.
(…) Παρατηρούμε ότι καταφεύγει συστηματικά στο παράδειγμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής προκειμένου να αποδώσει το έκπαγλο κάλλος της ανδρικής μορφής. Ο «ιδανικός» άνδρας του Εικονοστασίου παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα στις μορφές της μυθολογίας του τσαρουχικού έργου (ναύτης, αλληγορικές φιγούρες νέων):
Τα κορίτσια ομορφοστολισμένα με τα καλά τους […] Και κάτι νάυτες όμορφοι σαν εκείνους στις ζωγραφιές του Τσαρούχη, μόνο που αυτοί ήταν ντυμένοι.
(Με το σκούντημα του αγκώνα, σ. 112)
[…] ο Αλέκος με μακριά μαλλιά βγαλμένος κατευθείαν απ’ τους αναγεννησιακούς πίνακες του Τσαρούχη (ο μήνας Ιούλιος; - λες νάχε πάει στο Παρίσι να του πόζαρε;) […]
(Ίσως να ΄ναι κι έτσι, σ. 87)
Στην τελευταία περίπτωση ο αφηγητής αναφέρεται στο γνωστότατο έργο του Τσαρούχη «Οι δώδεκα μήνες» (1972), δηλαδή τα φτερωτά πορτρέτα μακρυμάλληδων και ημίγυμνων νέων τοποθετημένων σε διακοσμητικό χρυσό βάθος τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των οποίων θυμίζουν χίπις της δεκαετίας του ’70.
Στο ακόλουθο απόσπασμα από το έργο Με το σκούντημα του αγκώνα η έντονα στατική πόζα του περιγραφόμενου προσώπου προσδίδει εικαστικότητα στον περιγραφικό λόγο του αφηγητή. Ο Ρίτσος δημιουργεί στον αναγνώστη την ψευδαίσθηση ότι θεάται έναν ζωγραφικό πίνακα. Η επιλεκτική και λεπτομερειακή παρουσίαση ορισμένων ενδυματολογικών στοιχείων (άσπρο εφαρμοστό παντελόνι καμπάνα, κοντό σορτσάκι, ναύτη, αρβύλες με χοντρές χακί κάλτσες), που οπωσδήποτε διασπά την περιγραφή απομακρύνοντάς την από το ρεαλιστικό πρότυπο, παραπέμπει έντονα στα έργα του Τσαρούχη. Ο Βαγγέλης είναι ένας λαϊκός τύπος με αρρενωπή εμφάνιση και έντονα ερωτική υπόσταση.
[…] (γιατί ο Βαγγέλης έκανε τη θητεία του στο ναυτικό κι από κει τον στείλαν στη Μακρόνησο κι ύστερα στον Αϊ- Στρατή με τ’ άσπρο παντελόνι του, εφαρμοστό στους γοφούς, καμπάνα τα μπατζάκια – είχε κι ένα άλλο, άσπρο κι αυτό, σορτσάκι, πολύ κοντό – μια φορά που καθόταν αντίκρυ στο σκαμνί και μασουλούσε ένα ροδάκινο με τα φλούδια, είχε κρεμαστεί το ‘να αχαμνό του έξω στ’ αριστερό μπούτι […] μα τότε φορούσε αρβύλες και χοντρές χακί κάλτσες γυρισμένες σε δυο χοντρά βραχιόλια πάνου απ’ τις αρβύλες[…]) […]
(Με το σκούντημα του αγκώνα, σ.42)
Οι άνδρες του Eικονοστασίου είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, ωστόσο έχουν μια ηρωική και επιβλητική σωματική παρουσία. Με το κάλλος και την αίγλη του σώματός τους εξυψώνονται πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Για να αποδώσει την ομορφιά τους ο αφηγητής καταφεύγει συστηματικά στην τέχνη – κυρίως στη ζωγραφική του Τσαρούχη αλλά, σε άλλες περιπτώσεις, και στην αρχαία ελληνική τέχνη και ειδικότερα στην κλασική γλυπτική:
[…] και μου φάνηκε σα να τον έβλεπα ψηλά σ’ ένα αέτωμα, νεαρόν ιππέα, μαρμάρινον η μαρμαρωμένον, αποξενωμένον μες στην αθανασία του.
(Ίσως να ‘ναι κι έτσι, σ. 13)
[…] κείνα τα πυκνά κατάμαυρα δαχτυλιδωτά μαλλιά του, που όταν έκανε τις εκπληχτικές βουτιές του απ’ τον ψηλό βράχο του Αϊ –Στρατή κι ύστερα τινάζονταν σα δέλφινας μισό μέτρο πάνω απ’ το νερό σκορπώντας σμήνος χρυσές σταγόνες απ’ τις μπούκλες του, σωστό σπιθοβόλο φωτοστέφανο, κι έλεγες μην είναι ο Ποσειδώνας ή ο Απόλλωνας ή ο Αχιλλέας […]
(…) Παρατηρούμε ότι καταφεύγει συστηματικά στο παράδειγμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής προκειμένου να αποδώσει το έκπαγλο κάλλος της ανδρικής μορφής. Ο «ιδανικός» άνδρας του Εικονοστασίου παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα στις μορφές της μυθολογίας του τσαρουχικού έργου (ναύτης, αλληγορικές φιγούρες νέων):
Τα κορίτσια ομορφοστολισμένα με τα καλά τους […] Και κάτι νάυτες όμορφοι σαν εκείνους στις ζωγραφιές του Τσαρούχη, μόνο που αυτοί ήταν ντυμένοι.
(Με το σκούντημα του αγκώνα, σ. 112)
[…] ο Αλέκος με μακριά μαλλιά βγαλμένος κατευθείαν απ’ τους αναγεννησιακούς πίνακες του Τσαρούχη (ο μήνας Ιούλιος; - λες νάχε πάει στο Παρίσι να του πόζαρε;) […]
(Ίσως να ΄ναι κι έτσι, σ. 87)
Στην τελευταία περίπτωση ο αφηγητής αναφέρεται στο γνωστότατο έργο του Τσαρούχη «Οι δώδεκα μήνες» (1972), δηλαδή τα φτερωτά πορτρέτα μακρυμάλληδων και ημίγυμνων νέων τοποθετημένων σε διακοσμητικό χρυσό βάθος τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των οποίων θυμίζουν χίπις της δεκαετίας του ’70.
Στο ακόλουθο απόσπασμα από το έργο Με το σκούντημα του αγκώνα η έντονα στατική πόζα του περιγραφόμενου προσώπου προσδίδει εικαστικότητα στον περιγραφικό λόγο του αφηγητή. Ο Ρίτσος δημιουργεί στον αναγνώστη την ψευδαίσθηση ότι θεάται έναν ζωγραφικό πίνακα. Η επιλεκτική και λεπτομερειακή παρουσίαση ορισμένων ενδυματολογικών στοιχείων (άσπρο εφαρμοστό παντελόνι καμπάνα, κοντό σορτσάκι, ναύτη, αρβύλες με χοντρές χακί κάλτσες), που οπωσδήποτε διασπά την περιγραφή απομακρύνοντάς την από το ρεαλιστικό πρότυπο, παραπέμπει έντονα στα έργα του Τσαρούχη. Ο Βαγγέλης είναι ένας λαϊκός τύπος με αρρενωπή εμφάνιση και έντονα ερωτική υπόσταση.
[…] (γιατί ο Βαγγέλης έκανε τη θητεία του στο ναυτικό κι από κει τον στείλαν στη Μακρόνησο κι ύστερα στον Αϊ- Στρατή με τ’ άσπρο παντελόνι του, εφαρμοστό στους γοφούς, καμπάνα τα μπατζάκια – είχε κι ένα άλλο, άσπρο κι αυτό, σορτσάκι, πολύ κοντό – μια φορά που καθόταν αντίκρυ στο σκαμνί και μασουλούσε ένα ροδάκινο με τα φλούδια, είχε κρεμαστεί το ‘να αχαμνό του έξω στ’ αριστερό μπούτι […] μα τότε φορούσε αρβύλες και χοντρές χακί κάλτσες γυρισμένες σε δυο χοντρά βραχιόλια πάνου απ’ τις αρβύλες[…]) […]
(Με το σκούντημα του αγκώνα, σ.42)
Οι άνδρες του Eικονοστασίου είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, ωστόσο έχουν μια ηρωική και επιβλητική σωματική παρουσία. Με το κάλλος και την αίγλη του σώματός τους εξυψώνονται πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα. Για να αποδώσει την ομορφιά τους ο αφηγητής καταφεύγει συστηματικά στην τέχνη – κυρίως στη ζωγραφική του Τσαρούχη αλλά, σε άλλες περιπτώσεις, και στην αρχαία ελληνική τέχνη και ειδικότερα στην κλασική γλυπτική:
[…] και μου φάνηκε σα να τον έβλεπα ψηλά σ’ ένα αέτωμα, νεαρόν ιππέα, μαρμάρινον η μαρμαρωμένον, αποξενωμένον μες στην αθανασία του.
(Ίσως να ‘ναι κι έτσι, σ. 13)
[…] κείνα τα πυκνά κατάμαυρα δαχτυλιδωτά μαλλιά του, που όταν έκανε τις εκπληχτικές βουτιές του απ’ τον ψηλό βράχο του Αϊ –Στρατή κι ύστερα τινάζονταν σα δέλφινας μισό μέτρο πάνω απ’ το νερό σκορπώντας σμήνος χρυσές σταγόνες απ’ τις μπούκλες του, σωστό σπιθοβόλο φωτοστέφανο, κι έλεγες μην είναι ο Ποσειδώνας ή ο Απόλλωνας ή ο Αχιλλέας […]
(Ίσως να 'ναι κι έτσι, σ. 37)
Στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων (αλλά και σε ολόκληρο το έργο του) ο Γιάννης Ρίτσος εξυψώνει τους λαϊκούς, απλούς ανθρώπους και ταυτόχρονα μυθοποιεί τον μικροαστικό λαϊκό χώρο (καφενεία, ταβερνεία, λαϊκά κέντρα, μπουζουξίδικα), ακριβώς όπως και ο Τσαρούχης – ασφαλώς και δεν πρέπει να θεωρήσουμε τυχαίο ότι είναι τόσο συχνές οι εικαστικές αφορμήσεις του Εικονοστασίου από τη ζωγραφική του Τσαρούχη. Οι χτίστες, οι εργάτες, οι άνθρωποι της βιοπάλης αποδίδονται στο τσαρουχικό έργο, πολύ συχνά, με φωτοστέφανα και ζωγραφισμένα πλαίσια εικονισμάτων. Τα φτερά τούς μετατρέπουν σε έρωτες, άγγελους ή σε αλληγορικές μορφές από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Στο Εικονοστάσιο του Ρίτσου οι απλοί άνθρωποι με τα σμιλεμένα από τον μόχθο πρόσωπα γίνονται «ανώνυμοι άγιοι» ή «Άγγελοι του Μεταξουργείου», ενώ οι λαϊκοί μάγκες, όπως ο Βαγγέλης, εμφανίζονται φωτοστεφανωμένοι.
Κοινό στοιχείο της αισθητικής του Ρίτσου και του Τσαρούχη (και, βεβαιότατα, της κλασικής τέχνης) είναι ο ανθρωποκεντρικός της χαρακτήρας. Και οι δύο εξυμνούν το κάλλος του ανθρωπίνου σώματος που διατηρεί στο ακέραιο τη ρώμη και το σφρίγος του. Παρατηρούμε ότι στο Εικονοστάσιο ο Ρίτσος συσχετίζει το διακείμενο της τσαρουχικής ζωγραφικής με την απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Τα πρόσωπα της ατομικής τους μυθολογίας μετέχουν ταυτόχρονα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, του ρεαλιστικού και του ιδεατού στοιχείου. Οι μορφές στο έργο του Τσαρούχη χαρακτηρίζονται από σφύζοντα ερωτισμό και πνευματική ένταση που επιτυγχάνεται με την έμφαση στον μαγνητισμό του βλέμματος (στοιχείο που παραπέμπει στα πορτραίτα Φαγιούμ). Με τη σοβαρότητά τους και τη μνημειακή παρουσία τους μέσα στον χώρο εμφανίζονται ως ιδανικές ερωτικές παρουσίες. Αλλά αντίστοιχα και ο Ρίτσος καταφεύγει στον Τσαρούχη, από τη στιγμή που η γραφή του στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων αποσκοπεί στην εξύμνηση του ανθρωπίνου κάλλους και του έρωτα και, περαιτέρω, στην απόδοση της αρχετυπικής ουσίας του ανθρώπου.
Τζίνα Καλογήρου: Αφηγηματικός λόγος και ύφανση της αφήγησης στο Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων
στο Ο ποιητής και ο Πολίτης Γιάννης Ρίτσος (Μουσείο Μπενάκη -Κέδρος, 2008)
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου