XXVI
Άρχοντα της αγάπης μου, που υπήκοό σου
το σεβασμό μου η αξία σου δεσμεύει,
αυτές τις έγγραφες πρεσβείες δεξιώσου,
που δεν κομίζουν ευφυΐα αλλά σέβη.
Και σέβας τόσο, που το πνεύμα μου, λιτό,
το απογυμνώνει, μη μπορώντας να το εκφράσει,
μα μες στη σκέψη της ψυχής σου ευελπιστώ
πως μια σου εύνοια γυμνό θα το στεγάσει.
Ωσότου τα’ άστρο που το βήμα μου οδηγεί
μες στη ζωή μου αγαθό επιφοιτήσει
και μου ευπρεπίσει τη ρακένδυτη στοργή
και στη ματιά σου επαξίως με συστήσει.
Τότε δημόσια την αγάπη μου θα δείξω’
μα μέχρι τότε θα λανθάνω, μη σε θίξω.
.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: 25 σονέτα (Άγρα)
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
57
Σκλάβος σου όντας, τι να κάνω παρά να καρτερώ
Της επιθυμίας σου τις ώρες και τον χρόνο;
Δεν έχω χρόνο πολύτιμο καθόλου για να σπαταλώ,
Ούτε δουλειές, ώσπου εσύ να με ζητήσεις μόνο.
Ούτε τολμάω την αιώνια ώρα να μαλώσω,
Ενώ, μονάρχη μου, για σένα το ρολόι φυλάω να γυρίσει,
Ούτε σκέφτομαι την πίκρα της απουσίας τόσο,
Όταν τον υπηρέτη σου προστάζεις να σ’ αφήσει.
Ούτε τολμάω με τις ζηλότυπές μου σκέψεις να ρωτώ,
Που είσαι, να φανταστώ οι υποθέσεις σου ποιες είναι,
Μα σαν θλιμμένος σκλάβος απομένω χωρίς άλλο να σκεφτώ,
Παρά εκεί που πας πόσο χαρούμενους τους κάνεις να είναι.
Στη θέληση σου, τόσο ανόητος γίνεται ο έρωτας θαρρώ,
Που ό,τι κι αν κάνεις, δεν σκέφτεται κακό.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: 25 σονέτα (Άγρα)
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
57
Σκλάβος σου όντας, τι να κάνω παρά να καρτερώ
Της επιθυμίας σου τις ώρες και τον χρόνο;
Δεν έχω χρόνο πολύτιμο καθόλου για να σπαταλώ,
Ούτε δουλειές, ώσπου εσύ να με ζητήσεις μόνο.
Ούτε τολμάω την αιώνια ώρα να μαλώσω,
Ενώ, μονάρχη μου, για σένα το ρολόι φυλάω να γυρίσει,
Ούτε σκέφτομαι την πίκρα της απουσίας τόσο,
Όταν τον υπηρέτη σου προστάζεις να σ’ αφήσει.
Ούτε τολμάω με τις ζηλότυπές μου σκέψεις να ρωτώ,
Που είσαι, να φανταστώ οι υποθέσεις σου ποιες είναι,
Μα σαν θλιμμένος σκλάβος απομένω χωρίς άλλο να σκεφτώ,
Παρά εκεί που πας πόσο χαρούμενους τους κάνεις να είναι.
Στη θέληση σου, τόσο ανόητος γίνεται ο έρωτας θαρρώ,
Που ό,τι κι αν κάνεις, δεν σκέφτεται κακό.
.
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: Σονέτα (αΝεΜοΔείΚτΗς)
Μετάφραση : Χριστίνα Μπάμπου - Παγκουρέλη
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: Σονέτα (αΝεΜοΔείΚτΗς)
Μετάφραση : Χριστίνα Μπάμπου - Παγκουρέλη
.
.
Shakespeare's sonnets appeared in a 1609 collection, entitled SHAKE-SPEARES SONNETS.
The Sonnets were published under conditions that have become unclear to history. Although the works were written by Shakespeare, it is not known if the publisher, Thomas Thorpe, who registered them on May 20, 1609, used an authorized manuscript from him, or an unauthorized copy.
The only edition of the sonnets published in Shakespeare's lifetime, the 1609 Quarto, is dedicated to one "Mr. W.H.". The reality, identity and age of this person remain a mystery and have caused a great deal of speculation.
The dedication in full reads:
.
.
'T.T.' stands for Thomas Thorpe, the publisher; it is not certain whether Thorpe or Shakespeare wrote the dedication. The capital letters and periods following each word were probably intended to resemble an Ancient Roman inscription, thereby giving a sense of eternity and magnitude to the sonnets. In the sonnets, Shakespeare often declares that the sonnets will outlast such earthly things as stone monuments and inscriptions. Sonnet 55 states,
'T.T.' stands for Thomas Thorpe, the publisher; it is not certain whether Thorpe or Shakespeare wrote the dedication. The capital letters and periods following each word were probably intended to resemble an Ancient Roman inscription, thereby giving a sense of eternity and magnitude to the sonnets. In the sonnets, Shakespeare often declares that the sonnets will outlast such earthly things as stone monuments and inscriptions. Sonnet 55 states,
Not marble, nor the gilded monuments
Of princes shall outlive this pow'rful rhyme,
126 of Shakespeare's sonnets are addressed to a young man (often called the "Fair Youth"). Broadly speaking, there are two branches of theories concerning the identity of Mr. W.H.: those that take him to be identical to the youth, and those that assert him to be a separate person.
The 'Fair Youth' is an unnamed young man to whom sonnets 1-126 are addressed. The poet writes of the young man in romantic and loving language, a fact which has led several commentators to suggest a homosexual relationship between them, while others read it as platonic love.
The earliest poems in the collection do not imply a close personal relationship; instead, they recommend the benefits of marriage and children. With the famous sonnet 18 ("Shall I compare thee to a summer's day") the tone changes dramatically towards romantic intimacy. Sonnet 20 explicitly laments that the young man is not a woman. Most of the subsequent sonnets describe the ups and downs of the relationship, culminating with an affair between the poet and the Dark Lady. The relationship seems to end when the Fair Youth succumbs to the Lady's charms.
There have been many attempts to identify the Friend. Shakespeare's one-time patron, the Henry Wriothesley, 3rd Earl of Southampton is the most commonly suggested candidate, although Shakespeare's later patron, William Herbert, 3rd Earl of Pembroke, has recently become popular. Both claims have much to do with the dedication of the sonnets to 'Mr. W.H.', "the only begetter of these ensuing sonnets": the initials could apply to either Earl. However, while Shakespeare's language often seems to imply that the 'friend' is of higher social status than himself, this may not be the case. The apparent references to the poet's inferiority may simply be part of the rhetoric of romantic submission. An alternative theory, most famously espoused by Oscar Wilde's short story 'The Portrait of Mr. W.H.' notes a series of puns that may suggest the sonnets are written to a boy actor called William Hughes; however, Wilde's story acknowledges that there is no evidence for such a person's existence. Samuel Butler believed that the friend was a seaman, and recently Joseph Pequigney ('Such Is My love') an unknown commoner.
(wikipedia.org)
1 σχόλιο:
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, Μεταφράζοντας τα Σονέτα του Σαίξπηρ
(…) Ας υποθέσουμε λοιπόν, για λόγους καθαρά μεταφραστικούς, ότι κάπου στα χρόνια τού εξήντα ένας νεαρός συμπατριώτης μας, ηλικίας δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών, γνωρίζεται στις διακοπές του με νεαρά επίσης -ας πούμε ένα ή δύο χρόνια μεγαλύτερή του- Αγγλίδα. Το πόσο όμορφη θα ήταν -στα μάτια του νέου- εκείνη η Αγγλίδα, εάν δεν το έχουμε ήδη υποθέσει, θα μας το πουν τώρα πια τα Σονέτα:
Πώς να σε πω -καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία.
Γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί,
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.
Ο έρωτας, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι βαθύς, σφοδρός, ανυπόκριτος και αμοιβαίος, όπως οφείλει να είναι πάντα -και κάποτε όντως είναι- ο έρωτας. Αλλά μετά από αμοιβαίες παρθενικές απολαύσεις ολίγων -φευ- ημερών, και επειδή «τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία», η νεαρά Αγγλίδα πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα της και ο νεαρός στο πεζό ελληνικό γυμνάσιο. Ας υποθέσουμε επίσης, χάριν του επιχειρήματος, ότι ο νεαρός γνωρίζει την αγγλική, ή ότι γνωρίζει κάτι περισσότερο από το σύνηθες για την εποχή, και ότι, έχοντας ήδη νιώσει κάποιες έντονες λογοτεχνικές ανησυχίες (θα έχει σκαρώσει και μερικά ποιήματα), το ενδιαφέρον του για την αγγλική γλώσσα δεν είναι αποκλειστικά ερωτικό.
Αφήνω τα υπόλοιπα στη φαντασία ή τη μνήμη σας. Ένα κυρίως μας ενδιαφέρει από αυτήν την υποθετική ιστορία: οι δύο πρωταγωνιστές αλληλογραφούν και μόνο αλληλογραφούν ούτε μία φορά δεν θα ξανακούσουν ο ένας τη ζώσα φωνή του άλλου, σαν να μην είχε ακόμη εφευρεθεί το τηλέφωνο. Η απουσία είναι απόλυτη και αποβαίνει εντέλει οριστική. Αλλά μέσα στα γράμματα που ανταλλάσσουν, σε αυτόν τον ιερωμένο χώρο της αμοιβαίας απουσίας, η ποίηση μπορεί τώρα να ακουστεί με όλη την πρωταρχική, παρήγορη ουσία της. Για έναν ατελείωτο χρόνο, όσο υποθέτουμε ότι κράτησε η αλληλογραφία τους (και ένας χρόνος εφηβείας είναι ολόκληρη ζωή), οι δύο ερωτευμένοι έχουν μετατραπεί -σαν να το θέλησαν, σαν να το είχαν σχεδιάσει- σε ιδανικές μορφές της παλιάς σονετογραφίας και μύστες του ερωτικού εγκωμίου. Η αλληλογραφία δεν καταργεί την απόσταση. Απεναντίας, η απόσταση -«ο ζωντανός ο χωρισμός», όπως λέει το δημοτικό τραγούδι- είναι ο όρος της, η ύλη της, η επικράτειά της˙ τα γράμματα γράφονται και διαβάζονται μέσα στο κενό που αφήνει ο ένας στον χώρο όπου ζει ο άλλος. Μοιάζει όμως να καταργεί τον χρόνο, να τον παγώνει γύρω από το πένθος, να τον καθηλώνει στο παρόν της απουσίας του άλλου και στην ανεξάντλητη προσδοκία μιας δεύτερης φυσικής του παρουσίας.
Μια μεγάλη λαϊκή λατρεία ήταν η αλληλογραφία, με όλη την περήφανη σκευή της: σύνεργα γραφής, χαρτόκουτα, σπάγκους, κορδέλες, μικρά ενθυμήματα και μία μόνο ασπρόμαυρη φωτογραφία στη θέση της παλιάς λατρευτικής μινιατούρας˙ μια μεγάλη κοσμική λατρεία, και οι δύο μικροί εραστές ασπάστηκαν το σχήμα της ασμένως, χωρίς καμία παραχώρηση στην τεχνολογία των ψευδαισθήσεων, στην εικονική πραγματικότητα, όπως την ονομάζουμε σήμερα˙ μια μεγάλη οικουμενική λατρεία, που δεν χρειάστηκε ποτέ ιερό σκεύος πολυτιμότερο από το ιδιόχειρο γράμμα, σύμβολο πίστεως σθεναρότερο από το απλό γραμματόσημο ή ιερέα επισημότερο από τον απλό ταχυδρομικό διανομέα, κομιστή ερωτικών εγκωμίων στα πέρατα της γης, ύψιστο λειτουργό και απόστολο του πετραρχισμού. Μέσα στο απομαγευμένο σύμπαν της εξάπλωσής της, η αλληλογραφία αναμάγευε λίγο λίγο και κρυφά τον κόσμο, περιθάλποντας την ιδιωτική περιοχή όπου κατεξοχήν ευδοκιμεί η ερωτική ποίηση. Και εκεί, στα εκατομμύρια γράμματα που αντηλλάγησαν -δηλαδή δωρήθηκαν- οριστικά και αμετάκλητα, χωρίς υστερόβουλα αντίγραφα, στα εκατομμύρια γράμματα που καταστράφηκαν ή χάθηκαν και στα άλλα που φυλάσσονται ακόμη, σε αυτό το αφανές, το απροσπέλαστο για τη φιλολογία σύμπαν, οι δεκατέσσερις στίχοι του σονέτου, σαν να κόπηκαν μόλις χθες, εξαργυρώνουν τις ίδιες πραγματικές αξίες, αψηφώντας κάθε γραμματολογική ισοδυναμία:
Έχει αντίκρισμα ζωής αυτός ο στίχος
και σαν μνημείο παραμένει εδώ μαζί σου.
Είπαμε, αλληλογραφούν. Εκείνη, μορφωμένη Αγγλίδα, θα διανθίσει τα γράμματά της με καίρια αποσπάσματα˙ όλο και κάποιος στίχος θα παρεισφρήσει στα λόγια της -ασφαλώς και του Σαίξπηρ, προ πάντων του Σαίξπηρ, όπως:
Πόσο βαραίνει στην καρδιά μου το ταξίδι,
ή ο καταληκτικός στίχος του ίδιου σονέτου:
Μπροστά μου απλώνει ο πόνος κι η χαρά μου πίσω.
Και από το ύψος της μητρικής της γλώσσας, θα τον προσφωνεί απονέμοντάς του, σε κάθε γράμμα, τον υπέρτατο τίτλο ερωτικής ευγενείας: My lord. Κι αυτός, σαν από ένστικτο, θα ανταποκριθεί με ένα ομοίως ελισαβετιανό, ένα εξαίσιο: My lady, χύνοντας το δικό του αίσθημα στην «ξένη γλώσσα». Ώσπου μια μέρα, ο μικρός κύριος της ιστορίας θα λάβει μιαν επιστολή που περιέχει, μεταγραμμένο με τους οικείους χαρακτήρες της αγαπημένης του, ολόκληρο το σονέτο 97, μοναδικό στην ερωτική γραμματεία:
Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ο νεαρός υποβάλλεται συνολικά στη γοητεία ενός σαιξπηρικού σονέτου -γεγονός το οποίο, εάν η αληθοφανής ιστορία μας περιέχει έστω και ένα κόκκο αληθείας, θα εγκαινιάσει μέσα στην ψυχή του ένα ισόβιο πάθος, βουβό, εντούτοις, και ανεπίδοτο όσο τα Σονέτα αποδεικνύονται ή κηρύσσονται αμετάφραστα στη γλώσσα του.
Φανταστείτε όμως τώρα την έκπληξη του νέου, όταν μεγαλώνοντας, κι αν υποθέσουμε ότι σπουδάζει φιλολογία ή ασχολείται φανατικά με τα γράμματα, μαθαίνει ότι το σονέτο εκείνο που με τόσο πάθος του είχε αφιερώσει η νεαρή Αγγλίδα -όπως και όλα τα σονέτα ως τον αριθμό 126- ο Σαίξπηρ το απευθύνει σε νεαρό. Σε νεαρό, θα μου πείτε, το είχε απευθύνει και η Αγγλίδα. Σύμφωνοι. Αλλά μόνο του, εκτός συμφραζομένων, το σονέτο δεν περιείχε καμία απολύτως ένδειξη γένους, μήτε για τον ομιλητή μήτε για τον αποδέκτη του εγκωμίου. Χάρη σε αυτήν την απροσδιοριστία, το σαιξπηρικό κείμενο πραγματοποιούσε, κατά τρόπο απείρως παρηγορητικό, την ερωτική αμοιβαιότητα που είχαν νιώσει όσο ήσαν μαζί, και ο νεαρός μπορούσε να επιστρέψει νοερά στη νεαρή Αγγλίδα τα λόγια που εκείνη του είχε αποστείλει. Η ποιητική έκφραση ανήκε ισότιμα και στους δύο, αδιακρίτως γένους, περικλείοντας την απόσταση που τους χώριζε σε ένα πλήρες σύμπαν ερωτικής εχεμύθειας, όπου οι δύο πόλοι, ο αποστολέας και ο παραλήπτης, ήσαν αενάως εναλλάξιμοι.
Τα μέχρι πρότινος απλά αποκτούν τότε για τον τέως νεαρό της ιστορίας μας διαστάσεις και συναρτήσεις που μήτε τις φανταζόταν. Και πόσο πυκνή, πόσο αδόκητα ενοχοποιημένη θα του φάνηκε η δική του γλώσσα. Εκείνο το love αίφνης του πρωτοτύπου, το οποίο μοιάζει να υποδέχεται όλη την ψυχική περιπλοκή του ομιλητή, σε όλες τις πιθανές εκδοχές του αισθηματικού του φάσματος -αυτή η αδιαφοροποίητη λέξη τι είναι τελοσπάντων: αγάπη, έρωτας, φιλία, κάποτε το ένα ή το άλλο και κάποτε όλα μαζί; Μια μετάφραση των σονέτων θα ήταν πλέον γι' αυτόν μια υπόθεση όχι απλώς αδιανόητη αλλά απαγορευμένη.
Η απορία του νέου εκείνου, όπως δικαιούμαστε να την αναπλάσουμε σήμερα, βρίσκεται ασφαλώς μέσα στους όρους της ιστορικής δεξίωσης των Σονέτων, η οποία υπήρξε μάλλον αλλοπρόσαλλη και -ως τον αιώνα μας τουλάχιστον- κάθε άλλο παρά μονόπλευρη ή αμιγώς θαυμαστική. Στο ένα άκρο, πρυτανεύει πάντα ο ωραιοπαθής και εμπρηστικός Όσκαρ Γουάιλντ με το «Πορτραίτο του W.H.», για να μας υπενθυμίζει πόσες και τι αλλόκοτης λογής ιστορίες μπορεί να θρέψει το πάθος για τα ποιήματα αυτά. Στο άλλο, ο στοχαστικός Κόλεριτζ, ουδόλως συμβατικός κατά τα άλλα, να κρατιέται πεισματικά στην πιο συμβατική, την πιο αθώα εκδοχή της ιστορίας, και αντίθετα σε όσα γνωρίζει η φιλολογία σήμερα, αντίθετα επίσης σε όσα ήδη υποψιαζόταν η φιλολογία τότε, να υποστηρίζει ως το τέλος της ζωής του ότι τα Σονέτα ασφαλώς απευθύνονται σε γυναίκα (Coleridge [1894] 242-243):
Δεν πιστεύω ότι ο Σαίξπηρ, απλώς και μόνον επειδή ήταν ηθοποιός, θα το θεωρούσε αναγκαίο να μεταμφιέσει τα αισθήματα που έτρεφε προς τον Πέμπροουκ [τον W.H. της αφιέρωσης], μολονότι θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο, εάν το πραγματικό του θέμα ήταν κάποια Λάουρα ή Λεονόρα. Μου φαίνεται ότι τα σονέτα μπορεί να προέρχονται μόνον από άντρα βαθιά ερωτευμένο, και ερωτευμένο με γυναίκα… Αυτά τα εξαιρετικά σονέτα αποτελούν στην πραγματικότητα ένα ενιαίο ποίημα με ισάριθμες δεκατετράστιχες στροφές˙ και, όπως και το πάθος που τα ενέπνευσε, τα σονέτα είναι πάντα ίδια, με ποικιλία στην έκφραση -συνεχόμενα, από τη σκοπιά της ψυχής του εραστή, και διακριτά, εάν τον αφουγκραστούμε να τα αφήνει ένα ένα σαν στεναγμούς.
Σαν τον νεαρό της ιστορίας είμαστε όλοι, όποτε βρεθούμε μπροστά στην ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τα Σονέτα συνολικά, ως μείζον λογοτεχνικό πρότυπο του πολιτισμού μας. Μια σειρά ανατροπές, που διατηρούν ως σήμερα ακέραιη τη δύναμή τους, ανασυντάσσουν εκ θεμελίων την τυπική πετραρχική σχέση. Βλέπουμε πρώτα απ' όλα ότι από τη θέση του εγκωμιαζόμενου εκτοπίζεται -πήγα να πω καθαιρείται- η συνήθης εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή, την οποία διαδέχεται επί 126 συνεχόμενα σονέτα ένας ωραίος, μάλλον αριστοκρατικής καταγωγής νέος. Για τη σχέση του ομιλητή με τον νέο αυτό δεν γνωρίζουμε και μάλλον δεν πρόκειται ποτέ να μάθουμε τίποτε περισσότερο από ό,τι λένε ή ίσως υπαινίσσονται τα σονέτα. Αλλά στα ποιήματα που διαβάζουμε χωρούν κάλλιστα όλες οι πιθανές εκδοχές, από την ανυπόκριτη φιλία και τον θαυμασμό του προστατευόμενου προς τον άρχοντα έως την πραγματοποιημένη ομοφυλοφιλική σχέση. Κατόπιν, όταν προστίθεται στην εικόνα η αναμενόμενη ερωμένη της σονετογραφίας, από το 127 ως το 152, πάλι τα πράγματα δεν υπακούουν στο προσδόκιμο σχήμα. Αυτή η διαβόητη «μελαχρινή κυρία» του σαιξπηρικού πάθους προκύπτει απείρως πιο ερωτική, πιο γήινη και πιο επικίνδυνη από την πετραρχική προκάτοχό της. Δεν είναι πλέον η παρθενική μορφή των πετραρχικών στερεοτύπων, όπως είδαμε προηγουμένως (σονέτο 130). Τα σκοτεινά της χρώματα ενσαρκώνουν ένα καινούριο για την ποίηση είδος ερωτικού λόγου, όπου συμφύρονται η επιθυμία με την ερωτική απειλή και η έλξη με τον φόβο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μαθαίνουμε ότι έχει εκμαυλίσει τον νεαρό του πρώτου μέρους. Η ερωμένη αυτή, εν αντιθέσει με όλες τις προκατόχους της, είναι ερωτικά έμπειρη, δραστήρια και άπιστη.
Τίποτε από όσα συνιστούν την πυρηνική πετραρχική σχέση, τουλάχιστον στη συμβατική εκδοχή της, δεν φαίνεται να έχει μείνει στη θέση του. Τα προσωπεία του ερωτικού εγκωμίου, με πρώτο και σημαντικότερο το προσωπείο του ομιλούντος ποιητή, αρχίζουν και αποκτούν βάθος και προσωπικότητα, όσο οι επιθυμίες τους -με όλες τις ψυχικές και ηθικές επιπλοκές τους- παρουσιάζονται όλο και πιο προβληματικές. Στο πρόσφατο, θαυμαστό από κάθε άποψη, βιβλίο της για τα Σονέτα η Helen Vendler (1997,19) παρατηρεί ότι το σημαντικότερο δημιούργημα της ποιητικής φαντασίας του Σαίξπηρ είναι ο ίδιος ο ομιλητής: ένα από τα πιο σύνθετα και πιο αληθινά -στην τάξη των αισθημάτων μας- πρόσωπα στην ιστορία της λυρικής ποίησης. Η ίδια η έννοια του λυρικού υποκειμένου (του πρώτου ενικού προσώπου της λυρικής ποίησης) βαθαίνει ανυπολόγιστα, καθώς εγκαθιδρύονται στην περιοχή του δύο σύμμετρα αλλά αποσταθεροποιημένα συστήματα αξιών, τριγωνισμένα και τα δύο: Από τη μια, την πλευρά της φιλίας και του έρωτα, η σχέση του ομιλητή με τον φίλο του μεσολαβείται από τη χοϊκή εμμονή της σκοτεινής κυρίας. Από την άλλη πλευρά, στον αξιακό πόλο που καταλαμβάνει η ποίηση, η θεμελιώδης πάλι σχέση του ποιητή με τον φίλο τριγωνίζεται από την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων αντίζηλων ποιητών (στα σονέτα 78-86). Στην πραγματικότητα λοιπόν στη θέση της διμερούς, ευθύγραμμης σχέσης του ερωτικού εγκωμίου (ομιλητής-ερωμένη) συναντούμε δύο ισόπλευρα τρίγωνα (ποιητής-φίλος-ερωμένη και ποιητής-φίλος-αντίζηλος ποιητής). Τα δύο τρίγωνα, έχοντας κοινή βάση (ποιητής-φίλος), σχηματίζουν ένα τετράγωνο (ποιητής -ερωμένη-φίλος-αντίζηλος ποιητής) διά του οποίου διευθετείται η συμβολική κυκλοφορία των Σονέτων. Μέσα από αυτόν τον αγωνιώδη τετραγωνισμό του ποιητικού προσώπου, και όσο περισσότερο βαθαίνουν οι υποκειμενικές-ψυχικές επιπλοκές του εγκωμίου, αναδεικνύεται όλο και σαφέστερα η ηθική περιπέτεια της ποίησης και προβαίνει, ανάγλυφη πια, η ένταση ανάμεσα στη λογοτεχνική σύμβαση και την αλήθεια. Ας θυμηθούμε για μιαν ακόμη φορά τον Τέλλο Άγρα, όταν έγραφε ότι «η μορφή είναι η εφηρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου», και ας ακούσουμε τη Rosalie Colie (1974, 66-67):
Είναι σαφές ότι η σχέση του ποιητή προς αυτόν το φίλο εδράζεται στην ποίηση: Η ποίηση δεν είναι απλώς το συμβατικό μέσο διά του οποίου μπορεί να απευθυνθεί κανείς στον προστάτη του, τον φίλο και εραστή του[˙] δεν είναι απλώς η συμβατική φωνή που εγκωμιάζει την ομορφιά. Είναι επίσης ο ποιητής ο ίδιος, που ριζώνει μέσα στην προσωπικότητά του και αφήνει το σημάδι του […] σε όλες τις ανθρώπινες πραγματώσεις και σχέσεις του. Δεν εκπλήσσει τόσο το γεγονός ότι ο Σαίξπηρ προικίζει την ποιητική θεωρία με σώμα και προσωπικότητα στο πρόσωπο του επινοημένου αντίζηλου ποιητή, γύρω από τον οποίον οργανώνει ένα δράμα της ποίησης και για την ποίηση, αναζωογονώντας με τον τρόπο αυτό μιαν εντελώς ακαδημαϊκή σύμβαση μεταποιητικής σονετογραφίας. Πολύ περισσότερο εκπλήσσει το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό ο Σαίξπηρ εντείνει και δραματοποιεί ζητήματα ύφους -του εγκωμίου, της μιμήσεως, της αυτοπροβολής. Ο αντίζηλος ποιητής καλείται όχι απλώς ως η φωνή της ποιητικής «τεχνοτροπίας», μολονότι θα αποτελέσει αναμφίβολα την αφορμή για να συζητηθεί ένα τέτοιο θέμα. Αλλά, επειδή στη σπάταλη οικονομία του ποιητή των Σονέτων η ποίηση είναι σαφέστατα ο άνθρωπος, και η επιλεγόμενη τεχνοτροπία τόσο διαποτισμένη με την προσωπικότητα του, για τον λόγο αυτό ο αντίζηλος ποιητής αποβαίνει μια ζωντανή απειλή στην προσπάθεια του ποιητή να συνεχίσει να ζει ως ποιητής, ως φίλος, ως άνθρωπος -απειλή που μπορεί να την αποτρέψει μόνον εάν αφοσιωθεί, ξανά και αποκαθαρμένος, στην ακεραιότητα της ποίησης. Κατά τη γνώμη μου, όλη η δημιουργική προσπάθεια του Σαίξπηρ αποδεικνύει ότι για εκείνον η ποιητική ακεραιότητα έγκειται στη συνεχή αντιμετώπιση των προβλημάτων τα οποία θέτει πάντα η λογοτεχνία στους ποιητές. […] Από τα Σονέτα μαθαίνουμε […] πώς η θεμελιώδης ηθική υπόσταση ενός ανθρώπου μπορεί να είναι ζήτημα ύφους.
Το εντυπωσιακό, έπειτα από αυτά, είναι η αμεσότητα με την οποία μας κυριεύουν στίχοι τόσο περίπλοκα και τόσο βαθιά διαμεσολαβημένοι από τη σκληρότερη, κάποτε, διερεύνηση των προϋποθέσεών τους. Ακόμη και ποιήματα που περιέχουν ισχυρές μεταγλωσσικές και μεταποιητικές προτάσεις, ποιήματα ποιητικής, όπως συνηθίσαμε να τα ονομάζουμε, ακόμη και αυτά πολλαπλασιάζουν, αντί να διαιρούν, τη συγκίνηση και κερδίζουν, αντί να χάνουν, σε αμεσότητα, παρά τη συχνά περίπλοκη, αναγεννησιακή ρητορική τους. Τρανό παράδειγμα το σονέτο 76, ένα από τα ωραιότερα όλου του κύκλου:
Γιατί οι στίχοι μου στερούνται νέου κόσμου,
και δεν γεννούν λαμπρές τροπές ή ποικιλμούς;
Γιατί δεν στρέφω όπως στρέφει ο καιρός μου,
σ' άλλες μεθόδους, σε παράξενους ειρμούς;
. . . . . . .
Για σένα λέω πάντα, κι ο δικός μου μύθος
έχει για θέμα του τον έρωτα και σένα˙
κι ανακαινίζω τα παλιά με νέο ήθος,
πάλι ξοδεύοντας τα ήδη ξοδεμένα.
Όλα αυτά προφανώς δεν τα είχε καν ονειρευτεί ο νεαρός ευγνώμων αποδέκτης του ερωτικού σονέτου.
Τι δηλοί ο μύθος; Μεταφράζοντας αυτά, τα πιο υποψιασμένα (από πολλές απόψεις) ποιήματα της ερωτικής παιδείας μας, όφειλα προφανώς να παρακολουθήσω τη φιλολογική γνώση και κατανόηση όση επισώρευσαν τρεις τουλάχιστον αιώνες σαιξπηρολογίας˙ συγχρόνως όμως αισθανόμουν ότι όφειλα, εξίσου επιτακτικά, να σεβαστώ την άγνοια ή την αφέλεια του νεαρού και της νεαράς της ιστορίας μας -να αφουγκραστώ σαν ωτακουστής την τεράστια ποικιλία των χρήσεων και των καταχρήσεων στις οποίες έχουν υποβληθεί τα Σονέτα. Έπρεπε να υποθέσω, ως πραγματική συνθήκη υποδοχής για τα ποιήματα αυτά, ένα ολόκληρο σύμπαν ερωτικής αλληλογραφίας και να ανοίξω κρυφά γράμματα που ασφαλώς προορίζονταν για άλλους. Αυτή θα ήταν, κατ' ανάγκην, η μικρή ή μεγάλη αδιακρισία μου.
Με άλλα λόγια, έπρεπε να σεβαστώ κάτι εξαιρετικά δύσκολο για τη γλώσσα μας, που είναι γραμματικά περισσότερο έμφυλη από την αγγλική: τόσο τη γνώση του γένους του ομιλητή και του παραλήπτη, όσο και την ασάφεια του γένους, η οποία επιτρέπει στα ποιήματα αυτά μια καθολικότητα χρήσεων εντυπωσιακή. Έτσι, εάν υπάκουα αποκλειστικά στη συγκίνηση του νέου, θα μετέφραζα:
Πώς να σε πω -καλοκαιριάτικο πρωί;
Πόσο πιο εύκρατη εσύ, πιο ερασμία.
Εάν υπάκουα στη γνώση του πράγματος, ασφαλώς δεν θα απέφευγα το γένος του επιθέτου και θα μετέφραζα:
Πώς να σε πω -καλοκαιριάτικο πρωί;
Είσαι πιο εύκρατος εσύ και πιο ωραίος.
Προτίμησα λοιπόν να σεβαστώ την απροσδιοριστία του φύλου στο πρωτότυπο, κάτι που προφανώς δεν ήταν εφικτό σε όλες τις περιπτώσεις:
Πώς να σε πω -καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία.
Γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί,
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.
Ανάλογα σύνθετες ή μικτές έπρεπε να είναι και οι λύσεις απέναντι στο πρόβλημα της σαιξπηρικής love. Τη μια φορά μετέφρασα:
Τέτοιο για μένα της αγάπης σου το κλέος,
που δεν τ' αλλάζω ούτε με σκήπτρο βασιλέως.
Ενώ σε άλλη περίπτωση οι μετρικές ανάγκες υπαγόρευσαν τη λέξη έρωτας, όχι όμως, πιστεύω, εις βάρος του αποτελέσματος:
Όπως ο ήλιος λάμπει νέος και παλιός,
ο έρωτάς μου ξαναλέγεται κι αλλιώς.
Θα μου επιτρέψετε, ελπίζω, να τελειώσω διαβάζοντας ολόκληρο το σονέτο που έλαβε κάποτε με το ταχυδρομείο ο υποθετικός νεαρός της ιστορίας μας. Τώρα πια, ίσως επειδή τόλμησα να το μεταφράσω, μπορώ να το διαβάσω όπως πραγματικά είναι -ένα ποίημα πένθους για εκείνο το ερωτικό σύμπαν το οποίο, κι ας βρίσκεται ακόμη στην άκρη των δαχτύλων μας, λίγες δεκαετίες πίσω μας στο παρελθόν, μοιάζει ήδη καταποντισμένο στους αιώνες:
Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα˙
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη,
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα.
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.
Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα˙
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.
Κι αν κελαϊδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα.
Η μετάφρασή μου, οφείλω να ομολογήσω, κλέβει μια σημαντική λέξη από τον όγδοο στίχο του πρωτοτύπου. Έχει κι αυτή μια θέση στην αφήγηση, εάν θέλουμε να είναι πλήρης η υποθετική ιστορία μας. «Σαν μήτρες που χηρεύουν μετά την αποδημία του κυρίου τους», λέει κατά λέξη το αγγλικό: «Like widowed wombs after their lord's decease». «Αγνόησε», έγραφε στο γράμμα της η νεαρή Αγγλίδα, «τη λέξη lord. Δεν είσαι εσύ». Τον καθαιρούσε λοιπόν για να προφυλαχτεί η ίδια; Ή μήπως προνόησε με αυτόν τον παράδοξο τρόπο να προφυλάξει κάπως τη μνήμη του, όταν, τριάντα χρόνια αργότερα, θα ερχόταν και η μοιραία ώρα που θα έπεφτε ξαφνικά στα πόδια του, από τις σελίδες ενός βιβλίου, η παλιά επιστολή; Μάλλον τίποτε από αυτά. Απλώς φοβόταν τον πένθιμο συμβολισμό του στίχου. Στην ποίηση, όπως και στη μετάφραση της ποίησης, δικαιούται κανείς να είναι λίγο προληπτικός.
Δεν είμαι σε θέση να πω εάν τίμησα το πρωτότυπο και ασφαλώς δεν θα μάθω ποτέ εάν σεβάστηκα δεόντως τα αισθήματα του νεαρού της ιστορίας μας. Μοιάζει χειμώνας πάντα ο καιρός της μετάφρασης, θαμπός χειμώνας, πολύ μακριά από το πρωτότυπο που ιδεαστήκαμε και αγαπήσαμε, και καθιστά ακόμη πιο αφανή τα αισθήματα της νεότητας. Κι ας είναι πάντα καλοκαίρι εκεί όπου τα σονέτα, ως ερωτικά εγκώμια, ευδοκιμούν ακόμη με όλες τις απροσδόκητες αποφύσεις τους, και όπου ο χρόνος της μετάφρασης, πολλά χρόνια μετά, πάει να συναντήσει τον άλλο χρόνο, τον ανέφικτο. Θα κριθούμε όλοι εκ του αποτελέσματος˙ αναμφίβολα. Αλλά και οι ιστορίες, είτε πραγματικές είτε επινοημένες, που αφήνουμε πίσω μας έχουν κι αυτές μερίδιο στην ηθική περιπέτεια της ποίησης. Και στην περίπτωση των μεγάλων προτύπων και πρωτοτύπων, θα συμφωνήσετε μαζί μου, ένα ηθικό ελάττωμα, μια αποτυχία της μορφής, αποβαίνει ακόμη πιο δυσβάσταχτο για όλους. Το λέει άλλωστε και ένα άλλο περίφημο σονέτο του Σαίξπηρ:
Στις πράξεις πάντα και τα πιο γλυκά πικρίζουν˙
Όζουν χειρότερα οι κρίνοι που σαπίζουν.
http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/studies/literature_translation/05_kapsalis.html
Δημοσίευση σχολίου