Edward Albee (12/3/1928- )
Albee's place in the history of gay drama is as ambiguous. His early off-Broadway work was, for its time, daring in his mention of homosexuality and its implied homoeroticism. The Zoo Story is a Central Park confrontation between Peter, an ineffectual wealthy man, and Jerry, a counter-cultural figure intent on telling his life story and driving someone to kill him. Here, as elsewhere in Albee, love and violence are conjoined: Loving is the ultimate act of violence, violence is the most effective expression of love. The American dream is a scantily clad, beautiful but heartless male hustler.
Yet Albee's homosexuality and the gay subtext of his early work came to haunt him. Some heterosexist critics, angered by Albee's scathing picture of modern marriage in Who's Afraid of Virginia Woolf, insisted that George and Martha, the feuding central couple in the play, had to be a crypto-gay couple
It is true that Albee's only theatrically vital women have more than a touch of the drag queen about them and that there is always a hint of the homoerotic about his male-male confrontations. Conventional heterosexual marriage, which is always depicted as infertile, and heterosexual all-American boy-men are his favorite targets. However, Albee saw himself as a satirist of the American condition and not a dramatist of the gay community. As a playwright who staked his success on Broadway in the 1960s and 1970s, he had no choice. However, his critics, though seldom fair, were partly right: It is impossible to ignore the far from gay homosexuality in Albee's plays. (glbtq.com)
Albee's place in the history of gay drama is as ambiguous. His early off-Broadway work was, for its time, daring in his mention of homosexuality and its implied homoeroticism. The Zoo Story is a Central Park confrontation between Peter, an ineffectual wealthy man, and Jerry, a counter-cultural figure intent on telling his life story and driving someone to kill him. Here, as elsewhere in Albee, love and violence are conjoined: Loving is the ultimate act of violence, violence is the most effective expression of love. The American dream is a scantily clad, beautiful but heartless male hustler.
Yet Albee's homosexuality and the gay subtext of his early work came to haunt him. Some heterosexist critics, angered by Albee's scathing picture of modern marriage in Who's Afraid of Virginia Woolf, insisted that George and Martha, the feuding central couple in the play, had to be a crypto-gay couple
It is true that Albee's only theatrically vital women have more than a touch of the drag queen about them and that there is always a hint of the homoerotic about his male-male confrontations. Conventional heterosexual marriage, which is always depicted as infertile, and heterosexual all-American boy-men are his favorite targets. However, Albee saw himself as a satirist of the American condition and not a dramatist of the gay community. As a playwright who staked his success on Broadway in the 1960s and 1970s, he had no choice. However, his critics, though seldom fair, were partly right: It is impossible to ignore the far from gay homosexuality in Albee's plays. (glbtq.com)
.
Ο Έντουαρντ Άλμπι υιοθετήθηκε όταν ήταν μωρό από ένα ζευγάρι εκατομμυριούχων, τον Ριντ και την Φράνσις Αλμπι. Η Φράνσις ήταν η τρίτη σύζυγός του Ριντ, 23 χρόνια μικρότερη και ένα κεφάλι ψηλότερη από τον άνδρα της. «Από την αρχή ένιωθα λίγο αποπροσανατολισμένος», λέει ο Αλμπι. «Ποτέ δεν πίστεψα ότι ανήκα σε αυτούς τους ανθρώπους και σε αυτό το περιβάλλον. Ηταν βαθιά προκατειλημμένοι και αντιδραστικοί». Θα πρέπει και οι ίδιοι να ένιωθαν το ίδιο για εκείνον, καθώς τον αποκλήρωσαν όταν εγκατέλειψε το σπίτι σε ηλικία 18 ετών. Επειδή ήταν ομοφυλόφιλος; «Οχι, η ομοφυλοφιλία δεν είχε ποτέ συζητηθεί μέσα στην οικογένεια. Ηταν επειδή έφυγα από το σπίτι. Για όνομα του Θεού, αν αγοράσεις ένα παιδί, του δώσεις μια σωστή μόρφωση και το φροντίσεις όλα αυτά τα χρόνια, πώς τολμάει να σου φύγει;».
Είχαν καβγαδίσει; «Ο λόγος για τον οποίο έφυγα ήταν ανόητος. Γύρισα σπίτι έπειτα από ένα γλέντι στη Νέα Υόρκη και ένας φίλος μου έκανε εμετό μέσα στο αυτοκίνητο. Το επόμενο πρωί η μητέρα μου είπε γύρισες πολύ αργά χθες βράδυ και κάποιος άφησε τα φώτα ανοικτά. Μας κράτησαν ξάγρυπνους όλη νύχτα. Kαι εγώ είπα: Γιατί δεν σηκώθηκε κάποιος να τα κλείσει;. Τότε ακολούθησε μια συζήτηση, που κατέληξε στο ότι έπρεπε να αλλάξω συμπεριφορά ή να φύγω. Kαι εγώ έφυγα. Ηξερα ότι θα το έκανα. Kάνω πολλά πράγματα από διαίσθηση». «Kαι καθάρισες το αυτοκίνητο;». «Οχι», απαντάει με χαμόγελο, «το καθάρισαν οι υπηρέτες».
Παρά την απόρριψη εκείνων των ανθρώπων και των αξιών τους, ο Αλμπι τους αγκαλιάζει στα έργα του - άλλωστε και ο ίδιος είναι ένα είδος πατρικίου. Το έργο «Τρεις ψηλές γυναίκες», όπως παραδέχεται, αναφέρεται στην εξουσιαστική του μητέρα. Kαι παρόλο που είναι ένα καυστικό πορτρέτο της, δεν το βλέπει ως εκδίκηση, αλλά ως μεταθανάτια συμφιλίωση μ' εκείνη και με τον ίδιο το θάνατο. (…)
Η πιο γνωστή δουλειά του Αλμπι παραμένει το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;». Εκανε πρεμιέρα το 1962, κερδίζοντας το πρώτο από τα τρία συνολικά Πούλιτζερ της καριέρας του Αλμπι, και το 1966 γυρίστηκε για τον κινηματογράφο από τον Μάικ Νίκολς. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον έπαιζαν τον Τζορτζ και τη Μάρθα, ένα ζευγάρι βετεράνων του γάμου που, οπλισμένοι ώς τα δόντια με πνευματική βαρβαρότητα, ξεγυμνώνουν ο ένας τον άλλο μπροστά σε ένα νεότερο ζευγάρι. Σκιαγραφείται το πορτρέτο ενός άνδρα και μιας γυναίκας που φαίνονται να στοχεύουν στην αμοιβαία καταστροφή. Kαι ο Αλμπι αναδεικνύεται σε έναν πικρόχολο χρονικογράφο του άνυδρου γάμου.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αλμπι έζησε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '70 και του '80 σχεδόν στην αφάνεια, μέχρι το 1994 που ξαναβγήκε στο προσκήνιο με το έργο «Τρεις ψηλές γυναίκες». Ο ίδιος περιγράφει την επανανακάλυψή του απλά ως «ευχάριστη» και για την επιτυχία του έργου λέει ότι «ο καθένας προτιμά ένα ναι από ένα όχι».
Στα 73 του χρόνια, ο Αλμπι φαίνεται πολύ νεότερος, ωστόσο αν δεν είχε εκείνη τη σπίθα στο βλέμα και μια όχι και τόσο καλά θαμμένη αίσθηση του χιούμορ, θα μπορούσες να φύγεις έπειτα από μια ώρα μαζί του με το αίσθημα ότι είναι ένας πικρόχολος, καθόλου συνεργάσιμος, λιγομίλητος άνθρωπος, ένας στριμμένος ομοφυλόφιλος. Στην πραγματικότητα είναι πολύ γλυκός, αν και ξέρει να το κρύβει καλά πίσω από ένα ελαφρύ σήκωμα του φρυδιού.
Είναι λεπτός και κομψός, και φανερώνει κάπως την ηλικία του μόνο όταν περπατάει. Οσο για τα δόντια του, είναι εκθαμβωτικά. «Πήγα και τα έφτιαξα, διότι ήμουν πολύ φτωχός όταν έμενα στο Βίλατζ, δεν είχα οδοντιατρική περίθαλψη και τα είχα αφήσει να σαπίσουν. Αλλά τώρα σκέφτομαι να πάω να τα χαλάσω λίγο, να τα κάνω να φαίνονται πιο φυσικά».
Εδώ και 32 χρόνια, συζεί με έναν γλύπτη ονόματι Τζόναθαν, αρκετά νεότερό του. «Σχεδόν όλοι πια είναι νεότεροι», παραδέχεται σαρκαστικά.
Ο θάνατος είναι μεγάλος μπελάς για τον Αλμπι. «Μ' αρέσει να συμμετέχω στη ζωή», λέει, «και δεν εγκρίνω το θάνατο. Εκείνο που σε τρομάζει όταν φτάσεις σε κάποια ηλικία είναι ότι η ζωή σου θα διακοπεί απότομα προτού προλάβεις να την ολοκληρώσεις». Kαι παίρνει αμυντική στάση όταν τον ρωτάς γιατί δε θέλει να πεθάνει. «Ισως διότι πραγματικά απολαμβάνω να είμαι ζωντανός». Ευτυχώς. Είναι μία από τις «ξερές» φράσεις του που αντισταθμίζονται με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, προσπαθώντας να κρύψουν την τρυφερότητά του με τον ίδιο τρόπο που οι πρώτες πικρόχολες εντυπώσεις καλύπτουν την ανθρωπιά των έργων του.
Αισθάνεται να υπάρχει σε όλα τα πράγματα μια πικρή γεύση; «Πιστεύω πως ναι, εκτός από την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος». Αρα είναι θλιμμένος και πικραμένος; «Οχι, όχι, καθόλου». (kathimerini.gr, 01-07-01)
Ο Έντουαρντ Άλμπι υιοθετήθηκε όταν ήταν μωρό από ένα ζευγάρι εκατομμυριούχων, τον Ριντ και την Φράνσις Αλμπι. Η Φράνσις ήταν η τρίτη σύζυγός του Ριντ, 23 χρόνια μικρότερη και ένα κεφάλι ψηλότερη από τον άνδρα της. «Από την αρχή ένιωθα λίγο αποπροσανατολισμένος», λέει ο Αλμπι. «Ποτέ δεν πίστεψα ότι ανήκα σε αυτούς τους ανθρώπους και σε αυτό το περιβάλλον. Ηταν βαθιά προκατειλημμένοι και αντιδραστικοί». Θα πρέπει και οι ίδιοι να ένιωθαν το ίδιο για εκείνον, καθώς τον αποκλήρωσαν όταν εγκατέλειψε το σπίτι σε ηλικία 18 ετών. Επειδή ήταν ομοφυλόφιλος; «Οχι, η ομοφυλοφιλία δεν είχε ποτέ συζητηθεί μέσα στην οικογένεια. Ηταν επειδή έφυγα από το σπίτι. Για όνομα του Θεού, αν αγοράσεις ένα παιδί, του δώσεις μια σωστή μόρφωση και το φροντίσεις όλα αυτά τα χρόνια, πώς τολμάει να σου φύγει;».
Είχαν καβγαδίσει; «Ο λόγος για τον οποίο έφυγα ήταν ανόητος. Γύρισα σπίτι έπειτα από ένα γλέντι στη Νέα Υόρκη και ένας φίλος μου έκανε εμετό μέσα στο αυτοκίνητο. Το επόμενο πρωί η μητέρα μου είπε γύρισες πολύ αργά χθες βράδυ και κάποιος άφησε τα φώτα ανοικτά. Μας κράτησαν ξάγρυπνους όλη νύχτα. Kαι εγώ είπα: Γιατί δεν σηκώθηκε κάποιος να τα κλείσει;. Τότε ακολούθησε μια συζήτηση, που κατέληξε στο ότι έπρεπε να αλλάξω συμπεριφορά ή να φύγω. Kαι εγώ έφυγα. Ηξερα ότι θα το έκανα. Kάνω πολλά πράγματα από διαίσθηση». «Kαι καθάρισες το αυτοκίνητο;». «Οχι», απαντάει με χαμόγελο, «το καθάρισαν οι υπηρέτες».
Παρά την απόρριψη εκείνων των ανθρώπων και των αξιών τους, ο Αλμπι τους αγκαλιάζει στα έργα του - άλλωστε και ο ίδιος είναι ένα είδος πατρικίου. Το έργο «Τρεις ψηλές γυναίκες», όπως παραδέχεται, αναφέρεται στην εξουσιαστική του μητέρα. Kαι παρόλο που είναι ένα καυστικό πορτρέτο της, δεν το βλέπει ως εκδίκηση, αλλά ως μεταθανάτια συμφιλίωση μ' εκείνη και με τον ίδιο το θάνατο. (…)
Η πιο γνωστή δουλειά του Αλμπι παραμένει το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;». Εκανε πρεμιέρα το 1962, κερδίζοντας το πρώτο από τα τρία συνολικά Πούλιτζερ της καριέρας του Αλμπι, και το 1966 γυρίστηκε για τον κινηματογράφο από τον Μάικ Νίκολς. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον έπαιζαν τον Τζορτζ και τη Μάρθα, ένα ζευγάρι βετεράνων του γάμου που, οπλισμένοι ώς τα δόντια με πνευματική βαρβαρότητα, ξεγυμνώνουν ο ένας τον άλλο μπροστά σε ένα νεότερο ζευγάρι. Σκιαγραφείται το πορτρέτο ενός άνδρα και μιας γυναίκας που φαίνονται να στοχεύουν στην αμοιβαία καταστροφή. Kαι ο Αλμπι αναδεικνύεται σε έναν πικρόχολο χρονικογράφο του άνυδρου γάμου.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αλμπι έζησε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '70 και του '80 σχεδόν στην αφάνεια, μέχρι το 1994 που ξαναβγήκε στο προσκήνιο με το έργο «Τρεις ψηλές γυναίκες». Ο ίδιος περιγράφει την επανανακάλυψή του απλά ως «ευχάριστη» και για την επιτυχία του έργου λέει ότι «ο καθένας προτιμά ένα ναι από ένα όχι».
Στα 73 του χρόνια, ο Αλμπι φαίνεται πολύ νεότερος, ωστόσο αν δεν είχε εκείνη τη σπίθα στο βλέμα και μια όχι και τόσο καλά θαμμένη αίσθηση του χιούμορ, θα μπορούσες να φύγεις έπειτα από μια ώρα μαζί του με το αίσθημα ότι είναι ένας πικρόχολος, καθόλου συνεργάσιμος, λιγομίλητος άνθρωπος, ένας στριμμένος ομοφυλόφιλος. Στην πραγματικότητα είναι πολύ γλυκός, αν και ξέρει να το κρύβει καλά πίσω από ένα ελαφρύ σήκωμα του φρυδιού.
Είναι λεπτός και κομψός, και φανερώνει κάπως την ηλικία του μόνο όταν περπατάει. Οσο για τα δόντια του, είναι εκθαμβωτικά. «Πήγα και τα έφτιαξα, διότι ήμουν πολύ φτωχός όταν έμενα στο Βίλατζ, δεν είχα οδοντιατρική περίθαλψη και τα είχα αφήσει να σαπίσουν. Αλλά τώρα σκέφτομαι να πάω να τα χαλάσω λίγο, να τα κάνω να φαίνονται πιο φυσικά».
Εδώ και 32 χρόνια, συζεί με έναν γλύπτη ονόματι Τζόναθαν, αρκετά νεότερό του. «Σχεδόν όλοι πια είναι νεότεροι», παραδέχεται σαρκαστικά.
Ο θάνατος είναι μεγάλος μπελάς για τον Αλμπι. «Μ' αρέσει να συμμετέχω στη ζωή», λέει, «και δεν εγκρίνω το θάνατο. Εκείνο που σε τρομάζει όταν φτάσεις σε κάποια ηλικία είναι ότι η ζωή σου θα διακοπεί απότομα προτού προλάβεις να την ολοκληρώσεις». Kαι παίρνει αμυντική στάση όταν τον ρωτάς γιατί δε θέλει να πεθάνει. «Ισως διότι πραγματικά απολαμβάνω να είμαι ζωντανός». Ευτυχώς. Είναι μία από τις «ξερές» φράσεις του που αντισταθμίζονται με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, προσπαθώντας να κρύψουν την τρυφερότητά του με τον ίδιο τρόπο που οι πρώτες πικρόχολες εντυπώσεις καλύπτουν την ανθρωπιά των έργων του.
Αισθάνεται να υπάρχει σε όλα τα πράγματα μια πικρή γεύση; «Πιστεύω πως ναι, εκτός από την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος». Αρα είναι θλιμμένος και πικραμένος; «Οχι, όχι, καθόλου». (kathimerini.gr, 01-07-01)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου