Από το «Πρώτο ποίημα»
Περπατάω στο δρόμο ψάχνοντας για μάτια που θα χαϊδέψουν το πρόσωπό μου.
Έψαλα μες στους ανελκυστήρες πιστεύοντας πως πήγαινα στον ουρανό.
Σταμάτησα στο 68ο πάτωμα, κατέβηκα από το διάδρομο ψάχνοντας για
φρέσκα αποτσίγαρα.
Πάνω στο κρεβάτι το σπέρμα μου γίνεται ασημένιο δολάριο.
Κοιτάζω από το παράθυρο και δε βλέπω κανένα, βγαίνω στο δρόμο,
κοιτάζω ψηλά στο παράθυρό μου και δε βλέπω κανέναν.
Κι έτσι ρωτάω τον πυροσβεστικό κρουνό «τα δάκρυά σου είναι μεγαλύτερα
από το δικά μου;»
Δεν υπάρχει κανείς, κατουρώ παντού/
Ο Γαβριήλ μου σαλπίζει, ο Γαβριήλ μου σαλπίζει,
ελευθερώνει τις χαρές, την ομοφυλόφιλη ευφροσύνη μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου