David Hilliard
ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΚΡΑΤΑΩ
της Κατερίνας Χριστοδούλου
(Προδημοσίευση)
ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΚΡΑΤΑΩ
της Κατερίνας Χριστοδούλου
(Προδημοσίευση)
.
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Εσωτερικό διαμερίσματος. Στη σκηνή ο Θανάσης, ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με τζιν και φανελάκι και ο Άγγελος, ένας άντρας σαρανταπεντάρης, ντυμένος κομψά με κοστούμι και γραβάτα. Σκοτάδι. Ανάβει απότομα το φως. Οι δυο άντρες μαλώνουν.
Θανάσης: Σήκω και φύγε.
Άγγελος: Δεν πάω πουθενά. Ήρθα να μιλήσουμε.
Θ: Τα’ παμε όλα. Δίνε του!
Α: Δεν πάω πουθενά αν δεν μ’ ακούσεις.
Θ: Αυτό να το λες στους πελάτες σου, αγάπη μου, όχι σε μένα. Δεν έχω να ακούσω τίποτε.
Α: Θα μ’ ακούσεις!! Τι συμπεριφορά είναι αυτή;
Θ: Αυτή που αξίζει σε μια κρυφή.
Α: Άντε, γαμήσου!
Θ: Να πάω, ρε, αλλά να πας κι εσύ να ξελαμπικάρεις. Δε φτάνει που με δουλεύεις, που μ' έχεις φλομώσει στο ψέμα, θες να βγεις κι από πάνω!
Α: Εγώ, να βγω από πάνω; Γιατί, ρε, δεν έχεις τα κότσια να με αντιμετωπίσεις;
Θ: Τι να αντιμετωπίσω; Έναν θρασύδειλο που δεν μπορεί να πάρει μια απόφαση για τη ζωή του; Άντε, πήγαινε, στην κακομοίρα τη γυναίκα σου.
Α: (Δίνει κλωτσιά στον καναπέ) Μην πιάνεις τη γυναίκα μου, πάλι, πούστη, στο στόμα σου… Θα σε σκίσω…
Θ: Αμήν! Ν’ αλλάξω ράφτη! Γιατί τόσο καιρό που έπιανα εσένα στο στόμα μου, δεν είδα και καμιά άσπρη μέρα.
Α: Τελικά, είσαι πολύ αδερφή. Άντε, ρε, πήγαινε να βρεις τις άλλες τελειωμένες να κάνεις παιχνίδι.
Θ: Μωρέ θα πάω! Αυτοί είναι πιο άντρες από σένα, ρε χέστη! Αυτοί δεν το παίζουν σε διπλό ταμπλό ούτε το κρύβουν ότι είναι γκέι. Δεν σέρνονται γραβατωμένοι στην Ευελπίδων, ούτε προσπαθούν να πείσουν ότι είναι οι καλύτεροι οικογενειάρχες.
Α: Τι πιστεύεις, δηλαδή; Ότι υποκρίνομαι;
Θ: Αν δεν το πίστευα, γιατί να κάθομαι και να μαλώνω μαζί σου;
Α: Αυτό ρωτάω κι εγώ. Γιατί κάθεσαι και μαλώνεις μαζί μου;
Θ: Γιατί δεν σε αντέχω άλλο. Γιατί δεν αντέχω την αναισθησία σου, την ασυνέπειά σου, την υποκρισία σου και τον κυνισμό σου.
Α: Είμαι και κυνικός!
Θ: Ναι, και μην το λες με τόσο καμάρι. Δεν σε κολακεύει καθόλου.
Α: Για στάσου! Εδώ έχει γίνει μεγάλη παρανόηση! Πώς είναι δυνατόν να είσαι τόσο καιρό μαζί μου ενώ είμαι έτσι όπως λες;
Θ: Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ, κι έτσι στο δηλώνω τώρα: Χω-ρί-ζου-με.
Α: Χώρισέ με εσύ. Εγώ δεν σε χωρίζω.
Θ: Άσε τα δικηγορίστικα τερτίπια και δίνε του.
Α: Θανάση, ξέχνα το. Σε θέλω. Δεν γίνεται να χωρίσουμε.
Θ: Πάλι τον εαυτό σου σκέφτεσαι. Επειδή βολεύει εσένα, πρέπει να ταλαιπωρούμαι εγώ.
Α: Τι υστερία σ’ έπιασε και ζητάς χωρισμό; Είμαστε τόσο καιρό μαζί, κι είμαστε μια χαρά.
Θ: Εσύ είσαι μια χαρά με σένα, με μένα και με τη γυναίκα σου. Εγώ, που δεν είμαι πολυσχιδής, δεν είμαι καλά ούτε με σένα ούτε με μένα ούτε και με τη γυναίκα σου, κι ας μην την έχω δει ποτέ.
Α: Άντε πάλι η γυναίκα μου! Τι θες και την αναφέρεις πάλι;
Θ: Τόσο δικηγόρος, αγάπη μου!
Α: Τώρα σ’ ενοχλεί το επάγγελμά μου; Κάποτε σε κάβλωνε η ιδέα ότι ερχόμουν απ’ την Ευελπίδων με κοστούμι.
Θ: Αυτά στην αρχή. Μετά δεν προλάβαινες ούτε να το βγάλεις, γιατί έπρεπε να γυρίσεις στη μίζερη τη γυναικούλα σου.
Α: Αυτή, δηλαδή, δεν έπρεπε να με βλέπει;
Θ: Ποιον νομίζεις, ηλίθιε, ότι προστατεύεις με το να λες συνέχεια ψέματα;
Α: Τι εννοείς; Πώς να της πω στα ίσα πως είμαι ομοφυλόφιλος; Της καταστρέφω τη ζωή.
Θ: Τη δική μου τη ζωή, όμως, δεν σε πειράζει που την κατέστρεψες! Αν δεν έπεφτα σαν ηλίθιος στην παγίδα, τώρα θα ήμουν μια χαρά στο Παρίσι. Αλλά σε πίστεψα, ρε τσόλι, όταν μου ’λεγες ότι με ήθελες κι ότι θα χώριζες από τη γυναίκα σου.
Α: Για στάσου! Ούτως ή άλλως θα χώριζες με τον Πιερ. Σε μένα θα το φορτώσεις κι αυτό;
Θ: Πουτσοδικηγόρε, βούλωστο. Αλλάζεις πάλι θέμα! Για σένα κατέστρεψα τη ζωή μου. Είμαι εδώ και δέκα μήνες σε ένα ξένο σπίτι περιμένοντας πότε θα χωρίσεις εσύ για να ζήσουμε μαζί.
Α: Ελα μωρό μου, κάνε λίγο υπομονή. Ούτως ή άλλως η φίλη σου μένει στην Αγγλία. Άδειο θα το ’χε το σπίτι. Κι αφού βλέπεις πως κάνω τα πάντα για να είμαστε μαζί.
Θ: Πρέπει, δηλαδή, να είμαι ευχαριστημένος που ό,τι χρόνο καταφέρνεις να ξεκλέψεις απ’ τη γυναίκα σου τον περνάς μαζί μου! Μ’ έχει φάει η μοναξιά εδώ μέσα!
Α: Τα ίδια λεει κι η γυναίκα μου! Τι θέλετε, επιτέλους; Χίλια κομμάτια έχω γίνει!
Θ: Άντε να σε συναρμολογήσει η Καιτούλα σου. Σας εύχομαι κάθε επιτυχία!
Α: Θέλω να φύγω από την Καίτη, αλλά πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή. Δεν μπορώ να την πληγώσω.
Θ: Δεν μπορώ να ακούω το ίδιο παραμύθι. Η εικόνα σου σε νοιάζει και μόνο η εικόνα σου. Σε πιάνει κρύος ιδρώτας στη σκέψη ότι οι πελάτες σου μπορεί να ανακαλύψουν ότι είσαι γκέι.
Α: Τι δουλειά έχουν τώρα οι πελάτες στην κουβέντα;
Θ: Ναι, ρε μαλάκα, έχουν και παραέχουν.
Α: Δεν καταλαβαίνω τι λες. Δικηγόρος είμαι, είναι φυσικό να μην θέλω να δίνω αναφορά για την προσωπική μου ζωή στους πελάτες.
Θ: Και τότε γιατί ξέρουν ότι είσαι παντρεμένος; Με τις λέξεις θα παίζουμε τώρα;
Α: Και τι θες δηλαδή να κάνω; Να βγω να φωνάζω με τη ντουντούκα ότι είμαι γκέι και να μείνω χωρίς δουλειά;
Θ: Να πας, ρε, να υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων! Ξέρεις πόση πελατεία θα βρεις;! Αλλά πού κότσια; Μείνε εκεί μ’ αυτά τα φασισταριά και τους πλούσιους που έχεις!
Α: Ναι, ενώ εσύ που το λες παντού τα’ δαμε τα χαΐρια σου! Τη μάνα σου δεν την σκέφτεσαι;
Θ: Τι μελούρες είναι αυτές; Ποια μάνα μου να σκεφτώ; Η μάνα μου είναι σαν κι εσένα. Δεκάρα δεν δίνει για μένα. Κι αυτήν η εικόνα της τη νοιάζει. Χρόνια προσπαθώ να της πω ότι είμαι γκέι και κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Τι άλλο να κάνω; Και τατουάζ να το ’κανα, αυτή θα κοίταζε αλλού.
Α: Και γιατί πρέπει να της το τρίψεις στη μούρη;
Θ: Γιατί δεν μπορώ να ζω σ’ ένα ψέμα. Δεν βρίσκω νόημα στο να κάνω διπλή ζωή σαν του λόγου σου. Δεν κάνω τίποτε κακό για να κρύβομαι. Είμαι απλώς ομοφυλόφιλος! Αυτό που είσαι κι εσύ, μαλάκα!
Α: Έλα, ρε, Θανάση. Κάνε λίγη υπομονή. Όλα θα φτιάξουν. Είναι θέμα χρόνου. Αφού είμαστε καλά μαζί, γιατί να τα καταστρέψουμε όλα;
Ο Θανάσης ανοίγει ένα συρτάρι και βγάζει ένα απόκομμα εφημερίδας.
Θ: Διάβασε.
Α: Αστα, ρε Θανάση, τώρα αυτά. Σου έχω εξηγήσει.
Θ: Σε μένα μια χαρά. Σε άλλους δεν έχεις εξηγήσει. Κι αφού δεν διαβάζεις εσύ, θα διαβάσω εγώ. Χθες τα ’πες… Για να μην ξεχνιόμαστε.
Α: Η θέση μου είναι γνωστή. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου ο θεσμός της οικογένειας ήταν ιερός. Με αυτές τις αρχές γαλουχήθηκα κι αυτές τις αρχές υπερασπίζομαι και στην προσωπική και στην επαγγελματική μου ζωή. Είμαι εναντίον του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων, πόσο μάλλον δε, όσον αφορά το θέμα ανατροφής ή υιοθεσίας παιδιών από τα άτομα αυτά.
Θ: (Τον μουντζώνει). Όρσε, αρχίδι! (Τινάζει την εφημερίδα) Και συνεχίζεις… (Διαβάζει) Αν η ομοφυλοφιλία είναι φυσιολογική, τότε το γεγονός της γέννησής μας είναι λάθος. Αυτό τώρα που δήλωσες, τι είναι; Ρατσισμός ή αυτοσυνείδηση; (Μικρή Παύση) Πού βρίσκεις, ρε, το θάρρος να λες τέτοιες μαλακίες και δεν έχεις το θάρρος να δεχτείς ποιος είσαι;
Α: Τι θέλεις, δηλαδή;
Θ: Να σηκωθείς και να φύγεις. Τελειώσαμε.
Α: Δεν γίνεται να τελειώσουμε. Είσαι όλη μου η ζωή.
Θ: Το έχω ξανακούσει. Τα Χριστούγεννα που μ’ άφησες να κάνω μόνος μου Πρωτοχρονιά δεν ήμουν όλη σου η ζωή; Με πήρες στις 3 τα ξημερώματα να μου πεις ότι σε πήρε ο ύπνος.
Α: Μα, με είχε πάρει ο ύπνος!
Θ: Πού; Στην αγκαλιά της Καίτης; Αει στο διάολο!
Α: (έντονα) Μην την βρίζεις!
Θ: Πάλι ό,τι σε βολεύει, ε; Εσένα διαολόστειλα, ηλίθιε! Εγώ, όμως, φταίω που δεν σε σούταρα μια και καλή τότε.
Α: Μα, σου ζήτησα συγνώμη. Και το εννοούσα!
Θ: Ναι, για ένα Σαββατοκύριακο. Γιατί το επόμενο Σάββατο, που έπεσα με 39 πυρετό, σε φάγανε πάλι οι υποχρεώσεις και δεν μπήκες καν στον κόπο να πάρεις ένα τηλέφωνο να δεις πώς είμαι! Μαλάκα! Εξαφανίστηκες όλο το Σαββατοκύριακο και μ’ άφησες ολομόναχο.
Α: Σε σκέφτηκα, αλλά το βράδυ του Σαββάτου ήπια πάρα πολύ. Δεν μπορούσα να πάρω τηλέφωνο.
Θ: Γιατί; Μη τυχόν και ζαλιστεί ο ΟΤΕ απ’ τις αναθυμιάσεις; Και την Κυριακή; Αλλά τι ρωτάω η ηλίθια αδερφή! Την Κυριακή ήσουν με την Καίτη στη μανούλα σου. Τρώγατε οικογενειακώς και ήσασταν όλοι πολύ χαρούμενοι. Η μαμά σου καμάρωνε το γιο της, η γυναίκα σου καμάρωνε τον συζυγό της κι εσύ καμάρωνες τον εαυτό σου. Πετυχημένος δικηγόρος, άψογος οικογενειάρχης, άξιον τέκνον της αστικής κοινωνίας και προπάντων συνεπής στις ηθικές επιταγές! Δεν μπορεί, όλο και κάτι θα ’πατε για τις βδελυρές αδερφές! Είδες τι ωραία μαθαίνει να μιλάει κανείς άμα έχει γκόμενο δικηγόρο;
Παύση
Θ: Δεν έχεις τι να πεις, ε; Μήπως κι εγώ που μιλάω έχω τι να πω; Έχω πει τα ίδια και τα ίδια ένα κάρο φορές. Πάντα μετά από κάθε καυγά με τούμπαρες λέγοντας ότι με θέλεις. Ποτέ δεν ένιωσα ότι το εννοούσες, αλλά πίστευα, ο ηλίθιος, ότι με τον καιρό, αν κατάφερνα να σε κάνω να νιώσεις ότι σε αγαπώ, πως κάτι καινούριο θα ξύπναγε μέσα σου και θα με αγαπούσες κι εσύ. Γιατί εγώ σε αγαπούσα!
Α: Τώρα, δηλαδή, δεν μ’ αγαπάς;
Θ: Τελείως κουλή, αγάπη μου! Αυτό σου ’ρθε να πεις; Όχι, ρε, δεν σ’ αγαπάω. Σε βαρέθηκα και σε σιχάθηκα.Τι να αγαπήσω πια από σένα; Έπαψα να σε θαυμάζω κι έτσι έπαψα και να σε αγαπώ. Τι να θαυμάσω από σένα; Την ντομπροσύνη σου ή τον πλούσιο συναισθηματικό σου κόσμο;
Α: Έχω κι άλλα προτερήματα και προσόντα, απ’ όσο ξέρεις... Δεν φταίω εγώ αν δεν τα είδες ποτέ!
Θ: Ναι, τι να σου πω! Πάνω απ’ όλα χιούμορ!
Α: Τι να κάνουμε…; Το χιούμορ το πήρατε όλο εσείς!
Θ: Ποιοι εμείς, ρε συ; Ποιοι; Οι γκέι; Και συ τι είσαι ρε, γαμιόλη; Είναι δυνατόν να τα λες σε μένα αυτά; Τι νομίζεις πως έκανες στο κρεβάτι μαζί μου;
Α: Έλα, με συγχωρείς.
Θ: Όχι, δεν σε συγχωρώ. Αυτή τη φορά δεν σε συγχωρώ. Θέλω να φύγεις.
Α: Δεν πάω πουθενά. Μου λες να χωρίσουμε ενώ ξέρεις πως μόνο λίγο χρόνο χρειάζομαι. Λίγο χρόνο και όλα θα διορθωθούν.
Θ: Πώς; Αποφάσισες μέσα στο τελευταίο τέταρτο να αλλάξεις όλη σου τη ζωή; Δέκα μήνες περιμένω… Και για να στο πω καλύτερα… Η Καίτη τρία χρόνια περιμένει να αλλάξεις ζωή, αλλά πού να της κάνεις τη χάρη. Γιατί μη μου πεις ότι σου σηκώνεται μαζί της…
Α: Είσαι χυδαίος…
Θ: Ενώ μέχρι τώρα, κρατούσαμε τους τύπους! Γιατί, ρε, δεν αποφασίζεις να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου; Θεέ μου, γιατί τα ξαναλέω! (Παύση) Σήκω φύγε, ΤΩΡΑ!
Α: Είσαι μαλάκας! Παίρνω τα πράγματά μου και φεύγω ΤΩΡΑ!
Θ: Σε άλλο έργο παίζεις, μικρή ηλίθια! Ποια πράγματα σου; Μήπως έφερες κανένα ρούχο εδώ; Πού να το τολμήσεις; Κάτι ξυριστικά έχεις μόνο στο μπάνιο και τα βιβλία, που σου ‘κανα δώρο. Άντε, μάζεψέ τα κι αυτά και δίνε του!
Ο Άγγελος πάει στο μπάνιο. Ο Θανάσης του φωνάζει από το σαλόνι.
Θ: Τα βιβλία άστα ! Άχρηστα σου είναι! Σελίδα δεν διάβασες!
Ο Θανάσης με το που τελειώνει τη φράση μπαίνει σε ένα άλλο δωμάτιο, στα δεξιά της σκηνής. Ο Άγγελος βγαίνει με ένα νεσεσέρ και φεύγει από το σπίτι.
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Εσωτερικό διαμερίσματος. Στη σκηνή ο Θανάσης, ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με τζιν και φανελάκι και ο Άγγελος, ένας άντρας σαρανταπεντάρης, ντυμένος κομψά με κοστούμι και γραβάτα. Σκοτάδι. Ανάβει απότομα το φως. Οι δυο άντρες μαλώνουν.
Θανάσης: Σήκω και φύγε.
Άγγελος: Δεν πάω πουθενά. Ήρθα να μιλήσουμε.
Θ: Τα’ παμε όλα. Δίνε του!
Α: Δεν πάω πουθενά αν δεν μ’ ακούσεις.
Θ: Αυτό να το λες στους πελάτες σου, αγάπη μου, όχι σε μένα. Δεν έχω να ακούσω τίποτε.
Α: Θα μ’ ακούσεις!! Τι συμπεριφορά είναι αυτή;
Θ: Αυτή που αξίζει σε μια κρυφή.
Α: Άντε, γαμήσου!
Θ: Να πάω, ρε, αλλά να πας κι εσύ να ξελαμπικάρεις. Δε φτάνει που με δουλεύεις, που μ' έχεις φλομώσει στο ψέμα, θες να βγεις κι από πάνω!
Α: Εγώ, να βγω από πάνω; Γιατί, ρε, δεν έχεις τα κότσια να με αντιμετωπίσεις;
Θ: Τι να αντιμετωπίσω; Έναν θρασύδειλο που δεν μπορεί να πάρει μια απόφαση για τη ζωή του; Άντε, πήγαινε, στην κακομοίρα τη γυναίκα σου.
Α: (Δίνει κλωτσιά στον καναπέ) Μην πιάνεις τη γυναίκα μου, πάλι, πούστη, στο στόμα σου… Θα σε σκίσω…
Θ: Αμήν! Ν’ αλλάξω ράφτη! Γιατί τόσο καιρό που έπιανα εσένα στο στόμα μου, δεν είδα και καμιά άσπρη μέρα.
Α: Τελικά, είσαι πολύ αδερφή. Άντε, ρε, πήγαινε να βρεις τις άλλες τελειωμένες να κάνεις παιχνίδι.
Θ: Μωρέ θα πάω! Αυτοί είναι πιο άντρες από σένα, ρε χέστη! Αυτοί δεν το παίζουν σε διπλό ταμπλό ούτε το κρύβουν ότι είναι γκέι. Δεν σέρνονται γραβατωμένοι στην Ευελπίδων, ούτε προσπαθούν να πείσουν ότι είναι οι καλύτεροι οικογενειάρχες.
Α: Τι πιστεύεις, δηλαδή; Ότι υποκρίνομαι;
Θ: Αν δεν το πίστευα, γιατί να κάθομαι και να μαλώνω μαζί σου;
Α: Αυτό ρωτάω κι εγώ. Γιατί κάθεσαι και μαλώνεις μαζί μου;
Θ: Γιατί δεν σε αντέχω άλλο. Γιατί δεν αντέχω την αναισθησία σου, την ασυνέπειά σου, την υποκρισία σου και τον κυνισμό σου.
Α: Είμαι και κυνικός!
Θ: Ναι, και μην το λες με τόσο καμάρι. Δεν σε κολακεύει καθόλου.
Α: Για στάσου! Εδώ έχει γίνει μεγάλη παρανόηση! Πώς είναι δυνατόν να είσαι τόσο καιρό μαζί μου ενώ είμαι έτσι όπως λες;
Θ: Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ, κι έτσι στο δηλώνω τώρα: Χω-ρί-ζου-με.
Α: Χώρισέ με εσύ. Εγώ δεν σε χωρίζω.
Θ: Άσε τα δικηγορίστικα τερτίπια και δίνε του.
Α: Θανάση, ξέχνα το. Σε θέλω. Δεν γίνεται να χωρίσουμε.
Θ: Πάλι τον εαυτό σου σκέφτεσαι. Επειδή βολεύει εσένα, πρέπει να ταλαιπωρούμαι εγώ.
Α: Τι υστερία σ’ έπιασε και ζητάς χωρισμό; Είμαστε τόσο καιρό μαζί, κι είμαστε μια χαρά.
Θ: Εσύ είσαι μια χαρά με σένα, με μένα και με τη γυναίκα σου. Εγώ, που δεν είμαι πολυσχιδής, δεν είμαι καλά ούτε με σένα ούτε με μένα ούτε και με τη γυναίκα σου, κι ας μην την έχω δει ποτέ.
Α: Άντε πάλι η γυναίκα μου! Τι θες και την αναφέρεις πάλι;
Θ: Τόσο δικηγόρος, αγάπη μου!
Α: Τώρα σ’ ενοχλεί το επάγγελμά μου; Κάποτε σε κάβλωνε η ιδέα ότι ερχόμουν απ’ την Ευελπίδων με κοστούμι.
Θ: Αυτά στην αρχή. Μετά δεν προλάβαινες ούτε να το βγάλεις, γιατί έπρεπε να γυρίσεις στη μίζερη τη γυναικούλα σου.
Α: Αυτή, δηλαδή, δεν έπρεπε να με βλέπει;
Θ: Ποιον νομίζεις, ηλίθιε, ότι προστατεύεις με το να λες συνέχεια ψέματα;
Α: Τι εννοείς; Πώς να της πω στα ίσα πως είμαι ομοφυλόφιλος; Της καταστρέφω τη ζωή.
Θ: Τη δική μου τη ζωή, όμως, δεν σε πειράζει που την κατέστρεψες! Αν δεν έπεφτα σαν ηλίθιος στην παγίδα, τώρα θα ήμουν μια χαρά στο Παρίσι. Αλλά σε πίστεψα, ρε τσόλι, όταν μου ’λεγες ότι με ήθελες κι ότι θα χώριζες από τη γυναίκα σου.
Α: Για στάσου! Ούτως ή άλλως θα χώριζες με τον Πιερ. Σε μένα θα το φορτώσεις κι αυτό;
Θ: Πουτσοδικηγόρε, βούλωστο. Αλλάζεις πάλι θέμα! Για σένα κατέστρεψα τη ζωή μου. Είμαι εδώ και δέκα μήνες σε ένα ξένο σπίτι περιμένοντας πότε θα χωρίσεις εσύ για να ζήσουμε μαζί.
Α: Ελα μωρό μου, κάνε λίγο υπομονή. Ούτως ή άλλως η φίλη σου μένει στην Αγγλία. Άδειο θα το ’χε το σπίτι. Κι αφού βλέπεις πως κάνω τα πάντα για να είμαστε μαζί.
Θ: Πρέπει, δηλαδή, να είμαι ευχαριστημένος που ό,τι χρόνο καταφέρνεις να ξεκλέψεις απ’ τη γυναίκα σου τον περνάς μαζί μου! Μ’ έχει φάει η μοναξιά εδώ μέσα!
Α: Τα ίδια λεει κι η γυναίκα μου! Τι θέλετε, επιτέλους; Χίλια κομμάτια έχω γίνει!
Θ: Άντε να σε συναρμολογήσει η Καιτούλα σου. Σας εύχομαι κάθε επιτυχία!
Α: Θέλω να φύγω από την Καίτη, αλλά πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή. Δεν μπορώ να την πληγώσω.
Θ: Δεν μπορώ να ακούω το ίδιο παραμύθι. Η εικόνα σου σε νοιάζει και μόνο η εικόνα σου. Σε πιάνει κρύος ιδρώτας στη σκέψη ότι οι πελάτες σου μπορεί να ανακαλύψουν ότι είσαι γκέι.
Α: Τι δουλειά έχουν τώρα οι πελάτες στην κουβέντα;
Θ: Ναι, ρε μαλάκα, έχουν και παραέχουν.
Α: Δεν καταλαβαίνω τι λες. Δικηγόρος είμαι, είναι φυσικό να μην θέλω να δίνω αναφορά για την προσωπική μου ζωή στους πελάτες.
Θ: Και τότε γιατί ξέρουν ότι είσαι παντρεμένος; Με τις λέξεις θα παίζουμε τώρα;
Α: Και τι θες δηλαδή να κάνω; Να βγω να φωνάζω με τη ντουντούκα ότι είμαι γκέι και να μείνω χωρίς δουλειά;
Θ: Να πας, ρε, να υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων! Ξέρεις πόση πελατεία θα βρεις;! Αλλά πού κότσια; Μείνε εκεί μ’ αυτά τα φασισταριά και τους πλούσιους που έχεις!
Α: Ναι, ενώ εσύ που το λες παντού τα’ δαμε τα χαΐρια σου! Τη μάνα σου δεν την σκέφτεσαι;
Θ: Τι μελούρες είναι αυτές; Ποια μάνα μου να σκεφτώ; Η μάνα μου είναι σαν κι εσένα. Δεκάρα δεν δίνει για μένα. Κι αυτήν η εικόνα της τη νοιάζει. Χρόνια προσπαθώ να της πω ότι είμαι γκέι και κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Τι άλλο να κάνω; Και τατουάζ να το ’κανα, αυτή θα κοίταζε αλλού.
Α: Και γιατί πρέπει να της το τρίψεις στη μούρη;
Θ: Γιατί δεν μπορώ να ζω σ’ ένα ψέμα. Δεν βρίσκω νόημα στο να κάνω διπλή ζωή σαν του λόγου σου. Δεν κάνω τίποτε κακό για να κρύβομαι. Είμαι απλώς ομοφυλόφιλος! Αυτό που είσαι κι εσύ, μαλάκα!
Α: Έλα, ρε, Θανάση. Κάνε λίγη υπομονή. Όλα θα φτιάξουν. Είναι θέμα χρόνου. Αφού είμαστε καλά μαζί, γιατί να τα καταστρέψουμε όλα;
Ο Θανάσης ανοίγει ένα συρτάρι και βγάζει ένα απόκομμα εφημερίδας.
Θ: Διάβασε.
Α: Αστα, ρε Θανάση, τώρα αυτά. Σου έχω εξηγήσει.
Θ: Σε μένα μια χαρά. Σε άλλους δεν έχεις εξηγήσει. Κι αφού δεν διαβάζεις εσύ, θα διαβάσω εγώ. Χθες τα ’πες… Για να μην ξεχνιόμαστε.
Α: Η θέση μου είναι γνωστή. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου ο θεσμός της οικογένειας ήταν ιερός. Με αυτές τις αρχές γαλουχήθηκα κι αυτές τις αρχές υπερασπίζομαι και στην προσωπική και στην επαγγελματική μου ζωή. Είμαι εναντίον του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων, πόσο μάλλον δε, όσον αφορά το θέμα ανατροφής ή υιοθεσίας παιδιών από τα άτομα αυτά.
Θ: (Τον μουντζώνει). Όρσε, αρχίδι! (Τινάζει την εφημερίδα) Και συνεχίζεις… (Διαβάζει) Αν η ομοφυλοφιλία είναι φυσιολογική, τότε το γεγονός της γέννησής μας είναι λάθος. Αυτό τώρα που δήλωσες, τι είναι; Ρατσισμός ή αυτοσυνείδηση; (Μικρή Παύση) Πού βρίσκεις, ρε, το θάρρος να λες τέτοιες μαλακίες και δεν έχεις το θάρρος να δεχτείς ποιος είσαι;
Α: Τι θέλεις, δηλαδή;
Θ: Να σηκωθείς και να φύγεις. Τελειώσαμε.
Α: Δεν γίνεται να τελειώσουμε. Είσαι όλη μου η ζωή.
Θ: Το έχω ξανακούσει. Τα Χριστούγεννα που μ’ άφησες να κάνω μόνος μου Πρωτοχρονιά δεν ήμουν όλη σου η ζωή; Με πήρες στις 3 τα ξημερώματα να μου πεις ότι σε πήρε ο ύπνος.
Α: Μα, με είχε πάρει ο ύπνος!
Θ: Πού; Στην αγκαλιά της Καίτης; Αει στο διάολο!
Α: (έντονα) Μην την βρίζεις!
Θ: Πάλι ό,τι σε βολεύει, ε; Εσένα διαολόστειλα, ηλίθιε! Εγώ, όμως, φταίω που δεν σε σούταρα μια και καλή τότε.
Α: Μα, σου ζήτησα συγνώμη. Και το εννοούσα!
Θ: Ναι, για ένα Σαββατοκύριακο. Γιατί το επόμενο Σάββατο, που έπεσα με 39 πυρετό, σε φάγανε πάλι οι υποχρεώσεις και δεν μπήκες καν στον κόπο να πάρεις ένα τηλέφωνο να δεις πώς είμαι! Μαλάκα! Εξαφανίστηκες όλο το Σαββατοκύριακο και μ’ άφησες ολομόναχο.
Α: Σε σκέφτηκα, αλλά το βράδυ του Σαββάτου ήπια πάρα πολύ. Δεν μπορούσα να πάρω τηλέφωνο.
Θ: Γιατί; Μη τυχόν και ζαλιστεί ο ΟΤΕ απ’ τις αναθυμιάσεις; Και την Κυριακή; Αλλά τι ρωτάω η ηλίθια αδερφή! Την Κυριακή ήσουν με την Καίτη στη μανούλα σου. Τρώγατε οικογενειακώς και ήσασταν όλοι πολύ χαρούμενοι. Η μαμά σου καμάρωνε το γιο της, η γυναίκα σου καμάρωνε τον συζυγό της κι εσύ καμάρωνες τον εαυτό σου. Πετυχημένος δικηγόρος, άψογος οικογενειάρχης, άξιον τέκνον της αστικής κοινωνίας και προπάντων συνεπής στις ηθικές επιταγές! Δεν μπορεί, όλο και κάτι θα ’πατε για τις βδελυρές αδερφές! Είδες τι ωραία μαθαίνει να μιλάει κανείς άμα έχει γκόμενο δικηγόρο;
Παύση
Θ: Δεν έχεις τι να πεις, ε; Μήπως κι εγώ που μιλάω έχω τι να πω; Έχω πει τα ίδια και τα ίδια ένα κάρο φορές. Πάντα μετά από κάθε καυγά με τούμπαρες λέγοντας ότι με θέλεις. Ποτέ δεν ένιωσα ότι το εννοούσες, αλλά πίστευα, ο ηλίθιος, ότι με τον καιρό, αν κατάφερνα να σε κάνω να νιώσεις ότι σε αγαπώ, πως κάτι καινούριο θα ξύπναγε μέσα σου και θα με αγαπούσες κι εσύ. Γιατί εγώ σε αγαπούσα!
Α: Τώρα, δηλαδή, δεν μ’ αγαπάς;
Θ: Τελείως κουλή, αγάπη μου! Αυτό σου ’ρθε να πεις; Όχι, ρε, δεν σ’ αγαπάω. Σε βαρέθηκα και σε σιχάθηκα.Τι να αγαπήσω πια από σένα; Έπαψα να σε θαυμάζω κι έτσι έπαψα και να σε αγαπώ. Τι να θαυμάσω από σένα; Την ντομπροσύνη σου ή τον πλούσιο συναισθηματικό σου κόσμο;
Α: Έχω κι άλλα προτερήματα και προσόντα, απ’ όσο ξέρεις... Δεν φταίω εγώ αν δεν τα είδες ποτέ!
Θ: Ναι, τι να σου πω! Πάνω απ’ όλα χιούμορ!
Α: Τι να κάνουμε…; Το χιούμορ το πήρατε όλο εσείς!
Θ: Ποιοι εμείς, ρε συ; Ποιοι; Οι γκέι; Και συ τι είσαι ρε, γαμιόλη; Είναι δυνατόν να τα λες σε μένα αυτά; Τι νομίζεις πως έκανες στο κρεβάτι μαζί μου;
Α: Έλα, με συγχωρείς.
Θ: Όχι, δεν σε συγχωρώ. Αυτή τη φορά δεν σε συγχωρώ. Θέλω να φύγεις.
Α: Δεν πάω πουθενά. Μου λες να χωρίσουμε ενώ ξέρεις πως μόνο λίγο χρόνο χρειάζομαι. Λίγο χρόνο και όλα θα διορθωθούν.
Θ: Πώς; Αποφάσισες μέσα στο τελευταίο τέταρτο να αλλάξεις όλη σου τη ζωή; Δέκα μήνες περιμένω… Και για να στο πω καλύτερα… Η Καίτη τρία χρόνια περιμένει να αλλάξεις ζωή, αλλά πού να της κάνεις τη χάρη. Γιατί μη μου πεις ότι σου σηκώνεται μαζί της…
Α: Είσαι χυδαίος…
Θ: Ενώ μέχρι τώρα, κρατούσαμε τους τύπους! Γιατί, ρε, δεν αποφασίζεις να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου; Θεέ μου, γιατί τα ξαναλέω! (Παύση) Σήκω φύγε, ΤΩΡΑ!
Α: Είσαι μαλάκας! Παίρνω τα πράγματά μου και φεύγω ΤΩΡΑ!
Θ: Σε άλλο έργο παίζεις, μικρή ηλίθια! Ποια πράγματα σου; Μήπως έφερες κανένα ρούχο εδώ; Πού να το τολμήσεις; Κάτι ξυριστικά έχεις μόνο στο μπάνιο και τα βιβλία, που σου ‘κανα δώρο. Άντε, μάζεψέ τα κι αυτά και δίνε του!
Ο Άγγελος πάει στο μπάνιο. Ο Θανάσης του φωνάζει από το σαλόνι.
Θ: Τα βιβλία άστα ! Άχρηστα σου είναι! Σελίδα δεν διάβασες!
Ο Θανάσης με το που τελειώνει τη φράση μπαίνει σε ένα άλλο δωμάτιο, στα δεξιά της σκηνής. Ο Άγγελος βγαίνει με ένα νεσεσέρ και φεύγει από το σπίτι.
10 σχόλια:
Tα ίδια κάνουνε όλοι οι μπάϊ γιατί γουστάρουνε να πηγαίνουνε με γυναίκες και θέλουνε να πηγαίνουνε και με άντρες. Λένε παραμύθια για να τη βρίσκουνε με όλα τα φύλα. Αυτοί πρέπει να τρώνε ούστ από την αρχή γιατί το παίζουνε γκέϊ ενώ είναι μπάϊ-μπάϊ.
αυθεντικότατος ο διάλογος!
Ο ρεαλισμός του διαλόγου είναι εντυπωσιακός και ιδιαίτερα επώδυνος για όσους έχουν ζήσει ανάλογη κατάσταση. Μια, κατά τα άλλα, συνηθισμένη κατάσταση, με εκατοντάδες "θύματα", όπως ο Θανάσης και η Καίτη. Ευχαριστούμε την Κατερίνα Χριστοδούλου για την αποτύπωσή της.
@ ανώνυμος / η
σε διαβεβαιώ ότι το τελευταίο πράγμα που είναι ο Θανάσης είναι αμφισεξουαλικός.
χεχε..... πλάκα έχεις. Μου το λες σοβαρά-σοβαρά σα να ξέρεις το δικηγόρο.
καραλλλοοοοοοολλλλλλ
Τα παραμύθια για τη σεξουαλικότητα των αμφι αντρών δεν τα λένε οι ίδιοι, τα λένε κάποιοι γκέυς που δυσκολεύονται να κατανοήσουν οτι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα δεν είναι ξεκάθαρο μαύρο- άσπρο. Για παράδειγμα, αν ένας άντρας πηγαίνει και με άντρες καί με γυναίκες, αυτοί οι γκέυς θα του πούνε οτι είναι γκέυ. Αν μετά τους παρατήσει για να πάει με τη γκόμενα, θα φωνάζουνε οτι τους κορόιδεψε.
Επί τη ευκαιρία, την ίδια άποψη για το τί κάνει έναν άντρα γκέυ, την έχουνε κι οι στρέητ. Εγώ προσωπικά, θεωρώ έναν άντρα γκέυ μόνο αν έχει αγκαλιάσει την επιθυμία του συνειδητοποιημένα. Αυτό γιατί για μένα το "γκέυ" δεν είναι κάποια αρρώστια που την κολλάς στην τρίτη φορά και τέτοια κατινίστικα. Είναι ταυτότητα- όμως το ίδιο είναι και το μπάι και την απαξίωσή της σε παρακαλώ να τη παραχώσεις εκεί που έχεις θάψει (ελπίζω) και τα άλλα σου κόμπλεξ.
btw, το σχόλιό μου πήγαινε στον ανώνυμο νο.1 Αφήστε κάνα όνομα ρε παιδιά.
Εγώ δεν είπα ότι είναι γκέϊ ο Θανάσης.Είπα ότι ο δικηγόρος είναι μπάϊ-μπάϊ και λέει παραμύθια στον άλλο ότι θα χωρίσει για να πάει μαζί του. Όλοι αυτοί τα ίδια παραμύθια λένε γιατί το γουστάρουνε το σεξάκι και με άντρες και με γυναίκες. Οι γκέϊ δε τους πάνε γιατί έχουνε καταλάβει ότι τους κοροϊδεύουνε όταν τους λένε ότι θα αφήσουνε τις γυναίκες τους.
Gayme Boy
χεχεχε.... σου φανέρωσα το ψευδώνυμο που θα μου κάνει προφίλ ένας φίλος μου χωρίς να έχω ιστολόγιο.
Βέβαια, δίκιο έχεις: εγώ φταίω που κάθομαι κι ασχολιέμαι.
Γιατί μου μιλάς σα νευριασμένη? Εγώ λέω αυτά που έχω ακούσει από αυτούς που την πατήσανε. Οι μπάϊ τους λένε θα αφήσω τη γκόμενα και θα αφήσω τη γκόμενα αλλά δε την αφήνουνε.Τους γκέϊ τους έχουνε για μεζέ και τους λένε παραμύθια. Δε διαβάζεις τι έγραψε ο έρβα? Παραμύθια δε λέει στο Θανάση ο δικηγόρος? Καλά έκανε ο Θανάσης και του λέει να μη σε κρατάω.
Εγώ προσέχω γιατί τους κόβω αμέσως κάτι τέτοιους που λένε διάφορα παραμύθια.
Gaym boy
Πρέπει να καταλάβεις ότι εγώ είμαι γκέϊ και υπερασπίζομαι τους γκέϊ και ξέρω τι γίνεται. Εσύ λες ότι οι γκέϊ λένε παραμύθια και εγώ σου λέω ότι οι μπάϊ λένε παραμύθια. Δε σου είπα να συμφωνήσεις μαζί μου. Εγώ δε σου είπα ότι δεν ασχολιέμαι μαζί σου επειδή δε συμφωνείς με μένα.
Gaym boy
Δημοσίευση σχολίου