.
Ιδιοφυής συγγραφέας και αγαπημένος των πλουσίων
Οι επιστολές του Τρούμαν
Ιδιοφυής συγγραφέας και αγαπημένος των πλουσίων
Οι επιστολές του Τρούμαν
Καπότε αποκαλύπτουν έναν τραυματισμένο έφηβο, έναν παθιασμένο πεζογράφο, αλλά και το πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής που τη σημάδεψε με τη ζωή και το έργο του
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ (Το ΒΗΜΑ, 22/06/2008)
Οταν το 1943, στα 19 του χρόνια, ο Τρούμαν Καπότε δημοσίευε το πρώτο του διήγημα με τίτλο The Walls are Cold κανείς δεν είχε προβλέψει ότι ο φιλάσθενος νεαρός από τον Νότο ήταν το εκρηκτικό ταλέντο που θα αποκαλυπτόταν σε όλο του το μεγαλείο στο αριστούργημά του, το μυθιστόρημα Αλλες φωνές, άλλοι τόποι (Other Voices, Other Rooms) το οποίο εκδόθηκε πέντε χρόνια αργότερα, απέσπασε ύμνους από την κριτική και καθιέρωσε αμέσως τον συγγραφέα του ως έναν από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής Αμερικής. Το βιβλίο αυτό ήταν ο πρώτος από τους δύο μεγάλους σταθμούς της καλλιτεχνικής πορείας του Καπότε. Ο δεύτερος είναι αναμφίβολα το πιο σημαντικό του έργο, το Εν ψυχρώ, που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στο περιοδικό «The New Yorker» το 1965 και τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε σε βιβλίο, δημιουργώντας παγκόσμια αίσθηση. Σε αυτό, αξιοποιώντας όλα τα πλεονεκτήματα και την τεχνική του δικαστικού ρεπορτάζ, ο Καπότε δημιούργησε ένα νέο είδος, το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα (non-fiction novel), όπως το ήθελε ο ίδιος ή όπως επικράτησε αργότερα και καθιερώθηκε ως τις μέρες μας: τη νέα δημοσιογραφία με κυριότερους εκπροσώπους της τον Νόρμαν Μέιλερ (Οι στρατιές της νύχτας), τον Τομ Γουλφ (Στον βωμό της ματαιοδοξίας) και τον Γκάε Ταλέσε (Ο Φρανκ Σινάτρα άρπαξε κρύωμα).
Αυτός ο ανεπανάληπτος στυλίστας έφθειρε τον εαυτό του - σε μεγάλο βαθμό και το ταλέντο του -, δέσμιος της τεράστιας φήμης του μετά το Εν ψυχρώ. «Κάθε λέξη απαιτεί αίμα» έγραφε στον Ρόμπερτ Λίνσκοτ, επιμελητή του στον εκδοτικό οίκο, προτού παραδώσει τα τελευταία κεφάλαια του Αλλες φωνές, άλλοι τόποι. Ομως, η απόφασή του να δημιουργήσει ένα έργο ικανό να τον κατατάξει στην ίδια κατηγορία με τον Φλομπέρ, τον Προυστ και τον Φόκνερ δεν έλαβε σάρκα και οστά. Εν τούτοις, και μόνο τα δύο του μυθιστορήματα, το Εν ψυχρώ και το Αλλες φωνές άλλοι τόποι, η νουβέλα του Πρόγευμα στο Τίφανι και κάποια εξαίρετα διηγήματά του, αρκούν για να τον κατατάξουν στους σημαντικότερους αμερικανούς πεζογράφους του 20ού αιώνα. Και βέβαια, το ύφος του αποτελεί και σήμερα υπόδειγμα για κάθε νέο συγγραφέα. Ας μην ξεχνάμε πόσο τον υποληπτόταν για αυτό ο Τενεσί Γουίλιαμς.
Παραδοξολόγος και εστέτ
Η έκδοση λοιπόν των επιστολών του Καπότε, με την επιμέλεια του μελετητή του δημοσιογράφου Τζέραλντ Κλαρκ, θα περίμενε κανείς να φωτίζει το έργο του. Ασφαλώς συμβαίνει και αυτό. (Είναι χαρακτηριστικό λ.χ. ότι η κυκλοφορία του Αλλες φωνές, άλλοι τόποι απαγορεύτηκε στην Ιρλανδία λόγω των αισθησιακών του σκηνών.) Οι επιστολές του ωστόσο αποτελούν κατά κύριο λόγο ντοκουμέντα μιας εποχής και μιας σχετικά σύντομης ζωής, αφού ο Καπότε πέθανε στα 60 του χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα από κατάχρηση ναρκωτικών.
Προσωπικότητα στα κοσμικά πάρτι της Νέας Υόρκης, ευφυής, παραδοξολόγος, εστέτ που συνδύαζε την τρυφερότητα και τον κυνισμό ήταν ας πούμε από εκείνους που χαρακτήριζαν τον νεοϋορκέζικο κοσμοπολιτισμό κι ας παρέμενε αυτός ο λεπτεπίλεπτος, μικρόσωμος κι ευφυέστατος ομοφυλόφιλος ως το τέλος της ζωής του, ο τραυματισμένος έφηβος του Νότου που οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρός.
Ισως κανένας συγγραφέας δεν υπήρξε αγαπημένος των πλουσίων όσο ο Καπότε. Στη δεκαετία του 1960 οι εκπρόσωποι της λεγομένης υψηλής κοινωνίας ανταγωνίζονταν ποιος θα τον πρωτοκαλέσει στο γιοτ του. Κοσμικό πάρτι την εποχή εκείνη χωρίς τον Καπότε δεν ήταν τίποτε. Ο συγγραφέας κέρδιζε πολλά χρήματα. Το Εν ψυχρώ τον είχε κάνει πλούσιο, αφού μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, κάθε άρθρο του αγοραζόταν πανάκριβα από τα περιοδικά της εποχής, το Χόλιγουντ πλήρωνε αστρονομικά για τα δεδομένα της εποχής ποσά για τα σενάριά του, το ίδιο και η τηλεόραση. Διέθετε ένα θαυμάσιο και πανάκριβο μεγάλο διαμέρισμα στο Μανχάταν, καθώς και σπίτι στις ελβετικές Αλπεις, όπου περνούσε τον χειμώνα. Και έμοιαζε σαν η λέξη επιτυχία να ήταν γραμμένη στο μέτωπό του. Το εικοσιπεντάχρονο παιδί ωστόσο που πόζαρε με εκείνο το νοσταλγικό και μυστήριο βλέμμα στο εξώφυλλο του Αλλες φωνές, άλλοι τόποι, ήταν άραγε ευτυχισμένο στα σαράντα του χρόνια, που έμοιαζε να τα είχε όλα; Η αλληλογραφία του, παρά τις αγάπες που μοιράζει ο επιστολογράφος δεξιά κι αριστερά, αποκαλύπτει το αντίθετο. Ας θυμηθούμε μόνο τι έλεγε ο συγγραφέας Καπότε για το Εν ψυχρώ: «Ποτέ κανείς δεν θα μάθει τι μου κόστισε. Μ' έκαψε μέχρι το μεδούλι».
Τρυφερός και είρων
Οι προσφωνήσεις που χρησιμοποιεί στα γράμματά του, είτε απευθύνονται σε φίλους είτε σε εραστές, είναι πολύ χαρακτηριστικές μιας διαχυτικότητας που δεν στερείται βέβαια και κάποιας τρυφερής ειρωνείας. Εκτός από τα «αγαπημένε» και «πολυαγαπημένε», θα συναντήσει κανείς πλήθος ευρηματικά του τύπου «μπουμπουκάκι μου», «γλυκολούλουδο», «φως του κόσμου», «αρνάκι μου», «διαολάκι», «κατεργάρη», «πολυαγαπημένη λατρεμένη καρδούλα» - κι αν η επιστολή απευθύνεται σε ζευγάρι η «καρδούλα» γίνεται «καρδούλες» - και πάει λέγοντας. Ολα αυτά φυσικά εκφράζουν τη σχέση του Καπότε με τον περίγυρό του και δεν αργεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι η αλληλογραφία για αυτόν τον ιδιοφυή συγγραφέα ήταν ένας τρόπος ζωής. Εγραφε όπως μιλούσε και αστειευόταν ή χαριεντιζόταν στα γράμματά του με τον ίδιο τρόπο που το έκανε στα πάρτι προκειμένου να εντυπωσιάσει τον περίγυρο. Τα γράμματα του Καπότε λοιπόν είναι ένα ατελεύτητο φλερτ, κι αναρωτιέται κανείς με ποιον: με τους άλλους ή με τον εαυτό του - ή με την εικόνα που ήθελε να δημιουργήσει κάθε φορά;
Οπως το ύψιστο για τον ίδιο στη λογοτεχνία ήταν το στυλ, έτσι συνέβαινε και στη ζωή του. Και αυτό τον χαρακτήριζε από τα εφηβικά του ακόμη χρόνια. Να τι έγραφε για παράδειγμα στη δασκάλα του των αγγλικών:
«Εκλεισα τα 17 το περασμένο Σάββατο. Ασχολούμαι με τους Ρώσους με πάθος! Τελείωσα επιτέλους το «Πόλεμος και ειρήνη». Διάβασα επίσης το «Κοντραπούντο» του Χάξλεϊ. Είναι πολύ κακογραμμένο, όχι τόσο κακογραμμένο όσο μπερδεμένο. Αλλά είναι αρκετά κατατοπιστικό όσον αφορά τις υπερμοντέρνες εξελίξεις».
Ο Καπότε συνήθιζε να γράφει ξαπλωμένος στο κρεβάτι, όπως είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Paris Review». Δεν ξέρουμε αν ήταν αλήθεια ή μια από τις παραδοξολογίες που χρησιμοποιούσε για να εντυπωσιάσει, ανάγοντας την ιδιοτροπία σε στυλ. Βέβαια, η εποχή της οποίας υπήρξε πρωταγωνιστής δεν έχει καμία σχέση με το παρατηρούμενο στις μέρες μας lifestyle.
Το να είναι τότε κανείς σνομπ και διαχυτικός, αυστηρός και χαριτωμένος, ένας γλυκός ψεύτης ή ένας δηλητηριώδης κουτσομπόλης, απαιτούσε ταλέντο που ο Καπότε το διέθετε τόσο πολύ ώστε δεν απέφυγε τον πειρασμό να το σπαταλήσει. Διαβάζοντας όμως την αλληλογραφία του (ή τουλάχιστον μέρος της, που περιλαμβάνεται σε αυτόν τον τόμο) καταλήγει και σε μια όχι ιδιαιτέρως ευχάριστη διαπίστωση.
Οτι ο συγγραφέας του Εν ψυχρώ έζησε σε μια εποχή που ο κόσμος διάβαζε πολύ περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία και είχε απείρως μεγαλύτερες απαιτήσεις από τα κείμενα και τους συγγραφείς από όσο στις μέρες μας. Αν ζούσε ο Καπότε σήμερα θα ήταν 84 ετών. Πέθανε έναν χρόνο μετά τον Τενεσί Γουίλιαμς κι από όσο θυμάμαι το τελευταίο κείμενο που δημοσίευσε ήταν μια νεκρολογία για τον Τενεσί στο περιοδικό «Playboy».
Επιστολή στον καθηγητή Νιούτον Αρβιν
Ξενοδοχείο «France et Choiseul»
Οδός Σεντ Ονορέ, Παρίσι
20 Νοεμβρ. 1953
Αγαπημένε Κύριε,
Χάρηκα τόσο πολύ με το γράμμα σου. Είμαι στο Παρίσι εδώ και δέκα μέρες, και θα μείνω εδώ (στην παραπάνω διεύθυνση) μέχρι τον Ιανουάριο - τότε υπολογίζω να πάω στη Νέα Υόρκη για να δουλέψω με το συνθέτη τη μουσική για το θεατρικό. Δυστυχώς έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι πρέπει να ξαναγράψω το δεύτερο μισό του έργου ολόκληρο.
Το Παρίσι είναι κρύο και κίτρινο, όχι πολύ ευφρόσυνο. Αλλά τρέμω τόσο πολύ στην ιδέα της Νέας Υόρκης, που θα προτιμούσα να πουλάω κάστανα στους δρόμους του Παρισιού παρά να σαλπάρω έστω και ένα λεπτό νωρίτερα.
Μεγάλος σαματάς στο Λονδίνο σχετικά με τους κυρίους που σχετίζονται με άλλους κυρίους. Το Παρίσι ξεχειλίζει από εξόριστους αριστοκράτες. Οπως ίσως γνωρίζεις, ο Τζον Γκίλγκουντ συνελήφθη1. Είχε έρθει να μείνει μαζί μου στο Πορτοφίνο τον Αύγουστο που μας πέρασε και τον συμπάθησα πάρα πολύ. Του μίλησα στο τηλέφωνο την περασμένη βδομάδα κι έμοιαζε να τα βγάζει πέρα με μια γερή δόση θάρρους και «στιλ». Ωστόσο αυτό που συνέβη ήταν απαράδεκτο, κακεντρεχές και ηλίθιο. Είδες το άρθρο που έγραψε ο Ε.Μ. Φόρστερ στο New Statesman: Αν αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει, για ποιο λόγο μπήκε καν στον κόπο;
Μου τράβηξαν το ενδιαφέρον όσα ανέφερες σχετικά με το τηλεφώνημα της Κάρσον (ΜακΚάλερς). Πρέπει να πω ότι ο Ριβς (ΜακΚάλερς) δεν είναι μαζί της. Είναι εδώ στο Παρίσι - αν δεν τον σκότωσε το αλκοόλ τις τελευταίες 24 ώρες. Αυτός και η Κάρσον είναι το επίκεντρο ενός σκανδάλου στην Αριστερή Οχθη. Η Α.Ο., παρεμπιπτόντως, είναι ένα μέρος που πρέπει να αποφεύγει κανείς. Μετακόμισα εδώ στην πλατεία Βαντόμ, και τίποτα δεν θα μπορούσε να με κάνει να διασχίσω το ποτάμι ξανά. Λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο η Κάρσον έφυγε από το Παρίσι τόσο βιαστικά είναι ο εξής: Ο αγαπητός Ριβς εξαργύρωσε κάμποσες υπέρογκες επιταγές σε έναν κάποιο σαράφη (τον αγαπημένο σαράφη όσων γνωρίζουν), και η Κάρσον έστειλε τηλεγράφημα στην τράπεζά της να μην καλύψει αυτές τις επιταγές. Δυστυχώς ο Ριβς είχε πάρει ήδη τα φράγκα - πράγμα που ανάγκασε το σαράφη να πληρώσει τη νύφη. Οταν η Κάρσον αρνήθηκε να ξεπληρώσει το χρέος, αυτός έκανε τρομερή φασαρία και διάφοροι άνθρωποι σαν την Τζάνετ Φλάνερ εξοργίστηκαν. Κι έτσι η κ. ΜακΚ. πήρε το πρώτο αεροπλάνο για την πατρίδα. Φυσικά ως ένα σημείο πιστεύω ότι η Κάρσον είχε δίκιο. Παρ' όλα αυτά, όταν έφυγε, χρωστούσε πολλά άλλα μεγάλα ποσά, και όλους της τους φίλους εδώ τους κυνηγάνε οι πιστωτές της. Λέγεται ότι θα τον συλλάβουν τον Ριβς. Η Κάρσον έπρεπε να του είχε κόψει τα φτερά εδώ και καιρό. Η Τζάνετ Φλάνερ λέει ότι έχει τελειώσει ένα μυθιστόρημα και ότι είναι πολύ καλό - ίσως λοιπόν να μπορέσει να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.
Νομίζω ότι πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις το εγχειρίδιο για τον Random House. Και με συνεργάτη τον Γουέντελ (Τζόνσον), τολμώ να πω ότι δεν θα είναι μεγάλη αγγαρεία. Δώσε του την αγάπη μου.
Και την πιο εξαιρετική μου αγάπη πάντοτε για σένα, υπέροχε Κύριε. Γράψε μου σύντομα, καρδούλα μου - βάλε μέσα και τίποτα νέα από τους Ααρον και τους Φίσερ2. Εμεινα ένα βράδυ στην Ντιζόν στο δρόμο προς τα δω: Γελούσα με τη σκέψη του «μεγαλειώδους» πτυχίου του Αλ από αυτή την εντελώς αποκρουστική πόλη.
Απειρα φιλιά
Τ
ΥΓ.: Διάβασα την κριτική σου για τον Φόρστερ στους Times και τη βρήκα εξαιρετική3. Δεν λάτρεψες τη φωτογραφία του μεταμφιεσμένου σε Ινδό;
1. Ο Γκίλγκουντ είχε συλληφθεί στις 21 Οκτωβρίου 1953 προσπαθώντας να «ψωνίσει» έναν άνδρα σε ένα δημόσιο αποχωρητήριο του Τσέλσι, ένα επεισόδιο που έγινε αμέσως πρωτοσέλιδο. 2. Ο Ντάνιελ Ααρον ήταν συνάδελφος του Αρβιν στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του Κολεγίου Σμιθ. Αυτός και η γυναίκα του Τζάνετ ήταν ανάμεσα στους πιο στενούς φίλους και υποστηρικτές του Αρβιν. Ο ποιητής Αλφρεντ Γιανγκ Φίσερ, άλλος ένας συνάδελφος από το Σμιθ, είχε περάσει τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν μαζί με την πρώτη του γυναίκα, τη γαστρονόμο και συγγραφέα Μ.Φ.Κ. Φίσερ. 3. Αναφέρεται σε μια κριτική του βιβλίου του Ε.Μ. Φόρστερ «The Hill of Devi», αναμνήσεις από τον καιρό που είχε περάσει στην Ινδία ως γραμματέας του μαχαραγιά του Ντέβας το 1921.
Τρούμαν Καπότε: Η αλληλογραφία του (Μεταίχμιο, 2008)
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ (Το ΒΗΜΑ, 22/06/2008)
Οταν το 1943, στα 19 του χρόνια, ο Τρούμαν Καπότε δημοσίευε το πρώτο του διήγημα με τίτλο The Walls are Cold κανείς δεν είχε προβλέψει ότι ο φιλάσθενος νεαρός από τον Νότο ήταν το εκρηκτικό ταλέντο που θα αποκαλυπτόταν σε όλο του το μεγαλείο στο αριστούργημά του, το μυθιστόρημα Αλλες φωνές, άλλοι τόποι (Other Voices, Other Rooms) το οποίο εκδόθηκε πέντε χρόνια αργότερα, απέσπασε ύμνους από την κριτική και καθιέρωσε αμέσως τον συγγραφέα του ως έναν από τους σημαντικότερους της μεταπολεμικής Αμερικής. Το βιβλίο αυτό ήταν ο πρώτος από τους δύο μεγάλους σταθμούς της καλλιτεχνικής πορείας του Καπότε. Ο δεύτερος είναι αναμφίβολα το πιο σημαντικό του έργο, το Εν ψυχρώ, που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στο περιοδικό «The New Yorker» το 1965 και τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε σε βιβλίο, δημιουργώντας παγκόσμια αίσθηση. Σε αυτό, αξιοποιώντας όλα τα πλεονεκτήματα και την τεχνική του δικαστικού ρεπορτάζ, ο Καπότε δημιούργησε ένα νέο είδος, το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα (non-fiction novel), όπως το ήθελε ο ίδιος ή όπως επικράτησε αργότερα και καθιερώθηκε ως τις μέρες μας: τη νέα δημοσιογραφία με κυριότερους εκπροσώπους της τον Νόρμαν Μέιλερ (Οι στρατιές της νύχτας), τον Τομ Γουλφ (Στον βωμό της ματαιοδοξίας) και τον Γκάε Ταλέσε (Ο Φρανκ Σινάτρα άρπαξε κρύωμα).
Αυτός ο ανεπανάληπτος στυλίστας έφθειρε τον εαυτό του - σε μεγάλο βαθμό και το ταλέντο του -, δέσμιος της τεράστιας φήμης του μετά το Εν ψυχρώ. «Κάθε λέξη απαιτεί αίμα» έγραφε στον Ρόμπερτ Λίνσκοτ, επιμελητή του στον εκδοτικό οίκο, προτού παραδώσει τα τελευταία κεφάλαια του Αλλες φωνές, άλλοι τόποι. Ομως, η απόφασή του να δημιουργήσει ένα έργο ικανό να τον κατατάξει στην ίδια κατηγορία με τον Φλομπέρ, τον Προυστ και τον Φόκνερ δεν έλαβε σάρκα και οστά. Εν τούτοις, και μόνο τα δύο του μυθιστορήματα, το Εν ψυχρώ και το Αλλες φωνές άλλοι τόποι, η νουβέλα του Πρόγευμα στο Τίφανι και κάποια εξαίρετα διηγήματά του, αρκούν για να τον κατατάξουν στους σημαντικότερους αμερικανούς πεζογράφους του 20ού αιώνα. Και βέβαια, το ύφος του αποτελεί και σήμερα υπόδειγμα για κάθε νέο συγγραφέα. Ας μην ξεχνάμε πόσο τον υποληπτόταν για αυτό ο Τενεσί Γουίλιαμς.
Παραδοξολόγος και εστέτ
Η έκδοση λοιπόν των επιστολών του Καπότε, με την επιμέλεια του μελετητή του δημοσιογράφου Τζέραλντ Κλαρκ, θα περίμενε κανείς να φωτίζει το έργο του. Ασφαλώς συμβαίνει και αυτό. (Είναι χαρακτηριστικό λ.χ. ότι η κυκλοφορία του Αλλες φωνές, άλλοι τόποι απαγορεύτηκε στην Ιρλανδία λόγω των αισθησιακών του σκηνών.) Οι επιστολές του ωστόσο αποτελούν κατά κύριο λόγο ντοκουμέντα μιας εποχής και μιας σχετικά σύντομης ζωής, αφού ο Καπότε πέθανε στα 60 του χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα από κατάχρηση ναρκωτικών.
Προσωπικότητα στα κοσμικά πάρτι της Νέας Υόρκης, ευφυής, παραδοξολόγος, εστέτ που συνδύαζε την τρυφερότητα και τον κυνισμό ήταν ας πούμε από εκείνους που χαρακτήριζαν τον νεοϋορκέζικο κοσμοπολιτισμό κι ας παρέμενε αυτός ο λεπτεπίλεπτος, μικρόσωμος κι ευφυέστατος ομοφυλόφιλος ως το τέλος της ζωής του, ο τραυματισμένος έφηβος του Νότου που οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρός.
Ισως κανένας συγγραφέας δεν υπήρξε αγαπημένος των πλουσίων όσο ο Καπότε. Στη δεκαετία του 1960 οι εκπρόσωποι της λεγομένης υψηλής κοινωνίας ανταγωνίζονταν ποιος θα τον πρωτοκαλέσει στο γιοτ του. Κοσμικό πάρτι την εποχή εκείνη χωρίς τον Καπότε δεν ήταν τίποτε. Ο συγγραφέας κέρδιζε πολλά χρήματα. Το Εν ψυχρώ τον είχε κάνει πλούσιο, αφού μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, κάθε άρθρο του αγοραζόταν πανάκριβα από τα περιοδικά της εποχής, το Χόλιγουντ πλήρωνε αστρονομικά για τα δεδομένα της εποχής ποσά για τα σενάριά του, το ίδιο και η τηλεόραση. Διέθετε ένα θαυμάσιο και πανάκριβο μεγάλο διαμέρισμα στο Μανχάταν, καθώς και σπίτι στις ελβετικές Αλπεις, όπου περνούσε τον χειμώνα. Και έμοιαζε σαν η λέξη επιτυχία να ήταν γραμμένη στο μέτωπό του. Το εικοσιπεντάχρονο παιδί ωστόσο που πόζαρε με εκείνο το νοσταλγικό και μυστήριο βλέμμα στο εξώφυλλο του Αλλες φωνές, άλλοι τόποι, ήταν άραγε ευτυχισμένο στα σαράντα του χρόνια, που έμοιαζε να τα είχε όλα; Η αλληλογραφία του, παρά τις αγάπες που μοιράζει ο επιστολογράφος δεξιά κι αριστερά, αποκαλύπτει το αντίθετο. Ας θυμηθούμε μόνο τι έλεγε ο συγγραφέας Καπότε για το Εν ψυχρώ: «Ποτέ κανείς δεν θα μάθει τι μου κόστισε. Μ' έκαψε μέχρι το μεδούλι».
Τρυφερός και είρων
Οι προσφωνήσεις που χρησιμοποιεί στα γράμματά του, είτε απευθύνονται σε φίλους είτε σε εραστές, είναι πολύ χαρακτηριστικές μιας διαχυτικότητας που δεν στερείται βέβαια και κάποιας τρυφερής ειρωνείας. Εκτός από τα «αγαπημένε» και «πολυαγαπημένε», θα συναντήσει κανείς πλήθος ευρηματικά του τύπου «μπουμπουκάκι μου», «γλυκολούλουδο», «φως του κόσμου», «αρνάκι μου», «διαολάκι», «κατεργάρη», «πολυαγαπημένη λατρεμένη καρδούλα» - κι αν η επιστολή απευθύνεται σε ζευγάρι η «καρδούλα» γίνεται «καρδούλες» - και πάει λέγοντας. Ολα αυτά φυσικά εκφράζουν τη σχέση του Καπότε με τον περίγυρό του και δεν αργεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι η αλληλογραφία για αυτόν τον ιδιοφυή συγγραφέα ήταν ένας τρόπος ζωής. Εγραφε όπως μιλούσε και αστειευόταν ή χαριεντιζόταν στα γράμματά του με τον ίδιο τρόπο που το έκανε στα πάρτι προκειμένου να εντυπωσιάσει τον περίγυρο. Τα γράμματα του Καπότε λοιπόν είναι ένα ατελεύτητο φλερτ, κι αναρωτιέται κανείς με ποιον: με τους άλλους ή με τον εαυτό του - ή με την εικόνα που ήθελε να δημιουργήσει κάθε φορά;
Οπως το ύψιστο για τον ίδιο στη λογοτεχνία ήταν το στυλ, έτσι συνέβαινε και στη ζωή του. Και αυτό τον χαρακτήριζε από τα εφηβικά του ακόμη χρόνια. Να τι έγραφε για παράδειγμα στη δασκάλα του των αγγλικών:
«Εκλεισα τα 17 το περασμένο Σάββατο. Ασχολούμαι με τους Ρώσους με πάθος! Τελείωσα επιτέλους το «Πόλεμος και ειρήνη». Διάβασα επίσης το «Κοντραπούντο» του Χάξλεϊ. Είναι πολύ κακογραμμένο, όχι τόσο κακογραμμένο όσο μπερδεμένο. Αλλά είναι αρκετά κατατοπιστικό όσον αφορά τις υπερμοντέρνες εξελίξεις».
Ο Καπότε συνήθιζε να γράφει ξαπλωμένος στο κρεβάτι, όπως είχε εξομολογηθεί σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Paris Review». Δεν ξέρουμε αν ήταν αλήθεια ή μια από τις παραδοξολογίες που χρησιμοποιούσε για να εντυπωσιάσει, ανάγοντας την ιδιοτροπία σε στυλ. Βέβαια, η εποχή της οποίας υπήρξε πρωταγωνιστής δεν έχει καμία σχέση με το παρατηρούμενο στις μέρες μας lifestyle.
Το να είναι τότε κανείς σνομπ και διαχυτικός, αυστηρός και χαριτωμένος, ένας γλυκός ψεύτης ή ένας δηλητηριώδης κουτσομπόλης, απαιτούσε ταλέντο που ο Καπότε το διέθετε τόσο πολύ ώστε δεν απέφυγε τον πειρασμό να το σπαταλήσει. Διαβάζοντας όμως την αλληλογραφία του (ή τουλάχιστον μέρος της, που περιλαμβάνεται σε αυτόν τον τόμο) καταλήγει και σε μια όχι ιδιαιτέρως ευχάριστη διαπίστωση.
Οτι ο συγγραφέας του Εν ψυχρώ έζησε σε μια εποχή που ο κόσμος διάβαζε πολύ περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία και είχε απείρως μεγαλύτερες απαιτήσεις από τα κείμενα και τους συγγραφείς από όσο στις μέρες μας. Αν ζούσε ο Καπότε σήμερα θα ήταν 84 ετών. Πέθανε έναν χρόνο μετά τον Τενεσί Γουίλιαμς κι από όσο θυμάμαι το τελευταίο κείμενο που δημοσίευσε ήταν μια νεκρολογία για τον Τενεσί στο περιοδικό «Playboy».
Επιστολή στον καθηγητή Νιούτον Αρβιν
Ξενοδοχείο «France et Choiseul»
Οδός Σεντ Ονορέ, Παρίσι
20 Νοεμβρ. 1953
Αγαπημένε Κύριε,
Χάρηκα τόσο πολύ με το γράμμα σου. Είμαι στο Παρίσι εδώ και δέκα μέρες, και θα μείνω εδώ (στην παραπάνω διεύθυνση) μέχρι τον Ιανουάριο - τότε υπολογίζω να πάω στη Νέα Υόρκη για να δουλέψω με το συνθέτη τη μουσική για το θεατρικό. Δυστυχώς έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι πρέπει να ξαναγράψω το δεύτερο μισό του έργου ολόκληρο.
Το Παρίσι είναι κρύο και κίτρινο, όχι πολύ ευφρόσυνο. Αλλά τρέμω τόσο πολύ στην ιδέα της Νέας Υόρκης, που θα προτιμούσα να πουλάω κάστανα στους δρόμους του Παρισιού παρά να σαλπάρω έστω και ένα λεπτό νωρίτερα.
Μεγάλος σαματάς στο Λονδίνο σχετικά με τους κυρίους που σχετίζονται με άλλους κυρίους. Το Παρίσι ξεχειλίζει από εξόριστους αριστοκράτες. Οπως ίσως γνωρίζεις, ο Τζον Γκίλγκουντ συνελήφθη1. Είχε έρθει να μείνει μαζί μου στο Πορτοφίνο τον Αύγουστο που μας πέρασε και τον συμπάθησα πάρα πολύ. Του μίλησα στο τηλέφωνο την περασμένη βδομάδα κι έμοιαζε να τα βγάζει πέρα με μια γερή δόση θάρρους και «στιλ». Ωστόσο αυτό που συνέβη ήταν απαράδεκτο, κακεντρεχές και ηλίθιο. Είδες το άρθρο που έγραψε ο Ε.Μ. Φόρστερ στο New Statesman: Αν αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει, για ποιο λόγο μπήκε καν στον κόπο;
Μου τράβηξαν το ενδιαφέρον όσα ανέφερες σχετικά με το τηλεφώνημα της Κάρσον (ΜακΚάλερς). Πρέπει να πω ότι ο Ριβς (ΜακΚάλερς) δεν είναι μαζί της. Είναι εδώ στο Παρίσι - αν δεν τον σκότωσε το αλκοόλ τις τελευταίες 24 ώρες. Αυτός και η Κάρσον είναι το επίκεντρο ενός σκανδάλου στην Αριστερή Οχθη. Η Α.Ο., παρεμπιπτόντως, είναι ένα μέρος που πρέπει να αποφεύγει κανείς. Μετακόμισα εδώ στην πλατεία Βαντόμ, και τίποτα δεν θα μπορούσε να με κάνει να διασχίσω το ποτάμι ξανά. Λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο η Κάρσον έφυγε από το Παρίσι τόσο βιαστικά είναι ο εξής: Ο αγαπητός Ριβς εξαργύρωσε κάμποσες υπέρογκες επιταγές σε έναν κάποιο σαράφη (τον αγαπημένο σαράφη όσων γνωρίζουν), και η Κάρσον έστειλε τηλεγράφημα στην τράπεζά της να μην καλύψει αυτές τις επιταγές. Δυστυχώς ο Ριβς είχε πάρει ήδη τα φράγκα - πράγμα που ανάγκασε το σαράφη να πληρώσει τη νύφη. Οταν η Κάρσον αρνήθηκε να ξεπληρώσει το χρέος, αυτός έκανε τρομερή φασαρία και διάφοροι άνθρωποι σαν την Τζάνετ Φλάνερ εξοργίστηκαν. Κι έτσι η κ. ΜακΚ. πήρε το πρώτο αεροπλάνο για την πατρίδα. Φυσικά ως ένα σημείο πιστεύω ότι η Κάρσον είχε δίκιο. Παρ' όλα αυτά, όταν έφυγε, χρωστούσε πολλά άλλα μεγάλα ποσά, και όλους της τους φίλους εδώ τους κυνηγάνε οι πιστωτές της. Λέγεται ότι θα τον συλλάβουν τον Ριβς. Η Κάρσον έπρεπε να του είχε κόψει τα φτερά εδώ και καιρό. Η Τζάνετ Φλάνερ λέει ότι έχει τελειώσει ένα μυθιστόρημα και ότι είναι πολύ καλό - ίσως λοιπόν να μπορέσει να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.
Νομίζω ότι πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις το εγχειρίδιο για τον Random House. Και με συνεργάτη τον Γουέντελ (Τζόνσον), τολμώ να πω ότι δεν θα είναι μεγάλη αγγαρεία. Δώσε του την αγάπη μου.
Και την πιο εξαιρετική μου αγάπη πάντοτε για σένα, υπέροχε Κύριε. Γράψε μου σύντομα, καρδούλα μου - βάλε μέσα και τίποτα νέα από τους Ααρον και τους Φίσερ2. Εμεινα ένα βράδυ στην Ντιζόν στο δρόμο προς τα δω: Γελούσα με τη σκέψη του «μεγαλειώδους» πτυχίου του Αλ από αυτή την εντελώς αποκρουστική πόλη.
Απειρα φιλιά
Τ
ΥΓ.: Διάβασα την κριτική σου για τον Φόρστερ στους Times και τη βρήκα εξαιρετική3. Δεν λάτρεψες τη φωτογραφία του μεταμφιεσμένου σε Ινδό;
1. Ο Γκίλγκουντ είχε συλληφθεί στις 21 Οκτωβρίου 1953 προσπαθώντας να «ψωνίσει» έναν άνδρα σε ένα δημόσιο αποχωρητήριο του Τσέλσι, ένα επεισόδιο που έγινε αμέσως πρωτοσέλιδο. 2. Ο Ντάνιελ Ααρον ήταν συνάδελφος του Αρβιν στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του Κολεγίου Σμιθ. Αυτός και η γυναίκα του Τζάνετ ήταν ανάμεσα στους πιο στενούς φίλους και υποστηρικτές του Αρβιν. Ο ποιητής Αλφρεντ Γιανγκ Φίσερ, άλλος ένας συνάδελφος από το Σμιθ, είχε περάσει τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν μαζί με την πρώτη του γυναίκα, τη γαστρονόμο και συγγραφέα Μ.Φ.Κ. Φίσερ. 3. Αναφέρεται σε μια κριτική του βιβλίου του Ε.Μ. Φόρστερ «The Hill of Devi», αναμνήσεις από τον καιρό που είχε περάσει στην Ινδία ως γραμματέας του μαχαραγιά του Ντέβας το 1921.
Τρούμαν Καπότε: Η αλληλογραφία του (Μεταίχμιο, 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου