10.4.08

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ. ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Image Hosted by ImageShack.us

Ερείπια της Παλμύρας

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύ ύπνο διαρρέουν

Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
……………………….Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμ.): Η ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα. Μια συγχρονική ανθολογία *(Μεταίχμιο, 2008)
.
*Ίσως η πρώτη ανθολογία ελληνικής ποίησης με τόσο καλή αναλογία ομοερωτικής ποίησης. Συγχαρητήρια!
.

1 σχόλιο:

erva_cidreira είπε...

Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα
Προδημοσίευση
Του Ευριπίδη Γαραντούδη

Α. Οι γενικοί στόχοι της ανθολογίας

Η αρχή έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν εκδόθηκε η, καταρχάς επτάτομη και εντέλει οκτάτομη, Ποιητική ανθολογία του Λίνου Πολίτη· στη συνέχεια, στην εποχή της μεταπολίτευσης και μέχρι σήμερα, η εμφάνιση της εξάτομης σειράς Η ελληνική ποίηση των εκδόσεων Σοκόλη, μιας φιλολογικά επιμελημένης ανθολογίας που κάλυψε μεγάλο μέρος της νεοελληνικής ποίησης, αλλά και η κυκλοφορία μερικών ακόμη ογκωδών ανθολογιών, βελτίωσαν σημαντικά την ποιοτική εικόνα και το κύρος των ποιητικών ανθολογιών. Τα βασικά στοιχεία υπεροχής αυτών των νεότερων έργων σε σύγκριση με τις γνωστές μεταπολεμικές ανθολογικές παρουσιάσεις της ελληνικής ποίησης (του Ηρακλή Ν. Αποστολίδη, του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη και του Μιχάλη Περάνθη5) είναι ότι αφενός η ανθολόγηση κειμένων επεκτάθηκε σ' ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της νεοελληνικής ποίησης, αφετέρου τα κείμενα πλαισιώθηκαν απ' όλα εκείνα τα πληροφοριακά και ερμηνευτικά στοιχεία που καθιστούν τις ανθολογίες φιλολογικά έγκυρες. Επιπρόσθετα, τόσο στην ανθολογία του Πολίτη όσο και στη σειρά των εκδόσεων Σοκόλη οι σύντομες (στον Πολίτη) και εκτενείς (στη σειρά των εκδόσεων Σοκόλη) εισαγωγές λειτουργούν ως ιστορικές επισκοπήσεις και αποτιμήσεις της ανθολογημένης περιόδου, πλαισιωμένες από ποιητικά κείμενα. Eτσι, η συνανάγνωση ακόμη και των σύντομων (3-4 σελίδων) εισαγωγών στους τόμους της ανθολογίας του Πολίτη προσφέρει ένα συνοπτικό διάγραμμα της εξέλιξης της νεοελληνικής ποίησης, το οποίο, στις βασικές γραμμές του, ευθυγραμμίζεται με τον «κανόνα» των περισσότερων διαθέσιμων σήμερα Ιστοριών της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Επιπλέον, οι ανθολόγοι και επιμελητές των παραπάνω έργων, έγκριτοι μελετητές και, ως επί το πλείστον, ακαδημαϊκοί φιλόλογοι-νεοελληνιστές, διέθεταν την επιστημονική συγκρότηση που έλειπε από τους επιμελητές των παλαιότερων, μεγάλων σε έκταση και χρονικό εύρος, ανθολογιών. Για τους παραπάνω λόγους, αυτές οι νεότερες ανθολογίες, που μπορούν να χαρακτηριστούν ιστορικογραμματολογικές, παραμένουν, σε γενικές γραμμές, πολύ χρήσιμες, καθώς ενδείκνυνται τόσο για τις ανάγκες της διδασκαλίας της νεοελληνικής ποίησης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όσο και για τις αναζητήσεις του μη ειδικού, αλλά ενημερωμένου και ευαισθητοποιημένου αναγνώστη. Τέλος, επίσης στην εποχή της μεταπολίτευσης και μέχρι τις μέρες μας, εμφανίστηκαν αρκετές ανθολογίες αφιερωμένες αποκλειστικά στο έργο των νεότερων ποιητικών γενεών (της γενιάς του 1970, της γενιάς του 1980 και της γενιάς του 1990). Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι όλες σχεδόν αυτές οι ανθολογίες εκπονήθηκαν από ποιητές και κριτικούς λογοτεχνίας και όχι από φιλόλογους, προσφέρουν μιαν ευρεία, αντιπροσωπευτική και διανθισμένη με πλούσιο πληροφοριακό υλικό, εικόνα του έργου των ποιητών που παρουσιάστηκαν στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες.

Με δεδομένη, λοιπόν, την ύπαρξη των παραπάνω έργων, η ανθολογία αυτή δεν έχει τις στοχεύσεις, το περιεχόμενο και κυρίως τη διάρθρωση των ιστορικογραμματολογικών ανθολογιών. Με άλλα λόγια, δεν περιλαμβάνει εκτενή εισαγωγή, όπου να επισκοπείται και να αποτιμάται η ποιητική ύλη της, οι ανθολογημένοι συγγραφείς δεν χωρίζονται σε ποιητικές γενιές ή σύμφωνα με κάποιο άλλο γραμματολογικό μόρφωμα, τα κείμενα δεν συνοδεύονται από βιοεργογραφικά σημειώματα και επιλογή βιβλιογραφίας των ποιητών, δεν υπάρχει πλούσια και ελεγμένη ως προς την πραγματολογική χρηστικότητά της εικονογράφηση (όπως στη σειρά των εκδόσεων Σοκόλη). Τους παραπάνω όρους τηρούν και τους συναφείς με αυτούς τους όρους στόχους ικανοποιούν άρτια (και θα εξακολουθήσουν να ικανοποιούν) οι προαναφερθείσες ανθολογίες. Αποδεσμευμένο, λοιπόν, από τους όρους αλλά και τους περιορισμούς των ιστορικογραμματολογικών ανθολογιών, το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει, όπως δηλώνει ο τίτλος του, ποιητικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα, με στόχο να προσφέρει ένα γενικό πανόραμα της ελληνικής ποίησης αυτής της εποχής σε μια επίτομη και χρηστική έκδοση. Γράφοντας χρηστική εννοώ ότι πρόκειται για μια ανθολογία κυρίως ποιημάτων, η πλαισίωση των οποίων με πάσης φύσεως πληροφοριακό υλικό περιορίστηκε στο ελάχιστο δυνατό.

Πέρα, όμως, από το γεγονός ότι η ανθολογία αυτή είναι επίτομη και χρηστική, διαφέρει από τα ιστορικογραμματολογικά ανθολογικά έργα, επειδή διέπεται από διαφορετική αντίληψη όσον αφορά στη διάρθρωση της ύλης της και, συνεπώς, στον τρόπο παρουσίασης ποιητών και ποιημάτων. Προκειμένου να γίνει αντιληπτή (και πριν περιγραφεί) η διαφορετική πρόταση της ανθολογίας, είναι απαραίτητη η συνοπτική περιγραφή της βασικής αρχής σύμφωνα με την οποία διαρθρώθηκε η ύλη τόσο των πολύτομων ανθολογιών (ιδίως εκείνης των εκδόσεων Σοκόλη) όσο και των ανθολογιών των μεταπολιτευτικών ποιητικών γενεών. Το βασικό, λοιπόν, κριτήριο κατάταξης ποιητών και ποιημάτων σ' όλες αυτές τις ανθολογίες είναι η «ποιητική γενιά» ως γραμματολογικό μόρφωμα.

Η ποιητική γενιά θεωρείται σήμερα όχι μόνο όρος της γραμματολογικής ταξινόμησης αλλά και ειδοποιό σήμα της εξέλιξης της ελληνικής ποίησης από τη δεκαετία του 1880 μέχρι σήμερα, παρά τη διαπίστωση, που λίγο-πολύ όλοι αποδέχονται, ότι τα ουσιωδέστερα στοιχεία αυτής της εξέλιξης πολύ δύσκολα μπορούν να υπαχθούν σε ταξινομικά σχήματα. Π.χ. οι ιδιαιτερότητες της καβαφικής ποίησης δεν επέτρεψαν την ένταξη του Καβάφη, συνομήλικου με τους ποιητές της γενιάς του 1880, σε καμιά ποιητική γενιά. Η γενικώς ισχύουσα ερμηνεία του όρου «λογοτεχνική γενιά» από τον Mario Vitti είχε ως σημείο αναφοράς τη γενιά του 1930: «Μια ομάδα λογοτεχνών που παρουσιάζονται νέοι, με πρωτοποριακές φιλοδοξίες, με διάθεση να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν ή τουλάχιστον να διαφοροποιηθούν από αυτό και από την κατεστημένη τάξη· που αποβλέπουν σε θέματα και μορφές νέες και ομοιογενείς, στηριγμένες σε εμπειρίες κοινές, βιωμένες με κάποια συγγένεια».

Γεγονός είναι ότι οι παλιές και δόκιμες, λόγω της μακρόχρονης χρήσης και καθιέρωσής τους, εκδοχές του όρου, «γενιά του 1880», «γενιά του 1920» και «γενιά του 1930», αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκε, στα μεταπολιτευτικά χρόνια, η τάση για συστηματική γενεαλογική ταξινόμηση της προπολεμικής μοντέρνας και ιδίως της μεταπολεμικής ποίησης. Ο κύριος γενεαλόγος της ποιητικής παραγωγής από την εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήταν ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου. Ο Αργυρίου πρωτοπαρουσίασε τα κριτήρια για τη γενεαλογική κατάταξη της ποίησης αυτής της περιόδου στη μελέτη του «Σχέδιο για μια συγκριτική της μοντέρνας ελληνικής ποίησης» (1979) και, στη συνέχεια, σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, ανθολόγησε, σε δύο τόμους, τους Νεωτερικούς ποιητές του Μεσοπολέμου (1979) και τους ποιητές της Πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς (1982) (στη σειρά των εκδόσεων Σοκόλη). Στο μελέτημά του και τις εισαγωγές των δύο ανθολογιών ο Αργυρίου κατένειμε τη «νεωτερική» (όπως εντέλει προτίμησε να ονομάσει τη μοντέρνα) ποίηση σε τρεις γραμματολογικές ομάδες-γενιές: νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου (η ονομασία αυτή προτιμήθηκε αντί του, καθιερωμένου το 1979 και μέχρι σήμερα δόκιμου, όρου «γενιά του '30»), της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Επίσης προσδιόρισε τους κύκλους των ετών γέννησης των ποιητών/ποιητριών των τριών παραπάνω γενεών (αντιστοίχως 1895-1915, 1916-1928 και 1929-1940).

Tα κύρια κριτήρια της γενεαλογικής κατάταξης του Αργυρίου είναι αφενός εξωτερικά, ανάγονται δηλαδή στη βιογραφία του ποιητή/ποιήτριας (χρόνος γέννησης και χρόνος πρώτης δημοσίευσης ποιήματος σε ελεύθερο στίχο), αφετέρου εσωτερικά, στοχεύουν δηλαδή στο λογοτεχνικό έργο (ο ελεύθερος στίχος ως βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της μοντέρνας/νεωτερικής από την παραδοσιακή ποίηση, ομόλογα θέματα και ομοιογενή εκφραστικά μέσα). Για τον Aργυρίου η μετάβαση από τη μια γενιά στην επόμενη δεν σημαίνει απλώς αλλαγή στις χρονολογίες, αλλά τροποποίηση του αισθητικού και ιδεολογικού κλίματος.

Τους χρονολογικούς όρους της γενεαλογικής ταξινόμησης που πρότεινε ο Αργυρίου υιοθέτησαν όλοι σχεδόν οι μεταγενέστεροί του ανθολόγοι. Eτσι, τόσο ο Ανέστης Ευαγγέλου όσο και ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ανθολόγοι της δεύτερης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς (αντιστοίχως 1994 και 2002), δέχτηκαν ότι η γενιά αυτή αποτελείται από τους ποιητές/ποιήτριες που γεννήθηκαν στο διάστημα της δωδεκαετίας 1929-1940 και δημοσίευσαν ποιήματα ή εξέδωσαν ποιητική συλλογή στη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Νωρίτερα ακόμη, το 1979, ο κριτικός Aλέξης Zήρας, στην εισαγωγή της ανθολογίας του Nεώτερη ελληνική ποίηση. 1965-1980, υιοθέτησε τη χρονιά με την οποία ο Αργυρίου τερμάτισε τη γενεαλογική ταξινόμηση των μεταπολεμικών ποιητών, το 1940, ως το εναρκτήριο έτος της περιόδου που γεννήθηκαν οι ποιητές/ποιήτριες της «γενιάς του 1970». Συγκεκριμένα, ο Ζήρας αναφέρεται λανθανόντως σε «γενιά» και δεν φαίνεται να αποσκοπεί στη γενεαλογική οριοθέτησή της, αφού δεν χρησιμοποιεί τον όρο, ωστόσο η προσεκτική ανάγνωση της εισαγωγής του δεν αφήνει αμφιβολία ότι εφαρμόζει τη γενεαλογική μέθοδο που εισηγήθηκε ο Aργυρίου: από τη μια χαράζεται ο κύκλος των ετών γέννησης των νέων ποιητών/ποιητριών (1940-1955) και ο κύκλος των χρόνων έκδοσης του πρώτου βιβλίου τους (1967-1974), από την άλλη αναζητείται ο κοινός κοινωνικοπολιτικός προσδιορισμός και οι ομόλογες θεματικές και εκφραστικές τάσεις τους. Αυτοί οι χρονικοί προσδιορισμοί της γενιάς του 1970 έγιναν επίσης δεκτοί από τον οψιμότερο και συστηματικότερο ανθολόγο της, τον Δημήτρη Αλεξίου (2001).

Τον ρόλο του γενεαλόγου των νέων ποιητών/ποιητριών της δεκαετίας του 1980 ανέλαβε ο κριτικός και ποιητής Hλίας Kεφάλας. Στο δοκίμιό του, H γενιά του ιδιωτικού οράματος. (Nέες εμφανίσεις στην ποίηση) (1987), και κυρίως στην ανθολογία του, Aνθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. H δεκαετία του 1980. (Iδιωτικό όραμα), αφενός πρότεινε τον περιεχομενολογικό όρο «γενιά του ιδιωτικού οράματος», αφετέρου οριοθέτησε τη «γενιά του 1980». Κατά τον Κεφάλα, ο ληξιαρχικός κύκλος της «γενιάς του 1980» περιλαμβάνει τους ποιητές/ποιήτριες που γεννήθηκαν από το 1956 έως το 1967, αποτελούν δηλαδή την ηλικιακή συνέχεια της προηγούμενης γενιάς του 1970, ενώ τα πρώτα ποιητικά βιβλία των περισσότερων εκδόθηκαν στα έτη 1983-1986. Κατά τη γνώμη μου, η προσπάθεια των γενεών του 1970 και του 1980 να υποσκελίσουν τις παλαιότερες ή η μία την άλλη χρησιμοποίησε τις παραπάνω ανθολογίες, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των επιμελητών τους (συνολικώς εκδόθηκαν έξι ανθολογίες της γενιάς του 1970 και πέντε της γενιάς του 1980), ως είδος σωματειακών λευκωμάτων και τον ανθολόγο ως κριτικό άλλοθι σε μια απροσχημάτιστη κίνηση στη σκακιέρα της δημοσιότητας και της καθιέρωσης. Τέλος, με δεδομένη τη μακρόχρονη χρήση και ιδίως τη μεταπολιτευτική κατάχρηση του όρου «ποιητική γενιά», επόμενο ήταν στην πρόσφατη Ανθολογία ποίησης της γενιάς του '90. Η γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς (2002) να υιοθετηθεί ο όρος «γενιά του 1990».

Με αυτό τον διαμορφωμένο πλέον πληθωρισμό ποιητικών γενεών, πρέπει να αναρωτηθούμε αν όλες οι νεότερες από τη γενιά του 1930 ελληνικές ποιητικές γενιές, όσες προσδιόρισαν οι γραμματολόγοι-ανθολόγοι και στεγάστηκαν στις συναφείς ανθολογίες, ανταποκρίνονται στον ορισμό της «λογοτεχνικής γενιάς» από τον Vitti. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα αν σ' όλες αυτές τις νεότερες γενιές, η έννοια της βιολογικής γενιάς, στην οποία οι ποιητές/ποιήτριες ηλικιακά ανήκουν, συνδέεται με την έννοια της ποιητικής γενιάς, δηλαδή μιας ομάδας νέων ποιητών/ποιητριών που αποβλέπουν και επιφέρουν την ενδυνάμωση και εξέλιξη της παλαιότερής τους ποίησης.

Η παραπάνω, έστω και σχηματική, αναδρομή στη γενεαλογική κατάταξη της ελληνικής ποίησης από τη δεκαετία του 1880 μέχρι σήμερα ήταν απαραίτητη ώστε να αντιστοιχήσουμε την ύλη της παρούσας ανθολογίας με εκείνη των ιστορικογραμματολογικών-γενεαλογικών ανθολογιών. Στην παρούσα ανθολογία, λοιπόν, περιλαμβάνονται, καταρχάς, οι δύο (ή και τρεις) τελευταίες ποιητικές γενιές της παραδοσιακής ποίησης και, στη συνέχεια, όλες οι γενιές η αρχή των οποίων οριοθετείται από την έλευση του μοντερνισμού στην ελληνική λογοτεχνία (δεκαετία του 1930). Ακριβέστερα, από τον χώρο της παραδοσιακής ποίησης περιλαμβάνονται η γενιά του 1880, η γενιά του 1910 και η γενιά του 1920, ενώ από τη νεότερη, σχηματικά αποκαλούμενη μοντέρνα/νεωτερική ποίηση, η γενιά του 1930 (ή νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου), η πρώτη μεταπολεμική γενιά, η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, η γενιά του 1970, η γενιά του 1980 και η γενιά του 1990.

Η διαπίστωση ότι η ανθολογία αυτή οργανώθηκε ανεξάρτητα από τη γενεαλογική ταξινόμηση της ποίησης του 20ού αιώνα δεν ακυρώνει το εύλογο ερώτημα γιατί υιοθετήθηκε αυτός ο, εκ πρώτης όψεως αυθαίρετος, χρονικός προσδιορισμός της ύλης της (ποίηση του 20ού αιώνα) και όχι εκείνος της ποίησης του 19ου και του 20ού αιώνα, δηλαδή της χρονικής περιόδου που θα περιελάμβανε όλο το εύρος της νεότερης ελληνικής ποίησης (με ιστορική αρχή της την επανάσταση του 1821). Καταρχάς επειδή υπήρχε ένας αυτονόητος περιορισμός: η ανθολογημένη ποιητική ύλη του 19ου και του 20ού αιώνα πολύ δύσκολα μπορούσε να περιληφθεί σε μια επίτομη έκδοση. Κυρίως, όμως, ο χρονικός ορίζοντας του 20ού αιώνα επιλέχθηκε, επειδή ο αιώνας αυτός είναι, κατά γενική παραδοχή, όχι μόνο η δημιουργικότερη, ποσοτικά και ποιοτικά, περίοδος στο σύνολο της μακρόχρονης, σχεδόν χιλιετούς, πορείας της νεοελληνικής ποίησης, αλλά, επίσης, η δυναμική συνέχεια και η ποιοτική υπέρβαση της ποίησης του 19ου αιώνα. Υπενθυμίζω τις σχεδόν αυτονόητες και αξιολογικά πρωταρχικές παραμέτρους αυτής της διαπίστωσης. Στην ποίηση του 20ού αιώνα εντάσσονται τόσο το έργο του Καβάφη, του παγκοσμίως και ευρύτατα γνωστού Eλληνα ποιητή, όσο και το έργο του Σεφέρη και του Ελύτη, των δύο ποιητών μας που τιμήθηκαν με τη, γνωστότερη διεθνώς, λογοτεχνική διάκριση, το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Στον 20ό αιώνα ανήκει, επίσης, το έργο άλλων κατά γενική παραδοχή σημαντικών ποιητών, όπως ο Ρίτσος, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Αναγνωστάκης και ο Σαχτούρης.

Ανέφερα τον Καβάφη και ποιητές κυρίως της γενιάς του '30, επειδή η υπερίσχυση του αισθητικού παραδείγματος της καβαφικής και της μοντέρνας ποίησης (στις διάφορες και ποικίλες εκδοχές της) επέβαλαν τον Καβάφη και τους ποιητές της γενιάς του '30 στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού ως αδιαμφισβήτητες κορυφές της ελληνικής ποίησης. Αυτή ακριβώς η καθιέρωση κάνει σκόπιμη την ανθολογική συστέγαση των «κορυφών», του Καβάφη και των ποιητών της γενιάς του '30, μαζί τόσο με τους παλαιότερους όσο και με τους νεότερους ποιητές/ποιήτριες. Καταρχάς, όσον αφορά στους παλαιότερους, η ανθολογική συνύπαρξη των μειζόνων και ελασσόνων παλαιότερων ποιητών μαζί με τις «κορυφές», που κατέστησαν τους παλαιότερους «παραδοσιακούς», προβάλλει την ανάγκη να μην λησμονήσουμε εκείνο το κομμάτι του μακρινού ποιητικού παρελθόντος, που μπορεί να παραμείνει ζωντανό, αν διαθέτουμε καλούς διαύλους επικοινωνίας μαζί του. Οσον αφορά, από την άλλη πλευρά, στους νεότερους, η δική τους συνύπαρξη με τις «κορυφές» δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να εκτιμήσει ή και να επιβεβαιώσει, όπως πιστεύω, τόσο τη δυναμική εξέλιξη όσο και το ανθεκτικό και ποιοτικά υψηλό παρόν της ελληνικής ποίησης. Οι ποιητές/ποιήτριες των τελευταίων δεκαετιών, οι περισσότεροι εν ζωή και εν δράσει, όντας η απώτερη συνέχεια μιας παράδοσης που συνενώνει τους μείζονες και «κανονικοποιημένους» ομότεχνους του λαμπρού παρελθόντος, είτε αυτοί είναι παραδοσιακοί (Παλαμάς, Σικελιανός, Βάρναλης), είτε διαμεσολαβητές προς τον μοντερνισμό (Καβάφης, Καρυωτάκης), είτε μοντέρνοι/νεωτερικοί (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Σινόπουλος, Αναγνωστάκης, Σαχτούρης), συντηρούν, σε πείσμα των καιρών, έναν λογοτεχνικό λόγο όπου ακόμη διακυβεύεται η έκφραση της ομορφιάς και της αλήθειας του κόσμου. Σε μια εποχή, μάλιστα, που η πεζογραφία φαίνεται να έχει κυριαρχήσει στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού, η ανθολογία αυτή θα ευχόμουν να λειτουργήσει ως μια μαρτυρία της διαχρονικής και σταθερής υπεροχής της ελληνικής ποίησης έναντι του πεζογραφικού λόγου. Τουλάχιστον για όσους νογούν.


Β. Διάρθρωση της ύλης της ανθολογίας και μερικές οδηγίες για την ανάγνωσή της

Eκανα παραπάνω λόγο για τη διαφορετική πρόταση αυτής της ανθολογίας, ως απόρροια της αποδέσμευσής της από τα ταξινομικά σχήματα των γενεών, όσα υιοθέτησαν και αναπαρήγαγαν οι ιστορικογραμματολογικές και γενεαλογικές ανθολογίες. Η διαφορετική πρόταση εντοπίζεται στη διάρθρωση της ύλης της. Η παρούσα ανθολογία, λοιπόν, οργανώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να δώσει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την εξέλιξη και τις διάφορες τάσεις της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα μέσα από τη συγχρονική παρουσίαση των ανθολογημένων κειμένων. Με γνώμονα αυτό τον στόχο, τα ποιήματα κατατάχθηκαν κατά το έτος της πρώτης δημοσίευσής τους σε βιβλίο (1900, 1901, 1902 και εξής). Στο εσωτερικό του κάθε έτους τα κείμενα των διαφόρων ποιητών κατατάχθηκαν κατά την αλφαβητική σειρά των συγγραφέων τους. Τα κείμενα, πάλι, που προέρχονται από το ίδιο ποιητικό βιβλίο διατάχθηκαν σύμφωνα με τη σειρά τους στο βιβλίο. Ακριβέστερα, η ανθολογία αρχίζει με ποίημα του Μιλτιάδη Μαλακάση δημοσιευμένο το 1899, στο κατώφλι του 20ού αιώνα (δεδομένου ότι ο χρονικός προσδιορισμός της ύλης της ανθολογίας είναι συμβατικός, δεν είχε νόημα να τηρηθεί ως εναρκτικό όριο ακριβώς το 1900 ή το 1901), και ολοκληρώνεται με ποίημα της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου δημοσιευμένο το 2007 (ο τερματισμός της, πάλι, στο έτος 2000 θα συγκρουόταν με την πεποίθησή μου ότι η δυναμική εξέλιξη της σύγχρονης ποίησής μας συνεχίζεται). Αυτός ο τρόπος κατάταξης των ανθολογημένων κειμένων, κατά το ανάπτυγμά τους στον χρόνο, αναδεικνύει τη συνύπαρξη των ποιητών και τη συλλειτουργία των κειμένων τους στη λογοτεχνική συγκυρία της εκάστοτε χρονικής στιγμής αυτή την (ανά χρονική στιγμή) λογοτεχνική συγκυρία ο αναγνώστης της ανθολογίας έχει την ευχέρεια να την παρακολουθήσει από την απόσταση του χρόνου. Π.χ. στις σελίδες της ανθολογίας όπου παρουσιάζονται τα κείμενα του 1935, έτους που σημαδεύτηκε από σημαντικές εμφανίσεις του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού, συνυπάρχουν ποιήματα κατά σειρά του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Αρη Δικταίου, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Κ.Π. Καβάφη, του Απόστολου Μελαχρινού, του Ζήση Οικονόμου, του Κωστή Παλαμά, του Γιώργου Σαραντάρη και του Γιώργου Σεφέρη. Ωστόσο, αυτός ο τρόπος κατάταξης των ανθολογημένων κειμένων δεν αποκλείει, αντιθέτως ευνοεί, και την, κατά τη γνώμη μου ενδιαφέρουσα, επιλογή εκείνου του αναγνώστη που θα διαβάσει τα κείμενα της ανθολογίας από το τέλος της, το 2007, με προσανατολισμό προς το παρελθόν. Ισως μια τέτοια αντίστροφη ανάγνωση φέρνει στο προσκήνιο, εναργέστερα, ορισμένα από τα στοιχεία της αλλαγής και της εξέλιξης της ελληνικής ποίησης στη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Γιατί απορρίφθηκε η διάταξη της ύλης των κειμένων κατά ποιητή/ποιήτρια νομίζω ότι έγινε αντιληπτό από τα παραπάνω. Επειδή, δηλαδή, μια τέτοια διάταξη, σύμφωνη λίγο ώς πολύ με τα ταξινομικά σχήματα των γενεών, θα παραμόρφωνε την πραγματική εικόνα της εξέλιξης της λογοτεχνικής ιστορίας, καθώς τα σχήματα αυτά συσκοτίζουν ό,τι όλοι σχεδόν (εξαιρουμένων των γραμματολόγων;) γνωρίζουμε από την εμπειρία της λογοτεχνικής ζωής: οι ποιητές των διαφόρων (βιολογικών) γενεών συγχρωτίζονται, λιγότερο ή περισσότερο, τα ποιήματά τους συνυπάρχουν και οι αναγνώσεις τους συμβαδίζουν μέσα στον ιστορικό χρόνο. Γιατί, πάλι, με στόχο τη συγχρονική παρουσίαση των ποιημάτων, επιλέχθηκε ως κριτήριο κατάταξης των ανθολογημένων κειμένων ειδικά το έτος πρώτης δημοσίευσής τους σε βιβλίο; Επειδή η πιο αναγνωρισμένη στιγμή της ιστορίας των ποιημάτων - αναγνωρισμένη τόσο στο επίπεδο της συγχρονικής πρόσληψης όσο και σε εκείνο της διαχρονικής θεώρησής τους - είναι ο χρόνος που δημοσιεύονται σε βιβλίο. Αυτό το γεγονός κυρίως εγγράφει τα ποιήματα μέσα στη ροή του λογοτεχνικού γίγνεσθαι και, στη συνέχεια, σηματοδοτεί τη λειτουργία τους στην ιστορία της λογοτεχνίας. Εξάλλου εναλλακτικοί τρόποι χρονικής κατάταξης (π.χ. σύμφωνα με το έτος γραφής των ποιημάτων ή σύμφωνα με το έτος πρώτης δημοσίευσής τους σε λογοτεχνικό περιοδικό) είναι ουσιαστικά αδύνατο να εφαρμοστούν, καθώς για πολλά ποιήματα δεν είναι γνωστός ο χρόνος γραφής, ενώ, επίσης, δεν (προ)δημοσιεύονται όλα στον λογοτεχνικό Τύπο. Στον κανόνα της κατάταξης των κειμένων κατά το έτος της πρώτης δημοσίευσής τους σε βιβλίο μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν τα λεγόμενα «αναγνωρισμένα» ποιήματα του Καβάφη, όπου ως κριτήριο κατάταξης υιοθετήθηκε ο χρόνος πρώτης δημοσίευσης του κάθε ποιήματος, ακριβέστερα το έτος εκτύπωσης σε χωριστό μονόφυλλο, σύμφωνα με το ιδιότυπο σύστημα με το οποίο ο ποιητής τύπωνε και μοίραζε τα ποιήματά του. Στην περίπτωση του Καβάφη, αν είχε τηρηθεί ο γενικός κανόνας και, συνεπώς, τα «αναγνωρισμένα» ποιήματα κατατάσσονταν συγκεντρωμένα στο έτος 1935, στη χρονιά κυκλοφορίας της πρώτης, μεταθανάτιας έκδοσης της καβαφικής ποίησης, θα χανόταν η συγχρονική παρουσίαση (και, συνεπώς, η ανάδειξη της διαφοράς) του καβαφικού έργου και εκείνου των παραδοσιακών ποιητών κατά την περίοδο από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τον θάνατο του αλεξανδρινού ποιητή (1933). Αντιθέτως, τα ποιήματα των δύο άλλων κατηγοριών της καβαφικής ποίησης, τα «ανέκδοτα» ή «κρυμμένα» και τα «ατελή», κατατάχθηκαν εδώ, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, στο χρονικό σημείο της πρώτης εκδοτικής τους εμφάνισης (αντιστοίχως 1968 και 1994).

Με δεδομένη, λοιπόν, τη γενική κατάταξη των ποιημάτων κατά το έτος της πρώτης δημοσίευσής τους σε βιβλίο, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες διαιρέσεις ή ταξινομήσεις της ύλης της ανθολογίας. Ωστόσο, για τις τυχόν διαφορετικές, επιλεγμένες ή επιθυμητές από τον αναγνώστη, εναλλακτικές αναγνώσεις των ανθολογημένων κειμένων (π.χ. ανάγνωση των ποιημάτων ενός συγκεκριμένου ποιητή/ποιήτριας ή ανάγνωση των κειμένων των ποιητών/ποιητριών που εντάσσονται στην ίδια γενιά) προσανατολίζουν τα δύο παραρτήματα και τα δύο ευρετήρια στο τέλος του βιβλίου (βλ. παρακάτω την ενότητα «Η φιλολογική πλαισίωση της ανθολογίας: Παραρτήματα, ευρετήρια, δίσκος ακτίνας»). Οπου, στη ροή των κειμένων της ανθολογίας, πρωτοεμφανίζεται το όνομα κάποιου ποιητή/ποιήτριας γράφεται, δίπλα στο όνομα, ο χρόνος γέννησης και, στην περίπτωση των νεκρών ποιητών/ποιητριών, εκείνος του θανάτου, ενώ, επίσης, στη στήλη δίπλα από το ποίημα, υπάρχει μια μικρού σχήματος φωτογραφία του κάθε ποιητή/ποιήτριας, που, στην περίπτωση των ζώντων, επιλέχθηκε από τους ίδιους. Αυτές οι μικρές φωτογραφίες, απαραίτητα ίσως στοιχεία σύνδεσης του έργου με την υλική πραγματικότητα του βιογραφικού υποκειμένου του, αποτελούν και το μοναδικό εικονογραφικό υλικό της ανθολογίας.

Το κάθε ανθολογημένο κείμενο πλαισιώνεται από τις ελάχιστες δυνατές και παρουσιασμένες με οικονομικό τρόπο, ωστόσο χρήσιμες ή και απαραίτητες πληροφορίες για όποιον ενδιαφέρεται αφενός να ελέγξει τις πηγές του ανθολόγου-επιμελητή, αφετέρου να παρακολουθήσει ακριβέστερα την ένταξη των κειμένων μέσα στον χρόνο. Συγκεκριμένα, στη στήλη που υπάρχει στα δεξιά ή στα αριστερά κάθε ποιήματος (αναλόγως αν το ποίημα διατάσσεται σε δεξιά ή αριστερή σελίδα του βιβλίου) γράφεται, καταρχάς, ο τίτλος του βιβλίου όπου πρωτοδημοσιεύτηκε το ποίημα και ο χρόνος έκδοσης αυτού του βιβλίου (π.χ.: Ελεγεία και σάτιρες, 1927). Ακολουθεί η βραχυγραφία του βιβλίου (όνομα ποιητή/ποιήτριας και χρόνος έκδοσης) απ' όπου αντλήθηκε το κείμενο και η παραπομπή στη σελίδα του βιβλίου-πηγής (π.χ.: Καρυωτάκης, 1992, σ. 25). Οι βραχυγραφίες αυτές αναλύονται στο ευρετήριο των «Πηγών». Εννοείται ότι το βιβλίο όπου πρωτοδημοσιεύτηκε το ποίημα και το βιβλίο-πηγή, απ' όπου το ποίημα προέρχεται, άλλοτε ταυτίζονται και άλλοτε όχι, καθώς σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως σε εκείνες των παλαιότερων ποιητών, τα ανθολογημένα κείμενα προέρχονται όχι από τη πρώτη έκδοσή τους, αλλά από μεταγενέστερες εκδόσεις τους. Τέλος, στη στήλη δίπλα στο ποίημα γράφονται δύο χρονικές ενδείξεις, αν αυτές είναι γνωστές: η πρώτη δηλώνει τον χρόνο της γραφής του (π.χ.: γρ. 1917)· η δεύτερη τον χρόνο της πρώτης δημοσίευσής του στον (λογοτεχνικό ιδίως) Τύπο (π.χ.: α' δημ. 1919). Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι δύο αυτές χρονικές ενδείξεις αντλήθηκαν από τα βιβλία-πηγές και δεν ελέγχθηκαν ως προς την αξιοπιστία τους, δεν έγινε, δηλαδή, αυτοψία στον λογοτεχνικό Τύπο για να επαληθευθούν τα στοιχεία των πρώτων δημοσιεύσεων. Τα περισσότερα, πάντως, από τα χρησιμοποιηθέντα βιβλία-πηγές, ιδίως για τους παλαιότερους ποιητές, είναι φιλολογικά επιμελημένες εκδόσεις των περιλαμβανόμενων ποιητικών κειμένων, συνεπώς χορηγούν, κατά τεκμήριο, ελεγμένες πληροφορίες. Διευκρινίζω, ειδικότερα, ότι έκρινα χρήσιμο να παραθέσω τις ενδείξεις του χρόνου γραφής και του χρόνου της πρώτης δημοσίευσης των κειμένων, επειδή είναι πολλές οι περιπτώσεις των ποιημάτων που περιελήφθησαν σε βιβλία πολλά χρόνια, ενίοτε δεκαετίες, ύστερα από τον χρόνο γραφής τους (αυτό συνέβη, π.χ., με τα «ανέκδοτα» ή «κρυμμένα» ποιήματα του Καβάφη) και τον χρόνο της πρώτης δημοσίευσής τους στον Τύπο (αυτό συνέβη, π.χ., με τα ποιήματα του Μήτσου Παπανικολάου και ορισμένα ποιήματα του Ρώμου Φιλύρα). Για να εντοπίσω όχι μόνο τους χρόνους γραφής και δημοσίευσης μερικών κειμένων στον λογοτεχνικό Τύπο, αλλά ακόμη και το έτος της πρώτης έκδοσης τους σε βιβλίο, όταν οι πληροφορίες αυτές δεν υπήρχαν στα βιβλία-πηγές, χρειάστηκε να τις αναζητήσω σε άλλα μελετήματα ή βοηθήματα (π.χ. βιβλιογραφίες ή χρονολόγια). Τέτοια ήταν, π.χ., η περίπτωση των χρονικών ενδείξεων που αφορούν στα ποιήματα του Σικελιανού.

Ο αναγνώστης μπορεί να έχει μια πλήρη εικόνα των βιβλίων απ' όπου ανθολόγησα τα διάφορα ποιήματα, αν ανατρέξει στο ευρετήριο των «Πηγών» (βλ. περιγραφή αυτού του ευρετηρίου παρακάτω, στην ενότητα «Η φιλολογική πλαισίωση της ανθολογίας: Παραρτήματα, ευρετήρια, δίσκος ακτίνας»). Ισως, όμως, δεν είναι περιττό να δώσω εδώ κάποιες γενικές διευκρινίσεις για τον τρόπο που εργάστηκα. Τα ποιήματα των παλαιότερων ποιητών του 20ού αιώνα (παραδοσιακοί ποιητές, γενιά του 1930 και πρώτη μεταπολεμική γενιά) ανθολογήθηκαν από τις συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου τους, είτε πρόκειται για, λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστες, φιλολογικά επιμελημένες εκδόσεις, είτε για εκδόσεις οφειλόμενες σε πρωτοβουλία των ίδιων των συγγραφέων. Υπήρξαν λιγοστές εξαιρέσεις· π.χ. τα ποιήματα του Αναστάσιου Δρίβα και του Δ.Ι. Αντωνίου, ποιητών της γενιάς του '30, αντλήθηκαν από τις πρώτες εκδόσεις τους, καθώς δεν έχουν γίνει συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου τους. Αντιθέτως, για τους νεότερους ποιητές (δεύτερη μεταπολεμική γενιά και μεταπολιτευτικές γενιές) η ανθολόγηση έγινε είτε από τις συγκεντρωτικές εκδόσεις, στις περιπτώσεις όπου αυτές πραγματοποιήθηκαν από τους ίδιους, είτε από τις πρώτες εκδόσεις των διαφόρων ποιητικών συλλογών τους. Οποτε η ανθολόγηση έγινε από συγκεντρωτική έκδοση, μεταφέρεται εδώ η μορφή των ανθολογημένων ποιημάτων σύμφωνα με την οψιμότερη βούληση του συγγραφέα τους, επειδή, όπως είναι γνωστό, αρκετοί ποιητές επεξεργάζονται και τροποποιούν, λιγότερο ή περισσότερο, τη μορφή των ποιημάτων τους στις συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου τους. Αν ο φιλέρευνος ή απαιτητικός αναγνώστης ανατρέξει στην πρώτη έκδοση αρκετών ανθολογημένων κειμένων, σύμφωνα με τον χρόνο της οποίας αυτά κατατάχθηκαν στην παρούσα ανθολογία, πιθανόν να διαπιστώσει ότι τα ίδια ποιήματα υπάρχουν εκεί σε, λιγότερο ή περισσότερο, διαφορετική μορφή. Διευκρινίζω, με άλλα λόγια, ότι δεν με απασχόλησε το ζήτημα της εκδοτικής ιστορίας ή των, κατά καιρούς, διαφορετικών μορφών του κάθε ανθολογημένου κειμένου. Το ειδικό αυτό ζήτημα ίσως απασχολήσει εκείνους τους αναγνώστες που θα θελήσουν να διαβάσουν διεξοδικά και με μεγαλύτερη προσοχή και αφοσίωση κάποιον ή κάποιους από τους ανθολογημένους ποιητές/ποιήτριες. Αθέτηση του κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τα ποιήματα αντλήθηκαν από τις συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου ή τις πρώτες εκδόσεις των διαφόρων συλλογών υπήρξε μόνο σε δύο περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, ανθολόγησα τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου από την πολύ καλή και, εξάλλου, αρκετά πλούσια ως προς τον ποσοτικό της όγκο ανθολογία της Χρύσας Προκοπάκη (2000)· επίσης, άντλησα τα ποιήματα του Διονύση Καρατζά από το βιβλίο-επιλογή Ποιήματα (1972-1997), όπου τα ανθολόγησε ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος (1999). Στη μεγάλη πλειονότητά τους τα ανθολογημένα κείμενα είναι αυτοτελή και, επομένως, ακέραια ποιήματα. Ωστόσο, υπάρχουν και ανθολογημένα μέρη συνθετικών ποιημάτων ή αποσπάσματα ποιημάτων με μεγάλη έκταση, που δεν ήταν δυνατό να περιληφθούν στην ανθολογία ολόκληρα. Προσπάθησα ώστε τα ανθολογημένα μέρη ή αποσπάσματα ποιημάτων να περιέχουν τέτοια στοιχεία ώστε αφενός να προσφέρουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα του όλου απ' όπου αποσπάστηκαν, αφετέρου να μπορούν να αναγνωστούν εδώ, αποκομμένα, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Στην επίτευξη αυτού του τελευταίου στόχου συνέβαλε, νομίζω, ο πολυθεματικός και εγγενώς αποσπασματικός χαρακτήρας των μοντέρνων συνθετικών ποιημάτων.

Δίνω, στη συνέχεια, ορισμένες βασικές πληροφορίες για τη μορφή με την οποία τα ανθολογημένα κείμενα δημοσιεύονται στο ανά χείρας βιβλίο. Ολα τα κείμενα γράφτηκαν γενικώς στη μορφή με την οποία απαντούν στα βιβλία-πηγές και στο μονοτονικό σύστημα. Κρίθηκε, ωστόσο, χρήσιμο να γίνει πολύ περιορισμένης έκτασης εκσυγχρονισμός και ενοποίηση της ορθογραφίας, η αναλυτική έκθεση των οποίων, νομίζω, δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη μιας χρηστικής ανθολογίας. Εκσυγχρονισμός και ενοποίηση της ορθογραφίας δεν έγινε στα ποιήματα του Καβάφη. Από τα ανθολογημένα κείμενα αφαιρέθηκαν κατά κανόνα οι αφιερώσεις, επειδή τις θεώρησα εξαρτημένες από συγκυρίες της δημοσίευσής τους στο βιβλίο-πηγή. Εξάλλου, οι αφιερώσεις έχουν λειτουργικότητα για τον αναγνώστη που διαβάζει το συνολικό έργο κάποιου ποιητή/ποιήτριας. Οι αφιερώσεις παρέμειναν σε πολύ λίγες περιπτώσεις, όπου τις έκρινα οργανικό στοιχείο της ανάγνωσης των κειμένων. Παρέμειναν, παντού, οι επιγραφές (γνωστότερες ως μότο), επειδή, αν και περικειμενικό στοιχείο, αποτελούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, λειτουργικό συντελεστή της κατανόησης του ποιητικού κειμένου. Τα ανθολογημένα κείμενα διατήρησαν τη στιχαρίθμησή τους, μόνο στις περιπτώσεις που αποτελούν μέρη συνθετικών ή αποσπάσματα εκτενών ποιημάτων και ήταν στιχαριθμημένα στα βιβλία-πηγές, επειδή είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη να αντιληφθεί σε ποιο περίπου τμήμα του ποιητικού έργου αντιστοιχεί το εδώ ανθολογημένο μέρος ή απόσπασμα. Οταν τα ανθολογημένα κείμενα φέρουν στο βιβλίο-πηγή τοποχρονικές ενδείξεις της γραφής τους, αυτές επίσης διατηρήθηκαν εδώ.

Με δεδομένες τη σχετικά μικρή χρονική απόσταση από τα περισσότερα ανθολογημένα κείμενα και, συνεπώς, τις περιορισμένες δυσκολίες πρωτοβάθμιας κατανόησής τους, επέλεξα να προσθέσω στα κείμενα σημειώσεις με ερμηνείες λέξεων ή με πραγματολογικές πληροφορίες, μόνο στα σημεία όπου το έκρινα απολύτως απαραίτητο. Οι σημειώσεις αυτές γράφονται στη στήλη δίπλα στο ποίημα. Οταν οι εν λόγω ερμηνείες και πληροφορίες οφείλονται στον φιλολογικό επιμελητή του βιβλίου-πηγής, απ' όπου και μεταφέρονται εδώ, δηλώνεται το όνομά του. Στις περιπτώσεις, π.χ., των ανθολογημένων ποιημάτων του Καβάφη και του Σεφέρη, οι ερμηνείες λέξεων και οι πραγματολογικές πληροφορίες συνοδεύονται από το όνομα του φιλολογικού επιμελητή Γ.Π. Σαββίδη. Οι πληροφορίες, που πλαισιώνουν τα ανθολογημένα κείμενα και περιγράφηκαν παραπάνω, καθώς και οι σημειώσεις, έχουν ως στόχο τους να υποκαταστήσουν, με έναν πιο οικονομικό, χρηστικό και κωδικοποιημένο τρόπο, τις «Σημειώσεις» που υπάρχουν στο τέλος των τόμων της ανθολογίας του Λίνου Πολίτη, δηλαδή «Σημειώσεις» όπου δίνονται βασικές πληροφορίες για τον συγγραφέα, τον τόπο και τον χρόνο γραφής ή και δημοσίευσης του έργου, την έκδοση ή τις βασικές εκδόσεις του, την υπόθεση του έργου (για τα εκτενή αφηγηματικά κείμενα) και, τέλος, επιμέρους πληροφορίες και διευκρινίσεις πραγματολογικού και ερμηνευτικού χαρακτήρα για τα ανθολογημένα αποσπάσματα ή ποιήματα.

(Αναδημοσίευση από το http://www.e-poema.eu/)