.
Το ποιήματα-σενάρια της Κάρολ Αν Ντάφφυ
Χρησιμοποιώντας «απλές λέξεις με περίπλοκο τρόπο» η Βρετανή ποιήτρια έγινε πολύ δημοφιλής
Της Μαριας Τοπαλη (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/9/2007)
Η συζήτηση για την ποιήτρια Κάρολ Αν Ντάφφυ (1955) κρύβει ένα διχασμό. Από το 1985, όταν εκδίδεται η συλλογή της Standing Female Nude (ποιήματα από αυτή τη συλλογή καθώς και άλλα ποιήματά της δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ποίηση», τ. 20, μτφρ. Βικτωρίας Καπλάνη) η Ντάφφυ, αριστερών πεποιθήσεων, ομοφυλόφιλη και ανύπαντρη μητέρα, σαρώνει τα ταμεία πωλήσεων και τα λογοτεχνικά βραβεία. Προβάλλοντας την πολικότητα της βιογραφίας της (πατέρας Σκώτος, Ιρλανδοί παππούδες από τη μητρική πλευρά, εργατική, σκωτσέζικη οικογένεια που μετοικεί στην Αγγλία, διάλεκτος ως μητρική γλώσσα, ανώτατες σπουδές φιλοσοφίας στο Λίβερπουλ) στο ποιητικό της πρόγραμμα, η Ντάφφυ δεν «λαϊκίζει» μολονότι «εκλαϊκεύει». Απορρίπτει τις «ενδιαφέρουσες λέξεις α λα Σέημους Χήνυ», προτιμά να χρησιμοποιεί «απλές λέξεις με περίπλοκο τρόπο». Στα ποιήματά της η καθημερινότητα δέχεται τις ανεπαίσθητες ωθήσεις που η βρετανική λογοτεχνία ξέρει να της δίνει μαγεύοντάς την· πλούσια φαντασία, συνομιλία με την παράδοση, αργκό των λαϊκών προαστίων, κοινωνική κριτική, φεμινισμός, λατρεία της παιδικής ηλικίας, έρωτας: μια ραγισμένη καρδιά δεσπόζει στο υπόβαθρο της Ντάφφυ.
Αν, ωστόσο, το Standing Female Nude την καθιέρωσε και το Mean Time (1993) της έφερε τη μεγάλη διάκριση, η Ντάφφυ είδε με το World’s Wife (1999) και το συναφές Feminine Gospels (2002) τη δημοφιλία της να ξεπερνά κάθε προηγούμενο, ενώ, ταυτόχρονα, η ποιητική της «αξία» τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Φαίνεται πως ο κανόνας δεν αντέχει –ακόμη;– τα μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα, όπως το «Γέλιο στο Γυμνάσιο Θηλέων του Στάφορτ» (Feminine Gospels) ή τα κωμικοτραγικά πορτρέτα των «συζύγων του κόσμου» (World’s Wife). Μολονότι το πολύπτυχο έρωτας - πολιτική - αργκό - έρωτας κινεί εύλογα υποψίες λαϊκισμού, πρόκειται για ποιήματα απολαυστικά και καθόλου «εύκολα». Ποιήματα - σενάρια ή ποιήματα - πορτρέτα, θα έπρεπε άραγε να θεωρηθούν υποδεέστερα σε σχέση με την κυρίαρχη ποιητική τάση να εξερευνώνται τα όρια της γλώσσας σε αφαιρετικό πλαίσιο;
Φαίνεται πως η Ντάφφυ, που διδάσκει ποίηση στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, πήρε κατάκαρδα τη σχετική συζήτηση, αν κρίνουμε από τη συνέντευξη που δίνει στη Τζάνετ Ουίντερσον (The Times, 3.9.2005) – τη μόνη που παραχώρησε μετά την έκδοση της τελευταίας συλλογής της Rapture. «Ορίζω τον εαυτό μου ως ποιήτρια και ως μητέρα – αυτό είναι όλο», δηλώνει, ενώ ο πατέρας του παιδιού αποτελεί μέρος του σκηνικού· δεν πρόκειται λοιπόν για παιδί που μεγαλώνει χωρίς πατρική ανάμειξη, όπως είχε γράψει μερικά χρόνια νωρίτερα ο Guardian, σπεύδει να διευκρινίσει! Κατεξοχήν αμυντική γίνεται ωστόσο όταν αφήνει να πέσει κάτω το μπαλάκι που της πετάει η Ουίντερσον: η ομήλική της χαρισματική συγγραφέας, επίσης γνωστή για την ομοφυλοφιλία της, αναρωτιέται αν αποτελούν μέρος μιας γενιάς που αλλάζει το λόγο και [...] μέσω αυτού τον κόσμο: «Ισως οι μυθιστοριογράφοι να τρέφουν παρόμοιες φιλοδοξίες», λέει η Ντάφφυ, «προσωπικά νιώθω, όπως ο Μπέκετ, πως η ποίηση είναι... μια προσευχή». Απορρίπτει έτσι την πολιτική–πολεμική της διάσταση (που, μαζί με την ομοφυλοφιλία, της στέρησε τον τίτλο της «δαφνοστεφούς ποιήτριας» το 1999, μετά το θάνατο του Χιουζ). Επικαλείται τον Μπέκετ και μαζί μια «καθαρή» ποίηση, κλείνοντας το μάτι στο αναγνωρισμένο δικό της ποίημα «Προσευχή». Δημιουργικά έχει ήδη στραφεί σε μια «καθαρότερη» μορφή (ερωτικής) ποίησης (Rapture).
Αυτό δεν μειώνει την αξία της συλλογής, που τιμήθηκε με το βραβείο T. S. Eliot. Διαγράφονται όμως τα όρια που η κοινωνία και η κριτική θέτουν στη δημιουργό και η –ευρωπαϊκή!– επιφυλακτικότητα απέναντι στο καινοτόμο και το επιτυχημένο εμπορικά έργο τέχνης. Ερωτώμενη πού τοποθετεί την ποίηση «σ’ αυτόν τον αιματηρό και μπερδεμένο κόσμο» του 21ου αιώνα, η Ντάφφυ επιτίθεται στους άντρες συγγραφείς, που επικεντρώνονται ολοένα και περισσότερο στα ντοκουμέντα «λες και αυτό είναι πιο σοβαρή υπόθεση»(!). «Η ποίηση», συνεχίζει, «δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο... η ποίηση είναι πάνω απ’ όλα μια σειρά έντονων στιγμών – η δύναμή της δεν είναι αφηγηματική. Δεν πραγματεύομαι γεγονότα αλλά συναισθήματα». Εχοντας γράψει η ίδια αριστουργηματικά αφηγηματικά ποιήματα ακούγεται σαν τον σκορπιό που, για να απεγκλωβιστεί, δαγκώνει τον εαυτό του.
Της Μαριας Τοπαλη (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/9/2007)
Η συζήτηση για την ποιήτρια Κάρολ Αν Ντάφφυ (1955) κρύβει ένα διχασμό. Από το 1985, όταν εκδίδεται η συλλογή της Standing Female Nude (ποιήματα από αυτή τη συλλογή καθώς και άλλα ποιήματά της δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ποίηση», τ. 20, μτφρ. Βικτωρίας Καπλάνη) η Ντάφφυ, αριστερών πεποιθήσεων, ομοφυλόφιλη και ανύπαντρη μητέρα, σαρώνει τα ταμεία πωλήσεων και τα λογοτεχνικά βραβεία. Προβάλλοντας την πολικότητα της βιογραφίας της (πατέρας Σκώτος, Ιρλανδοί παππούδες από τη μητρική πλευρά, εργατική, σκωτσέζικη οικογένεια που μετοικεί στην Αγγλία, διάλεκτος ως μητρική γλώσσα, ανώτατες σπουδές φιλοσοφίας στο Λίβερπουλ) στο ποιητικό της πρόγραμμα, η Ντάφφυ δεν «λαϊκίζει» μολονότι «εκλαϊκεύει». Απορρίπτει τις «ενδιαφέρουσες λέξεις α λα Σέημους Χήνυ», προτιμά να χρησιμοποιεί «απλές λέξεις με περίπλοκο τρόπο». Στα ποιήματά της η καθημερινότητα δέχεται τις ανεπαίσθητες ωθήσεις που η βρετανική λογοτεχνία ξέρει να της δίνει μαγεύοντάς την· πλούσια φαντασία, συνομιλία με την παράδοση, αργκό των λαϊκών προαστίων, κοινωνική κριτική, φεμινισμός, λατρεία της παιδικής ηλικίας, έρωτας: μια ραγισμένη καρδιά δεσπόζει στο υπόβαθρο της Ντάφφυ.
Αν, ωστόσο, το Standing Female Nude την καθιέρωσε και το Mean Time (1993) της έφερε τη μεγάλη διάκριση, η Ντάφφυ είδε με το World’s Wife (1999) και το συναφές Feminine Gospels (2002) τη δημοφιλία της να ξεπερνά κάθε προηγούμενο, ενώ, ταυτόχρονα, η ποιητική της «αξία» τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Φαίνεται πως ο κανόνας δεν αντέχει –ακόμη;– τα μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα, όπως το «Γέλιο στο Γυμνάσιο Θηλέων του Στάφορτ» (Feminine Gospels) ή τα κωμικοτραγικά πορτρέτα των «συζύγων του κόσμου» (World’s Wife). Μολονότι το πολύπτυχο έρωτας - πολιτική - αργκό - έρωτας κινεί εύλογα υποψίες λαϊκισμού, πρόκειται για ποιήματα απολαυστικά και καθόλου «εύκολα». Ποιήματα - σενάρια ή ποιήματα - πορτρέτα, θα έπρεπε άραγε να θεωρηθούν υποδεέστερα σε σχέση με την κυρίαρχη ποιητική τάση να εξερευνώνται τα όρια της γλώσσας σε αφαιρετικό πλαίσιο;
Φαίνεται πως η Ντάφφυ, που διδάσκει ποίηση στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, πήρε κατάκαρδα τη σχετική συζήτηση, αν κρίνουμε από τη συνέντευξη που δίνει στη Τζάνετ Ουίντερσον (The Times, 3.9.2005) – τη μόνη που παραχώρησε μετά την έκδοση της τελευταίας συλλογής της Rapture. «Ορίζω τον εαυτό μου ως ποιήτρια και ως μητέρα – αυτό είναι όλο», δηλώνει, ενώ ο πατέρας του παιδιού αποτελεί μέρος του σκηνικού· δεν πρόκειται λοιπόν για παιδί που μεγαλώνει χωρίς πατρική ανάμειξη, όπως είχε γράψει μερικά χρόνια νωρίτερα ο Guardian, σπεύδει να διευκρινίσει! Κατεξοχήν αμυντική γίνεται ωστόσο όταν αφήνει να πέσει κάτω το μπαλάκι που της πετάει η Ουίντερσον: η ομήλική της χαρισματική συγγραφέας, επίσης γνωστή για την ομοφυλοφιλία της, αναρωτιέται αν αποτελούν μέρος μιας γενιάς που αλλάζει το λόγο και [...] μέσω αυτού τον κόσμο: «Ισως οι μυθιστοριογράφοι να τρέφουν παρόμοιες φιλοδοξίες», λέει η Ντάφφυ, «προσωπικά νιώθω, όπως ο Μπέκετ, πως η ποίηση είναι... μια προσευχή». Απορρίπτει έτσι την πολιτική–πολεμική της διάσταση (που, μαζί με την ομοφυλοφιλία, της στέρησε τον τίτλο της «δαφνοστεφούς ποιήτριας» το 1999, μετά το θάνατο του Χιουζ). Επικαλείται τον Μπέκετ και μαζί μια «καθαρή» ποίηση, κλείνοντας το μάτι στο αναγνωρισμένο δικό της ποίημα «Προσευχή». Δημιουργικά έχει ήδη στραφεί σε μια «καθαρότερη» μορφή (ερωτικής) ποίησης (Rapture).
Αυτό δεν μειώνει την αξία της συλλογής, που τιμήθηκε με το βραβείο T. S. Eliot. Διαγράφονται όμως τα όρια που η κοινωνία και η κριτική θέτουν στη δημιουργό και η –ευρωπαϊκή!– επιφυλακτικότητα απέναντι στο καινοτόμο και το επιτυχημένο εμπορικά έργο τέχνης. Ερωτώμενη πού τοποθετεί την ποίηση «σ’ αυτόν τον αιματηρό και μπερδεμένο κόσμο» του 21ου αιώνα, η Ντάφφυ επιτίθεται στους άντρες συγγραφείς, που επικεντρώνονται ολοένα και περισσότερο στα ντοκουμέντα «λες και αυτό είναι πιο σοβαρή υπόθεση»(!). «Η ποίηση», συνεχίζει, «δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο... η ποίηση είναι πάνω απ’ όλα μια σειρά έντονων στιγμών – η δύναμή της δεν είναι αφηγηματική. Δεν πραγματεύομαι γεγονότα αλλά συναισθήματα». Εχοντας γράψει η ίδια αριστουργηματικά αφηγηματικά ποιήματα ακούγεται σαν τον σκορπιό που, για να απεγκλωβιστεί, δαγκώνει τον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου