19.3.10

ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ 2. ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΟΥΟΛΤ ΟΥΪΤΜΑΝ



Federico García Lorca: Ωδή στον Γουόλτ Χουίτμαν

Αγωνία, αγωνία, όνειρο, ζύμη και όνειρο.
Αυτός είναι ο κόσμος, φίλε μου, αγωνία, αγωνία.
Οι νεκροί σαπίζουν κάτω απ' το ρολόι των πολιτειών,
διαβαίνει ο πόλεμος θρηνώντας μ' ένα εκατομμύριο γκρίζους ποντικούς,
οι πλούσιοι χαρίζουνε στις αγαπητικές τους
μικρούς αστραφτερούς ετοιμοθάνατους,
κι η ζωή δεν είναι ευγενική, μήτε καλή, μήτε ιερή.

Αν θέλει, ο άντρας δύναται τον πόθο του να οδηγήσει
μες από φλέβα κοραλλιού ή ουράνιο γυμνό.
Αύριο οι αγάπες θα είναι βράχια και ο Χρόνος
μια νυσταγμένη αύρα που έρχεται μέσ' από τα κλαριά.

Να γιατί δεν υψώνω τη φωνή μου, γέρο Γουόλτ Χουίτμαν,
ενάντια στο που γράφει
τ' όνομα ενός κοριτσιού στο μαξιλάρι του,
μήτε ενάντια στο αγόρι που φορά το νυφικό
στο σκοτάδι της ντουλάπας,
μήτε ενάντια στους μονήρεις των καζίνων
που πίνουνε με σιχασιά της πορνείας το νερό,
μήτε ενάντια στους άντρες με την πράσινη ματιά
που γλυκοθωρούν τον άντρα και τα χείλη τους τα καίγουν σιωπηλά.
Όμως ενάντια σε σας, κίναιδοι των πολιτειών,
με την πρησμένη σάρκα και μαγαρισμένη τη σκέψη,
βόρβοροι των οχετών, στρίγγλες, ακοίμητοι εχθροί
του Έρωτα που σκορπίζει κορόνες χαράς.

Πάντοτε ενάντια σε σας, που δίνετε στ' αγόρια
σταλαγματιές αισχρού θανάτου με πικρό φαρμάκι.
Πάντοτε ενάντια σε σας,
Φαίρυς της Βόρειας Αμερικής,
Παχάρος της Αβάνας,
Χότος του Μεξικού,
Σαράσας του Καντίθ,
Άπιος της Σεβίλης,
Κάνκος της Μαδρίτης,
Φλόρας της Αλικάντης,
Αντελάιντας της Πορτογαλίας.

Κίναιδοι όλου του κόσμου, δολοφόνοι των περιστεριών!
Σκλάβοι της γυναίκας, σκύλες του μπουντουάρ τους,
ολάνοιχτοι στις πλατείες με τον πυρετό της βεντάλιας
ή παγιδευμένοι στα παγωμένα τοπία του κώνειου.

Κανένα έλεος! Ο θάνατος
τρέχει απ' τα μάτια σας,
και συνάζει άνθη γκρίζα στην όχθη του βούρκου.
Κανένα έλεος! Προσοχή!
Οι σαστισμένοι, οι αγνοί,
οι κλασικοί, οι σημαίνοντες, οι ικέτιδες
ας κλείσουν τις πύλες της κραιπάλης.

Κι εσύ, ωραίε Γουόλτ Χουίτμαν, κοιμού στου Χούντσονα τις όχθες
με τα γένια στραμμένα στον πόλο και τα χέρια ανοιχτά.
Άργιλος τρυφερός ή χιόνι, η γλώσσα σου καλεί
τους συντρόφους που ξαγρυπνούν στην ασώματη γαζέλα σου.
Κοιμού, τίποτε δεν απομένει.
Χορεύοντας οι τοίχοι αναταράζουν τα λιβάδια
και πνίγεται η Αμερική από θρήνο και μηχανές.
Θέλω ο σφοδρός αγέρας της πιο τρίσβαθης νύχτας
να παρασύρει άνθη και λέξεις απ' το γεφυρότοξο όπου κοιμάσαι,
κι ένας μικρός αράπης ν' αναγγείλει στους λευκούς του χρυσού
τον ερχομό της βασιλείας του σταχυού.

Ξένες Φωνές (Κέδρος, 1978)
Μετάφραση: Κλείτος Κύρου