3.3.10

ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ


ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις κολόνες από λάσπη
κι έναν τυφώνα από μαύρα περιστέρια
που αναταράζουνε τα σάπια τα νερά.
Το ξημέρωμα της Νέας Υόρκης στενάζει
στ' απέραντα κλιμακοστάσια
ψάχνοντας μέσα απ' τις γωνίες
νάρδους από σχεδιασμένη αγωνία.
Το ξημέρωμα φτάνει και κανείς δεν το παίρνει στο στόμα του
γιατί εκεί δεν έχει αύριο και δυνατότητα ελπίδας:
Κι είναι φορές που τα νομίσματα σε σμήνη αγριεμένα
τρομάζουν και σπαράζουνε παιδιά εγκαταλειμμένα.
Οι πρώτοι που βγαίνουνε νιώθουνε με τα κόκαλά τους
πως δε θα βρουν παράδεισο ούτε έρωτες ξεφυλλισμένους:
ξέρουν πως πάνε σ' ένα βόρβορο από αριθμούς και νόμους,
σε άτεχνα παιχνίδια, σ' άκαρπους ιδρώτες.
Το φως είναι θαμμένο από αλυσίδες και θορύβους
σε μιαν άσεμνη πρόκληση μιας γνώμης δίχως ρίζες.
Στις συνοικίες είναι άνθρωποι που τουρτουρίζουν άυπνοι
σαν να γλιτωσαν μόλις από ένα ναυάγιο αίματος.

Federico García Lorca: Ποιητής στη Νέα Υόρκη (Σμίλη, 1993)
(Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης)



Περισσότερα για την παράσταση της Blanca Li εδώ

2 σχόλια:

Adrianos είπε...

:-) elpizw na paei i parastasi kapoia stigmi stin Ellada

Ανώνυμος είπε...

La aurora

La aurora de Nueva York tiene
cuatro columnas de cieno
y un huracán de negras palomas
que chapotean las aguas podridas.
La aurora de Nueva York gime
por las inmensas escaleras
buscando entre las aristas
nardos de angustia dibujada.
La aurora llega y nadie la recibe en su boca
porque allí no hay mañana ni esperanza posible.
A veces las monedas en enjambres furiosos
taladran y devoran abandonados niños.
Los primeros que salen comprenden con sus huesos
que no habrá paraíso ni amores deshojados;
saben que van al cieno de números y leyes,
a los juegos sin arte, a sudores sin fruto.
La luz es sepultada por cadenas y ruidos
en impúdico reto de ciencia sin raíces.
Por los barrios hay gentes que vacilan insomnes
como recién salidas de un naufragio de sangre.