.
Ερωτάται το Σώμα: Γίνεται δεκτό το νομοσχέδιο επί της αρχής;
ΠΟΛΛΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ: Δεκτό, δεκτό.
ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ: Κατά πλειοψηφία.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Γεώργιος Σούρλας): Συνεπώς, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις» έγινε δεκτό επί της αρχής κατά πλειοψηφία.
Εκκρεμούν:
1- Η προσφυγή της Φιλελεύθερης Συμμαχίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με αίτημα να ασκήσει η Επιτροπή τις αρμοδιότητές της, ώστε η Ελλάδα να άρει τις αθέμιτες διακρίσεις που εμποδίζουν ομόφυλα ζευγάρια να ασκήσουν τις θεμελιώδεις κοινοτικές ελευθερίες της εισόδου, εξόδου, προσωρινής και μόνιμης διαμονης στην Ελληνική επικράτεια (βλ. σχόλιο 1)
2- Η τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ (βλ.σχόλιο 2)
3- Το σχέδιο νόμου που κατέθεσε στη Βουλή το ΠΑΣΟΚ (βλ. σχόλιο 3)
4 σχόλια:
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 226 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ
Υποβληθείσα από το πολιτικό κόµµα
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
(LIBERAL ALLIANCE)
κατά της
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
10 Οκτωβρίου 2008
H αιτούσα εκπροσωπείται από τον:
Βασίλη Σωτηρόπουλο
Δικηγόρο
Μαυροµιχάλη 9, Αθήνα 10679
Τηλ. (0030) 210-3389847
E-mail: vsotiropoulos @ datpro . gr
www.datpro.gr
1
ΑΙΤΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 226 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ
10 Οκτωβρίου 2008
1. Γενικά
1.1. Η παρούσα καταγγελία υποβάλλεται από το πολιτικό κόµµα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ
ΣΥΜΜΑΧΙΑ (εφεξής: η καταγγέλλουσα). Αναφέρεται στην επικείµενη παράβαση των
υποχρεώσεων της Ελληνικής Δηµοκρατίας που απορρέουν από την Οδηγία 38/2004 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, σχετικά µε το δικαίωµα των πολιτών της Ένωσης και των µελών
των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαµένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών,
για την τροποποίηση του κανονισµού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών
64/221/ΕΟΚ, 68/360 ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ,
90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (εφεξής: η Οδηγία).
1.2. Σύµφωνα µε σχέδιο νόµου του υπουργείου Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δηµοκρατίας, το οποίο
κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων στις 9 Οκτωβρίου 2008, επίκειται άµεσα η νοµοθέτηση
δικαιώµατος σύναψης “Συµφώνου Ελεύθερης Συµβίωσης”. Πρόκειται για εισαγωγή του θεσµού
της καταχωρισµένης συµβίωσης (registered partnership) στο ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Το
δικαίωµα αυτό προβλέπεται ότι θα ισχύει ρητά µόνο για ετερόφυλα ζεύγη, ενώ σύµφωνα µε την
Αιτιολογική Έκθεση, αλλά και ανακοινώσεις στην ιστοσελίδα του υπουργείου, εξαιρούνται από το
πεδίο εφαρµογής του νοµοσχεδίου τα οµόφυλα ζευγάρια.
1.3. Η διάταξη αυτή, εφόσον ψηφισθεί από την Βουλή των Ελλήνων και εκδοθεί και δηµοσιευθεί
από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δηµοκρατίας, θα παραβιάσει την υποχρέωση του κράτους µέλους
για αναγνώριση των δικαιωµάτων των καταχωρισµένων οµόφυλων συντρόφων ως “µέλη
οικογένειας”, κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 38/2004. Η εξαίρεση που περιλαµβάνει το νοµοσχέδιο
αποκλείει, κατ' αποτέλεσµα, τα οµόφυλα ζευγάρια ευρωπαίων πολιτών από την ενάσκηση των
δικαιωµάτων που κατοχυρώνονται από την Οδηγία και εξειδικεύουν τις θεµελιώδεις κοινοτικές
ελευθερίες της µετακίνησης, εισόδου, εξόδου, προσωρινής και µόνιµης διαµονής προσώπων στα
2
κράτη µέλη της Κοινότητας. Η εξαίρεση των οµόφυλων ζευγαριών από το δικαίωµα σύναψης
συµφώνου καταχωρηµένης συµβίωσης, περίπτωση µοναδική στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών
που έχουν αναγνωρίσει τον θεσµό της καταχωρηµένης συµβίωσης, συνιστά αθέµιτη διακριτική
µεταχείριση µε βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισµό, κατά παράβαση του κοινοτικού
δικαίου, όπως εκτίθεται αναλυτικά κατωτέρω.
1.4. Ενόψει της εν λόγω παραβίασης, η καταγγέλλουσα ζητά από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων να ασκήσει τις αρµοδιότητές της, κατ' άρθρο 226 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή
Κοινότητα, λόγω παράβασης κοινοτικής υποχρέωσης της Ελληνικής Δηµοκρατίας (εφεξής: το
κράτος µέλος).
2. Η καταγγέλλουσα
2.1. Η καταγγέλλουσα αποτελεί πολιτικό κόµµα, το οποίο ιδρύθηκε το έτος 2007, σύµφωνα µε το
οικείο ηµεδαπό θεσµικό πλαίσιο του κράτους µέλους και έλαβε µέρος στις εθνικές εκλογές του
έτους 2007. Σύµφωνα µε το Προοίµιο του Καταστατικού της, “οι αρχές της Δηµοκρατίας, της
ελευθερίας της έκφρασης, της διάκρισης των εξουσιών, της προστασιας των ανθρωπίνων
δικαιωµάτων, των δικαιωµάτων του ατόµου στην ελευθερία, την αυτοδιάθεση, την ανεξιθρησκία,
την ιδιοκτησία, το ελευθέρως επιχειρείν, αποτελούν τα θεµέλια και τις πηγές της πολιτικής σκέψης
και δράσης της Φιλελεύθερης Συµµαχίας”. Σύµφωνα µε το ίδιο κείµενο, η καταγγέλλουσα
“τοποθετείται στον ιδεολογικό και πολιτικό χώρο της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης πολιτικής
οικογένειας, στην οποία θα ενταχθεί και οργανωτικά (ALDE, ELDR)”.
2.2. Στο πλαίσιο της πολιτικής δράσης της, η καταγγέλλουσα νοµιµοποιείται να υποβάλλει την
παρούσα καταγγελία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εξάλλου, η καταγγέλλουσα έχει
απευθυνθεί και στο παρελθόν στην Επιτροπή, για να εκθέσει παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου
από το κράτος µέλος. Η πρώτη επιστολή της καταγγέλλουσας που ασκήθηκε στις 7 Δεκεµβρίου
2007 αφορούσε σχέδιο νόµου για την απαγόρευση σε ιδιώτες να αποκτούν, χωρίς κυβερνητική
έγκριση, πάνω από το 20% των µετοχών των Δηµοσίων Επιχειρήσεων Κοινωνικής Οφέλειας
(ΔΕΚΟ). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δια του Επιτρόπου κ. Τσάρλι Μακ Γκρίβι, µε επιστολή που
απηύθηνε στην Ελληνική Δηµοκρατία, διέγνωσε την παραβίαση των άρθρων 43 και 56 λόγω της
θέσπισης της καταγγελθείσας νοµοθεσίας. Στις 15 Μαϊου 2008, η καταγγέλλουσα απευθύνθηκε εκ
νέου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για άλλο ζήτηµα, εκθέτοντας ότι οι διατάξεις της εθνικής
νοµοθεσίας που ρυθµίζουν το κλειστό επάγγελµα των Μεταφορέων Δηµόσιας Χρήσης, αλλά και
γενικότερα το καθεστώς αποθήκευσης, µεταφοράς και διανοµής πετρελαϊκών προϊόντων στην
3
Ελλάδα είναι αντίθετες µε το κοινοτικό δίκαιο, καθώς παραβιάζουν τα άρθρα 14, 28 και 43 της
Συνθήκης.
2.3. Ως άµεσα ενδιαφερόµενη, η καταγγέλλουσα µε την παρούσα αίτηση εκθέτει ενώπιον της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής επικείµενη παραβίαση της Συνθήκης και πιο συγκεκριµένα της ελευθερίας
των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαµένουν
ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών. Συνεπώς, η καταγγέλλουσα παραδεκτώς προσφεύγει
ενώπιον της Επιτροπής και γι' αυτό η παρούσα πρέπει να εξεταστεί κατ' ουσίαν.
3. Οι διατάξεις της Οδηγίας για το δικαίωµα των πολιτών της Ένωσης και των µελών
των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαµένουν ελεύθερα στην επικράτεια των
κρατών µελών
3.1. Σύµφωνα µε την παράγραφο (5) του Προοιµίου της Οδηγίας, το δικαίωµα όλων των πολιτών
της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαµένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών,
προκειµένου να ασκείται υπό αντικειµενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να
παρέχεται και στα µέλη της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους. Για τους σκοπούς
της Οδηγίας, ο ορισµός του “µέλους της οικογένειας”, θα πρέπει να συµπεριλαµβάνει τον
καταχωρισµένο σύντροφο, εάν η νοµοθεσία του κράτους µέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση
καταχωρισµένης συµβίωσης ως ισοδύναµη προς τον γάµο.
3.2. Σύµφωνα µε το άρθρο 1, ο σκοπός της Οδηγίας είναι να καθοριστούν: (α) οι όροι που διέπουν
την άσκηση του δικαιώµατος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαµονής στην επικράτεια των µελών
από τους πολίτες της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους, (β) το δικαίωµα µόνιµης
διαµονής στην επικράτεια των κρατών µελών των πολιτών της Ένωσης και των µελών των
οικογενειών τους, (γ) οι περιορισµοί των δικαιωµάτων που αναφέρονται στα στοιχεία (α) και (β),
για λόγους δηµόσιας τάξης, δηµόσιας ασφάλειας ή δηµόσιας υγείας.
3.3. Η έννοια του “µέλους της οικογένειας”, το οποίο απολαµβάνει των δικαιωµάτων της Οδηγίας
ορίζεται στο άρθρο 2. Σύµφωνα µε αυτήν την διάταξη, “µέλος της οικογένειας” είναι: (α) ο/η
σύζυγος προσώπου που έχει την ιθαγένεια κράτους µέλους, (β) ο/η σύντροφος µε τον οποίο το
πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους µέλους έχει σχέση καταχωρισµένης συµβίωσης βάσει της
νοµοθεσίας κράτους µέλους, εφόσον η νοµοθεσία του κράτους µέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη
σχέση καταχωρισµένης συµβίωσης ως ισοδύναµη προς τον γάµο και σύµφωνα µε τους όρους που
προβλέπονται στην οικεία νοµοθεσία του κράτους µέλους υποδοχής, (γ) οι απευθείας κατιόντες, οι
4
οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούµενοι, καθώς κι εκείνοι του/της
συζύγου ή του/της συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο (β), (δ) οι συντηρούµενοι απευθείας
ανιόντες καθώς κι εκείνοι του/της συζύγου ή του/της συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο (β).
3.4. Για τα παραπάνω πρόσωπα, η Οδηγία θεσπίζει τα παρακάτω δικαιώµατα που οφείλουν να
διασφαλίζουν τα κράτη µέλη: (α) δικαίωµα εξόδου και εισόδου σε κράτη µέλη άλλα από αυτά της
ιθαγένειάς τους (άρθρα 4 και 5), (β) δικαιώµατα διαµονής σε κράτη µέλη άλλα από αυτά της
ιθαγένειάς τους (άρθρα 6 έως 10), (γ) διατήρηση του δικαιώµατος διαµονής από τα µέλη της
οικογένειας σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης (άρθρο 12), (δ)
διατήρηση του δικαιώµατος διαµονής από τα µέλη της οικογένειας σε περίπτωση διαζυγίου,
ακύρωσης του γάµου ή λήξης της καταχωρισµένης σύµβασης (άρθρο 13), (ε) δικαίωµα µόνιµης
διαµονής (άρθρα 16 έως 21).
3.5. Οι προβλεπόµενοι από την Οδηγία περιορισµοί στα παραπάνω δικαιώµατα, αναφέρονται
περιοριστικά στο κεφάλαιο V και αφορούν λόγους δηµόσιας τάξης, δηµόσιας ασφάλειας και
δηµόσιας υγείας. Στους περιορισµούς αυτούς δεν περιλαµβάνονται κριτήρια όπως το φύλο ή ο
σεξουαλικός προσανατολισµός, καθώς εξάλλου περιορισµοί που βασίζονται σε αυτές τις ιδιότητες
των προσώπων δεν είναι θεµιτοί σύµφωνα µε το κοινοτικό δίκαιο.
3.6. Συνολικά, η Οδηγία εξειδικεύει τη θεµελιώδη ελευθερία της µετακίνησης προσώπων εντός της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεσπίζοντας συγκεκριµένα δικαιώµατα µετακίνησης, διαµονής και
εγκατάστασης για τα µέλη της οικογένειας των ευρωπαίων πολιτών. Η Οδηγία δεν επιβάλλει στα
κράτη µέλη την αναγνώριση της καταχωρισµένης συµβίωσης. Το θεµελιώδες κοινοτικό δίκαιο,
όµως, επιβάλλει στις περιπτώσεις των κρατών µελών που η νοµοθεσία προβλέπει την
καταχωρισµένη συµβίωση, να µην καθιερώνονται αθέµιτες διακρίσεις που αποκλείουν ευρωπαίους
πολίτες και µέλη της οικογένειάς τους από τα δικαιώµατα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαµονής σε
κράτη µέλη (πρβλ. C-267/06, υπόθεση Maruko, σκέψη 59) .
4. Το σχέδιο νόµου του υπουργείου Δικαιοσύνης του κράτους µέλους
4.1. Στις 4 Απριλίου 2008 αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του υπουργείου Δικαιοσύνης
(www.ministryofjustice.gr) ένα “Ενηµερωτικό σηµείωµα του υπουργού Δικαιοσύνης για το
σύµφωνο ελεύθερης συµβίωσης προς τους βουλευτές και ευρωοβουλευτές όλων των κοµµάτων”.
Στο σηµείωµα αυτό αναγνωρίζεται ότι ο θεσµός έχει κατοχυρωθεί από ευρωπαϊκά κράτη, ώστε να
αφορά ετερόφυλα ή/και οµόφυλα ζευγάρια. Ο υπουργός προεξαγγέλλει στο σηµείµωµά του µια
5
παγκόσµια νοµοθετική πρωτοτυπία: “Στην Ελλάδα, όµως, το προτεινόµενο νοµοσχέδιο αφορά
αποκλειστικά ετερόφυλα [ζευγάρια]”. Στις 9 Οκτωβρίου 2008, ο υπουργός Δικαιοσύνης κατέθεσε
στη Βουλή των Ελλήνων το σχέδιο νόµου «Μεταρρυθµίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την
κοινωνία και άλλες διατάξεις». Το πρώτο µέρος του εν λόγω σχεδίου νόµου αποτελεί το κεφάλαιο
µε τίτλο “Σύµφωνο ελεύθερης συµβίωσης”. Την ίδια ηµέρα, το νοµοχέδιο και η αιτιολογική του
έκθεση αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του υπουργείου [www.ministryofjustice.gr].
4.2. Σύµφωνα µε το πρώτο άρθρο του νοµοσχεδίου, η σύναψη του συµφώνου είναι επιτρεπτή
αποκλειστικά και µόνο σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου και καθορίζεται ο συστατικός τύπος του
συµφώνου, που είναι το συµβολαιογραφικό έγγραφο καταρτιζόµενο αυτοπροσώπως από τα δύο
συµβαλλόµενα µέρη. Η έναρξη της ισχύος του συµφώνου, για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών,
ορίζεται από την κατάθεση αντιγράφου του συµβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του
τόπου κατοικίας των συµβληθέντων.
4.3. Περαιτέρω, σύµφωνα µε το άρθρο 2 του νοµοσχεδίου, για τη σύναψη του συµφώνου ισχύουν
οι ίδιες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις όπως και για τη σύναψη γάµου, µε εξαίρεση το κώλυµα
της εκ πλαγίου συγγένειας εξ αγχιστείας που θεωρήθηκε υπερβολικό να εµποδίζει τη σύναψη του
συµφώνου. Η λύση του συµφώνου, κατά το άρθρο 4, γίνεται είτε µε νέα αντίθετη συµφωνία των
δύο µερών, είτε µε µονοµερή συµβολαιογραφική δήλωση ή αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάµος του
ενός ή και των δύο προσώπων. Κατά το άρθρο 5, όπως και στο θεσµό του γάµου, η κατάρτιση του
συµφώνου δεν µεταβάλλει το επώνυµο των προσώπων. Κατά το άρθρο 6, υπάρχει δικαίωµα
αξίωσης στα αποκτήµατα, για ό,τι αποκτήθηκε µετά τη λύψη του συµφώνου. Κατά το άρθρο 7,
ρυθµίζεται το δικαίωµα διατροφής µετά τη λύση του συµφώνου, κατά τρόπο ανάλογο όπως η
σχετική διάταξη για τη διατροφή µετά τη λύση του γάµου. Κατά το άρθρο 8 καθιερώνεται τεκµήριο
πατρότητας για τον άνδρα που συνήψε σύµφωνο µε τη µητέρα του τέκνου, κατά τρόπο αντίστοιχο
όπως και στις διατάξεις περί γάµου, ενώ ρητά αναφέρεται ότι η προσβολή της πατρότητας ασκείται
κατά τις διατάξεις για την προσβολή πατρότητας τέκνου καταγόµενου από γάµο. Κατά το άρθρο 9,
το επωνυµο των τέκνων επιλέγεται από τα πρόσωπα που συνάπτουν το σύµφωνο συµβίωσης, µε
κοινή αµετάκλητη δήλωσή τους, ανάλογα µε τα ισχύοντα για τα τέκνα που γεννώνται στο πλαίσιο
της έγγαµης συµβίωσης. Κατά το άρθρο 10, τα ζητήµατα γονικής µέριµνας ρυθµίζονται κατά τρόπο
ανάλογο µε αυτόν για τη γονική µέριµνα τέκνων καταγόµενων από γάµο. Ως προς τα κληρονοµικά
δικαιώµατα, το άρθρο 11 προβλέπει απόκλιση του ποσοστού στο οποίο καλείται ο σύντροφος στην
εξ αδιαθέτου διαδοχή. Ωστόσο, ισχύουν κατ' αναλογια οι διατάξεις για την αποκλήρωση νόµιµου
µεριδούχου και την κληρονοµική αναξιότητα. Τέλος, κατά το άρθρο 13, ολες οι περιουσιακές και
προσωπικές σχέσεις των προσώπων που έχουν καταρτίσει σύµφωνο συµβίωσης, οι σχέσεις τους µε
6
τα τέκνα που γεννήθηκαν από τη συµβίωσή τους, καθώς και οι κληρονοµικές σχέσεις, διέπονται
από το ελληνικό δικαιο, όταν το σύµφωνο έχει καταρτισθεί στην Ελλάδα, ενώ όταν το σύµφωνο
έχει καταρτισθεί στην αλλοδαπή εφαρµόζεται το δίκαιο που ορίζουν οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς
δικαίου που ισχύουν στο forum κατάρτισης του συµφώνου.
4.4. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο θεσµός που θα νοµοθετηθεί στην Ελλάδα θα έχει
αποτελέσµατα ισοδύναµα (equivalent) σε σηµαντικό βαθµό µε το θεσµό του γάµου, καθώς τα
δικαιώµατα που απορρέουν από τη σύναψή του αφορούν όλες τις έννοµες σχέσεις και συνέπειες
που µπορεί να έχει και η σύναψη του γάµου (υποχρέωση συµβίωσης, αξίωση στα αποκτήµατα,
τεκµήριο πατρότητας, γονική µέριµνα τέκνων, δικαιώµατα διατροφής, κληρονοµικά δικαιώµατα
κλπ). Δεν αποτελεί δηλαδή απλώς έναν θεσµό “αναγνώρισης συγκατοίκησης” (cohabition
agreement), αλλά τα αποτελέσµατά του εκτείνονται σε όλο το φάσµα των συνεπειών που έχει και ο
γάµος. Εξάλλου, το κριτήριο των “ισοδυνάµων αποτελεσµάτων” δεν ταυτίζεται µε προϋπόθεση
ύπαρξης ίδιων δικαιωµάτων και υποχρεώσεων µε αυτές που προβλέπει το δίκαιο του γάµου. Το
σχέδιο νόµου και η αιτιολογική του έκθεση προσκοµίζoνται ως “Σχετικά” και υποβάλλεται µαζί µε
την παρούσα, ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
5. Παραβίαση της Συνθήκης από το κράτος µέλος: αθέµιτος αποκλεισµός από κοινοτικές
ελευθερίες και διακριτική µεταχείριση λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισµού
5.1. Το άρθρο 1 του νοµοσχεδίου αποκλείει τα οµόφυλα ζευγάρια από το δικαίωµα σύναψης
συµφώνου ελεύθερης συµβίωσης στην Ελλάδα.
5.2. Σύµφωνα µε την Γνωµοδότηση της Εθνικής Επιτροπής των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου της
14ης Ιουλίου 2008, η διάταξη αυτή παραβιάζει τα άρθρα 8 (σεβασµός ιδιωτικής και οικογενειακής
ζωής) και 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του
Ανθρώπου. Συγκεκριµένα, η Εθνική Επιτροπή αναφέρει επ' αυτού: “το ότι ο Έλληνας νοµοθέτης
εισάγει ένα νέο θεσµό, από τον οποίο αποκλείει την οµόφυλη συµβίωση συνιστά άµεση διάκριση
λόγω γενετήσιου προσανατολισµού, ευθέως αντίθετη µε τα άρθρα 8 και 14 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ έχει
κρίνει ότι ο γενετήσιος προσανατολισµός καλύπτεται από το άρθρο 14 ΕΣΔΑ, 1 και ότι «η έννοια της
‘οικογένειας’ δεν περιορίζεται σε σχέσεις βασισµένες στο γάµο αλλά περιλαµβάνει και άλλους de
facto οικογενειακούς δεσµούς όταν τα µέρη ζουν µαζί εκτός γάµου ».2” Η Γνωµοδότηση αυτή
1 Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας , α όφ π . 21.12.1999, αρ π . 28.
2 Berrehab κατά Ολλανδίας, α όφ π . αρ 26.05.1994, π . 44, Johnston κατά Ιρλανδίας α όφ αρ , π . 18.12. 1986, π .
7
βρίσκεται αναρτηµένη στην ιστοθέση της Εθνικής Επιτροπής Δικιωµάτων τυ Ανθρώπου
[www.nchr.gr] και προσκοµίζεται ως “Σχετικό” έγγραφο, το οποίο συνυποβάλλεται µε την
παρούσα.
5.3. Σύµφωνα µε το άρθρο 6 παρ. 2 της ΣυνθΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται τα θεµελιώδη
δικαιώµατα, όπως κατοχυρώνονται µε την Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την Προστασία των
Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώµη στις 4
Nοεµβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγµατικές παραδόσεις των κρατών
µελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
5.4. Σύµφωνα µε το άρθρο 18 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ, κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωµα να
κυκλοφορεί και να διαµένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών µελών, υπό την επιφύλαξη των
περιορισµών και µε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην Συνθήκη και στις διατάξεις που
θεσπίζονται για την εφαρµογή της. Κατά το άρθρο 43 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, οι περιορισµοί της
ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους µέλους στην επικράτεια ενός άλλου
κράτους µέλους απαγορεύονται. Οι επιτρεπόµενοι περιορισµοί για τους αλλοδαπούς, σύµφωνα µε
το άρθρο 46, αφορούν µόνο λόγους δηµόσιας τάξεως, δηµόσιας ασφάλειας και δηµόσιας υγείας.
5.5. Σύµφωνα µε το άρθρο 21 παρ. 1 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώµατος, εθνοτικής καταγωγής ή
κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων,
πολιτικών φρονηµάτων ή κάθε άλλης γνώµης, ιδιότητας µέλους εθνικής µειονότητας, περιουσίας,
γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισµού. Σύµφωνα µε την Επεξήγηση του
άρθρου 21 παρ. 1 του Χάρτη, η διάταξη αυτή αφορά περιπτώσεις διακρίσεων από τα θεσµικά και
λοιπά όργανα της Ένωσης, κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων τους που τους έχουν ανατεθεί
δυνάµει των Συνθηκών, καθώς και από τα κράτη µέλη µόνον όταν εφαρµόζουν το δίκαιο της
Ένωσης. Συνεπώς, το άρθρο 21 παρ. 1 του Χάρτη πρέπει να εφαρµοστεί από την Ελληνική
Δηµοκρατία κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από την Οδηγία 2004/38
και το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο της ελεύθερης µετακίνησης και διαµονής των πολιτών της
Ένωσης και των µελών της οικογένειάς τους.
5.6. Σύµφωνα µε το άρθρο 24 των Αρχών της Yogyakarta3, καθένας έχει το δικαίωµα να ιδρύσει
56.
3 To 2006, σε συνέχεια µιας καλά τεµηριωµένης καταγραφής των συµπεριφορών παραβίασης ανθρώπινων
δικαιωµάτων, µε πρωτοβουλία της Διεθνούς Ένωσης Νοµικών και της Διεθνούς Υπηρεσίας Ανθρώπινων
Δικαιωµάτων, µία οµάδα 29 ειδικών από όλο τον κόσµο συναντήθηκε στην Yogyakarta της Ινδονησίας προκειµένου
να καταρτίσει ένα σύνολο αρχών που σχετίζονται µε την εφαρµογή του διεθνούς δικαίου των δικαιωµάτων του
8
οικογένεια, ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό του προσανατολισµό ή την ταυτότητα του φύλου του.
Υπάρχουν διάφορες µορφές οικογενειών. Καµία οικογένεια δεν πρέπει να υφίσταται άνιση
µεταχείριση µε κριτήριο τον σεξουαλικό προσανατολισµό ή την ταυτότητα φύλου των µελών της.
5.7. Σύµφωνα µε το άρθρο 2 της Οδηγίας, στην έννοια του “µέλους οικογένειας” εµπίπτει, εκτός
από τον σύζυγο, και ο/η σύντροφος µε τον οποίο το πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους
µέλους έχει σχέση καταχωρισµένης συµβίωσης βάσει της νοµοθεσίας κράτους µέλους, εφόσον η
νοµοθεσία του κράτους µέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισµένης συµβίωσης ως
ισοδύναµη προς τον γάµο και σύµφωνα µε τους όρους που προβλέπονται στην οικεία νοµοθεσία
του κράτους µέλους υποδοχής.
5.8. Η Οδηγία δεν επιβάλλει την νοµοθέτηση της καταχωρισµένης συµβίωσης στα κράτη µέλη.
Αναφέρει, όµως, ότι σε όποια κράτη µέλη έχει νοµοθετηθεί η ισοδύναµη µε το γάµο
καταχωρισµένη συµβίωση, η έννοια του όρου “µέλος της οικογένειας”, καταλαµβάνει και τους
συντρόφους της καταχωρηµένης συµβίωσης. Στα κράτη µέλη λοιπόν που επιτρέπεται η
καταχωρισµένη συµβίωση, τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σχετικό σύµφωνο απολαµβάνουν των
δικαιωµάτων της Οδηγίας 2004/38. Στην προκειµένη περίπτωση, όµως, το κράτος µέλος πρόκειται
να νοµοθετήσει τη δυνατότητα αυτή µόνο για τα ετερόφυλα ζευγάρια. Αυτό σηµαίνει ότι τα
οµόφυλα ζευγάρια στην Ελληνική Δηµοκρατία αποκλείονται από τα δικαιώµατα της Οδηγίας
2004/38. Ο µοναδικός λόγος για τον οποίο τα οµόφυλα ζευγάρια αποκλείονται απο τα δικαιώµατα
της Οδηγίας 2004/38 από το νοµοσχέδιο είναι το φύλο των προσώπων που συµβιώνουν και, κατ'
επέκταση, ο σεξουαλικός προσανατολισµός τους. Από την αιτιολογική έκθεση του υπουργείου
Δικαιοσύνης του κράτους µέλους δεν προκύπτει κανένας άλλος λόγος για την εν λόγω εξαίρεση: τα
οµόφυλα ζευγάρια αποκλείονται από τα δικαιώµατα του συµφώνου συµβίωσης (και της Οδηγίας
2004/38) για τον λόγο ότι είναι οµόφυλα. Τέτοιου είδους περιορισµός όµως δεν προβλέπεται από
την Οδηγία. Αντίθετα, όπως εκτίθεται παρακάτω, ο απoκλεισµός των οµόφυλων ζευγαριών συνιστά
αθέµιτο περιορισµό που απαγορεύεται από το κοινοτικό δίκαιο.
5.9. Σε αυτό το σηµείο, πρέπει να σηµειωθεί ότι σε κανένα άλλο κράτος µέλος δεν έχει νοµοθετηθεί
τέτοιος αποκλεισµός. Η νοµοθετική αναγνώριση της καταχωρισµένης συµβίωσης ισχύει σε 12
κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δανία, Ηνωµένο Βασιλειο, Γαλλία, Γερµανία, Λουξεµβούργο,
ανθρώπου ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισµό και την ταυτότητα φύλου. Το αποτέλεσµα ήταν οι Αρχές της
Yogyakarta: ένας οικουµενικός οδηγός για τα ανθρώπινα δικαιώµατα που συγκεφαλαιώνει τις ισχύουσες διεθνείς
νοµικές δεσµεύσεις που πρέπει να τηρούν όλα τα Κράτη [http://www.yogyakartaprinciples.org/ ] Η ελληνική
έκδοση των Αρχών είναι αναρτηµένη στο http://arxesyogyakarta.wordpress.com. Στις 14.5.2008, ο Eπίτροπος των
Δικαιωµάτων του Ανθρώπου κ. Hammarberg απευθύνει σύσταση στα κράτη του Συµβουλίου της Ευρώπης, να
ενσωµατώσουν τις Αρχές στις πολιτικές τους [http://www.coe.int/t/commissioner/Viewpoints/080514_en.asp].
9
Ολλανδία, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Σουηδία, Τσεχία, Φινλανδία) και σε άλλα 3 κράτη
µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης (Ελβετία, Ισλανδία, Κροατία). Σε όλα αυτά τα κράτη,
αναγνωρίζεται η καταχωρισµένη συµβίωση ανάµεσα σε άτοµα του ίδιου φύλου. Ο αποκλεισµός
των οµόφυλων ζευγαριών απο το δικαίωµα καταχώρισης της συµβίωσης δεν προβλέπεται από
καµία άλλη εθνική νοµοθεσία που έχει καθιερώσει το θεσµό. Η απόφαση της Ελληνικής
Δηµοκρατίας να εισαγάγει το θεσµό του συµφώνου συµβίωσης αποκλείοντας τα οµόφυλα ζευγάρια
αποτελεί µια εξαίρεση όχι µόνο σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε παγκόσµιο επίπεδο. Κανένα άλλο
κράτος δεν έχει θεσπίσει την δυνατότητα των πολιτών να συνάπτουν σύµφωνο συµβίωσης µε
αποκλεισµό των οµόφυλων ζευγαριών.
5.10. Αντιθέτως, µάλιστα, σε τέσσερα κράτη της Ευρώπης (Ολλανδία, Ισπανία, Βέλγιο, Νορβηγία)
έχει αναγνωριστέι νοµοθετικά η δυνατότητα σύναψης γάµου ανάµεσα σε άτοµα του ίδιου φύλου. Η
ρύθµιση αυτή συζητείται επίσης σε άλλα δύο κράτη (Πορτογαλία, Σουηδία), ενώ ισχύει στον
Καναδά, την Νότια Αφρική και ορισµένες από τις Η.Π.Α. Στην Ελλάδα, η νοµοθεσία για τη
σύναψη του γάµου δεν προϋποθέτει ρητή ετερότητα φύλου των µελλονύµφων. Ωστόσο, για πρώτη
φορά τελέστηκαν γάµοι οµόφυλων προσώπων µόλις το καλοκαίρι του 2008, γεγονός που
προκάλεσε την παρέµβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για άσκηση ποινικής διώξεως
εναντίον του Δηµάρχου ο οποίος τέλεσε τους γάµους, µε την κατηγορία της παράβασης
καθήκοντος. Στη συνέχεια, ο κατά τόπον αρµόδιος Εισαγγελέας άσκησε αγωγή για την αναγνώριση
των γάµων ως “ανυπόστατων”, υπόθεση η οποία εκκρεµεί ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου
Ρόδου και θα συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού τον Δεκέµβριο του 2008.
5.11. Οι δυσµενείς νοµικές και πραγµατικές συνέπειες της απαγόρευσης σύναψης συµφώνου
συµβίωσης ανάµεσα σε οµόφυλα ζευγάρια από την νοµοθεσία του κράτους µέλους, σε σχέση µε τα
δικαιώµατα που προβλέπει η Οδηγία, αφορούν τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Δικαίωµα εξόδου
Σύµφωνα µε το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας, µε την επιφύλαξη των διατάξεων επί των
ταξιδιωτικών εγγράφων που ισχύουν για τους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, όλοι οι πολίτες της
Ένωσης οι οποίοι φέρουν ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο καθώς και τα µέλη της
οικογενείας τους, που δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους, τα οποία φέρουν ισχύον διαβατήριο,
έχουν το δικαίωµα να εγκαταλείπουν το έδαφος κράτους µέλους προκειµένου να µεταβούν σε άλλο
κράτος µέλος. Κατά την παρ. 2, καµία θεώρηση εξόδου ή άλλη ισοδύναµη διατύπωση δεν
επιβάλλεται στα πρόσωπα για τα οποία ισχύει η παράγραφος 1.
Εάν ένα οµόφυλο ζευγάρι που βρισκεται στην Ελλάδα και αποτελείται από έναν υπήκοο
10
κράτους της ΕΕ κι έναν υπήκοο τρίτου κράτους, δεν θα έχει το δικαίωµα να συνάψει
καταχωρισµένη συµβίωση στην Ελλάδα και συνεπώς αποκλείεται από τα δικαιώµατα του
άρθρου 4 της Οδηγίας. Αντίθετα, ένα ετερόφυλο ζευγάρι, έχει τη δυνατότητα να συνάψει
σύµφωνο συµβίωσης ή γάµο και να ασκήσει τα δικαιώµατα του άρθρου 4.
(β) Δικαίωµα εισόδου
Σύµφωνα µε το άρθρο 5 παρ. 1 της Οδηγίας, µε την επιφύλαξη των διατάξεων επί των
ταξιδιωτικών εγγράφων που ισχύουν για τους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, τα κράτη µέλη
επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης, ο οποίος φέρει ισχύον
δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο, καθώς επίσης και στα µέλη της οικογένειας που δεν είναι
υπήκοοι κράτους µέλους, εφόσον φέρουν ισχύον διαβατήριο. Σύµφωνα µε την παράγραφο 2,
στα µέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους επιβάλλεται µόνο θεώρηση
εισόδου σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 539/2001 ή, ενδεχοµένως, µε το εθνικό δίκαιο.
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η κατοχή ισχύοντος δελτίου διαµονής προβλεποµένου
στο άρθρο 10, απαλλάσσει τα εν λόγω µέλη της οικογένειας από την απαίτηση θεώρησης.Τα
κράτη µέλη παρέχουν στα εν λόγω πρόσωπα κάθε διευκόλυνση, προκειµένου να αποκτήσουν τις
απαιτούµενες θεωρήσεις. Οι θεωρήσεις αυτές εκδίδονται, ατελώς, το συντοµότερο δυνατόν, και
βάσει ταχείας διαδικασίας. Σύµφωνα µε τη παράγραφο 3, το κράτος µέλος υποδοχής δεν
επιθέτει σφραγίδα εισόδου ή εξόδου στο διαβατήριο των µελών της οικογένειας που δεν είναι
υπήκοοι κράτους µέλους, εφόσον προσκοµίζουν το δελτίο διαµονής που προβλέπεται στο άρθρο
10. Σύµφωνα µε την παράγραφο 4, οσάκις πολίτης της Ένωσης ή µέλος της οικογένειάς του που
δεν είναι υπήκοος κράτους µέλους δεν διαθέτει τα απαιτούµενα ταξιδιωτικά έγγραφα ή, ανάλογα
µε την περίπτωση, την αναγκαία θεώρηση, το οικείο κράτος µέλος, πριν εφαρµόσει το µέτρο της
επαναπροώθησης, παρέχει στα πρόσωπα αυτά κάθε εύλογη δυνατότητα για την απόκτηση των
αναγκαίων εγγράφων ή την αποστολή τους εντός ευλόγου προθεσµίας ή προκειµένου να
επιβεβαιωθεί ή να αποδειχθεί µε άλλα µέσα ότι καλύπτονται από το δικαίωµα της ελεύθερης
κυκλοφορίας και διαµονής.
Ωστόσο, η Ελλάδα, ως χώρα υποδοχής, όπως προαναφέρθηκε σκοπεύει να εξαιρέσει την
αναγνώριση δικαιώµατος σύναψης καταχωρισµένης συµβίωσης σε οµόφυλα ζευγάρια, µε
αποτέλεσµα τα οµόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σχετική συµφωνία σε άλλο κράτος
µέλος, να µην µπορούν να ασκήσουν στην Ελλάδα τα παραπάνω δικαιώµατα εισόδου.
Αντίθετα, τα ετερόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σχετική συµφωνία σε άλλο κράτος µέλος
µπορούν να ασκήσουν τα παραπάνω δικαιώµατα εισόδου στην Ελλάδα, καθώς αποτελεί
κράτος υποδοχής που αναγνωρίζει το σύµφωνο συµβίωσης ανάµεσα σε ετερόφυλα ζευγάρια.
11
(γ) Δικαίωµα διαµονής έως τρεις µηνες
Σύµφωνα µε το άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας, οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωµα διαµονής
στην επικράτεια άλλου κράτους µέλους για χρονικό διάστηµα έως τρεις µήνες χωρίς κανένα όρο
ή διατύπωση πέραν της απαίτησης κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου.
Σύµφωνα µε την παράγραφο 2, οι διατάξεις αυτές εφαρµόζονται και στα µέλη της οικογένειας
που είναι κάτοχοι ισχύοντος διαβατηρίου, δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους και συνοδεύουν ή
πηγαίνουν να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης.
Με την θέσπιση, όµως, του νοµοσχεδίου, η Ελλάδα δεν θα αναγνωρίζει, ως κράτος υποδοχής,
την καταχωρισµένη συµβίωση ανάµεσα σε οµόφυλα ζευγάρια, µε αποτέλεσµα, εάν ένα
πρόσωπο που δεν είναι υπήκοος κράτους µέλους ΕΕ συνοδεύει ή πηγαίνει να συναντήσει τον
καταχωρισµένο (σε άλλο κράτος µέλος) οµόφυλο σύντροφό του στην Ελληνική επικράτεια,
δεν θα έχει τα δικαιώµατα του άρθρου 6 της Οδηγίας. Αντίθετα, εάν ένα πρόσωπο που δεν
είναι υπήκοος κράτους µέλους συνοδεύει ή πηγαίνει να συναντήσει τον καταχωρισµένο
ετερόφυλο σύντροφό του στην Ελληνική επικράτεια, έχει τα δικαιώµατα του άρθρου 6, επειδή
η νοµοθεσία του κράτους υποδοχής θα αναγνωρίζει την καταχωρισµένη συµβίωση.
(δ) Δικαίωµα διαµονής άνω των τριών µηνών
Σύµφωνα µε το άρθρο 7 παρ. 1 της Οδηγίας, όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωµα
διαµονής στην επικράτεια άλλου κράτους µέλους για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των τριών
µηνών, εφόσον:α) είναι µισθωτοί ή µη µισθωτοί στο κράτος µέλος υποδοχής, ή β) διαθέτουν
επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα µέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να µην
επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραµονής τους το σύστηµα κοινωνικής πρόνοιας
του κράτους µέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος
µέλος υποδοχής, ή γ) έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δηµόσιο ίδρυµα, εγκεκριµένο ή
χρηµατοδοτούµενο από το κράτος µέλος υποδοχής βάσει της νοµοθεσίας ή της διοικητικής
πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συµπεριλαµβανοµένων
µαθηµάτων επαγγελµατικής κατάρτισης, καιδιαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας
στο κράτος µέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρµόδια εθνική αρχή, µε δήλωση ή µε
ισοδύναµο µέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα
µέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να µην επιβαρύνουν το σύστηµα κοινωνικής πρόνοιας
του κράτους µέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραµονής τους, ή δ) είναι µέλη της
οικογένειας τα οποία συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης που πληροί
τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ). Σύµφωνα µε την παρ. 2, το δικαίωµα
διαµονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εκτείνεται στα µέλη της οικογένειας τα οποία δεν
είναι υπήκοοι κράτους µέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος
12
µέλος υποδοχής, τον πολίτη της Ένωσης και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληροί τους όρους που
αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) ή γ). Κατά την παρ. 3, για τους σκοπούς της
παραγράφου 1 στοιχείο α) η ιδιότητα του µισθωτού ή του µη µισθωτού διατηρείται για τον
πολίτη της Ένωσης που δεν είναι πλέον µισθωτός ή µη µισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις:α)
αν ο ενδιαφερόµενος είναι προσωρινά ανίκανος προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή
ατυχήµατος•β) αν ο ενδιαφερόµενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας
ασκήσει επαγγελµατική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το
οποίο αναζητεί εργασία στην αρµόδια υπηρεσία απασχόλησης•γ) αν ο ενδιαφερόµενος έχει
καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος µετά τη λήξη ισχύος της σύµβασης εργασίας
ορισµένου χρόνου µε διάρκεια µικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος
κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα µηνών και έχει καταγραφεί στην αρµόδια υπηρεσία
απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του
εργαζοµένου διατηρείται επί χρονικό διάστηµα που δεν µπορεί να είναι µικρότερο του
εξαµήνου•δ) αν ο ενδιαφερόµενος παρακολουθεί µαθήµατα επαγγελµατικής κατάρτισης. Εκτός
εάν ο ενδιαφερόµενος είναι ακουσίως άνεργος, η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζοµένου
προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης µεταξύ της προηγούµενης επαγγελµατικής δραστηριότητας και
της κατάρτισης. Σύµφωνα µε την παρ. 4, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο δ) και
την παράγραφο 2 µόνο ο / η σύζυγος, ο καταχωρισµένος σύντροφος που προβλέπεται στο άρθρο
2 παράγραφος 2 στοιχείο β) και τα συντηρούµενα τέκνα έχουν δικαίωµα διαµονής ως µέλη της
οικογένειας πολίτη της Ένωσης, ο οποίος πληροί τους όρους της παραγράφου 1 στοιχείο γ). Το
άρθρο 3 παράγραφος 2 ισχύει για τους συντηρούµενους απευθείας ανιόντες, καθώς και εκείνους
του (της) συζύγου ή του καταχωρισµένου συντρόφου.
Στην Ελλάδα, όµως, τα δικαιώµατα του άρθρου 7 της Οδηγίας θα ισχύουν µόνο για τους
ετερόφυλους καταχωρισµένους συντρόφους πολιτών της Ένωσης, καθόσον µε το νοµοσχέδιο η
Ελλάδα ως κράτος υποδοχής δεν θα αναγνωρίζει τα καταρτισθέντα σε άλλα κράτη µέλη
σύµφωνα συµβίωσης ανάµεσα σε οµόφυλα ζευγάρια, αποκλείοντας έτσι από τα αντίστοιχα
δικαιώµατα κοινοτικού δικαίου όσους έχουν καταχωρίσει οµόφυλη συµβίωση σε άλλο κράτος
µέλος και επιθυµούν να διαµείνουν στην Ελλάδα.
(ε) Δελτίο διαµονής για τα µέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους
Κατά το άρθρο 9 της Οδηγίας, τα κράτη µέλη χορηγούν στα µέλη της οικογένειας πολίτη της
Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους δελτίο διαµονής, εφόσον η προβλεπόµενη
διάρκεια παραµονής τους υπερβαίνει τους τρεις µήνες. Κατά το άρθρο 10 παρ. 1 της Οδηγίας, το
δικαίωµα διαµονής των µελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, τα οποία δεν είναι υπήκοοι
κράτους µέλους, πιστοποιείται µε τη χορήγηση εγγράφου το οποίο καλείται «Δελτίο διαµονής
13
µέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης», το αργότερο εντός εξαµήνου από την
ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης. Η βεβαίωση υποβολής της αίτησης για τη χορήγηση δελτίου
διαµονής χορηγείται αµέσως. Κατά το άρθρο 11 παρ. 1, η διάρκεια ισχύος του δελτίου διαµονής
που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 είναι πέντε έτη από την ηµεροµηνία χορήγησης ή για
την προβλεπόµενη περίοδο παραµονής του πολίτη της Ένωσης, εφόσον η εν λόγω περίοδος είναι
µικρότερη των πέντε ετών. Κατά την παρ. 2, η ισχύς του δελτίου διαµονής δεν θίγεται από
προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν τους έξι µήνες ετησίως ούτε από απουσίες µεγαλύτερης
διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από µία απουσία δώδεκα
συναπτών µηνών κατ' ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυµοσύνη και µητρότητα,
σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή επαγγελµατική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος µέλος ή
τρίτη χώρα.
Το δικαίωµα αυτό δεν µπορεί να ασκηθεί στην Ελλάδα για τους οµόφυλους συντρόφους που
έχουν καταχωρίσει τη συµβίωσή τους σε άλλο κράτος µέλος, καθόσον η Ελλάδα ως κράτος
υποδοχής θα αναγνωρίζει µόνο την καταχωρισµένη συµβίωση ετερόφυλων συντρόφων. Ούτε
βέβαια θα µπορέσουν να καταρτίσουν σύµφωνο συµβίωσης στην Ελλάδα, ώστε να τους
αναγνωριστούν τα δικαιώµατα διαµονής. Αντίθετα, εάν πρόκειται για ετερόφυλους
συντρόφους, έχουν την δυνατότητα να καταρτίσουν και στην Ελλάδα σύµφωνο σύµβιωσης ή
γάµο, ώστε να τους αναγνωριστούν τα παραπάνω δικαιώµατα διαµονής.
(στ) Διατήρηση δικαιώµατος από µέλη της οικογένειας, σε περίπτωση θανάτου, αναχώρισης του
πολίτη ή λήξης της καταχωρισµένης συµβίωσης
Κατά το άρθρο 12 παρ. 1 της Οδηγίας, ο θάνατος του πολίτη της Ένωσης ή η αναχώρησή του από
το κράτος µέλος υποδοχής δεν θίγει το δικαίωµα διαµονής των µελών της οικογένειάς του τα οποία
είναι υπήκοοι κράτους µέλους. Πριν από την απόκτηση δικαιώµατος µόνιµης διαµονής, οι
ενδιαφερόµενοι πρέπει να πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1
στοιχεία α), β), γ) ή δ). Κατά την παρ. 2, ο θάνατος πολίτη της Ένωσης δεν συνεπάγεται απώλεια
του δικαιώµατος διαµονής των µελών της οικογένειάς του, τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους
µέλους και διαµένουν στο κράτος µέλος υποδοχής ως µέλη της οικογένειας επί ένα έτος
τουλάχιστον πριν από τον θάνατο του πολίτη της Ένωσης. Τα εν λόγω µέλη της οικογένειας
διατηρούν το δικαίωµα διαµονής αποκλειστικά σε προσωπική βάση. Κατά την παρ. 3, η
αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης από το κράτος µέλος υποδοχής ή ο θάνατός του δεν
συνεπάγεται απώλεια του δικαιώµατος διαµονής των τέκνων του ή του γονέα ο οποίος έχει
πράγµατι την επιµέλεια των τέκνων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, εφόσον τα τέκνα διαµένουν στο
κράτος µέλος υποδοχής και είναι εγγεγραµµένα σε εκπαιδευτικό ίδρυµα µε σκοπό την
πραγµατοποίηση σπουδών, έως την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Σύµφωνα µε το άρθρο 13, η
14
λήξη της καταχωρισµένης συµβίωσης του πολίτη της Ένωσης κατά τα αναφερόµενα στο άρθρο 2
παράγραφος 2 στοιχείο β) δεν θίγει το δικαίωµα διαµονής των µελών της οικογένειάς του, τα οποία
είναι υπήκοοι κράτους µέλους. H λήξη της καταχωρισµένης συµβίωσης κατά τα αναφερόµενα στο
άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώµατος διαµονής των µελών
της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους, στις
ακόλουθες περιπτώσεις:α) αν η καταχωρισµένη συµβίωση διήρκεσε, έως της καταχωρισµένης
συµβίωσης κατά τα αναφερόµενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β), τρία έτη τουλάχιστον, εκ
των οποίων το ένα έτος στο κράτος µέλος υποδοχής, ή β) αν η επιµέλεια των τέκνων του πολίτη της
Ένωσης έχει ανατεθεί στο στο / στη σύντροφο που δεν είναι υπήκοος κράτους µέλους βάσει
συµφωνίας µεταξύ των συζύγων ή των συντρόφων κατά τα αναφερόµενα στο άρθρο 2 παράγραφος
2 στοιχείο β), ή µε δικαστική απόφαση, ή γ) αν τούτο υπαγορεύεται από ιδιαιτέρως δυσχερείς
καταστάσεις, όπως σε περίπτωση που το µέλος της οικογένειας κατέστη θύµα οικογενειακή βίας
ενόσω υφίστατο η καταχωρισµένη συµβίωση, ή δ) αν ο/η σύντροφος που δεν είναι υπήκοος
κράτους µέλους απολαύει, βάσει συµφωνίας µεταξύ των συζύγων ή των συντρόφων κατά τα
αναφερόµενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β), ή µε δικαστική απόφαση, του το δικαίωµα
επικοινωνίας µε τα τέκνα, υπό τον όρο ότι το δικαστήριο έκρινε ότι οι επισκέψεις πρέπει να
πραγµατοποιούνται στο κράτος µέλος υποδοχής και για όσο διάστηµα απαιτείται.Τα εν λόγω µέλη
της οικογένειας διατηρούν το δικαίωµα διαµονής αποκλειστικά σε προσωπική βάση.
Όπως προεκτέθηκε όµως, τα δικαιώµατα αυτά, εάν θεσπιστεί το σχέδιο νόµου, θα ισχύουν
στην Ελλάδα µόνο για τα ετερόφυλα ζευγάρια, αφού δεν θα αναγνωρίζεται σε αυτό το
κράτος υποδοχής το σύµφωνο συµβίωσης που έχει τυχόν συναφθεί ανάµεσα σε οµόφυλα
ζευγάρια σε άλλο κράτος µέλος, αλλά ούτε θα έχουν και το δικαίωµα να συνάψουν
σύµφωνο συµβίωσης στην Ελληνική επικράτεια. Αντίθετα, τα ετερόφυλα ζευγάρια θα
έχουν όλα τα ανωτέρω δικαιώµατα, αφού θα αναγνωρίζετε το τυχόν συναφθέν σε άλλο
κράτος σύµφωνο και θα επιτρέπεται να συνάψουν σύµφωνο συµβίωσης ή γάµο στην
Ελληνική επικράτεια.
(ζ) Δικαίωµα µόνιµης διαµονής
Κατά το άρθρο 16 της Οδηγίας, οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαµείνει νοµίµως για
συνεχές χρονικό διάστηµα πέντε ετών στο κράτος µέλος υποδοχής έχουν δικαίωµα µόνιµης
διαµονής στην επικράτειά του. Η διάταξη αυτή εφαρµόζεται και στα µέλη της οικογένειας που
δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους και τα οποία έχουν διαµείνει νοµίµως µε τον πολίτη της
Ένωσης στο κράτος µέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστηµα πέντε ετών. Κατά την παρ.
3, το αδιάλειπτο της διαµονής δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν
15
συνολικά τους έξι µήνες ετησίως, ούτε από απουσίες µεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση
υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από µία απουσία δώδεκα συναπτών µηνών κατ' ανώτατο
όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυµοσύνη και µητρότητα, σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή
επαγγελµατική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος µέλος ή τρίτη χώρα. Κατά την παρ. 4,
αφής στιγµής αποκτηθεί, απώλεια του δικαιώµατος µόνιµης διαµονής επέρχεται µόνο σε
περίπτωση απουσίας από το κράτος µέλος υποδοχής για χρονικό διάστηµα που υπερβαίνει τα
δύο συναπτά έτη. Κατά το άρθρο 18, τα µέλη οικογένειας που δεν είναι πολίτες κράτους µέλους
αποκτούν το δικαίωµα µόνιµης διαµονής εάν διαµείνουν νοµίµως για χρονικό διάστηµα πέντε
συναπτών ετών στο κράτος µέλος υποδοχής. Σύµφωνα µε το άρθρο 19, αφού εξακριβώσουν τη
διάρκεια της παραµονής, τα κράτη µέλη χορηγούν στους δικαιούχους µόνιµης διαµονής πολίτες
της Ένωσης, κατόπιν αιτήσεώς των, έγγραφο που πιστοποιεί τη µόνιµη διαµονή τους. Το
έγγραφο που πιστοποιεί τη µόνιµη διαµονή εκδίδεται το συντοµότερο δυνατόν. Κατά το άρθρο
20, τα κράτη µέλη χορηγούν στα δικαιούχα µόνιµης διαµονής µέλη της οικογένειας που δεν
είναι υπήκοοι κράτους µέλους δελτίο µόνιµης διαµονής εντός εξαµήνου από την υποβολή της
αίτησης. Το δελτίο µόνιµης διαµονής ανανεώνεται αυτοδικαίως ανά δεκαετία.
Ούτε και αυτά τα δικαιώµατα, όµως, θα έχουν τα οµόφυλα ζευγάρια που έχουν καταρτίσει
σύµφωνο συµβίωσης σε άλλο κράτος µέλος και επιθυµούν να διαµείνουν νόµιµα στην
Ελλάδα, αφού µε το νοµοσχέδιο το κράτος µέλος, ως χώρα υποδοχής, θα αναγνωρίζει την
σύναψη συµφώνου συµβίωσης µόνο για ετερόφυλα ζευγάρια.
Συνοπτικά και σχηµατικά:
- Εάν ένα οµόφυλο ζευγάρι, το οποίο βρίσκεται σε άλλο κράτος µέλος, επιθυµεί να µεταβεί και να
διαµείνει στην στην Ελλάδα, δεν θα έχει το δικαίωµα να συνάψει σε αυτήν ένα σύµφωνο
συµβίωσης, µε αποτέλεσµα να µην του αναγνωρίζονται τα δικαιώµατα της Οδηγίας 2004/38.
Αντίθετα, αν το ίδιο ζευγάρι ήταν ετερόφυλο, θα µπορούσε να συνάψει σύµφωνο συµβίωσης ή
γάµο στην Ελλάδα και να ασκήσει τα δικαιώµατα της Οδηγίας.
- Εάν ένα οµόφυλο ζευγάρι, το οποίο έχει συνάψει σύµφωνο συµβίωσης σε άλλο κράτος µέλος,
επιθυµεί να µεταβεί και να διαµείνει στην Ελλάδα, δεν θα αναγνωριστεί στο τυχόν µέλος του που
δεν διαθέτει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια η ιδιότητα του “µέλους οικογένειας”, άρα ούτε και τα
δικαιώµατα της Οδηγίας. Αντίθετα, εάν το ίδιο ζευγάρι ήταν ετερόφυλο και είχε συνάψει
σύµφωνο συµβίωσης ή γάµο σε άλλο κράτος µέλος, θα µπορούσε να ασκήσει τα δικαιώµατα
της Οδηγίας, επειδή η Ελλάδα αναγνωρίζει τα σύµφωνα συµβίωσης που συνάπτονται
16
ανάµεσα σε ετερόφυλα ζευγάρια.
5.12. Από την παραπάνω ανάπτυξη προκύπτει ότι, µε τη νοµοθέτηση δικαιώµατος σύναψης
συµφώνου συµβίωσης αποκλειστικά για ετερόφυλα ζευγάρια, η Ελληνική Δηµοκρατία παραβιάζει
την υποχρέωσή της για πλήρη σεβασµό των δικαιωµάτων της Οδηγίας 2004/38 και των
θεµελιωδών κοινοτικών ελευθεριών µετακίνησης και εγκατάστασης σε άλλο κράτος µέλος της
Κοινότητας, εισάγοντας αθέµιτη διάκριση λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισµού.
Εξάλλου, ο αποκλεισµος των δικαιωµάτων που εισάγει ο Έλληνας νοµοθέτης για τα οµόφυλα
ζευγάρια δεν είναι σύµφωνος µε τους περιορισµούς που αναφέρονται περιοριστικα στο Κεφάλαιο
V της Οδηγίας, οι οποίοι αφορούν µόνο την δηµόσια τάξη, την δηµόσια υγεία και τη δηµόσια
ασφάλεια. Η παράβαση αυτή θεµελιώνει αρµοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για κίνηση της
διαδικασίας του άρθρου 226 της Συνθήκης.
5.13. Παρεµφερούς περίπτωσης επελήφθη το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη
υπόθεση C-267/06 (προδικαστική απόφαση της 1.4.2008, υπόθεση Μaruko). Η Γερµανία έχει
εισάγει µεν το θεσµό της καταχωρισµένης συµβίωσης, αλλά δεν είχε λάβει µέτρα για την
αναγνώριση των συνταξιοδοτικών δικαιωµάτων στον επιζήσαντα σύντροφο οµόφυλης συµβίωσης,
µετά το θάνατο του συνταξιούχου συντρόφου. Το Δ.Ε.Κ. έκρινε ότι τα κράτη µέλη δεν έχουν µεν
υποχρέωση να θεσπίσουν την καταχωρισµένη συµβίωση, αλλά όταν το κάνουν δεν θα πρέπει να
εισάγουν διακρίσεις στην αναγνώριτη των δικαιωµάτων που προβλέπονται από το κοινοτικό
δίκαιο4. Η παραδοχή αυτή επαναλαµβάνεται και σε σχέδιο Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για
την ίση µεταχείριση σε τοµείς πέραν της απασχόλησης, κατά την εισηγητική έκθεση της οποίας:
“"το κείµενο καθιστά σαφές ότι ζητήµατα που αφορούν την οικογενειακή
κατάσταση, συµπεριλαµβανοµένης της υιοθεσίας, εκφεύγουν του πεδίου εφαρµογής της οδηγίας.
Το πεδίο αυτό περιλαµβάνει τα δικαιώµατα αναπαραγωγής. Τα κράτη µέλη εξακολουθούν να είναι
ελεύθερα να αποφασίζουν κατά πόσον θα θεσπίσουν και θα αναγνωρίσουν τη νόµιµα δηλωµένη
συµβίωση. Ωστόσο, από τη στιγµή που το εθνικό δίκαιο αναγνωρίσει αυτές τις σχέσεις ως
4 Βλ. ιδίως σκέψη αρ. 59 της απόφασης Maruko: “Ασφαλώς, η οικογενειακή κατάσταση και οι παροχές που εξαρτώνται από αυτήν
είναι τοµείς που εµπίπτουν στην αρµοδιότητα των κρατών µελών και το κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την αρµοδιότητα αυτή. Ωστόσο,
υπενθυµίζεται ότι τα κράτη µέλη πρέπει, κατά την άσκηση της αρµοδιότητας αυτής, να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο, µεταξύ
άλλων, τις διατάξεις περί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2006,
C-372/04, Watts, Συλλογή 2006, σ. I-4325, σκέψη 92, και της 19ης Απριλίου 2007, C-444/05, Σταµατελάκη, Συλλογή 2007, σ.
I-3185, σκέψη 23).” [Έµφαση του γράφοντος].
17
ανάλογες των συζυγικών σχέσεων, τότε εφαρµόζεται η αρχή της ίσης µεταχείρισης." [Έµφαση
του γράφοντος].
5.14. Στην παρούσα υπόθεση, η Ελληνική Δηµοκρατία δεν έχει µεν κοινοτική υποχρέωση να
θεσπίσει της καταχωρισµένη συµβίωση, αλλά η απόφασή της να το κάνει δεν επιτρέπει εισαγωγή
αθέµιτων διακρίσεων λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισµού, ως προς την αναγνώριση
των δικαιωµάτων που προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Εισάγοντας, όµως, τον θεσµό µόνο
για τα ετερόφυλα ζευγάρια, κατ' αποτέλεσµα αποκλείει αθέµιτα τα οµόφυλα ζευγάρια από τα
δικαιώµατα που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο για την ελεύθερη µετακίνηση και διαµονή των
πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους.
5.15. Την παράβαση είχε επισηµάνει και Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Δ.
Παπαδηµούλης) σε ερώτησή του στις 9 Ιουνίου 2008, προς τον Επίτροπο Δικαιοσύνης, Ελευθερίας
και Ασφάλειας κ. Μπαρρό:
“Τα κράτη – µέλη οφείλουν να µεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 2004/38/ΕΚ σχετικά µε το
δικαίωµα των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να
διαµένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών µέχρι την 30.4.2006. Δεδοµένου του άρθρο 3
παρ.2 της εν λόγω Οδηγίας, που προβλέπει µεταξύ άλλων ότι το κράτος µέλος υποδοχής διευκολύνει
την είσοδο και τη διαµονή του/της συζύγου, ερωτάται η Επιτροπή:Πώς η ελληνική έννοµη τάξη έχει
εξασφαλίσει τα δικαιώµατα διαδοχής οµόφυλου ζευγαριού, που έχει συνάψει γάµο σε κράτος-µέλος
και, ασκώντας το δικαίωµά του στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαµονή, έχει αποκτήσει ακίνητη
περιουσία στην Ελλάδα;”.
5.16. Ο Επίτροπος Δικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας κ. Μπαρρό στις 25 Σεπτεµβρίου 2008
έλαβε σαφή θέση στην ερώτηση που του τέθηκε:
«Το πρόβληµα που εγείρει το Αξιότιµο Μέλος του Κοινοβουλίου προκύπτει από την µη αναγνώριση
εκ µέρους της Ελλάδας των γάµων οµοφύλων, δεδοµένου ότι αυτού του τύπου οι γάµοι δεν
ρυθµίζονται από την ελληνική νοµοθεσία.
Η οδηγία 2004/38/EΚ αποβλέπει στη διευκόλυνση της εισόδου και της διαµονής στο κράτος µέλος
υποδοχής των πολιτών της ΕΕ και των µελών της οικογενείας τους. Η οδηγία δεν ασχολείται µε
θέµατα που αφορούν την αναγνώριση της οικογενειακής κατάστασης.Η Επιτροπή έχει επίγνωση των
νοµικών και πρακτικών δυσχερειών που µπορεί να προκύψουν όταν ζεύγος οµοφύλων µετοικεί σε
κράτος µέλος, άλλο από εκείνο στο οποίο έχει τελεστεί ο γάµος. Εξάλλου, η Πράσινη Βίβλος του 2006
αφορά τα ζητήµατα που τίθενται σχετικά µε τις περιουσιακές σχέσεις µεταξύ συζύγων και τις
18
περιουσιακές συνέπειες που έχουν άλλες µορφές ενώσεων, κάνοντας διάκριση µεταξύ αυτών ως προς
τις συµβάσεις ή τις συντροφικές σχέσεις που καταχωρούνται ενώπιον δηµοσίας αρχής, και τις
ενώσεις de facto.
Βάσει των στοιχείων που συνελέγησαν κατά τη µελέτη αυτή, τα κράτη µέλη που αναγνωρίζουν τις
καταχωρηµένες συντροφικές σχέσεις είναι τα εξής: Δανία (1989), Σουηδία (1994), Κάτω Χώρες
(1998), Βέλγιο, Ισπανία και Γαλλία (1999), Γερµανία (2000), Φινλανδία (2001), Πορτογαλία και
Λουξεµβούργο (2004), Ηνωµένο Βασίλειο (2005). Μεταξύ των χωρών αυτών, η Γαλλία, το Βέλγιο, η
Ισπανία, οι Κάτω Χώρες και το Λουξεµβούργο έχουν θεσπίσει νοµοθεσία που επιτρέπει τη σύναψη
των εν λόγω καταχωρηµένων συντροφικών σχέσεων τόσο από ετερόφυλα όσο και από οµόφυλα
ζεύγη. Τα άλλα αναφερόµενα κράτη µέλη προβλέπουν ειδική νοµοθεσία για τις καταχωρηµένες
συντροφικές σχέσεις οµοφύλων ζευγών. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι οι Κάτω Χώρες, το Βέλγιο
και η Ισπανία προβλέπουν την τέλεση γάµου µεταξύ ατόµων του ιδίου φύλου.»
5.17. Συνεπώς, όπως προκύπτει από όλα τα παραπάνω και επιβεβαιώνει ο Επίτροπος κ. Μπαρρό, η
θεσµοθέτηση της εν λόγω διάταξης περί συµφώνου συµβίωσης µόνο για ετερόφυλα ζευγάρια
συνιστά αποκλεισµό των οµόφυλων ζευγαριών από τις θεµελιώδεις κοινοτικές ελευθερίες της
µετακινησης και διαµονης από και προς την Ελλάδα, όπως αυτές προβλέπονται από την Συνθήκη
και εξειδικεύονται µε την Οδηγία 2004/38.
6. Αίτηµα
Σύµφωνα µε το άρθρο 226 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κονότητα, αν η Επιτροπή κρίνει ότι
ένα κράτος µέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ Συνθήκης, διατυπώνει αιτιολογηµένη γνώµη επί
του θέµατος, αφού προηγουµένως παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος αυτό να διατυπώσει τις
παρατηρήσεις του. Αν το κράτος δεν συµµορφωθεί µε τη γνώµη αυτή εντός της προθεσµίας που
του τάσσει η Επιτροπή, δύναται η τελευταία να προσφύγει στο Δικαστήριο.
Λαµβανοµένων υπόψη όλων των ανωτέρω, αιτούµαστε:
(A) Την άµεση παρέµβαση της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ.
(Β) Να κληθεί η Ελληνική Δηµοκρατία από την Επιτροπή, ώστε να διατυπώσει τις
παρατηρήσεις της επί των καταγγελλόµενων σκοπούµενων παραβάσεων.
(Γ) Να διασφαλισθεί από την Ελληνική Δηµοκρατία ότι δεν θα παραβιασθούν τα
19
δικαιώµατα που κατοχυρώνει η Οδηγία 38/2004 για τους Ευρωπαίους πολίτες, λαµβάνοντας όλα τα
απαραίτητα µέτρα για την άρση των αποκλεισµών που προτίθεται να επιβάλλει στα οµόφυλα
ζευγάρια.
7. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ
Η καταγγελία αυτή υποβάλλεται από τον Βασίλη Σωτηρόπουλο, δικηγόρο, για λογαριασµό της
Φιλελεύθερης Συµµαχίας, κατόπιν εξουσιοδότησης του Προέδρου της, κ. Φώτη Περλικού.
8. ΣΧΕΤΙΚΑ
1. Αιτιολογική έκθεση και Σχέδιο Νόµου „Μεταρρυθµίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την
κοινωνία και άλλες διατάξεις” [πηγή: www.ministryofjustice.gr].
2. Παρατηρήσεις της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωµάτων του Ανθρώπου στο Σχέδιο Νόµου “
Μεταρρυθµίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις”. [πηγή:
www.nchr.gr]
3. Καταστατικό της Φιλελεύθερης Συµµαχίας.
4. Εξουσιοδότηση του Προέδρου της Φιλελεύθερης Συµµαχίας κ. Φώτη Περλικού προς τον
πληρεξούσιο δικηγόρο, για την υποβολή της παρούσας ενώπιον της Επιτροπής.
Αθήνα, 10 Οκτωβρίου 2008
Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος
Βασίλης Σωτηρόπουλος
20
ΠΡΟΣΘΗΚΗ- ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
> Στο σχέδιο νόμου «Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις»
> Αιτιολογική έκθεση
> Το Σύμφωνο Συμβίωσης, αποτελεί μία σύμβαση που επιτρέπει την τυποποίηση των συντροφικών σχέσεων σύμφωνα με την αρχή ότι η Πολιτεία οφείλει να εξασφαλίζει στα μέλη της κοινωνίας, την απόλαυση των δικαιωμάτων τους με ιδιαίτερη έμφαση στην ισότητα και την αλληλεγγύη, χωρίς διακρίσεις κοινωνικές, οικονομικές, φυλής ή φύλου,
> Οι εξαιρέσεις που εισάγει για τα ομόφυλα ζευγάρια δεν μπορούν παρά να δημιουργήσουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας καθώς δεν υπάρχει νομικό έρεισμα το οποίο να αποκλείει συντρόφους ίδιου φύλου από τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης.
> Το νομοσχέδιο θα έπρεπε να συμβάλει στην ωρίμανση της κοινωνίας, να αποτυπώνει το πνεύμα των διεθνών εξελίξεων και βέβαια να είναι συμβατό με την ελληνική νομοθεσία.
> Στην Ευρώπη των 15 μόνο η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιρλανδία δεν προβλέπουν ρύθμιση των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών. Να σημειωθεί ότι οι εθνικές νομοθεσίες των υπόλοιπων κρατών καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα νόμων από το γάμο και τη δυνατότητα υιοθεσίας μέχρι την απλή συμβίωση. Επιπλέον τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης πιέζουν προς ρύθμιση των εν λόγω συντροφικών σχέσεων σε κείμενα που έχουν υιοθετήσει.
> Εκτός της Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία απαγορεύει τις διακρίσεις με βάση των γενετήσιο προσανατολισμό, η πρόσφατη υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας καθιστά νομικά δεσμευτικό το Θεμελιώδη Χάρτη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο οποίος, με το άρθρο 21, προβλέπει αντίστοιχη απαγόρευση.
> Το άρθρο 4 του Συντάγματος προβλέπει ότι όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, ενώ όπως τόνισε και με ανακοίνωσή της η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ο αποκλεισμός από το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος τους
> Ο σεξουαλικός προσανατολισμός έχει πλέον διεθνώς ρητά περιληφθεί στις απαγορευμένες διακρίσεις από την ισότητα. Και η ελληνική νομοθεσία τον έχει περιλάβει σε διάφορα νομοθετήματα πχ. Ν. 1414/1984, Ν.2910/2001, Ν. 33054/2005.
> Δεδομένων των ανωτέρων καθώς και ότι θεωρούμε ότι ο αποκλεισμός αυτός αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότητας, οι οποιεσδήποτε διακρίσεις με βάση το φύλο θα έπρεπε να απαλειφθούν.
> Για το λόγο αυτό προτείνουμε την τροποποίηση του άρθρου 1
> « Η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων με την οποία οργανώνουν τη συμβίωσή τους (σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης), καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο κατοχυρώνεται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου.»
Αθήνα, 14.10.2008
Οι προτείνοντες βουλευτές
Θοδωρής Δρίτσας
Φώτης Κουβέλης
Νίκος Τσούκαλης
Πρόταση Νόμου του ΠΑΣΟΚ για Σύμφωνο Συμβίωσης
04.11.2008
Πρόταση Νόμου κατέθεσε σήμερα το ΠΑΣΟΚ, με την οποία προβλέπεται η καθιέρωση του Συμφώνου Συμβίωσης, μεταξύ δύο ατόμων, ανεξαρτήτως φύλου. Με την καθιέρωση του Συμφώνου Συμβίωσης διασφαλίζονται και τα δικαιώματα των πολιτών, όπως στο πεδίο της Κοινωνικής Ασφάλισης και της κληρονομικής διαδοχής.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της Πρότασης Νόμου και η Αιτιολογική Έκθεση:
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
«Σύμφωνο Συμβίωσης»
AΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Α?
Επί της αρχής
1. Στην Ελλάδα, αν και το ποσοστό των παντρεμένων επί του συνόλου των ζευγαριών που συμβιώνουν είναι, μαζί με αυτό της Ιρλανδίας, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αριθμός των ελεύθερων ενώσεων αυξάνεται συνεχώς. Διότι, όπως έχει επισημανθεί, ο γάμος σήμερα αποτελεί συνήθως περισσότερο το επιστέγασμα ενός προγενέστερου και συνήθως μακρόχρονου δεσμού, παρά την απαρχή μιας νέας φάσης στη ζωή των νεονύμφων. Από την άλλη, ο γάμος δεν συνιστά, όπως άλλοτε, την αναγκαία συνθήκη για την δημιουργία οικογένειας, καθώς ο αριθμός των ανύπαντρων μητέρων αυξάνεται. Εν όψει της νέας αυτής πραγματικότητας, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει ότι, εδώ και χρόνια, τόσο η δικαστήρια όσο και οι θεωρητικοί του δικαίου μας δέχονται ότι οι έννοιες της οικογένειας και του γάμου –όπως τις κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 21§1)- δεν είναι στατικές, αλλά μεταβάλλονται: μαζί με τις αξίες, τα ήθη και τις νοοτροπίες μιας κοινωνίας παραδοσιακά ανοιχτής σε ξένα ρεύματα και επιρροές, εξελίσσονται και αυτές, κάτι που ο νομοθέτης δεν δικαιούται να αγνοήσει.
2. Εξ άλλου, παρά τις γνωστές προκαταλήψεις, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός σεξουαλικά «διαφορετικών». Χωρίς βεβαίως να αναγνωρίζονται ως ξεχωριστή κατηγορία –πολύ λιγότερο ως μειονότητα- οι ομοφυλόφιλοι, οι λεσβίες, οι αμφιφυλόφιλοι και οι τρανσεξουαλικοί, σύμφωνα με τις καθιερωμένες διακρίσεις, έχουν επιβάλει την παρουσία τους άλλωστε, σε ένα ευρύτερο πεδίο του κοινωνικού χώρου. Δεν έχουν παύσει, παρά ταύτα, να αποτελούν αντικείμενο προσβλητικών συμπεριφορών εκ μέρους των αρχών αλλά και του «μέσου» πολίτη, καθώς τα στερεότυπα άλλων εποχών εξακολουθούν λίγο πολύ να επιβιώνουν. Έτσι, αν και η ύπαρξη τους δεν αποσιωπάται όπως παλαιότερα, οι σεξουαλικά διαφορετικοί απέχουν από το να έχουν κατακτήσει την πολυπόθητη ισοπολιτεία, καθώς δεν ζουν υπό καθεστώς ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σύγκριση με τους λοιπούς πολίτες. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία μεταξύ συναινούντων ενηλίκων έχει από μακρού αποποινικοποιηθεί και ότι, εδώ και χρόνια, μια σειρά δεσμευτικών και για τη χώρα μας ρυθμίσεων απαγορεύουν τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό στους χώρους εργασίας -και όχι μόνον. Σημαντικός από την άποψη αυτή είναι ο ν. 3304/2005 για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης στο τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, ανεξαρτήτως, μεταξύ άλλων, του γενετήσιου προσανατολισμού (Α? 16). Με τον νόμο αυτόν, το ελληνικό δίκαιο προσαρμόσθηκε στις δύο σχετικές κοινοτικές Οδηγίες, την με αριθμ. 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29.6.2000, και την με αριθμ. 2000/78/ΕΚ επίσης του Συμβουλίου, της 27.11.2000.
3. Η καθυστέρηση του Έλληνα νομοθέτη να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, φαίνεται ακόμη περισσότερο αν αναλογισθεί κανείς ότι, κατά την τελευταία δεκαετία, με εξαίρεση την Ιταλία, όλοι ανεξαίρετα οι κοινοτικοί εταίροι μας έχουν ψηφίσει νόμους για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των συμβιούντων σε ελεύθερες ενώσεις και των σεξουαλικά διαφορετικών: μετά την Ολλανδία (2001) και το Βέλγιο (2002), τον (πολιτικό βεβαίως) γάμο προσώπων που ανήκουν στο ίδιο φύλο αναγνώρισε πρόσφατα και η (βαθύτατα καθολική) Ισπανία (2005). Μετά την Σουηδία (1994) και τα άλλα σκανδιναβικά κράτη, την συμβίωση ομόφυλων και ετερόφυλων ζευγαριών έχει αναγνωρίσει με το Pacte civil de solidarite (γνωστότερο ως PACS) η Γαλλία από το 1999, καθώς και τα περισσότερα γερμανικά κρατίδια, ενώ πρόσφατα ψήφισε σχετικό νόμο η (επίσης θρησκευτικά συντηρητικότατη) Ιρλανδία (2004) και η Μεγάλη Βρετανία (2005). Εξ άλλου, με εμπεριστατωμένες αποφάσεις που εξέδωσαν τα τελευταία χρόνια, τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γαλλίας (CC 9.11.1999) και της Γερμανίας (BVerfG 17.7.2002) επικύρωσαν τις νομοθετικές αυτές πρωτοβουλίες, προς τις οποίες, όπως ήταν φυσικό, πέραν της Εκκλησίας, είχαν αντιταχθεί και ποικιλώνυμοι συντηρητικοί κύκλοι.
4. Σκοπός της παρούσας πρωτοβουλίας είναι να θέσει τέρμα στις δυσμενείς διακρίσεις και να αποκαταστήσει την ισοπολιτεία στο πεδίο των ελεύθερων ενώσεων ετερόφυλων και ομόφυλων ζευγαριών. Για μεν τα πρώτα, δηλαδή τα ετερόφυλα ζευγάρια που ζουν μαζί επί πολλά χρόνια και δεν επιθυμούν να παντρευτούν, οι συντάκτες της παρούσας πρότασης είναι πεπεισμένοι ότι η δυνατότητα που τους παρέχεται (μέσω του καθιερούμενου συμφώνου συμβιώσεως) να εξομοιώσουν τη σχέση τους -από πλευράς νομικών συνεπειών- με τη σχέση των συζύγων από γάμο θα συναντήσει ευρύτερη συναίνεση: η συνεχιζόμενη άρνηση των δικαστηρίων μας να αναγνωρίσουν στους επί μακρόν συμβιούντες στοιχειώδη δικαιώματα για αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη φαίνεται σήμερα ακατανόητη? ακόμη σκληρότερη και προπάντων άδικη είναι η ίδια άρνηση όταν εκδηλώνεται στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, της συνταξιοδότησης και της κληρονομικής διαδοχής. Όσο για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, επελέγη η λύση της καθιέρωσης και γι? αυτούς του συμφώνου συμβιώσεως, με πλήρη εξομοίωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους με εκείνα των συζύγων από γάμο.
Β/
Επί των άρθρων
1. Στο άρθρο 1 της πρότασης εξειδικεύεται ο σκοπός –και, μέσω αυτού, το περιεχόμενο- του συμφώνου συμβιώσεως: μόνιμη ένωση ενηλίκων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη και την δημιουργία κοινότητας βίου. Με τις λέξεις «αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη» υπονοείται η υποχρέωση υλικής και ηθικής βοήθειας και συμπαράστασης των συμβιούντων, που πρέπει βεβαίως να είναι ενήλικοι και να αποβλέπουν όχι απλώς σε μια παροδική σχέση, αλλά σε μια μακροχρόνια ένωση. Εξ ου και η αναφορά στην δημιουργία μιας «κοινότητας βίου». Απόρροια της αρχής της αυτονομίας και της ελεύθερης επιλογής, το σύμφωνο συμβίωσης αν και έχει, έτσι όπως ρυθμίζεται στην πρόταση, προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα, συγκεντρώνει και πολλά χαρακτηριστικά θεσμού.
2. Το άρθρο 2 της πρότασης αναφέρεται στον τρόπο σύναψης του συμφώνου. Συνεπής προς τον προεχόντως συμβατικό χαρακτήρα του συμφώνου, η πρόταση αρκείται στην αυτοπρόσωπη και από κοινού δήλωση των ενδιαφερομένων ότι επιθυμούν να συμβιώσουν, η οποία γίνεται, χωρίς πανηγυρικό τύπο προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας το τόπου όπου οι δηλούντες προτίθενται να εγκατασταθούν. Μερίμνη του δημάρχου, η σχετική πράξη καταχωρίζεται και κοινοποιείται στον ληξίαρχο του τόπου γέννησης των δηλούντων. Για τον έλεγχο της τυχόν συνδρομής κωλυμάτων, η παρ. 2 προβλέπει ότι, επί ποινή απαραδέκτου της δήλωσης, οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να επισυνάψουν πιστοποιητικά των οικείων αρχών, από τα οποία να προκύπτει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους καμιά από τις ιδιότητες που προβλέπει το άρθρο 3 του της πρότασης.
3. Τα κωλύματα για την σύναψη συμφώνου συμβίωσης προβλέπονται από το άρθρο 3. Είναι έξη (6), τα τέσσερα (4) πρώτα από τα οποία συμπίπτουν με τα κωλύματα του γάμου που προβλέπει ο ΑΚ. Αν και απαρχαιωμένα, επαναλήφθηκαν και για το σύμφωνο συμβίωσης για λόγους ενότητας της έννομης τάξης. Το πέμπτο είναι το κώλυμα προηγούμενου συμφώνου, που εξακολουθεί να είναι σε ισχύ, ενώ το έκτο ορίζει ότι κωλύονται να συνάψουν σύμφωνο πρόσωπα, που κανένα τους δεν έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Εδώ όμως πρέπει να σημειώσουμε ότι αντίστοιχα πρέπει να να τροποποιηθεί και ο ΑΚ στο άρθρο 1354 επ και να προστεθεί ως κώλυμα για σύναψη γάμου η ύπαρξη προηγούμενου συμφώνου συμβίωσης που να είναι σε ισχύ, εκτός εάν πρόκειται για γάμο μεταξύ των συμβιούντων. Με την τελευταία ρύθμιση, την οποία –σημειωτέον- προβλέπουν σχεδόν όλες οι ισχύουσες νομοθεσίες ευρωπαϊκών κρατών, επιδιώκεται να αποτραπεί ο λεγόμενος «συμβιωτικός τουρισμός».
4. Το άρθρο 4 είναι από τα σπουδαιότερα της πρότασης, καθώς προβλέπει τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η σύναψη του συμφώνου. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι το σύμφωνο, όσο είναι σε ισχύ, έχει για τους συμβιούντες όλες προσωπικές και περιουσιακές συνέπειες που παράγει ο γάμος για τους συζύγους, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 1386-1416, 1442 επ., 1820, 1821, 1824 και 1825 ΑΚ, καθώς και των σχετικών ρυθμίσεων της ισχύουσας φορολογικής, εργατικής, κοινωνικοασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας. Κατά λογική ακολουθία, η παρ. 2 ορίζει ότι, όπου κατά την κείμενη νομοθεσία αρκεί ή απαιτείται η συγκατάθεση του ενός συζύγου για να επέλθουν έννομες συνέπειες στο πρόσωπο του άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται για την συγκατάθεση του συμβιούντος. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη σαφήνεια, η παρ. 3 ορίζει ότι, με προεδρικό διάταγμα μπορεί να προβλεφθεί ότι συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις οποιουδήποτε άλλου κλάδου του δικαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις των συζύγων από γάμο, εφαρμόζονται και στους συμβιούντες. Τέλος, η παρ. 4 ορίζει ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης για την εφαρμογή διατάξεων, το πρωτοδικείο του τόπου της συγκατοίκησης ή της τελευταίας συγκατοίκησης των συμβιούντων αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενός από αυτούς ή, σε περίπτωση που αυτός έχει εκλείψει, των κατιόντων του, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά και στον άλλο. Αναφορικά με την προστασία των παιδιών που γεννιούνται στα πλαίσια του συμφώνου συμβίωσης, αυτά ασχέτως προσωπικών συμφωνιών των συμβαλλομένων, θα πρέπει να τύχουν της απόλυτης προστασίας που επιφυλάσσει ο ΑΚ για παιδιά που είναι γεννημένα σε γάμο, με ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των άρθρων 1465 επ., 1513 επ και 1485 επ του ΑΚ.
Το κυριότερο όμως είναι ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τεθεί συμπληρωματική διάταξη στο άρθρο 932 Α.Κ., ώστε στην έννοια της οικογένειας του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης από τον θάνατο του οικείου τους να περιληφθεί και ο σύντροφος που ζούσε με τον θανόντα σε σύμφωνο συμβίωσης, ώστε να αποτρέψουμε τις κοινωνικές αδικίες που έχουμε δει ως σήμερα και να δύναται ο σύντροφος αυτός να λαβαίνει τη σχετική αποζημίωση που τη δικαιούται πολύ περισσότερο από τυχόν συγγενείς του θανόντα, με τους οποίους ο ίδιος μπορεί να μην είχε καθόλου σχέσεις.
5. Για λόγους έμφασης, το άρθρο 5 της πρότασης ορίζει κάτι που απαγορεύει ήδη έμμεσα η ισχύουσα νομοθεσία (: άρθρο 1545 ΑΚ): ότι δηλαδή, ως μη παντρεμένοι, οι συμβιούντες δεν μπορούν να υιοθετήσουν από κοινού ανήλικο. Προφανώς, η προηγούμενη υιοθεσία από έναν τουλάχιστον από τους συμβιούντες δεν συνιστά κώλυμα για την σύναψη του συμφώνου και δεν απαγορεύεται η επιγενόμενη υιοθεσία ανηλίκου από τον καθέναν από τους συμβιούντες χωριστά.
6. Το άρθρο 6 της πρότασης αναφέρεται στην λύση του συμφώνου, για την επέλευση της οποίας δεν προβλέπεται η έκδοση διαζυγίου, αλλά μια διαδικασία απλούστερη, που συνάδει με την πνεύμα που διέπει τον εισαγόμενο θεσμό. Εκτός από τον θάνατο και τον γάμο των συμβιούντων μεταξύ τους, εφ? όσον είναι ετερόφυλοι, ως λόγος λύσης του συμφώνου προβλέπεται η από κοινού δήλωση των συμβιούντων από τη μια, και η μονομερής (αναιτιολόγητη) δήλωση του καθενός από αυτούς, με επέλευση όμως των συνεπειών της έξη (6) μήνες αργότερα. Τέλος, η παρ. 6 του άρθρου 7 ορίζει ότι, μετά την λύση του συμφώνου, οι πρώην συμβιούντες ρυθμίζουν ωστόσο με συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου τις περιουσιακές σχέσεις τους. Σε κάθε περίπτωση όμως μετά τη λύση του συμφώνου, οι οποιεσδήποτε συμφωνίες των συμβαλλομένων στο σύμφωνο ενώπιον συμβολαιογράφου δεν μπορούν να παραβιάζουν το ελάχιστο των δικαιωμάτων που επιφυλάσσει για το αδύναμο μέλος ο Α.Κ. στα άρθρα 1386 έως 1416 και 1440 επ. του ΑΚ. Σε περίπτωση διαφωνίας, προβλέπεται ότι, επιφυλασσομένων των εκατέρωθεν αξιώσεων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, τις περιουσιακές εκκρεμότητες της συμβίωσης ρυθμίζει το πρωτοδικείο του τόπου της τελευταίας συγκατοίκησης των πρώην συμβιούντων, ύστερα από αίτηση ενός από αυτούς, η οποία κοινοποιείται υποχρεωτικά και στον άλλο.
7. Το άρθρο 7 της πρότασης απειλεί με ποινές φυλάκισης όσοuς συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης ενώ συντρέχει στο πρόσωπό τους ένα ή περισσότερα από τα κωλύματα του άρθρου3. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και στον άλλο συμβιούντα, αν τελούσε σε γνώση του κωλύματος του πρώτου. Ποινή φυλάκισης αλλά μικρότερης διάρκειας απειλεί η παρ. 2 κατά εκείνου ο οποίος, για να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή για να το λύσει, δηλώνει στις αρχές ψευδή στοιχεία, ενώ η παρ. 3 τιμωρεί ως παράβαση καθήκοντας, κατά το άρθρο 259 ΠΚ, την άρνηση από τον οικείο δήμαρχο να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του που προβλέπει το άρθρο 1.
Οι προτείνοντες Βουλευτές
ΤΖΑΚΡΗ ΘΕΟΔΩΡΑ
ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ ΧΡΥΣΑ
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
ΚΑΡΧΙΜΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΝΤΟΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΡΕΠΠΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΡΗΓΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΡΟΒΛΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΣΚΡΑΦΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑ
ΧΥΤΗΡΗΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
«Σύμφωνο Συμβίωσης»
Άρθρο 1
Σκοπός
Το σύμφωνο συμβίωσης ρυθμίζει την μόνιμη ένωση ενηλίκων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη και την δημιουργία κοινότητας βίου.
Άρθρο 2
Τρόπος σύναψης
1. Το σύμφωνο συμβίωσης συνάπτεται με από κοινού δήλωση των δύο ενδιαφερομένων ότι επιθυμούν να συμβιώσουν. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως προς τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου αυτοί προτίθενται να συγκατοικήσουν, ή προς τον νόμιμο αναπληρωτή τους, που είναι υποχρεωμένοι να την καταχωρήσουν, να συντάξουν σχετική πράξη και να κοινοποιήσουν αντίγραφο της τελευταίας στον ληξίαρχο του τόπου γέννησης καθενός από τους συμβιούντες.
2. Επί ποινή απαραδέκτου, οι ενδιαφερόμενοι επισυνάπτουν στη δήλωση πιστοποιητικά των οικείων αρχών, από τα οποία προκύπτει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους κανένα από τα κωλύματα του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.
Άρθρο 3
Κωλύματα
Εμποδίζεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης:
α. Από συγγενείς εξ αίματος, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τέταρτο βαθμό.
β. Από συγγενείς εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τρίτο βαθμό.
γ. Εκείνου που υιοθέτησε ή των κατιόντων του με αυτόν που υιοθετήθηκε. Το κώλυμα διατηρείται και μετά τη λύση ενός υιοθεσίας.
δ. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν ένα τουλάχιστον από αυτά είναι παντρεμένο.
ε. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν ένα τουλάχιστον από αυτά δεσμεύεται από σύμφωνο συμβίωσης που είναι σε ισχύ.
στ. Ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, όταν κανένα από αυτά δεν είναι εγκατεστημένο νόμιμα στην Ελλάδα.
ζ) Να εμποδίζεται η σύναψη γάμου πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητο σύμφωνο συμβίωσης που είναι σε ισχύ.
Άρθρο 4
Δικαιώματα και υποχρεώσεις συμβιούντων
1α. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 του παρόντος νόμου, το σύμφωνο έχει για τους συμβιούντες όλες προσωπικές και περιουσιακές συνέπειες που παράγει ο γάμος για τους συζύγους, εφαρμοζομένων σε αυτούς των διατάξεων των άρθρων 1386-1416, 1442 επ, 1820, 1821, 1824 και 1825 ΑΚ, καθώς και των σχετικών ρυθμίσεων της ισχύουσας φορολογικής, εργατικής, κοινωνικοασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής νομοθεσίας.
1β. Αναφορικά με τα παιδιά που γεννιούνται στην διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης, θα πρέπει να ισχύει το τεκμήριο πατρότητας και οι ρυθμίσεις για το επώνυμο σε ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 1465 επ. του ΑΚ. Αναφορικά με την γονική μέριμνα του τέκνου που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε 300 ημέρες από την λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς και ασκείται από κοινού. Οι διατάξεις του ΑΚ για την γονική μέριμνα των τέκνων των γεννηθέντων σε γάμο εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση αυτή, ενώ μετά την λύση του συμφώνου συμβίωσης (πλην της περιπτώσεως θανάτου του ενός γονέα) για την άσκηση της γονικής μέριμνας εφαρμόζεται το άρθρο 1513 επ. του ΑΚ. Τέλος αναφορικά με τα δικαιώματα διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων στα πλαίσια του συμφώνου συμβίωσης, εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 1485 επ. του ΑΚ.
2. Όπου κατά την κείμενη νομοθεσία αρκεί ή απαιτείται η συγκατάθεση του ενός συζύγου για την επέλευση έννομων συνεπειών στο πρόσωπο του άλλου, οι σχετικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται για την συγκατάθεση του συμβιούντος.
3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να προβλεφθεί ότι συγκεκριμένες κάθε φορά ρυθμίσεις οποιουδήποτε άλλου κλάδου του δικαίου, που αναφέρονται στις σχέσεις των συζύγων από γάμο, εφαρμόζονται και στους συμβιούντες.
4. Σε περίπτωση αμφισβήτησης για την εφαρμογή διατάξεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, το πρωτοδικείο του τόπου της συγκατοίκησης ή της τελευταίας συγκατοίκησης των συμβιούντων αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ύστερα από αίτηση του ενός από αυτούς ή, σε περίπτωση που αυτός έχει εκλείψει, των κατιόντων του.
5.Στην έννοια της οικογένειας του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του οικείου τους περιλαμβάνεται και ο σύντροφος που ζούσε με τον θανόντα σε σύμφωνο συμβίωσης.
Άρθρο 5
Υιοθεσία
Μετά την σύναψη του συμφώνου, δεν επιτρέπεται η από κοινού υιοθεσία ανηλίκου από τους συμβιούντες.
Άρθρο 6
Λύση του συμφώνου
1. Το σύμφωνο συμβίωσης λύεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
α. Με τον θάνατο του ενός από τους συμβιούντες.
β. Με τον γάμο των δύο συμβιούντων μεταξύ τους.
γ. Με κοινή συμφωνία των συμβιούντων.
δ. Με μονομερή δήλωση του ενός από τους συμβιούντες.
2. Στην περίπτωση α? της προηγούμενης παραγράφου, η λύση του συμφώνου επέρχεται κατά την ημερομηνία του θανάτου. Προς τούτο, ο επιζών υποβάλλει αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης του θανάτου του άλλου συμβιούντος, στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο οι συμβιούντες είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση.
3. Στην περίπτωση β? της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται από την σύναψη του γάμου.
4. Στην περίπτωση γ? της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται με την υποβολή από τους συμβιούντες κοινής δήλωσης ότι προτίθενται να τερματίσουν την συμβίωσή τους στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση. Η δήλωση δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους, επιφυλάξεις ή αιρέσεις.
5. Στην περίπτωση δ? της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, η λύση του συμφώνου επέρχεται μετά την παρέλευση έξη (6) μηνών από την επίδοση έγγραφης ανακοίνωσης του ενός συμβιούντος προς τον άλλο ότι επιθυμεί να τερματίσει την συμβίωση. Η ανακοίνωση δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους, επιφυλάξεις ή αιρέσεις και θεωρείται ως ουδέποτε γενομένη αν ο ενδιαφερόμενος δεν υποβάλει μέσα σε δύο (2) μήνες από την επίδοσή της αντίγραφό της στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας προς τον οποίο οι συμβιούντες είχαν από κοινού απευθύνει την αρχική δήλωσή τους για συμβίωση.
6. Οι πρώην συμβιούντες ρυθμίζουν με συμφωνία ενώπιον συμβολαιογράφου τις περιουσιακές σχέσεις τους με την επιφύλαξη της τήρησης των διατάξεων 1386 μέχρι 1416 του ΑΚ. Σε περίπτωση διαφωνίας, επιφυλασσομένων των εκατέρωθεν αξιώσεων για αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, τις περιουσιακές εκκρεμότητες της συμβίωσης ρυθμίζει το πρωτοδικείο του τόπου της τελευταίας συγκατοίκησης των πρώην συμβιούντων, ύστερα από αίτηση ενός από αυτούς.
Άρθρο 7
Ποινικές κυρώσεις
1. Όποιος συνάπτει σύμφωνο συμβίωσης ενώ συντρέχει στο πρόσωπό του ένα ή περισσότερα από τα κωλύματα του άρθρου 3 του παρόντος νόμου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται και στον άλλο συμβιούντα, αν τελούσε σε γνώση του κωλύματος του πρώτου.
2. Όποιος για να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή για να το λύσει δηλώνει στις αρχές ψευδή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξη μηνών.
3. Η μη αποδοχή και η μη καταχώρηση της δήλωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου από τον οικείο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας και η μη σύνταξη από αυτούς της προβλεπόμενης από την ίδια διάταξη πράξης συνιστά παράβαση καθήκοντος και τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 259 ΠΚ.
Άρθρο 8
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΟΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΝΤΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ Αθήνα, 4 Νοεμβρίου 2008
ΤΖΑΚΡΗ ΘΕΟΔΩΡΑ
ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ ΧΡΥΣΑ
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ
ΚΑΡΧΙΜΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΝΙΚΗΤΙΑΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΝΤΟΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ
ΡΕΠΠΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΡΗΓΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΡΟΒΛΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΣΚΡΑΦΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑ
ΧΥΤΗΡΗΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
συμπληρώνω εκκρεμούν ακόμη:
4 - η ερώτηση που έκανε ο βουλευτής τσούκαλης για το νσ --> εδώ.
5 - η ερώτηση στην ευρωβουλή του παπαδημούλη --> εδώ.
Δημοσίευση σχολίου