ΤΖΟΝ ΑΣΜΠΕΡΥ
Μετάφραση: Νίνα Μπουρη (Περιοδικό Ποιητική, τχ.3)
Ο Τζόν Ασμπερυ γενήθηκε στό 1927 στό Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης καί μεγάλωσε στό Σόντας, μιά μικρή πόλη στά βόρεια της Νέας Υόρκης, στίς όχθες της λίμνης Οντάριο. Ο πατέρας του καλλιεργούσε φρούτα καί η μητέρα του ήταν πρώην καθηγήτρια βιολογίας' παρ' όλα αυτά, καί οι δύο ενθάρρυναν τό ενδιαφέρον του Άσμπερυ γιά τή ζωγραφική καί τή λογοτεχνία, όπως καί ο παππούς του από τήν πλευρά της μητέρας του πού ήταν καθηγητής φυσικής στό Πανεπιστήμιο Ρότσεστερ. Στήν ηλικία των δεκατριών, ο Άσμπερυ έχασε τόν μικρότερο αδελφό του από λευχαιμία. Αφού αποφοίτησε από τήν Ακαδημία Ντίαρφιλντ τό 1945, γράφτηκε στό Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ όπου σπούδασε Αγγλική Φιλολογία καί έγραψε διατριβή γιά τόν Γ.Χ. Ώντεν (W.H. Auden), τό εκλεπτυσμένο πνεύμα του οποίου επηρέασε βαθιά τήν ποίηση του Άσμπερυ.
Μετά τήν αποφοίτησή του, τό 1949, ο Άσμπερυ μετακόμισε στή Νέα Υόρκη γιά νά κάνει μεταπτυχιακό στή λογοτεχνία στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια, τό οποίο καί πήρ τό 1951. Μέ τούς φίλους του από τό Χάρβαρντ, τούς ποιητές Κέννεθ Κόουκ (Kenneth Koch) καί Φράνκ Ο'Χάρα (Frank O'Hara), συναναστράφηκε μέ ζωγράφους' ο κόσμος της αβανγκάρντ τέχνης τόν ενέπνευσε νά πειραματιστεί μέ καινούρια πράγματα στήν ποίησή του. Σέ ένα δοκίμιο γιά τό έργο της φίλης του καί ζωγράφου Τζέην Φρήλιχερ (Jane Frielicher), θυμάται:
Δέν τό είχα συνειδητοποιήσει, αλλά ο ερχομός μου στή Νέα Υόρκη συνέπεσε μέ τήν κορύφωση της ηρωικής περιόδου του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού –όπως έγινε αργότερα γνωστός– καί απ' ό,τι φαίνεται, αυτό τό ισχυρό κίνημα μάς ωφέλησε όλους, παρότι τότε δέν του δώσαμε πολλή σημασία καί δείχναμε νά τραβάμε σ' άλλους δρόμους.
Ο Άσμπερυ ενδιαφερόταν πολύ νά αποδώσει μέ λόγια τίς γεμάτες ενέργεια ασυνέχειες καί τήν έμφαση στήν καλλιτεχνική διαδικασία πού έβλεπε στή μή παραστατική ζωγραφική, καθώς καί στή μουσική καί τή θεατρική σκηνή του Μανχάταν της δεκαετίας του '50' έτσι πειραματιζόταν ολοένα καί περισσότερο μέ τήν ποίησή του. Στό ίδιο δοκίμιο επισημαίνει ότι τό 1950, μέ αφορμή μιά έκθεση του Λιθουανού ζωγράφου Χαΐμ Σουτίν (Chaim Soutine), ο ίδιος, όπως καί πολλοί από τούς ζωγράφους του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, είδε τό έργο του Σουτίν όλο δυνατότητες... Τό γεγονός ότι ο ουρανός θά μπορούσε νά χυθεί ευχάριστα στό γρασίδι, τά δέντρα νά χορέψουν ανάποδα καί τά σπίτια νά πέσουν ανάσκελα σάν γατιά πού περιμένουν νά τούς ξύσεις τήν κοιλίτσα ήταν κάτι πού δέν είχα συνειδητοποιήσει πρωτύτερα, κι έτσι άρχισα νά ανακατεύω τά ποιήματά μου καί νά βάζω τίς λέξεις ανάποδα.
Οι δυνατότητες πού αποκόμισε από τό βύθισμά του στόν κόσμο της τέχνης κι από σύγχρονους ποιητές όπως ο Ώντεν, ο Γουάλλας Στήβενς (Wallace Stevens), η Μάριαν Μούρ (Marianne Moore) καί η Γερτρούδη Στάιν (Gertrud Stein), έθρεψαν τή φαντασία του. Τό 1955, ο Άσμπερυ κατέθεσε τό χειρόγραφο του πρώτου του βιβλίου στόν όλο κύρος διαγωνισμό του Γέηλ γιά νεότερους ποιητές, αλλά του τό απέρριψαν στό προκαταρκτικό στάδιο. Αλλά στόν Ώντεν, πού ήταν κριτής στό διαγωνισμό, δέν άρεσε καθόλου η δουλειά των δώδεκα φιναλίστ. Παρά τίς αντιρρήσεις του γραφείου τύπου, ο Ώντεν ζήτησε από δύο νεαρούς ποιητές πού γνώριζε ότι τά ποιήματά τους είχαν απορριφθεί –από τόν Άσμπερυ καί τόν Φράνκ Ο'Χάρα– νά τά ξανακαταθέσουν στό διαγωνισμό. Λίγες μέρες αργότερα επέλεξε γιά νικητή τόν Άσμπερυ. Γιά τή συλλογή αυτή, πού εκδόθηκε μέ τό νέο τίτλο Some Trees (1956), ο Ώντεν έγραψε μιά εισαγωγή στήν οποία εγκωμίαζε τή γλωσσική δεξιοτεχνία καί τούς αρμονικούς στίχους του Άσμπερυ καί ταυτόχρονα τόν προειδοποιούσε νά μετριάσει τήν τάση του πρός τόν υπερρεαλισμό.
Παρότι ο Άσμπερυ είχε όντως επηρεαστεί από υπερρεαλιστές συγγραφείς καί ζωγράφους καί στό επόμενο βιβλίο του Tennis Court Oath (1962) τά ποιήματά του έγιναν ακόμα πιό πειραματικά, δέν υπήρξε ποτέ οπαδός του υπερρεαλισμού. Πίστευε, όπως γράφει σέ ένα δοκίμιο γιά τόν ποιητή Ντέηβιντ Σούμπερτ (David Schubert), ότι ο υπερρεαλισμός, έτσι πού αφήνεται στό ασυνείδητο, δέν θά μπορέσει ποτέ νά εκφράσει επακριβώς τήν εμπειρία, στήν οποία παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο καί τό συνειδητό καί τό ασυνείδητο. Αντ' αυτού, ο Άσμπερυ στήν ποίησή του επιχειρεί νά χαρτογραφήσει τήν αλληλεπίδραση μεταξύ του ασυνειδήτου καί του συνειδητού νού γιά νά δείξει πώς ο νούς, μέ τή διαδικασία της σκέψης, ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στίς αμφιταλαντεύσεις του ίδιου καί στά –συνήθως τυχαία– περιστατικά της καθημερινής ζωής. Η ποίησή μου είναι ασυνεχής, επισημαίνει σέ μιά συνέντευξη, αλλά από τήν άλλη, έτσι είναι καί η ζωή.
Γνωρίζοντας ότι η ασυνέχεια από μόνη της μπορεί εύκολα νά καταλήξει μανιέρα, ο Άσμπερυ σέ όλη του τήν καριέρα αναζήτησε νέες φόρμες γιά νά εξερευνήσει τά μοτίβα της συνείδησης. Έτσι, σέ πολλές από τά δεκαεφτά ποιητικές συλλογές πού ακολούθησαν τό Some Trees, ο Άσμπερυ δοκιμάζει νέες φόρμες. Στό Tennis Court Oath, γιά παράδειγμα, περιέλαβε ένα μακρύ ποίημα-κολάζ, τό Europe, πού περιείχε παραθέματα από τό βρετανικό αστυνομικό μυθιστόρημα Beryl of the Bi-plane (1917). Η συλλογή Three Poems περιλαμβάνει αποκλειστικά πεζά ποιήματα. Τό εξήντα σελίδων ποίημα Litany της συλλογής As We Know (1979), γραμμένο σέ αντικριστά φύλλα ενός σημειωματαρίου, εμφανίζεται σέ δύο στήλες πού ο Άσμπερυ περιγράφει ως ταυτόχρονους, αλλά ανεξάρτητους μονολόγους. Όμως όλα τά βιβλία του, παρά τίς διάφορες φόρμες τους, εξερευνούν τήν ποιητική διεργασία φτάνοντας σχεδόν στά όριά της τή νεωτερική πρακτική της συγγραφής ποιημάτων γιά τήν ποίηση καί της μετατόπισης της προοπτικής πού ο Άσμπερυ υιοθέτησε μελετώντας πειραματικούς ποιητές καί ζωγράφους.
Μάλιστα, η ενασχόληση μέ τίς καλές τέχνες συνέχισε νά τρέφει τήν ποίησή του. Από τό 1957 ως τό 1959 έζησε στό Παρίσι, ως υπότροφος του προγράμματος Φούλμπραϊτ. Αφού πέρασε ένα χρόνο στό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης παρακολουθώντας γαλλικά, επέστρεψε στή Γαλλία γιά νά κάνει έρευνα γιά τή διατριβή του στόν Ρεϋμόν Ρουσσέλ (Raymond Roussel), τήν αόριστη γραφή του οποίου περιέγραψε αργότερα ως γεμάτη γρίφους καί λογοπαίγνια πού διαρκώς εκνευρίζουν καί εκτρέπουν τήν προσοχή του αναγνώστη. Παρέμεινε στή Γαλλία γιά τά επόμενα οχτώ χρόνια καί έβγαζε τό ψωμί του γράφοντας κριτικές γιά τήν ευρωπαϊκή έκδοση της New York Herald Tribune καί ανταποκρίσεις από ευρωπαϊκές εκθέσεις γιά τό ARTnews καί τό ART International. Ύστερα από τό θάνατο του πατέρα του, τό 1965, επέστρεψε στίς Ηνωμένες Πολιτείες καί έγινε αρχισυντάκτης τού ARTnews. Ακόμα καί αφού ξεκίνησε νά διδάσκει δημιουργική γραφή στό Κολλέγιο του Μπρούκλυν τό 1972, συνέχισε νά γράφει κριτικές σέ διάφορα περιοδικά όπως τό New York καί τό Newsweek.
Από τό 1976, αφότου κέρδισε τό Βραβείο Πούλιτζερ, τό National Book Award καί τό National Book Critics Circle Award γιά τό Self Portrait in a Convex Mirror (Αυτοπροσωπογραφία σέ κυρτό κάτοπτρο) (1975), οι κριτικοί τόν αναγνωρίζουν ως έναν από τούς σημαντικότερους καί πιό επιδραστικούς ποιητές των ΗΠΑ' έκτοτε έχει κερδίσει πολλά σημαντικά βραβεία, όπως τό Bollingen Prize (1985) καί τήν επιχορήγηση MacArthur (1985-1990). Η ποίηση του Άσμπερυ, είτε πρόκειται γιά μεγάλης έκτασης ποιήματα είτε γιά σύντομους στίχους, βασίζεται σέ τεχνικές πού τήν καθιστούν δύσκολη καί ταυτόχρονα παράδοξα ελκυστική. Τά ποιήματά του συχνά περιλαμβάνουν απότομες αλλαγές σέ χρόνους, αντωνυμίες καί επίπεδα αφήγησης, έτσι πού, μέσα σέ λίγους στίχους, ο Άσμπερυ περνά από μιά πανέμορφη, ποιητική γλώσσα καί αναφορές στήν υψηλή κουλτούρα σέ αργκό, κλισέ καί αναφορές στή λαϊκή κουλτούρα, λ.χ. σέ ταινίες καί καρτούν. Σέ μιά συνέντευξη του 1993 ισχυρίζεται ότι Αυτό πού θέλω είναι νά εκδημοκρατίσω όλες τίς μορφές έκφρασης, ιδέα πο[υ μού έρχεται από μακριά, ίσως από τίς Democratic Vistas του Γουίτμαν – η ιδέα ότι οι πιό λαϊκές καί οι πιό εκλεπτυσμένες μορφές έκφρασης αξίζουν νά λαμβάνονται εξίσου υπόψη. Μού φαίνεται ότι κάτι απ' αυτή τήν ιδέα υπάρχει στή μετανεωτερικότητα. Η εξαρθρωμένη σύνταξη καί γραμματική του Άσμπερυ, οι εναλλασσόμενες αναφορές καί η συνήθειά του νά απευθύνεται σέ ένα απροσδιόριστο εσύ έχει νευριάσει ορισμένους κριτικούς καί εμπνεύσει πλήθος νέων ποιητών νά τόν μιμηθούν. Όλες αυτές οι τεχνικές δημιουργούν μιά ποίηση πού επιδέχεται ερμηνεία από διάφορες προοπτικές. Παρότι ο Άσμπερυ δέν ασχολήθηκε ανοιχτά μέ τήν ομοφυλοφιλία του όπως ο Φράνκ Ο'Χάρα, ορισμένα ποιήματά του δέχονται ομοερωτική ερμηνεία. Συνολικά, οι τεχνικές του τραβούν τήν προσοχή στή διαδικασία της γραφής καί δημιουργούν ποίηση πού πάντα μοιάζει νά βρίσκεται στά πρόθυρα νά αποκαλύψει κάποιο νόημα, αλλά ταυτόχρονα μοιάζει νά αποκρύπτει καί νά εξουδετερώνει τό νόημα.
Όταν του ζητούν νά εξηγήσει τά ποιήματά του, συνήθως διστάζει. Στήν εισαγωγή τού Other Traditions (2000), μιά συλλογή δοκιμίων βασισμένη στή σειρά διαλέξεων Charles Eliot Morton πού έδωσε στό Χάρβαρντ, παραδέχεται ότι:
Δυστυχώς, δέν είμαι πολύ καλός στό νά εξηγώ τό έργο μου. Δοκίμασα κάποτε νά τό κάνω απαντώντας σέ ερωτήσεις μαθητών του φίλου μου [ποιητή] Ρίτσαρντ Χάουαρντ (Richard Howard) καί μετά εκείνος μού είπε: Ζητούν τό κλειδί γιά τήν ποίησή σου κι εσύ τούς εμφάνισες καινούριες κλειδαριές. Αυτό γιά μένα συνοψίζει τήν άποψή μου στό ζήτημα του ξεκλειδώματος της ποίησής μου. Αδυνατώ νά τό κάνω γιατί αισθάνομαι ότι η ίδια η ποίησή μου είναι η εξήγηση. Η εξήγηση τίνος; Τής σκέψης μου, όποια κι άν είναι αυτή.
Τό 1989, οι καλύτερες κριτικές του ανθολογήθηκαν στό Reported Sightings: Art Chronicles 1957-1987. Τά δοκίμιά του γιά τήν τέχνη, ποικίλα καί οξυδερκή, αποκαλύπτουν πολλά γιά τή στάση του απέναντι στήν ποίηση γιατί, ακόμα κι όταν απαριθμεί τά κατορθώματα διαφόρων καλλιτεχνών καί ζυγίζει τά προτερήματα καί τίς αδυναμίες των διαφόρων καλλιτεχνικών κινημάτων του 19ου καί του 20ού αιώνα, ο Άσμπερυ στοχάζεται παράγοντες κοινούς στή ζωγραφική καί τήν ποίηση. Τό ίδιο κάνει καί στό δοκίμιο Η αόρατη αβανγκάρντ, πού αρχικά δόθηκε ως διάλεξη στή σχολή Καλών Τεχνών του Γέηλ τό 1968.
Μετάφραση: Νίνα Μπουρη (Περιοδικό Ποιητική, τχ.3)
Ο Τζόν Ασμπερυ γενήθηκε στό 1927 στό Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης καί μεγάλωσε στό Σόντας, μιά μικρή πόλη στά βόρεια της Νέας Υόρκης, στίς όχθες της λίμνης Οντάριο. Ο πατέρας του καλλιεργούσε φρούτα καί η μητέρα του ήταν πρώην καθηγήτρια βιολογίας' παρ' όλα αυτά, καί οι δύο ενθάρρυναν τό ενδιαφέρον του Άσμπερυ γιά τή ζωγραφική καί τή λογοτεχνία, όπως καί ο παππούς του από τήν πλευρά της μητέρας του πού ήταν καθηγητής φυσικής στό Πανεπιστήμιο Ρότσεστερ. Στήν ηλικία των δεκατριών, ο Άσμπερυ έχασε τόν μικρότερο αδελφό του από λευχαιμία. Αφού αποφοίτησε από τήν Ακαδημία Ντίαρφιλντ τό 1945, γράφτηκε στό Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ όπου σπούδασε Αγγλική Φιλολογία καί έγραψε διατριβή γιά τόν Γ.Χ. Ώντεν (W.H. Auden), τό εκλεπτυσμένο πνεύμα του οποίου επηρέασε βαθιά τήν ποίηση του Άσμπερυ.
Μετά τήν αποφοίτησή του, τό 1949, ο Άσμπερυ μετακόμισε στή Νέα Υόρκη γιά νά κάνει μεταπτυχιακό στή λογοτεχνία στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια, τό οποίο καί πήρ τό 1951. Μέ τούς φίλους του από τό Χάρβαρντ, τούς ποιητές Κέννεθ Κόουκ (Kenneth Koch) καί Φράνκ Ο'Χάρα (Frank O'Hara), συναναστράφηκε μέ ζωγράφους' ο κόσμος της αβανγκάρντ τέχνης τόν ενέπνευσε νά πειραματιστεί μέ καινούρια πράγματα στήν ποίησή του. Σέ ένα δοκίμιο γιά τό έργο της φίλης του καί ζωγράφου Τζέην Φρήλιχερ (Jane Frielicher), θυμάται:
Δέν τό είχα συνειδητοποιήσει, αλλά ο ερχομός μου στή Νέα Υόρκη συνέπεσε μέ τήν κορύφωση της ηρωικής περιόδου του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού –όπως έγινε αργότερα γνωστός– καί απ' ό,τι φαίνεται, αυτό τό ισχυρό κίνημα μάς ωφέλησε όλους, παρότι τότε δέν του δώσαμε πολλή σημασία καί δείχναμε νά τραβάμε σ' άλλους δρόμους.
Ο Άσμπερυ ενδιαφερόταν πολύ νά αποδώσει μέ λόγια τίς γεμάτες ενέργεια ασυνέχειες καί τήν έμφαση στήν καλλιτεχνική διαδικασία πού έβλεπε στή μή παραστατική ζωγραφική, καθώς καί στή μουσική καί τή θεατρική σκηνή του Μανχάταν της δεκαετίας του '50' έτσι πειραματιζόταν ολοένα καί περισσότερο μέ τήν ποίησή του. Στό ίδιο δοκίμιο επισημαίνει ότι τό 1950, μέ αφορμή μιά έκθεση του Λιθουανού ζωγράφου Χαΐμ Σουτίν (Chaim Soutine), ο ίδιος, όπως καί πολλοί από τούς ζωγράφους του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, είδε τό έργο του Σουτίν όλο δυνατότητες... Τό γεγονός ότι ο ουρανός θά μπορούσε νά χυθεί ευχάριστα στό γρασίδι, τά δέντρα νά χορέψουν ανάποδα καί τά σπίτια νά πέσουν ανάσκελα σάν γατιά πού περιμένουν νά τούς ξύσεις τήν κοιλίτσα ήταν κάτι πού δέν είχα συνειδητοποιήσει πρωτύτερα, κι έτσι άρχισα νά ανακατεύω τά ποιήματά μου καί νά βάζω τίς λέξεις ανάποδα.
Οι δυνατότητες πού αποκόμισε από τό βύθισμά του στόν κόσμο της τέχνης κι από σύγχρονους ποιητές όπως ο Ώντεν, ο Γουάλλας Στήβενς (Wallace Stevens), η Μάριαν Μούρ (Marianne Moore) καί η Γερτρούδη Στάιν (Gertrud Stein), έθρεψαν τή φαντασία του. Τό 1955, ο Άσμπερυ κατέθεσε τό χειρόγραφο του πρώτου του βιβλίου στόν όλο κύρος διαγωνισμό του Γέηλ γιά νεότερους ποιητές, αλλά του τό απέρριψαν στό προκαταρκτικό στάδιο. Αλλά στόν Ώντεν, πού ήταν κριτής στό διαγωνισμό, δέν άρεσε καθόλου η δουλειά των δώδεκα φιναλίστ. Παρά τίς αντιρρήσεις του γραφείου τύπου, ο Ώντεν ζήτησε από δύο νεαρούς ποιητές πού γνώριζε ότι τά ποιήματά τους είχαν απορριφθεί –από τόν Άσμπερυ καί τόν Φράνκ Ο'Χάρα– νά τά ξανακαταθέσουν στό διαγωνισμό. Λίγες μέρες αργότερα επέλεξε γιά νικητή τόν Άσμπερυ. Γιά τή συλλογή αυτή, πού εκδόθηκε μέ τό νέο τίτλο Some Trees (1956), ο Ώντεν έγραψε μιά εισαγωγή στήν οποία εγκωμίαζε τή γλωσσική δεξιοτεχνία καί τούς αρμονικούς στίχους του Άσμπερυ καί ταυτόχρονα τόν προειδοποιούσε νά μετριάσει τήν τάση του πρός τόν υπερρεαλισμό.
Παρότι ο Άσμπερυ είχε όντως επηρεαστεί από υπερρεαλιστές συγγραφείς καί ζωγράφους καί στό επόμενο βιβλίο του Tennis Court Oath (1962) τά ποιήματά του έγιναν ακόμα πιό πειραματικά, δέν υπήρξε ποτέ οπαδός του υπερρεαλισμού. Πίστευε, όπως γράφει σέ ένα δοκίμιο γιά τόν ποιητή Ντέηβιντ Σούμπερτ (David Schubert), ότι ο υπερρεαλισμός, έτσι πού αφήνεται στό ασυνείδητο, δέν θά μπορέσει ποτέ νά εκφράσει επακριβώς τήν εμπειρία, στήν οποία παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο καί τό συνειδητό καί τό ασυνείδητο. Αντ' αυτού, ο Άσμπερυ στήν ποίησή του επιχειρεί νά χαρτογραφήσει τήν αλληλεπίδραση μεταξύ του ασυνειδήτου καί του συνειδητού νού γιά νά δείξει πώς ο νούς, μέ τή διαδικασία της σκέψης, ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στίς αμφιταλαντεύσεις του ίδιου καί στά –συνήθως τυχαία– περιστατικά της καθημερινής ζωής. Η ποίησή μου είναι ασυνεχής, επισημαίνει σέ μιά συνέντευξη, αλλά από τήν άλλη, έτσι είναι καί η ζωή.
Γνωρίζοντας ότι η ασυνέχεια από μόνη της μπορεί εύκολα νά καταλήξει μανιέρα, ο Άσμπερυ σέ όλη του τήν καριέρα αναζήτησε νέες φόρμες γιά νά εξερευνήσει τά μοτίβα της συνείδησης. Έτσι, σέ πολλές από τά δεκαεφτά ποιητικές συλλογές πού ακολούθησαν τό Some Trees, ο Άσμπερυ δοκιμάζει νέες φόρμες. Στό Tennis Court Oath, γιά παράδειγμα, περιέλαβε ένα μακρύ ποίημα-κολάζ, τό Europe, πού περιείχε παραθέματα από τό βρετανικό αστυνομικό μυθιστόρημα Beryl of the Bi-plane (1917). Η συλλογή Three Poems περιλαμβάνει αποκλειστικά πεζά ποιήματα. Τό εξήντα σελίδων ποίημα Litany της συλλογής As We Know (1979), γραμμένο σέ αντικριστά φύλλα ενός σημειωματαρίου, εμφανίζεται σέ δύο στήλες πού ο Άσμπερυ περιγράφει ως ταυτόχρονους, αλλά ανεξάρτητους μονολόγους. Όμως όλα τά βιβλία του, παρά τίς διάφορες φόρμες τους, εξερευνούν τήν ποιητική διεργασία φτάνοντας σχεδόν στά όριά της τή νεωτερική πρακτική της συγγραφής ποιημάτων γιά τήν ποίηση καί της μετατόπισης της προοπτικής πού ο Άσμπερυ υιοθέτησε μελετώντας πειραματικούς ποιητές καί ζωγράφους.
Μάλιστα, η ενασχόληση μέ τίς καλές τέχνες συνέχισε νά τρέφει τήν ποίησή του. Από τό 1957 ως τό 1959 έζησε στό Παρίσι, ως υπότροφος του προγράμματος Φούλμπραϊτ. Αφού πέρασε ένα χρόνο στό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης παρακολουθώντας γαλλικά, επέστρεψε στή Γαλλία γιά νά κάνει έρευνα γιά τή διατριβή του στόν Ρεϋμόν Ρουσσέλ (Raymond Roussel), τήν αόριστη γραφή του οποίου περιέγραψε αργότερα ως γεμάτη γρίφους καί λογοπαίγνια πού διαρκώς εκνευρίζουν καί εκτρέπουν τήν προσοχή του αναγνώστη. Παρέμεινε στή Γαλλία γιά τά επόμενα οχτώ χρόνια καί έβγαζε τό ψωμί του γράφοντας κριτικές γιά τήν ευρωπαϊκή έκδοση της New York Herald Tribune καί ανταποκρίσεις από ευρωπαϊκές εκθέσεις γιά τό ARTnews καί τό ART International. Ύστερα από τό θάνατο του πατέρα του, τό 1965, επέστρεψε στίς Ηνωμένες Πολιτείες καί έγινε αρχισυντάκτης τού ARTnews. Ακόμα καί αφού ξεκίνησε νά διδάσκει δημιουργική γραφή στό Κολλέγιο του Μπρούκλυν τό 1972, συνέχισε νά γράφει κριτικές σέ διάφορα περιοδικά όπως τό New York καί τό Newsweek.
Από τό 1976, αφότου κέρδισε τό Βραβείο Πούλιτζερ, τό National Book Award καί τό National Book Critics Circle Award γιά τό Self Portrait in a Convex Mirror (Αυτοπροσωπογραφία σέ κυρτό κάτοπτρο) (1975), οι κριτικοί τόν αναγνωρίζουν ως έναν από τούς σημαντικότερους καί πιό επιδραστικούς ποιητές των ΗΠΑ' έκτοτε έχει κερδίσει πολλά σημαντικά βραβεία, όπως τό Bollingen Prize (1985) καί τήν επιχορήγηση MacArthur (1985-1990). Η ποίηση του Άσμπερυ, είτε πρόκειται γιά μεγάλης έκτασης ποιήματα είτε γιά σύντομους στίχους, βασίζεται σέ τεχνικές πού τήν καθιστούν δύσκολη καί ταυτόχρονα παράδοξα ελκυστική. Τά ποιήματά του συχνά περιλαμβάνουν απότομες αλλαγές σέ χρόνους, αντωνυμίες καί επίπεδα αφήγησης, έτσι πού, μέσα σέ λίγους στίχους, ο Άσμπερυ περνά από μιά πανέμορφη, ποιητική γλώσσα καί αναφορές στήν υψηλή κουλτούρα σέ αργκό, κλισέ καί αναφορές στή λαϊκή κουλτούρα, λ.χ. σέ ταινίες καί καρτούν. Σέ μιά συνέντευξη του 1993 ισχυρίζεται ότι Αυτό πού θέλω είναι νά εκδημοκρατίσω όλες τίς μορφές έκφρασης, ιδέα πο[υ μού έρχεται από μακριά, ίσως από τίς Democratic Vistas του Γουίτμαν – η ιδέα ότι οι πιό λαϊκές καί οι πιό εκλεπτυσμένες μορφές έκφρασης αξίζουν νά λαμβάνονται εξίσου υπόψη. Μού φαίνεται ότι κάτι απ' αυτή τήν ιδέα υπάρχει στή μετανεωτερικότητα. Η εξαρθρωμένη σύνταξη καί γραμματική του Άσμπερυ, οι εναλλασσόμενες αναφορές καί η συνήθειά του νά απευθύνεται σέ ένα απροσδιόριστο εσύ έχει νευριάσει ορισμένους κριτικούς καί εμπνεύσει πλήθος νέων ποιητών νά τόν μιμηθούν. Όλες αυτές οι τεχνικές δημιουργούν μιά ποίηση πού επιδέχεται ερμηνεία από διάφορες προοπτικές. Παρότι ο Άσμπερυ δέν ασχολήθηκε ανοιχτά μέ τήν ομοφυλοφιλία του όπως ο Φράνκ Ο'Χάρα, ορισμένα ποιήματά του δέχονται ομοερωτική ερμηνεία. Συνολικά, οι τεχνικές του τραβούν τήν προσοχή στή διαδικασία της γραφής καί δημιουργούν ποίηση πού πάντα μοιάζει νά βρίσκεται στά πρόθυρα νά αποκαλύψει κάποιο νόημα, αλλά ταυτόχρονα μοιάζει νά αποκρύπτει καί νά εξουδετερώνει τό νόημα.
Όταν του ζητούν νά εξηγήσει τά ποιήματά του, συνήθως διστάζει. Στήν εισαγωγή τού Other Traditions (2000), μιά συλλογή δοκιμίων βασισμένη στή σειρά διαλέξεων Charles Eliot Morton πού έδωσε στό Χάρβαρντ, παραδέχεται ότι:
Δυστυχώς, δέν είμαι πολύ καλός στό νά εξηγώ τό έργο μου. Δοκίμασα κάποτε νά τό κάνω απαντώντας σέ ερωτήσεις μαθητών του φίλου μου [ποιητή] Ρίτσαρντ Χάουαρντ (Richard Howard) καί μετά εκείνος μού είπε: Ζητούν τό κλειδί γιά τήν ποίησή σου κι εσύ τούς εμφάνισες καινούριες κλειδαριές. Αυτό γιά μένα συνοψίζει τήν άποψή μου στό ζήτημα του ξεκλειδώματος της ποίησής μου. Αδυνατώ νά τό κάνω γιατί αισθάνομαι ότι η ίδια η ποίησή μου είναι η εξήγηση. Η εξήγηση τίνος; Τής σκέψης μου, όποια κι άν είναι αυτή.
Τό 1989, οι καλύτερες κριτικές του ανθολογήθηκαν στό Reported Sightings: Art Chronicles 1957-1987. Τά δοκίμιά του γιά τήν τέχνη, ποικίλα καί οξυδερκή, αποκαλύπτουν πολλά γιά τή στάση του απέναντι στήν ποίηση γιατί, ακόμα κι όταν απαριθμεί τά κατορθώματα διαφόρων καλλιτεχνών καί ζυγίζει τά προτερήματα καί τίς αδυναμίες των διαφόρων καλλιτεχνικών κινημάτων του 19ου καί του 20ού αιώνα, ο Άσμπερυ στοχάζεται παράγοντες κοινούς στή ζωγραφική καί τήν ποίηση. Τό ίδιο κάνει καί στό δοκίμιο Η αόρατη αβανγκάρντ, πού αρχικά δόθηκε ως διάλεξη στή σχολή Καλών Τεχνών του Γέηλ τό 1968.
1 σχόλιο:
Τζων Άσμπερυ
- από την ανθολογία “Σύγχρονοι Αμερικανοί Ποιητές”
εκδ. ύψιλον, 1983:
Η πόλη το απόγευμα
Ένα βέλο από αxλή προστατεύει
το παμπάλαιο εκείνο απόγευμα
στη φωτογραφία που ξεxάστηκε απ' όλους
οι περισότεροί τους
ξεμωραμένοι από γεράματα και θάνατο
Αν μπορούσε κανείς να συλλάβει την Αμερική
ή τουλάχιστον μιαν έξοχη λησμοσύνη
που στάζει στο περίγραμμά μας
και προσδιορίζει τον όγκο μας
με μια κηλίδα που κι αυτή φεύγει
αλλά μνημονεύει
γιατί προσδιορίζει, εντέλει
γκρίζες γιρλάντες, εκείνους τους τρεις
προσμένοντας το φως ν' αλλάξει
τα μαλλιά του ενός να τα παίρνει ό αέρας
και να φαίνονται ανάποδα
στον καθρέφτη της λίμνης.
μτφ: Τάσος Δενέγρης
~ ~ ~
- από την “Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο”
εκδ. Νεφέλη 1999, σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού:
Το μπαλόνι σκάει, η προσοxή
Στρέφεται αργά αλλού. Τα σύννεφα
Στον νερόλακκο κομματιάζονται σαν από δόντια.
Συλλογίζομαι τους φίλους
Που μ' επισκέφθηκαν, πως ήταν το xθες.
Μια παράξενη στρέβλωση
Της ανάμνησης που κυριεύει το ονειροπόλο μοντέλο
Στη σιωπή του εργαστηρίου καθώς εκείνος σκέφτεται
Ν’ ακουμπήσει το μολύβι στην αυτοπροσωπογραφία.
Πόσοι άνθρωποι ήρθαν κι έμειναν για ένα διάστημα,
Εκφώνησαν φωτεινούς ή σκοτεινούς λόγους που έγιναν μέρος του εαυτού σου
Όπως το φως πίσω απ' την ανεμοδαρμένη ομίχλη και την άμμο,
Που διυλίστηκε και επηρεάστηκε απ' αυτούς, ώσπου να μη μείνει
Ούτε κομμάτι που να 'ναι πράγματι εσύ. Αυτές οι φωνές στο σούρουπο
Σου έχουν πει τα πάντα και ωστόσο, η ιστορία συνεχίζεται
Με τη μορφή αναμνήσεων που έχουν εναποτεθεί σε ασύμμετρους
Όγκους κρυστάλλων. Τίνος το κυρτωμένο χέρι, Φραντσέσκο,
Ελέγχει τις εποχές που αλλάζουν και τις σκέψεις
...
~ ~ ~
- από την “Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα” του Γιάννη Λειβαδά
εκδ. Ηριδανός, 2007:
Το πρόβλημα της αγωνίας
Πέρασαν πενήντα xρόνια
από τότε που άρχισα να ζω σ' εκείνες τις σκοτεινές πόλεις
που σου έλεγα.
Δυστυxώς, σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω
πώς πάνε από το ταxυδρομείο στις κούνιες του πάρκου.
Οι μηλιές ανθίζουν μέσα στο κρύο, μα όχι από πεποίθηση,
και τα μαλλιά μου έχουν χρώμα ίδιο με το xνούδι των πικραλίδων.
Ας υποθέσουμε ότι αυτό το ποίημα μιλούσε για σένα — θα πρόσθετες
εσύ όσα πράγματα έχω εγώ προσεκτικά παραλείψει:
περιγραφές του πόνου, και του σεξ, και το πόσο ύπουλα
συμπεριφέρονται μεταξύ τους οι άνθρωποι; Όχι, όλα αυτά
βρίσκονται σε κάποιο άλλο βιβλίο νομίζω. Για σένα
έχω φυλάξει τις περιγραφές των σάντουιτς με κοτόπουλο,
και το γυάλινο μάτι που με κοιτάζει με κατάπληξη
από το μπρούντζινο γείσο του τζακιού, και ποτέ δεν θα ησυχάσει.
~ ~ ~
- από το αφιέρωμα της “ποιητικής”
τ. 4 / άνοιξη 2009:
Τόσο το καλύτερο
… … Καλύτερα, είπες, να αρκεστείς
στα στοιxειώδη μαθήματα, αφού η υπόσχεση της μάθησης
είναι ψευδαίσθηση, και εγώ συμφώνησα, προσθέτοντας ότι
το αύριο θα άλλαζε την αίσθηση αυτού που είxαμε ήδη μάθει,
ότι η διαδικασία εκμάθησης αναπτύσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε απ' αυτή τη σκοπιά
κανείς μας δεν αποφοιτά ποτέ από το πανεπιστήμιο,
γιατί ο xρόνος είναι γαλάκτωμα, και ίσως η σκέψη να μη μεγαλώσουμε
να είναι το ευφυέστερο είδος ωριμότητας για μας, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον.
Άρα και οι δυο μας είχαμε δίκιο, αν και το τίποτα
κατά κάποιο τρόπο κατέληξε στο τίποτα’ τα αβαταρ
της συμμόρφωσής μας στους κανόνες και τον οικογενειακό τρόπο ζωής
μας έχουν καταστήσει -κατά μία έννοια, τουλάχιστον- «καλούς πολίτες»,
βουρτσίζουμε τα δόντια μας και όλα τα σχετικά, και μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε
την ελεημοσύνη των σκληρών στιγμών, μοιρασμένη με το σταγονόμετρο,
γιατί αυτό είναι δράση, αυτή η αμφιβολία, αυτή η αδιάφορη
προετοιμασία, να φυτεύουμε τους σπόρους στραβά στο αυλάκι,
να είμαστε έτοιμοι να ξεχάσουμε, και πάντα να επιστρέφουμε
στο αγκυροβόλιο της αρχής, εκείνη τη μέρα, τόσα χρόνια πριν.
μτφ: Χάρης Βλαβιανός
Δημοσίευση σχολίου