ΜΙΚΡΟ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ AΝΘΟΛΟΓΙΟ
από την ελληνική gay βιβλιογραφία*
.
Τάσος Γαλάτης
.
Το θαύμα
.
Ίσως το θαύμα να συντελέστηκε
βγάλε, Κύριε τη λάσπη από τα μάτια μου να τον δω.
.
Είναι αυτός που περπατάει επί των υδάτων
μεταμορφώνεται λευκοντυμένος σαν ήλιος στο Θαβώρ
με παίρνει από το χέρι και με δασκαλεύει
πώς ν' ανεβώ καρτερικά στο Γολγοθά
πώς ν' άπλώσωτα χέρια στο σταυρό αγόγγυστα.
.
Κυρίως μού υπενθυμίζει κάθε τόσο
με ποιο τρόπο θα προετοιμάσω την προσεχή μου ανάσταση
κυλώντας ανεπαίσθητα τις πλάκες του μνημείου
κι έτσι μπορώ να λέω
Χαίρετε, μεριάστε πια τα σάβανα και τα μυρεψικά
κι ελάτε να βαδίσουμε το δρόμο για τους Εμμαούς
.
Δεν είναι μακρινό εκείνο τ' ακρογιάλι'
Στη Γαλιλαία ή στη Μυκάλη
δεν παύει να μας προσκαλεί να τρέξουμε απόντιστοι στα κύματά του
.
Mα εγώ στον έρμο βράχο καρφωμένος
προσμένω την ανάδυσή σου απαρηγόρητος.
.
Aπό τη συλλογή Μια Προγραφή
Στο βιβλίο Αντιπτόποδες και Σφενδονήτες (Εκδ. Γαβριηλίδης, 2005)
~~~~~~~~~~~~
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
.
Στ’ όνομα ποιας
.
Καθένας δίνει ό,τι μπορεί.
Αυτό το έμαθα, το ξέρω πια καλά.
Κατάφερα να το πιστέψω.
Όμως Χριστέ μου
στο όνομα ποιας λογικής
ποιας σύνεσης και ποιας
παραδοχής
μπορείς να πεις τελείωσε απωλέσθη
για κάτι που πολύ αγάπησες
και που αγαπάς ακόμα;
.
Από τη συλλογή Μυθολογία της Ξάνθης
Μέρος Πρώτο: Στο γρανάζι
Tέσσερις Ποιητικές Συλλογές
(Εκδ. Νεφέλη, 1996)
.
~~~~~~~~~~~~
.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
.
Μυστικός Δείπνος
.
Άλλο δεν επιθύμησα – μονάχατα
κουρασμένα πόδια σου να πλύνω.
Να 'ναι η κάμαρα ζεστή, κι απ’ τις κουρτίνες
να πέφτει η αντηλιά του δειλινού.
Ευλαβικά τις αρβύλες θα σου βγάλω,
τις λασπωμένες, και ζεστό νερό θα φέρω
μες σε βαθιά λεκάνη, και θα σκύψω
να σε υπηρετήσω ταπεινά.
.
Μα όταν, σηκώνοντας τα βρώμικα απονέρια,
γεμάτα απ’ την αγάπη μου, αντικρυστούμε,
μες στην ανατριχίλα των ματιών μου δε θα βρεις
αυτό που τα απονέρια ετούτα μαρτυρούνε.
.
Από τη συλλογή Ξένα Γόνατα
.
* * *
Tα Πάθη τα Σεπτά
Μεγάλη Πέμπτη. Πάλι ο Χριστός θα πλύνει τα πόδια των δώδεκα, και πάλι ο Πέτρος θα του πει «Κύριε, όχι μόνο τα πόδια μου αλλά και όλο μου το σώμα». Δώδεκα αγάπες είχα κι εγώ στη ζωή μου, μα κανενός δεν αξιώθηκα να πλύνω τα πόδια. Κανένας Πέτρος δε βρέθηκε για μένα.
Ακούω το ευαγγέλιο του μυστικού Σου δείπνου, και ξαφνικά φωτίζομαι: χίλιες φορές καλύτερα που δεν αξιώθηκα. Σκηνές υπέρτατης θυσίας και ταπείνωσης, ας μην τις μαγαρίζει η καύλα μου με απομιμήσεις.
.
Από τη συλλογή Νεκρή Πιάτσα
Nτίνος Χριστιανόπουλος: Ποιήματα (Εκδ. Διαγωνίου, 1998)
.
~~~~~~~~~~~~
.
Γιώργος Χρονάς
.
To Πέραμα...
.
Τη μέρα που ήρθα και σε βρήκα
κάτω στο Πέραμα με τους γέρους
στάθηκα δίπλα σου και σου είπα –
θα μας ξεχάσουνε την Πέμπτη
το Σάββατο, το Σάββατο την ίδια ώρα
θ’ αναστηθούμε.
.
Συλλογή Βιβλίο Ι – Αρνητικά Ειδώλων
Από το βιβλίο Τα Αρχαία Βρέφη (Εκδ. Άκμων Λογοτεχνία, 1980)
.
~~~~~~~~~~~~
.
Γιώργος Ιωάννου
.
Tη Λαμπρή στα ψηλώματαΤη Λαμπρή τη γιορτάζουμε στο χωριό, ενώ τα Χριστούγεννα στην πόλη. Και τα Χριστούγεννα είναι στο χωριό πολύ ωραία, αλλά ο πατέρας μου φοβάται για τη δουλειά του. Μήπως κλειστούμε από τους πάγους και τα χιόνια και δεν μπορέσει να φύγει στην ώρα του. Πάντως, από τότε που θυμάμαι, τη Λαμπρή ανεβαίνουμε πάντοτε και ανοίγουμε για λίγες μέρες το πατρογονικό μας σπίτι. Και άλλοι πολλοί έρχονται εκεί τότε. Το χωριό γεμίζει από ανθρώπους και χαρά
....
Εφήβων και μη (Εκδ. Κέδρος, 1982)
.
~~~~~~~~~~~~
.
Αλέξης Μπίστικας
.
Το φιλί
.
Τω καιρώ εκείνω βρισκόμουν για λίγες μέρες στην πατρίδα, μακριά από τη χώρα των σπουδών μου. Στο νησί, η δίψα μου για ήλιο μούλιασε με βροχή και άνεμο. Μέναμε σε ένα χαμηλό σπίτι στη μέση ενός αγριεμένου κήπου. Το δικό μου δωμάτιο ήταν ανεξάρτητο. Παραδινόμουν σε έναν ύπνο βαθύ και ασυμβίβαστο.
Τα χτυπήματα της καμπάνας με βρήκαν πάνω από το κρεβάτι μου να εκτελώ ιλιγγιώδεις ταλαντώσεις στο σκοτάδι. Το νερό άφησε το πρόσωπό μου σε ένα απόγεμα που είχε μαλακώσει από τη βροχή και, αδύναμο να σκεφτεί, είχε αρπαχτεί από τα χτυπήματα της καμπάνας. Το σπίτι ήταν άδειο. Οι άλλοι έλειπαν στη γειτονική πόλη, χαμένοι στη λατρεία των παχύσαρκων θεών τους.
Παραμέρισα τη σκουριασμένη εξώπορτα και πάτησα τα υγρά λουλούδια του κήπου (θυμήθηκα πως "άκου" σημαίνει "μύρισε" στην τοπική διάλεκτο). Πλησίασα τα χτυπήματα της καμπάνας και τις ψαλμωδίες.
Το εκκλησάκι ήταν βαμμένο με τις μπογιές των καϊκιών και φωτισμένο δυνατά. Εγώ περίμενα την κατάνυξη που μου έλειπε από τους άλλους, μα οι γυναίκες μιλούσαν δυνατά και σκουντιόντουσαν. Η ανδρική παρουσία ήταν: ο παπάς, οι ψαλτάδες και, κλεισμένα στο ιερό, τα παπαδοπαίδια που είχαν φορέσει άμφια πάνω από τα σορτς, και είχαν ανταλλάξει τα αεροβόλα για τα ιερά σκεύη. Αραιά και πού μόνο έμπαινε ένας άντρας, άναβε κερί σαν παραστράτημα, κι έφευγε αμέσως.
Ήταν εκεί κι ο άγιός μου ανάμεσα σε άλλες εικόνες, ένας φτωχοντυμένος νεαρός. Οι ψαλμωδίες και τα Ευαγγέλια τσιτσιριζόντουσαν στην τοπική προφορά, όταν μπήκε στην εκκλησία λίγος παγωμένος αέρας. Η μαυροντυμένη γυναίκα πίσω μου είπε: “Πού είσαι παιδί μου τόση ώρα, όπου να 'ναι θα βγει ο Σταυρός”.
Στεκόταν αναμαλλιασμένος μέσα στην πρώτη του εφηβεία. Στο ξεβαμμένο δέρμα λάμπανε δύο μεγάλα μάτια. Τα χείλια λαχανιασμένα, οι μπούκλες βρεμμένες, ασουλούπωτα ρούχα, χέρια και γόνατα πληγιασμένα στην αγριότητα ομαδικών παιχνιδιών. Τον ανάγκασαν να έρθει να προσκυνήσει, κι αυτός αργοπόρησε για ένα τελευταίο κυνηγητό. Μα αν ήτανε τοιχογραφία, θα ταίριαζε σε υπόγεια σπηλιά της θάλασσας.
"Άντε προχώρα τώρα" ακούγεται η μάνα, και εκείνος διστάζει ανάμεσα στις εικόνες, και σταματά μπροστά σε μία. Τα πόδια ανασηκώνονται, τα χείλια ενώνονται, και ο μικρός δίνει ένα δυνατό φιλί στην εικόνα του αγίου μου. Η θερμότητα αναβλύζει και ανθίζει στο πρόσωπό μου. Ο νεοφερμένος έρχεται και στέκεται ανάμεσα στη μάνα του και μένα. Είναι ακόμα λαχανιασμένος και η χλιαρή ανάσα του μπλέκεται με τη λειτουργία. Περνάει ώρα. Η μουσική, το λιβάνι, οι εικόνες, και, ξανά, από το πορτάκι λίγος παγωμένος νυχτερινός αέρας.
Δρασκέλισα βιαστικά τις γυναίκες και βγήκα. Το προαύλιο ήταν άδειο. Ο χωματόδρομος έρημος. Δεν ήταν πουθενά. Το υγρό χώμα μύριζε δυνατά. Πέρα έλαμπε μια PIZZA ένα RESTAURANT, ένα BAR. Δωμάτια έφεγγαν στο φως της τηλεόρασης. Από μακριά ερχόταν επαναληπτικός ο ρυθμός μιας DISCOTEQUE. Στο γυρισμό τα χέρια μου κρέμονταν άδεια και αδύναμα.
Το χαμηλό μας σπίτι περίμενε στο τέλος του δρόμου. Πέρασα τη σκουριασμένη εξώπορτα και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω τους άλλους, που είχαν πια επιστρέψει από το γλέντι τους.
.
Οδός Πανός - τ.78, Μάρτιος 1995
.
~~~~~~~~~~~~
.
Γιώργος Ξενίας
.
Paradise
.
To Πάσχα πηγαίνω στο νησί. Φτάνω στο σπίτι το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης. Ανοίγω τα παράθυρα για να φύγει η μυρωδιά της κλεισούρας, βάζω τα ρούχα μου στη ντουλάπα και βγαίνω να τσιμπήσω κάτι. Σκέφτομαι να πάω στην εκκλησία – μ’ αρέσει η ατμόσφαιρα της εκκλησίας του χωριού τέτοιες μέρες – αλλά ντρέπομαι να πάω μόνος μου. Όταν είσαι με παρέα, μπορείς να προσποιηθείς πως πήγες για να κάνεις το χατήρι κάποιου άλλου.
.
Εκδ. Οδυσσέας, 1995
.
~~~~~~~~~~~~
.
Aντώνιος Ρουσοχατζάκης
.
κεφ. Η τελευταία Ανάσταση
Κι όμως... Αν καθυστερούσε λίγο ο Χριστός, ίσως όλα να 'ταν διαφορετικά. Μα ήταν παρών στις δώδεκα με κρυμμένες αμαρτίες μιας άλλης ζωής, που όσες Αναστάσεις κι αν πέρασαν, ο Άγγελος δεν ανακάλυψε ποτέ όσες φορές και να προσπάθησε. Έτσι, αμαρτίες και κατάνυξη μείνανε μέxρι σήμερα άγνωστα τροπάρια και άκαυτα κεριά σε κλειδωμένα κιτάπια της εκκλησίας.
11.55'. Το χέρι του Στέφανου γνέφει από μακριά και το χαμόγελό του διαλύει μεμιάς όλες τις παλιές εικόνες. Η μάνα του κι άλλες γυναίκες τον φρουρούν και τον καμαρώνουν από κοντά, προσπαθώντας να καταλάβουν πού απευθύνει χαιρετισμό ο κανακάρης.
Ο πατέρας του Άγγελου λοξοκοιτά με την άκρη του ματιού στ’ αριστερά και το φρύδι ανασηκωμένο στο άπειρο. Ξεροβήχει σκεφτικός, ενώ μελετά με δυσφορία το «μετά την Ανάσταση», που ο γιος του είναι καλεσμένος αλλού, σαν εξαίρεση από την παράδοση που τους ενώνει, πατέρα και γιο, σε τραπέζι ξενοδοχείου για το δείπνο της Λαμπρής με φίλους και γνωστούς.
Η τελευταία Ανάσταση κι η τελευταία εκκλησιά που πάει χαμένη, σκέφτεται ο Άγγελος και σκάνε πάλι οι φωτοβολίδες στον ουρανό, σκεπάζοντας και τη φωνή του παπά που προσπαθεί και τα μεγάφωνα που πνίγουν πολυμασώντας το ευλογημένο «Χριστός Ανέστη».
- Χριστός Ανέστη, γιε μου, τραυλίζει ο Κληρονόμου.
- Αληθώς, αληθώς, μουρμουράει ο Άγγελος πετώντας ένα φιλί κοκτέιλ στα παχουλά σαγόνια του μπαμπά, κι άντε φέτος να καταλάβω πως επιτέλους αναστήθηκε, σκέφτεται ο μικρός, μα το μασάει και το καταπίνει χωρίς άλλη κουβέντα και γλιστράει στο πλήθος για να πάρει το άγιο φως που του παρήγγειλε η Μυρτώ και η Βιργινία.
Ο Στέφανος τον προλαβαίνει μέσα στο πλήθος και του ορμάει με αγκαλιές και φιλιά.
- Είσαι τρελλός; Θα μας δουν, ηρέμησε!
- Ποιος θα μας δει; Εδώ χανόμαστε κι είμαστε αόρατοι. Δες τι γίνεται γύρω σου...
Είχε δίκιο. Όλοι σπρώχνονται και ποδοπατιούνται, προσπαθώντας να πάρουν το φως, σαν πεινασμένοι πολέμου για το τελευταίο συσσίτιο της γης. Στο απόλυτο σκοτάδι ή στο απόλυτο πλήθος τα φιλιά του Στέφανου είναι ζουμερά και αόρατα.
- Χριστός Ανέστη, Άγγελέ μου...
- Αληθώς Ανέστη, αληθώς, και να το πιστέψουμε, Στέφο μου. Του χρόνου θα κάνουμε Ανάσταση μαζί σε κάποιο ερημοκλήσι. Άντε και να μας ευλογήσει φέτος ο Κύριος, γιατί κουράστηκα να περιμένω...
- Γιατί μου παραπονιέσαι τώρα;
- Δεν παραπονιέμαι, καρδιά μου, Ανυπομονώ να σε ζήσω, Αυτό είναι όλο... Λοιπόν άκου... Πάρε από δω λίγο φως, πήγαινέ το στη μάνα σου, να το πάω κι εγώ στον άλλον, και περίμενέ με... Πού να δώσουμε ραντεβού;
- Πιο κάτω, στην Αθηνάς. Μη μας πετύχουνε μαζί, γιατί πάει η χαρά και η Λαμπρή.- Αθηνάς; Έγινε. Όσο πιο γρήγορα μπορείς.
- Θα γίνω άνεμος και θα σε πάρω σε μαγικό χαλί, πάνω σε γλάρο...
- Φύγαμε μωρό μου, φύγαμε...
.
Μπιμπερό με κόκα κόλα (Εκδ. Καστανιώτη, 2000)
.
* ευγενική συνεισφορά ανώνυμου αναγνώστη του Α.Π.