και το δράκοντα- που είχαν χαθεί, όπως συμβαίνει σε πολλά παλιά αγάλματα. (…)
Στα βουνά της Αλβανίας, κοντά στη Φτέρα, άκουσα για πρώτη φορά το ζεϊμπέκικο που τα λόγια του αρχίζουν ως εξής: Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια, μπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια…
Είχα γνωρίσει ως τότε τα τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζη και ήμουν θαμώνας της στο κέντρο της οδού Δώρου που, πολλές φορές, πήγαινα παρέα με τον βυζαντινολόγο Ξυγγόπουλο , τον Κόντογλου και άλλοτε με τον Τζούλιο Καΐμη. Μα το ζεϊμπέκικο που άκουσα στην Αλβανία ερχόταν από έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό, που μου απεκάλυπτε μια άλλη πλευρά του ανθρώπου. Το ζεϊμπέκικο και τα ρεμπέτικα υπήρχαν βέβαια, ήδη από το 1900 και οι μεγάλοι του ρεμπέτικου είχαν δημιουργήσει αριστουργήματα. Αλλά οι αστικές προκαταλήψεις είχαν βρει έναν τρόπο να το αποκρύψουν, ακόμη και απ’ αυτούς που τους ενδιέφερε. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Εγγλέζοι με τους Έλληνες από τη Μέση Ανατολή, μαζί με το σουίνγκ άρχιζε να ανθίζει με μια νέα βλάστηση, και υπό νέο πνεύμα, το πανάρχαιο ζεϊμπέκικο.
Ο κεντρικός του ναός για μας τους Αθηναίους ήταν το κέντρο “Ο Μάριος” σ’ ένα σπίτι της οδού Ίωνος δεύτερο πάτωμα, όπου άκουσα για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη. Η λέξη ναός δεν είναι υπερβολή’ αντρικές καλλονές που θα ζήλευε η Ολυμπία και τα Ίσθμια και θα υμνούσε προθύμως ο Πίνδαρος, έχορευαν με εκείνη τη σεμνότητα που χαρακτηρίζει τον Έλληνα όταν δεν έχει αμφιβολίες για την αξία του. Ο χαρακτήρας του ναού εδίδοντο και ενισχύονταν από την αυστηρότητα του διευθυντή που δεν επέτρεπε την παραμικρή σύγκρουση, πολύ περισσότερο το μεγάλο καβγά για παραγγελιές και άλλες ασήμαντες αφορμές. Θαμώνες ήταν ναύτες και στρατιώτες, που φορούσαν ακόμη το σορτς που απαγόρεψε αργότερα ο στρατός. Καμιά φορά περνούσε και η ΕΣΑ και η ΕΝΑ, αλλά δεν θυμάμαι σοβαρά επεισόδια’ ο διευθυντής τα κανόνιζε όλα. (…)
Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό, αληθινά προσιτό, μόνο σ’ αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινά ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος. (...)
Στα πρώτα ζεϊμπέκικα που εζωγράφισα, τις φιγούρες τις έντυσα με σττρατιωτικά ή ναυτικά ρούχα γιατί απ’ αυτούς είδα να χορεύεται ο χορός αυτός. Όταν άρχισα να ζωγραφίζω γυμνούς χορευτές, με πείραζε κάπως και, για να κάνω πιθανά τα οράματά μου, επινόησα με τη φαντασία μου παραλιακά καφενεδάκια στα οποία αναδυόμενοι κολυμβητές, υπό τους ήχους ενός βραχνού φωνογράφου ή ενός τζουκ μποξ έρχονταν στο τσακίρ κέφι και χόρευαν ζεϊμπέκικο ή τσάμικο, αλλά προς τι οι δικαιολογίες μου όταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος το είπε μια για πάντα για μένα, ότι οι φιγούρες μου είναι πάντα γυμνές, ακόμη και όταν είναι ντυμένες.
Γιάννης Τσαρούχης: Αγαθόν το εξομολογείσθαι (Καστανιώτης 1989)
* Πρόλογος στην έκδοση της Γκαλερί Ζουμπουλάκη «Τσαρούχης: Ζεϊμπέκικα και μερικά άλλα», 1982
Οι Έλληνες ας θυμούνται πάντα πως η χώρα
τους είναι αυτή που γεφυρώνει την Ευρώπη
με την Ανατολή και χρέος τους είναι να
κρατούν κάθε ανατολίτικο στολίδι.
Andersen
Το 1934 είδα αληθινούς ζεϊμπέκηδες που μπαρκάρανε στη Σμύρνη, στο πλοίο που με πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη. Πήγαινα να δω τα μωσαϊκά στην Αγία Σοφία, που εκείνο τον καιρό είχε ξεσκεπάσει ο Αμερικανός βυζαντινολόγος Ουίτμορ.
Αυτοί οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ’ αυτούς που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας. Ο ένας απ’ αυτούς, ως τριανταπέντε χρονών, μιλούσε καλά ελληνικά και μου έλεγε διάφορα πράγματα. Ιδίως μου μιλούσε για το πώς χόρευε ένας νεαρός που ήταν μαζί τους και όλο έλεγε ότι κανείς δεν τον φτάνει στο χορό.
Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα.Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος, αλλά μόλις άρχισε να κινείται πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ, σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης, που δεν ήταν γνωστό ποιον απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί, με πολλή σεμνότητα ένα θεό, για το θαύμα που είναι η ζωή. Τον συνόδευε ένα τουμπελέκι, που χτυπούσε ένας άλλος ζεϊμπέκης, στο μαγικό ρυθμό 9/8.
Αληθινή θυσία αινέσως, ανδρεία και μαζί πνεύμα συντετριμμένον και τεταπεινωμένον. Έρωτας και αντρειοσύνη και μαζί κάτι σαν αίσθηση θανάτου. Είναι αξιοθαύμαστο πώς χαμήλωνε τα μάτια του με γλυκιά υποταγή, σε αντίθεση με τη μεγάλη δύνμαη, αλλά συγχρόνως με τα πόδια του που τα χτυπούσε στο έδαφος, φοβέριζε κάτι το αόρατο που σερνόταν καταγής. Έμοιαζε με κάποιο άγαλμα ενός πολεμιστή που άλλοτε βαρούσε σπάθα και ασπίδα, και πολεμούσε ένα δράκοντα και τώρα είχε μείνει χωρίς αυτά τα τρία συμπληρώματα –την ασπίδα, τη σπάθα και το δράκοντα- που είχαν χαθεί, όπως συμβαίνει σε πολλά παλιά αγάλματα. (…)
Στα βουνά της Αλβανίας, κοντά στη Φτέρα, άκουσα για πρώτη φορά το ζεϊμπέκικο που τα λόγια του αρχίζουν ως εξής: Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια, μπρος στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια…
Είχα γνωρίσει ως τότε τα τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζη και ήμουν θαμώνας της στο κέντρο της οδού Δώρου που, πολλές φορές, πήγαινα παρέα με τον βυζαντινολόγο Ξυγγόπουλο , τον Κόντογλου και άλλοτε με τον Τζούλιο Καΐμη. Μα το ζεϊμπέκικο που άκουσα στην Αλβανία ερχόταν από έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό, που μου απεκάλυπτε μια άλλη πλευρά του ανθρώπου. Το ζεϊμπέκικο και τα ρεμπέτικα υπήρχαν βέβαια, ήδη από το 1900 και οι μεγάλοι του ρεμπέτικου είχαν δημιουργήσει αριστουργήματα. Αλλά οι αστικές προκαταλήψεις είχαν βρει έναν τρόπο να το αποκρύψουν, ακόμη και απ’ αυτούς που τους ενδιέφερε. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν οι Εγγλέζοι με τους Έλληνες από τη Μέση Ανατολή, μαζί με το σουίνγκ άρχιζε να ανθίζει με μια νέα βλάστηση, και υπό νέο πνεύμα, το πανάρχαιο ζεϊμπέκικο.
Ο κεντρικός του ναός για μας τους Αθηναίους ήταν το κέντρο “Ο Μάριος” σ’ ένα σπίτι της οδού Ίωνος δεύτερο πάτωμα, όπου άκουσα για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη. Η λέξη ναός δεν είναι υπερβολή’ αντρικές καλλονές που θα ζήλευε η Ολυμπία και τα Ίσθμια και θα υμνούσε προθύμως ο Πίνδαρος, έχορευαν με εκείνη τη σεμνότητα που χαρακτηρίζει τον Έλληνα όταν δεν έχει αμφιβολίες για την αξία του. Ο χαρακτήρας του ναού εδίδοντο και ενισχύονταν από την αυστηρότητα του διευθυντή που δεν επέτρεπε την παραμικρή σύγκρουση, πολύ περισσότερο το μεγάλο καβγά για παραγγελιές και άλλες ασήμαντες αφορμές. Θαμώνες ήταν ναύτες και στρατιώτες, που φορούσαν ακόμη το σορτς που απαγόρεψε αργότερα ο στρατός. Καμιά φορά περνούσε και η ΕΣΑ και η ΕΝΑ, αλλά δεν θυμάμαι σοβαρά επεισόδια’ ο διευθυντής τα κανόνιζε όλα. (…)
Παρά τους ενθουσιασμούς των ξένων επισήμων και ανεπισήμων, το ζεϊμπέκικο μένει κατιτί το ερμητικό στην ουσία του και είναι προσιτό, αληθινά προσιτό, μόνο σ’ αυτούς από τους Έλληνες που έχουν αληθινά ορφική μύηση. Λόγια φθαρμένα που δεν μπορούν να εκφράσουν την ουσία, για την οποία ο αμύητος μένει καχύποπτος. (...)
Στα πρώτα ζεϊμπέκικα που εζωγράφισα, τις φιγούρες τις έντυσα με σττρατιωτικά ή ναυτικά ρούχα γιατί απ’ αυτούς είδα να χορεύεται ο χορός αυτός. Όταν άρχισα να ζωγραφίζω γυμνούς χορευτές, με πείραζε κάπως και, για να κάνω πιθανά τα οράματά μου, επινόησα με τη φαντασία μου παραλιακά καφενεδάκια στα οποία αναδυόμενοι κολυμβητές, υπό τους ήχους ενός βραχνού φωνογράφου ή ενός τζουκ μποξ έρχονταν στο τσακίρ κέφι και χόρευαν ζεϊμπέκικο ή τσάμικο, αλλά προς τι οι δικαιολογίες μου όταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος το είπε μια για πάντα για μένα, ότι οι φιγούρες μου είναι πάντα γυμνές, ακόμη και όταν είναι ντυμένες.
Γιάννης Τσαρούχης: Αγαθόν το εξομολογείσθαι (Καστανιώτης 1989)
* Πρόλογος στην έκδοση της Γκαλερί Ζουμπουλάκη «Τσαρούχης: Ζεϊμπέκικα και μερικά άλλα», 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου