Rudolf Khametovich Nureyev (17/3/1938 – 6 /1/1993)
Ρούντολφ Νουρέγεφ
ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΣΙΩΤΗ (Το Βήμα, 2003)
Το όνομα Νουρέγεφ έφθασε να εκφράζει αρχετυπικά την καλλιτεχνική τελειότητα στο πεδίο του χορού, ακόμη και για εκείνους που δεν είχαν στενή σχέση με την τέχνη αυτή. Ομορφος, εξαιρετικά προικισμένος, δύσκολος, κακομαθημένος και αληθινός σταρ, απόλαυσε τα προνόμια της διεθνούς ακτινοβολίας του τρέφοντας την περιέργεια του κοινού που τον λάτρεψε και κάνοντάς το να απορεί για τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής του. Κοσμικός και σουπερστάρ, υπήρξε από τα πρώτα θύματα της «μάστιγας του αιώνα» μετά τη σχέση του με τον επίσης πρόωρα χαμένο τραγουδιστή των Queen Φρέντι Μέρκιουρι. Το χαϊδεμένο παιδί του τζετ-σετ, ο πάμπλουτος συλλέκτης έργων τέχνης και ιδιοκτήτης ακινήτων, αρνήθηκε σχεδόν ως το τέλος (1993) την αρρώστια του - που είχε διαγνωσθεί ήδη από το 1984 -, γεγονός που θεωρήθηκε άρνηση να βοηθήσει στην ευαισθητοποίηση του κόσμου γύρω από το AIDS. Η στάση του κατακρίθηκε από την gay κοινότητα και έφερε στον νου μεγάλου μέρους του κόσμου τις κωμικές ή λιγότερο φωτεινές πλευρές του μυθικού χορευτή: την καριέρα του που «επιμηκύνθηκε» πέραν του δέοντος ενώ πρακτικά ήταν σκιά του παλιού του εαυτού· την προσπάθεια να παραμείνει στα φώτα της δημοσιότητας κάνοντας νέο ξεκίνημα ως διευθυντής ορχήστρας με μέτρια αποτελέσματα και κακές ως ευγενικά ανεκτικές κριτικές· τη νεάζουσα φιγούρα με την τραγιάσκα στις δημόσιες εμφανίσεις προκειμένου να κρυφθεί επιμελώς η αμείλικτη πορεία του χρόνου στην κορυφή της κεφαλής του· η πολυπραγμοσύνη του που τον εξωθούσε στο ανέβασμα της μιας παράστασης μετά την άλλη, κυρίως δικών του εκδοχών των κλασικών έργων του μπαλέτου, και η αδηφάγα επιθυμία του να χορεύει σχεδόν πάντα κάποιον ρόλο, έστω και αν καθώς τα χρόνια περνούσαν κρατούσε καρακτέρ ρόλους: Καραμπός στην «Ωραία Κοιμωμένη», Ντροσελμέγερ στον «Καρυοθραύστη», Δρ Κοπέλιους στην «Κοπέλια». (Κάποια στιγμή δημιούργησε ένα μικρό ανσάμπλ με την ονομασία Nureyev and Friends με το οποίο ερμήνευε ρόλους που απαιτούσαν περισσότερο εσωτερικότητα παρά δεξιοτεχνία, την οποία άφηνε στους νεότερους συμμετέχοντες στην ομάδα αυτή.) Η θρυλική συνεργασία με τη Μάργκοτ Φοντέιν σκιάστηκε και αυτή από ερωτηματικά και φήμες που ήθελαν τη 42χρονη Μάργκοτ (γενν. Πέγκι Χούκαμ) να «ξαναζωντανεύει» και να κάνει δεύτερη καριέρα το 1962, εις βάρος εξίσου καλών ή ικανότερων χορευτριών, όταν ο 23χρονος Ρούντι εμφανίστηκε στις σκηνές της Δύσης (1961).
Ενας αληθινός «μισθοφόρος», ο τάταρος χορευτής των Κίροφ συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα χορευτικά συγκροτήματα σε όλον τον κόσμο χορεύοντας ή χορογραφώντας γι' αυτά και υπήρξε παρτενέρ στη σκηνή των διασημότερων χορευτριών: Υβέτ Σοβιρέ, Μαρία Τάλτσιφ, Ροζέλα Χαϊτάουερ κ.ά. Και ακόμη συνέθεσαν γι' αυτόν έργα 40 χορογράφοι, ανάμεσα στους οποίους οι Ρούντι βαν Ντάντσιχ, Γκλεν Τέτλεϊ, Μάρεϊ Λούις, Μάρθα Γκράχαμ, Πολ Τέιλορ, Μορίς Μπεζάρ, Ζορζ Μπαλανσίν («Αρχοντοχωριάτης»), Ρολάν Πετί («Paradise Lost»), Φρέντερικ Αστον, Κένεθ Μακ Μίλαν («Αρμάνδος και Μαργαρίτα»). Η δραματικότητα που εξέπεμπε ο χορός του, η ερμηνευτική του ικανότητα και η τεχνική του (την οποία κάποιοι, παρ' όλα αυτά, αμφισβήτησαν στη διάρκεια της καριέρας του) ήταν αυτά που χαρακτήριζαν τη σκηνική του παρουσία. Και ακόμη η σεξουαλικότητα που «χρωμάτιζε» τους ρόλους του και που ήταν κάτι πρωτόγνωρο στον αυστηρό και συντηρητικό κόσμο του κλασικού χορού. Στον Νουρέγεφ άρεσε ιδιαίτερα να χορεύει τα έργα στα οποία είχε λάμψει ο Βασλάβ Νιζίνσκι δεκαετίες νωρίτερα και οι ερμηνείες του στο «Απομεσήμερο ενός φαύνου» και στο «Φάσμα του Ρόδου» έχουν μείνει στην ιστορία της τέχνης του χορού. Ανθρωπος με παροιμιώδεις αντοχές, δεν δίσταζε να γλεντάει, να ξενυχτάει και να συνεχίζει απτόητος με το μάθημα και την πρόβα. Το ίδιο παροιμιώδες ήταν και το πείσμα του, που του έδωσε τη φήμη του «δύσκολου» ήδη από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του με τα Μπαλέτα Κίροφ στο Λένινγκραντ.
Ο Νουρέγεφ οφείλει το όνομά του σε λάθος ενός υπαλλήλου του ληξιαρχείου. Οταν ο παππούς του Νούρι Φάσλι δήλωσε τον γιο του (πατέρα τού «Ρούντικ») στον απρόσεκτο συμπατριώτη του, εκείνος προφανώς άκουσε το μισό όνομα και έγραψε Νουρέγεφ. Η αβλεψία ποτέ δεν διορθώθηκε και το λάθος επώνυμο κληρονόμησε και ο γιος τού Χαμέτ και της Φαρίντα, ο οποίος γεννήθηκε μέσα στο τρένο (1938), κοντά στο Ιρκούτσκ, ενώ η μητέρα του πήγαινε επίσκεψη στον άνδρα της που είχε παρατήσει την καλλιέργεια της γης και είχε καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό διαβλέποντας τις πιθανότητες ενός καλύτερου μέλλοντος. Παρ' όλα αυτά, η φτώχεια στο σπίτι του συνεχίστηκε και ο Νουρέγεφ πήγαινε σχολείο ξυπόλυτος με το παλτό της αδελφής του, όπως ο ίδιος έλεγε. Τον πατέρα του τον συνάντησε στα έξι του χρόνια και ο μικρός δύσκολα μπορούσε να ανεχθεί τις εντολές του αυστηρού νεοφερμένου που ήθελε να δει τον γιο του μηχανικό ή γιατρό. Στην Ούφα, όπου έμεναν μετά την άδοξη αναχώρηση της οικογένειας από τη Μόσχα λόγω του πολέμου, ξεκίνησε να μαθαίνει παραδοσιακούς χορούς. Σιγά σιγά άρχισε να κερδίζει λίγα χρήματα χορεύοντας σε παραγωγές της Οπερας της πόλης και με αυτά ξεκίνησε μαθήματα μπαλέτου. Οι δασκάλες του τον παρότρυναν να συνεχίσει και με την ευκαιρία μιας τουρνέ στη Μόσχα πέρασε από ακρόαση στα Μπαλσόι, όπου τον δέχθηκαν. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον νεαρό Ρούντολφ, ο οποίος με τα λεφτά που του είχαν περισσέψει αγόρασε εισιτήριο για το Λένινγκραντ. Πέρασε και στην ακρόαση των Κίροφ, όπου έγινε δεκτός με την κυνική φράση: «Εσύ ή θα γίνεις μεγάλος χορευτής ή θα είσαι μια αποτυχία. Το πιθανότερο είναι ότι θα είσαι αποτυχία». Ο 17χρονος Νουρέγεφ είχε αίσθηση των πιθανών εμποδίων που θα του έφερνε το γεγονός ότι άρχισε σχετικά αργά χορό αλλά ήταν αποφασισμένος να τα καταφέρει. Μετά τη θριαμβευτική αποφοίτησή του χόρεψε τρία χρόνια με τα Κίροφ. Στο διάστημα αυτό χόρεψε όλους τους μεγάλους ρόλους σε έργα όπως «Η Λίμνη των Κύκνων», «Η Ωραία Κοιμωμένη», ο «Δον Κιχώτης», η «Ζιζέλ», συνοδεύοντας σκηνικά τις μεγάλες μπαλαρίνες της εποχής, όπως π.χ. τη Νατάλια Ντουντίνσκαγια. Ο Νουρέγεφ είχε ήδη μια πετυχημένη καριέρα στη Σοβιετική Ενωση προτού ζητήσει άσυλο στο Παρίσι και μπαλαρίνες οι οποίες χόρεψαν μαζί του στα τρία χρόνια που παρέμεινε με τα Κίροφ θυμούνται ότι, όταν εμφανιζόταν, ειδικά στον «Δον Κιχώτη», όπου το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του έβρισκε την καλύτερη διέξοδο, η σκηνή γέμιζε λουλούδια έτσι ώστε η παρτενέρ του να μην μπορεί να χορέψει από φόβο μήπως γλιστρήσει. Η Νινέλ Κουργκάπκινα λέει ότι του συνέστησε να φροντίσει οι θαυμαστές του να του ρίχνουν στο τέλος τα λουλούδια. Την επόμενη φορά που η σκηνή γέμισε σταμάτησε και τα απομάκρυνε ο ίδιος. Τα έργα που είχε χορέψει και επανέλαβε αμέτρητες φορές αργότερα (κάποια από αυτά τα γνώρισε η Δύση με τον Νουρέγεφ και χάρη σε αυτόν) τα ξαναχορογράφησε κιόλας, ενοχλημένος από την αντιμετώπιση και την ερμηνεία των κλασικών έργων. Οι αλλαγές όμως επεκτάθηκαν και στον ρόλο του άνδρα χορευτή, τον οποίο ο Νουρέγεφ ξανάφερε στο προσκήνιο δίνοντάς του εκφραστικές ελευθερίες που απετέλεσαν το εφαλτήριο για πολλές κατοπινές επαναστάσεις στον χώρο του μπαλέτου αλλά και του σύγχρονου χορού (π.χ. Μάθιου Μπερν και Μαρκ Μόρις, ο οποίος, αξιοποιώντας την τεράστια ελευθερία που έφερε ο Νουρέγεφ, πήρε από το βάθρο του «ιερού και απρόσιτου» τους χαρακτήρες του μπαλέτου και τους παρουσίασε στο πλαίσιο της σύγχρονης εποχής φθάνοντας κάποτε ως την εξτραβαγκάντσα).
Το «άλμα στην ελευθερία» έγινε το 1961 και ήταν ένα αξιοσημείωτο γεγονός την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, που του χάρισε τεράστια δημοσιότητα. Ο Σερζ Λιφάρ, χορευτής και διευθυντής της παρισινής Opera, ζηλόφθονα είχε παρατηρήσει για τον Νουρέγεφ: «Εγινε διάσημος επειδή υπήρξε προδότης!». Η ιστορία της αποσκίρτησής του θυμίζει κατασκοπευτική ταινία και είναι λίγο-πολύ γνωστή: κατά τη διάρκεια της πρώτης τουρνέ των Κίροφ στην Ευρώπη υπήρχαν προγραμματισμένες παραστάσεις στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Επειδή όμως ο νεαρός χορευτής δεν συμμορφωνόταν με το «πρωτόκολλο» συμπεριφοράς του συγκροτήματος, ήταν δηλαδή ανυπάκουος και γλεντούσε με παρέες «Δυτικών» συνέχεια, κανόνισαν να τον στείλουν πίσω στη Ρωσία (Σοβιετική Ενωση) ενώ οι υπόλοιποι θα συνέχιζαν. Ο Νουρέγεφ κατάλαβε ότι το πράγμα θα είχε σοβαρές συνέπειες στην επαγγελματική και στην προσωπική του ζωή και κανόνισε να μεσολαβήσουν φίλοι στη γαλλική αστυνομία του αεροδρομίου ώστε να τον βοηθήσουν όταν θα ζητούσε πολιτικό άσυλο. Η αστυνομία δέχθηκε υπό τον όρο ότι εκείνος θα πήγαινε σε αυτούς. Η φράση «θέλω να μείνω εδώ» στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου ήταν καθοριστική για τη συνέχεια. (Στην πατρίδα του καταδικάστηκε ερήμην και του επιτράπηκε να χορέψει ξανά εκεί το 1989!) Χόρεψε αρχικά με τα περίφημα μπαλέτα του μαρκησίου Ντε Κουέβας, όπου έμεινε μόνο μερικούς μήνες, και συνέχισε στην Κοπεγχάγη, όπου γνώρισε τον μεγάλο έρωτα της ζωής του και έναν από τους σημαντικότερους χορευτές, τον Ερικ Μπρουν. Το 1962 ήρθε η «Ζιζέλ» με τη Μαργκότ Φοντέιν και η πορεία προς τον μύθο. «Δεν είναι κάτι σ' εμένα ούτε κάτι σ' εκείνη αλλά ο κοινός μας σκοπός» έλεγε όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το συστατικό που κάνει τόσο μοναδική και επιτυχημένη τη συνεργασία τους.
Ο πρώτος ποπ σταρ του χορού, όπως τον έχουν ονομάσει, πέθανε το 1993. Τα στοιχεία της τραγικότητάς του που θα ξαναδώσουν στον μύθο του την παλιά του αίγλη ερευνώνται ακόμη. Εν τω μεταξύ τα Rudolf Nureyev Dance Foundation (Αμερική) και το Rudolf Nureyev Foundation διαχειρίζονται την περιουσία που άφησε προκειμένου να προωθηθούν το μπαλέτο και οι νέοι χορευτές.
Ο πληθωρικός Ρούντι έκανε και ένα σύντομο (και μάλλον ανεπιτυχές) πέρασμα από τον κινηματογράφο στις ταινίες «Βαλεντίνο» του Κεν Ράσελ (1977) και «Exposed» του Τζέιμς Τόμπακ (1983). Το 1983 και για έξι χρόνια ανέλαβε και την καλλιτεχνική διεύθυνση της Opera στο Παρίσι με ένα πολύ βολικό συμβόλαιο που του επέτρεπε να ταξιδεύει και να πραγματοποιεί συνεργασίες και με άλλους καλλιτεχνικούς οργανισμούς. Στην Ελλάδα η τελευταία εμφάνισή του πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1981 στο Ηρώδειο με το Μπαλέτο της Οπερας της Βιέννης στην «Ωραία Κοιμωμένη». Δεν ήταν η καλύτερη εκδοχή του έργου και δεν ήταν η καλύτερη στιγμή του ίδιου. Δεν ήταν καν μια καλή στιγμή του corps de ballet (το σύνολο των χορευτών που εκτελούν βήματα μόνο σε ομάδα) του συγκροτήματος, στα χορευτικά μέρη του οποίου ο Νουρέγεφ έδινε πολύ μεγάλη σημασία, σε αντίθεση με τη συνήθη πριν και μετά απ' αυτόν πρακτική. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το επεισόδιο που τον θέλει στη διάρκεια πρόβας για «Το Βασίλειο των Σκιών» (από το μπαλέτο «Μπαγιαντέρα»), ένα μέρος του έργου όπου το corps de ballet πρέπει να δείξει απόλυτη τάξη και ομοιομορφία, να τονίζει στις χορεύτριες ότι «η καθεμιά τους είναι η Νικία (η κεντρική ηρωίδα που έχει πεθάνει)» και ότι «δεν είναι ένα απρόσωπο σύνολο αλλά η καθεμιά πρέπει να σκέπτεται την ατομικότητά της».
.
Διαβάστε επίσης:
1 σχόλιο:
Αλέξης Κωστάλας:
Έχουν γράψει πολλά για τον Νουρέγιεφ το χορευτή, ελάχιστα όμως για την καθοριστική επίδραση που είχε στο χορό του εικοστού αιώνα. Όλοι μιλούν για μια «χορευτική έκρηξη» και σ' αυτή συνέβαλε σίγουρα και η τηλεόραση δημιουργώντας ένα κοινό περισσότερο ευαίσθητο στην εικόνα παρά στο γραπτό ή προφορικό λόγο. Παρά όμως την πλατιά δημοτικότητα ακόμη και της Πάβλοβα, οι πρώτοι «σούπερ-σταρ» που είχαν πίσω τους τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και όλους τους μηχανισμούς προβολής και διαφήμισης ήταν η Φοντέιν και ο Νουρέγιεφ.
Το γεγονός ότι κατάφερε να επιζήσει ως άτομο και καλλιτέχνης είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα του και του τρόπου που αντιμετώπιζε την τέχνη του. Όποια επίδραση είχε ο Νουρέγιεφ πάνω στο χορό, την είχε μέσα από το χορό του. Σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε το πιστεύω του Μπαλανσίν «ο χορός είναι η γυναίκα», αυτός επανατοποθέτησε τον άντρα στο κέντρο της σκηνής, έστρεψε πάνω του το ενδιαφέρον του κοινού. Πέρα από τη χαρισματική προσωπικότητα του, την εκπληκτική, ιδιαίτερα για την εποχή εκείνη τεχνική του, πρόβαλε μια εικόνα του άνδρα χορευτή που επηρέασε και μια νέα γενιά χορευτών (Ντάουελ, Ουόλ κ.ά.). Θα μπορούσε να είχε γίνει το χαϊδεμένο είδωλο ενός αδηφάγου μηχανισμού προβολής και κατασκευής ειδώλων, θα μπορούσε να είχε γίνει ο «Μάριο Λάντζα του xορού» είπε ο Κλάιβ Μπάρνς. Αυτός όμως προτίμησε να συνεχίσει το μοναxικό ταξίδι που ξεκίνησε με τη γέννηση του σ' ένα τρένο έτοιμος πάντα για καινούριες προκλήσεις.
... ...
-από την Οδό Πανός - τ. 67/68, Μάιος 1993
Δημοσίευση σχολίου