.
«Το θύμα ήταν γκέι, και λένε ότι ο Κάλσμπερι έγινε θηρίο όταν ο άλλος τού την έπεσε. Μας έχουν στις ειδήσεις γι’ αυτό που έγινε. Φριχτό. Για σκέψου το κακόμοιρο το παλικάρι.»
Ο Γκας σφύριξε. «Άγριο πράμα να σκοτώσεις άνθρωπο.» Ο Γκας σώπασε για λίγο, και σωπάσαμε κι εμείς.
Η Μόργκαν με κοίταξε. «Χαντ, πώς θα ‘νιωθες εσύ αν σου την έπεφτε ένας άντρας; Θα σ’ ενοχλούσε;»
«Ούτε που μου ‘χει περάσει απ’ το μυαλό.»
«Ε, ας σου περάσει τώρα» είπε.
«Μάλλον θα κολακευόμουν» είπα και σήκωσα τους ώμους μου.
«Τι θα ‘λεγες;»
«Δεν ξέρω» είπα. «Φαντάζομαι, το ίδιο που θα ‘λεγα κι αν μου την είχε πέσει γυναίκα. “Όχι, ευχαριστώ.”»
Η Μόργκαν έκοψε λίγο ψωμί απ’ τη φρατζόλα και το ‘βαλε στο πιάτο της.
Ο Γκας με αγριοκοίταξε.
(…) Η Μόργκαν μαλάκωσε λιγάκι. «Εντάξει, ρε καουμπόη. Αυτό θα ‘λεγες. Πώς θα ‘νιωθες, όμως;»
Στάθηκα στο τραπέζι, στρίβοντας το ανοιχτήρι. «Δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής. Δε μου ‘χει συμβεί ποτέ. Δεν ξέρω κανέναν ομοφυλόφιλο. Δηλαδή …μπορεί και να ξέρω, αλλά να μην ξέρω ότι είναι. Εδώ καλά καλά δεν ξέρω αν οι μισοί γνωστοί μου είναι ετεροφυλόφιλοι. Κι ούτε θέλω να ξέρω.» Έβγαλα το φελλό. «Όπως και να ‘χει, για ν΄ απαντήσω στην ερώτησή σου, δεν ξέρω. Σου είπα: μάλλον θα κολακευόμουν.»
«Το θύμα ήταν γκέι, και λένε ότι ο Κάλσμπερι έγινε θηρίο όταν ο άλλος τού την έπεσε. Μας έχουν στις ειδήσεις γι’ αυτό που έγινε. Φριχτό. Για σκέψου το κακόμοιρο το παλικάρι.»
Ο Γκας σφύριξε. «Άγριο πράμα να σκοτώσεις άνθρωπο.» Ο Γκας σώπασε για λίγο, και σωπάσαμε κι εμείς.
Η Μόργκαν με κοίταξε. «Χαντ, πώς θα ‘νιωθες εσύ αν σου την έπεφτε ένας άντρας; Θα σ’ ενοχλούσε;»
«Ούτε που μου ‘χει περάσει απ’ το μυαλό.»
«Ε, ας σου περάσει τώρα» είπε.
«Μάλλον θα κολακευόμουν» είπα και σήκωσα τους ώμους μου.
«Τι θα ‘λεγες;»
«Δεν ξέρω» είπα. «Φαντάζομαι, το ίδιο που θα ‘λεγα κι αν μου την είχε πέσει γυναίκα. “Όχι, ευχαριστώ.”»
Η Μόργκαν έκοψε λίγο ψωμί απ’ τη φρατζόλα και το ‘βαλε στο πιάτο της.
Ο Γκας με αγριοκοίταξε.
(…) Η Μόργκαν μαλάκωσε λιγάκι. «Εντάξει, ρε καουμπόη. Αυτό θα ‘λεγες. Πώς θα ‘νιωθες, όμως;»
Στάθηκα στο τραπέζι, στρίβοντας το ανοιχτήρι. «Δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής. Δε μου ‘χει συμβεί ποτέ. Δεν ξέρω κανέναν ομοφυλόφιλο. Δηλαδή …μπορεί και να ξέρω, αλλά να μην ξέρω ότι είναι. Εδώ καλά καλά δεν ξέρω αν οι μισοί γνωστοί μου είναι ετεροφυλόφιλοι. Κι ούτε θέλω να ξέρω.» Έβγαλα το φελλό. «Όπως και να ‘χει, για ν΄ απαντήσω στην ερώτησή σου, δεν ξέρω. Σου είπα: μάλλον θα κολακευόμουν.»
«Εγώ γνώρισα μερικούς στη φυλακή» είπε ο Γκας. «Με τρόμαζαν.»
Percival Everett: Πληγωμένοι (Πόλις, 2008)
Percival Everett: Πληγωμένοι (Πόλις, 2008)
1 σχόλιο:
Ο Τζον Χαντ, σαραντάρης πια, αφήνει πίσω του τη ζωή της πόλης και επιλέγει να ζήσει μαζί με τον γέρο θείο του σ' ένα ράντσο στην όμορφη ορεινή περιοχή του Ουαϊόμινγκ, εκτρέφοντας άλογα. Ένας μαύρος εκπαιδευτής αλόγων είναι περίεργο φαινόμενο για την περιοχή αυτή,όπου ζουν κυρίως λευκοί. Ωστόσο, ο κόσμος τον έχει συνηθίσει. Ο εύθραυστος παράδεισος όμως που ο Τζον και ο θείος του έχουν διαμορφώσει σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον αρχίζει να παρουσιάζει ρωγμές: ένας νεαρός γκέι βρίσκεται στην έρημο ξυλοκοπημένος μέχρι θανάτου, ένας ινδιάνος κτηνοτρόφος βρίσκει δύο ζώα του κατασφαγμένα, κάποιος γράφει με αίμα τη λέξη "νέγρος" πάνω στο χιόνι...
Μέσα σ' αυτή την απειλητική ατμόσφαιρα, ο Τζον αρχίζει ν' αναρωτιέται για τις επιλογές της ζωής του μετά τον τραγικό θάνατο της γυναίκας του, για τα αισθήματά του προς τους άλλους, για τις ένοχες σιωπές που καλύπτουν τις κινήσεις μιας επικίνδυνης ομάδας νεοναζιστών, για τον επικείμενο θάνατο του θείου Γκας που τον έχει χτυπήσει η αρρώστια, για την ένταση που επικρατεί ανάμεσα σ' έναν πατέρα και τον ομοφυλόφιλο γιο του, για τον οποίο ο Τζον αισθάνεται ιδιαίτερη στοργή, για τον έρωτα που του ξυπνάει μια νεαρή γυναίκα...
Με αφήγηση που αναδεικνύει τη δύναμη της υπαινικτικής γραφής του, ο συγγραφέας περιγράφει με ακρίβεια και ελκυστικό τρόπο τους ήρωές του και καταγγέλλει, με καθόλου κραυγαλέο τρόπο, κάθε είδους μίσος -φυλετικό, σεξουαλικό- που μαστίζει τη σύγχρονη Αμερική.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Δημοσίευση σχολίου