.
Αποσπάσματα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, σε δική του μετάφραση, διαβάζει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε ψηφιακό δίσκο (cd) που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.
Πρόκειται για αποσπάσματα που αναφέρονται στα περιστατικά από την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα μέχρι και την ανάστασή του.
Οι απαρχές της μετάφρασης του Ευαγγελίου από τον Χριστιανόπουλο χρονολογούνται πενήντα χρόνια πριν. Ο ίδιος έχει πει για το ζήτημα αυτό: «Ολα ξεκίνησαν το 1955, που υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία και, μέσα σε όλες τις δυσκολίες της στρατιωτικής ζωής, ένιωσα έντονη την ανάγκη να στηριχθώ κάπου και να βρω από κάπου παρηγοριά. Και φυσικά δεν υπήρχε σπουδαιότερο στήριγμα από το Ευαγγέλιο, οπότε σκέφτηκα ν’ αρχίσω να μεταφράζω. Αρχισα με τον Ματθαίο, που είναι το πρώτο στη σειρά. Αργότερα είδα ότι αυτό που ήθελα, να μεταφράσω όλα τα Ευαγγέλια, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, γι’ αυτό έμεινα μόνο στο πρώτο. […] Την περίοδο εκείνη ένιωθα πιο πιστός χριστιανός, Αργότερα, οι προσανατολισμοί μου άλλαξαν αισθητά. Αλλά πάλι δεν σταμάτησα τη μετάφραση, παρόλο που στη δεύτερη αυτή φάση το ενδιαφέρον μου ήταν περισσότερο φιλολογικό και μεταφραστικό. Εκ των υστέρων βλέπω ότι όλα αυτά με ωφέλησαν, γιατί με βοήθησαν να προσπελάσω ένα τόσο μεγάλο κείμενο από όλες τις πλευρές.»
Είναι φανερό ότι η μετάφραση αυτή αποτελεί έργο ζωής για τον ποιητή, καθώς πηγάζει από τις χριστιανικές καταβολές του και δίνει διέξοδο στη χριστιανική του αγωνία, την οποία, όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο ίδιος στην “αυτοκριτική” του (στο δοκίμιό του «Επ’ εμοί»), δέχτηκε από τον Τ. Σ. Ελιοτ και τον Καβάφη, και έτσι προχώρησε «κάνοντας τα πρόσωπα από την Αγία Γραφή προσωπεία των εξομολογήσεών » του.
Χρειάστηκαν περίπου σαράντα χρόνια για να ολοκληρωθεί η επεξεργασία της μετάφρασης και να ξεπεραστούν οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί του δημιουργού της, που οφείλονταν στην «ομολογουμένη τελειομανία» αλλά και στον σεβασμό του προς τη γλώσσα του πρωτοτύπου.
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, που γράφηκε καταρχάς στα εβραϊκά, πιθανόν το 63 μ.Χ. και κατόπιν μεταφράστηκε στην κοινή ελληνική, ο Χριστιανόπουλος το θεωρεί ως «[…] το πιο δύσκολο. Οχι μόνο για τον θεολογικό του χαρακτήρα αλλά και για τη γλώσσα του, που παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες. Από την άλλη μεριά θεωρείται το πιο αυθεντικό αλλά και το πιο πλήρες, έχει αρχιτεκτονική συγκρότηση και διασώζει αρκετά καλά τη ζωντάνια της κοινής ελληνικής και τον ποιητικό χαρακτήρα της αραμαϊκής στην εποχή του Χριστού. Τέλος, το Ευαγγέλιο του Ματθαίου είναι το πιο ωραίο, γιατί περιέχει ολόκληρη την επί του όρους ομιλία και περιγράφει με τον δραματικότερο και αναλυτικότερο τρόπο τα πάθη του Κυρίου».
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο προσείλκυσε τους μεταφραστές της Αγίας Γραφής ήδη από τον 17ο αιώνα, με κορύφωση τη γνωστή μετάφραση του 1901, η οποία προκάλεσε τα «Ευαγγελιακά», τα γνωστά αιματηρά επεισόδια που έγιναν στην Αθήνα και σημάδεψαν ιδεολογικά το γύρισμα του αιώνα.
Ωστόσο, στο τέλος του ίδιου αιώνα, ο σύγχρονος μεταφραστής του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου δήλωνε: «Δεν γνωρίζω αν οι σημερινοί αναγνώστες έχουν αληθινό ενδιαφέρον για το Ευαγγέλιο, ή απλώς επηρεάζονται από τη μόδα που άρχισε με τους νεοορθόδοξους»। Πάντως, ο Χριστιανόπουλος “ομολογεί”: «Η μετάφρασή μου προς το παρόν απευθύνεται στους πιστούς αλλά και στους διανοουμένους, και θα χαιρόμουν αν κάποτε την υιοθετούσε και η επίσημη Εκκλησία…»
Ανεξάρτητα όμως από τη γλωσσική μορφή στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο, η δύναμη και η γοητεία του παραμένουν αδιαμφισβήτητες. «Μισό αιώνα διαβάζω λογοτεχνία», γράφει ο Χριστιανόπουλος, «μα τη δύναμη και τη γλύκα που έχουν τα λόγια του Χριστού δεν τη βρήκα αλλού πουθενά». (entefktirio.blogspot.com)
Αποσπάσματα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, σε δική του μετάφραση, διαβάζει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε ψηφιακό δίσκο (cd) που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.
Πρόκειται για αποσπάσματα που αναφέρονται στα περιστατικά από την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα μέχρι και την ανάστασή του.
Οι απαρχές της μετάφρασης του Ευαγγελίου από τον Χριστιανόπουλο χρονολογούνται πενήντα χρόνια πριν. Ο ίδιος έχει πει για το ζήτημα αυτό: «Ολα ξεκίνησαν το 1955, που υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία και, μέσα σε όλες τις δυσκολίες της στρατιωτικής ζωής, ένιωσα έντονη την ανάγκη να στηριχθώ κάπου και να βρω από κάπου παρηγοριά. Και φυσικά δεν υπήρχε σπουδαιότερο στήριγμα από το Ευαγγέλιο, οπότε σκέφτηκα ν’ αρχίσω να μεταφράζω. Αρχισα με τον Ματθαίο, που είναι το πρώτο στη σειρά. Αργότερα είδα ότι αυτό που ήθελα, να μεταφράσω όλα τα Ευαγγέλια, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, γι’ αυτό έμεινα μόνο στο πρώτο. […] Την περίοδο εκείνη ένιωθα πιο πιστός χριστιανός, Αργότερα, οι προσανατολισμοί μου άλλαξαν αισθητά. Αλλά πάλι δεν σταμάτησα τη μετάφραση, παρόλο που στη δεύτερη αυτή φάση το ενδιαφέρον μου ήταν περισσότερο φιλολογικό και μεταφραστικό. Εκ των υστέρων βλέπω ότι όλα αυτά με ωφέλησαν, γιατί με βοήθησαν να προσπελάσω ένα τόσο μεγάλο κείμενο από όλες τις πλευρές.»
Είναι φανερό ότι η μετάφραση αυτή αποτελεί έργο ζωής για τον ποιητή, καθώς πηγάζει από τις χριστιανικές καταβολές του και δίνει διέξοδο στη χριστιανική του αγωνία, την οποία, όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο ίδιος στην “αυτοκριτική” του (στο δοκίμιό του «Επ’ εμοί»), δέχτηκε από τον Τ. Σ. Ελιοτ και τον Καβάφη, και έτσι προχώρησε «κάνοντας τα πρόσωπα από την Αγία Γραφή προσωπεία των εξομολογήσεών » του.
Χρειάστηκαν περίπου σαράντα χρόνια για να ολοκληρωθεί η επεξεργασία της μετάφρασης και να ξεπεραστούν οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί του δημιουργού της, που οφείλονταν στην «ομολογουμένη τελειομανία» αλλά και στον σεβασμό του προς τη γλώσσα του πρωτοτύπου.
Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, που γράφηκε καταρχάς στα εβραϊκά, πιθανόν το 63 μ.Χ. και κατόπιν μεταφράστηκε στην κοινή ελληνική, ο Χριστιανόπουλος το θεωρεί ως «[…] το πιο δύσκολο. Οχι μόνο για τον θεολογικό του χαρακτήρα αλλά και για τη γλώσσα του, που παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες. Από την άλλη μεριά θεωρείται το πιο αυθεντικό αλλά και το πιο πλήρες, έχει αρχιτεκτονική συγκρότηση και διασώζει αρκετά καλά τη ζωντάνια της κοινής ελληνικής και τον ποιητικό χαρακτήρα της αραμαϊκής στην εποχή του Χριστού. Τέλος, το Ευαγγέλιο του Ματθαίου είναι το πιο ωραίο, γιατί περιέχει ολόκληρη την επί του όρους ομιλία και περιγράφει με τον δραματικότερο και αναλυτικότερο τρόπο τα πάθη του Κυρίου».
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο προσείλκυσε τους μεταφραστές της Αγίας Γραφής ήδη από τον 17ο αιώνα, με κορύφωση τη γνωστή μετάφραση του 1901, η οποία προκάλεσε τα «Ευαγγελιακά», τα γνωστά αιματηρά επεισόδια που έγιναν στην Αθήνα και σημάδεψαν ιδεολογικά το γύρισμα του αιώνα.
Ωστόσο, στο τέλος του ίδιου αιώνα, ο σύγχρονος μεταφραστής του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου δήλωνε: «Δεν γνωρίζω αν οι σημερινοί αναγνώστες έχουν αληθινό ενδιαφέρον για το Ευαγγέλιο, ή απλώς επηρεάζονται από τη μόδα που άρχισε με τους νεοορθόδοξους»। Πάντως, ο Χριστιανόπουλος “ομολογεί”: «Η μετάφρασή μου προς το παρόν απευθύνεται στους πιστούς αλλά και στους διανοουμένους, και θα χαιρόμουν αν κάποτε την υιοθετούσε και η επίσημη Εκκλησία…»
Ανεξάρτητα όμως από τη γλωσσική μορφή στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο, η δύναμη και η γοητεία του παραμένουν αδιαμφισβήτητες. «Μισό αιώνα διαβάζω λογοτεχνία», γράφει ο Χριστιανόπουλος, «μα τη δύναμη και τη γλύκα που έχουν τα λόγια του Χριστού δεν τη βρήκα αλλού πουθενά». (entefktirio.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου