.
ΑΛΕΞ ΚΑΙ ΦΟΙΒΟΣ
Η ελληνική περιπέτεια ενός Ιρανού ομοφυλόφιλου πρόσφυγα
του Δημήτρη Αγγελίδη (ΕΨΙΛΟΝ/ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25 –11-2007)
Ζει με τον σύντροφό του σ'ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, περιμένοντας το ελληνικό κράτος να δεχτεί να επανεξετάσει σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις το αίτημα ασύλου που έχει καταθέσει. Αν γυρίσει πίσω στο Ιράν, από όπου φυγαδεύτηκε μετά από βασανιστήρια, η ζωή του κινδυνεύει. Η ομοφυλοφιλία στο Ιράν τιμωρείται με θάνατο.
Τη νύχτα το φως στην κρεβατοκάμαρά τους μένει ανοιχτό κι ο Άλεξ θέλει να νιώθει το χέρι του Φοίβου να τον αγκαλιάζει, αλλιώς ξυπνά αγριεμένος. Ακόμη κι έτσι, συχνά τον ύπνο του ταράζουν εφιάλτες και παραμιλητά, φράσεις στ’ αγγλικά, τα ελληνικά και τα φαρσί, τη μητρική του γλώσσα, που μάταια προσπαθεί με το Φοίβο να βάλει σε σειρά την επομένη.
Την ημέρα ο φόβος βρίσκει άλλους τρόπους να εκδηλωθεί. Μια επίσκεψη σε αστυνομικό τμήμα φτάνει να του προξενήσει δυσεντερία και στην ιδέα μιας συνάντησης με δημοσιογράφους ψυχοσωματικά συμπτώματα κάνουν την εμφάνισή τους. Λίγο πριν τους επισκεφτώ στο διαμέρισμα, ο δεξιός του ώμος είχε παραλύσει.
Ζητούν να μη δημοσιευτούν τα αληθινά τους ονόματα, να μη φωτογραφηθούν, ακόμη κι αν δεν φανεί πρόσωπο, και να μην καταγραφεί η συνομιλία στο κασετόφωνο. «Αν σου κλέψουν την τσάντα και πέσει στα χέρια κάποιου που γνωρίσει τη φωνή;»
Πρόκειται για συμπτώματα παθολογικού άγχους και ήπιας κατάθλιψης, επακόλουθα των βασανιστηρίων που ο Άλεξ υπέστη το 1999 σε φυλακή του Ιράν. Ανακρίθηκε πιθανότατα για τη γνωριμία του με κάποιον αντικαθεστωτικό, φυγαδεύτηκε κι ήρθε στην Ελλάδα ζητώντας άσυλο όχι μόνο για τα βασανιστήρια που υπέστη, αλλά για έναν ακόμη λόγο που μεγαλώνει την αγωνία του μην αναγνωριστεί, ιδίως από τους συμπατριώτες του. Ο Άλεξ είναι ομοφυλόφιλος και η ομοφυλοφιλία στο Ιράν μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο.
Δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για τις διώξεις των ομοφυλόφιλων στο Ιράν. Η ομοφυλοφιλική οργάνωση ιρανών εξόριστων Homan μιλά για 4.000 εκτελέσεις ομοφυλόφιλων ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Η βρετανική ομοφυλοφιλική οργάνωση Outrage! βασίζεται σε μαρτυρίες Ιρανών μέσα και έξω από το Ιράν για να διαπιστώσει ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι δημόσιες εκτελέσεις ομοφυλόφιλων, ως τότε συχνές και απροκάλυπτες, γίνονται μυστικά και με πρόσχημα άλλες κατηγορίες, μεταξύ των οποίων βιασμός, απαγωγή ανηλίκου και εμπορία ναρκωτικών.
Η πιο γνωστή υπόθεση είναι ο απαγχονισμός δυο εφήβων τον Ιούλιο του 2005. Φωτογραφίες από την εκτέλεση διαδόθηκαν μέσω διαδικτύου και τα ονόματα των Mahmoud Asgari και Ayaz Marhoni απέκτησαν τη δύναμη συμβόλου στη Δύση. Στη συνέχεια οι οργανώσεις διχάστηκαν για το λόγο της εκτέλεσης – η επίσημη κατηγορία ήταν βιασμός ανηλίκου - αλλά σχεδόν όλες οι εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Ιράν επισημαίνουν ότι η ομοφυλόφιλη δραστηριότητα είναι επικίνδυνη.
Ο ισλαμικός ποινικός κώδικας, η σαρία, τιμωρεί το σοδομισμό με λιθοβολισμό και απαγχονισμό. Για να βεβαιωθεί το αδίκημα, απαιτείται η ομολογία των δραστών ή η μαρτυρία τεσσάρων ανδρών, αλλά πολλοί επιμένουν ότι συχνά ακολουθούνται συνοπτικές διαδικασίες. Η Διεθνής Αμνηστία, που επιβεβαιώνει ότι το Ιράν περιλαμβάνει την ομοφυλόφιλη σεξουαλική συμπεριφορά στα εγκλήματα που τιμωρούνται με θάνατο, διαπιστώνει «αόριστα διατυπωμένες κατηγορίες» για τις εκτελέσεις.
O Άλεξ τοποθετεί την πρώτη ένδειξη της ομοφυλοφιλίας του στην παιδική ηλικία, όταν στους οικογενειακούς χορούς το ενδιαφέρον του τραβούσαν περισσότερο οι άνδρες παρά οι γυναίκες. Είχε την πρώτη του εμπειρία πολύ αργότερα, στα τέλη της εφηβείας του, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την ιρανική επανάσταση, μια σχέση στο περιθώριο της δικής του ζωής και της ζωής του συντρόφου του, με τον οποίο συναντιόταν στα κλεφτά για χρόνια.
Το 1999 ο Άλεξ δέχτηκε στο γραφείο του έναν πελάτη με τον οποίο βρέθηκαν παλιοί συμμαθητές. Λίγες εβδομάδες μετά, περασμένα μεσάνυχτα, η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι του, τον συνέλαβε και τον οδήγησε στη φυλακή. Τον ρωτούσαν τι γνωρίζει για το συμμαθητή του, μια ανάκριση που συνοδεύτηκε με ύβρεις, σεξουαλικούς υπαινιγμούς, και βασανιστήρια - άγριο ξύλο, μαστίγωμα στην πλάτη και τα νεφρά, φάλαγγα και αλάτι στις ανοιχτές πληγές, ηλεκτροσόκ, εικονική εκτέλεση, επανειλημμένους βιασμούς.
Όπως έμαθε αργότερα από βιαστικές εξηγήσεις στο τηλέφωνο και σε γράμματα που για λόγους ασφαλείας έλαβε μέσω Ευρώπης, για να βγει από τη φυλακή, χρειάστηκε ο πατέρας του να καταφύγει στις γνωριμίες του, την περιουσία του και μια τραγική συγκυρία. Η μητέρα του, άρρωστη από καρκίνο, πέθανε όταν ο Άλεξ ήταν στη φυλακή και ζήτησαν να τον αφήσουν να επισκεφτεί τον τάφο της.
Εκεί έβαλαν μπροστά το σχέδιο εξόδου από τη χώρα. Στο νεκροταφείο τον περίμενε ένας οικογενειακός φίλος, του φόρεσε τσαντόρ και μαύρα γάντια να περάσει για γυναίκα, και τον οδήγησε στο ιατρείο του για τις πρώτες βοήθειες. Εκεί τον έβαλαν σε ασθενοφόρο σαν ασθενή για να περάσουν τα μπλόκα στο δρόμο προς τα σύνορα. Λίγο πριν τα σύνορα, τον περίμενε ένας οδηγός. Περπάτησαν όλο το βράδυ μέσα από περάσματα στα βουνά κι όταν έφτασαν στην τουρκική πλευρά, κρύφτηκε στην καρότσα ενός φορτηγού γεμάτου φρούτα που τον άφησε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χώθηκε σε μια κρύπτη στην καρότσα ενός άλλου φορτηγού, απ΄το οποίο έβγαινε μόνο βράδυ για τις φυσικές του ανάγκες και τσιγάρο, ώσπου έφτασαν νύχτα λίγο έξω από την Αθήνα. Τον κατέβασαν και κάλεσαν ταξί, που τον άφησε ξημερώματα στην Ομόνοια.
Δεν είχε κλείσει εβδομάδα στην Αθήνα, όταν άκουσε στο δρόμο μια παρέα να μιλά φαρσί και ζήτησε να τον προσανατολίσουν. Έτσι έμαθε για το Τζι-Σι-Αρ, όπως γνωρίζουν οι αλλοδαποί το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, κι ανακάλυψε ότι το ξενοδοχείο της Ομόνοιας όπου έμενε τον χρέωνε 5.000 τη βραδιά αντί για 500. Άφησε το ξενοδοχείο και πήγε να μείνει μαζί τους για να μοιράζονται τα έξοδα. Ένα χρόνο μετά συνάντησε το Φοίβο.
Διηγείται μαζί με το Φοίβο την ιστορία ένα απόγευμα στην κουζίνα του διαμερίσματος, με την τηλεόραση να δείχνει χωρίς ήχο ένα μεσημεριανό πάνελ, το φαγητό να περιμένει να σερβιριστεί και τα παράθυρα κλειστά μην ακούσουν οι γείτονες. Η σχέση τους δεν υπάρχει για τον έξω κόσμο. Στους συγγενείς και τους φίλους, ο Φοίβος συστήνει τον Άλεξ ως βοηθό στο μαγαζί. Σε κανέναν τους δεν λέει ότι μετά τη δουλειά περνά τον περισσότερο χρόνο μαζί του σ’αυτό το διαμέρισμα.
«Υποσυνείδητα μπορεί να γνωρίζουν», λέει. «Στην εποχή μας όλοι είναι υποψιασμένοι. Αλλά δεν τους φέρνουμε σε δύσκολη θέση, δεν δίνουμε δικαίωμα, ούτε τους αφήνουμε το περιθώριο να ρωτήσουν. Αν έχουν καταλάβει κάτι, το έχουν καταλάβει μόνοι τους. Δεν είναι κάτι που κουβεντιάζουμε».
Δεν θέλει να γράψω για την προσωπική του ζωή, τους ανθρώπους με τους οποίους έζησε μαζί, τίποτα που θα μπορούσε να κάνει κάποιους να υποψιαστούν ποιος είναι ή να προκαλέσει τα σχόλια όσων διαβάσουν την ιστορία. Η σχέση δύο ανδρών προκαλεί ακόμη σε ορισμένους μειδιάματα και πλάγια βλέμματα.
Άνθρωπος δοσμένος στη δουλειά του από μικρός, δίπλα στον Άλεξ έμαθε να προσέχει την εμφάνισή του, να φορά πουκάμισα, να ταιριάζει τα χρώματα, και να κυκλοφορεί στο σπίτι χωρίς παπούτσια, όπως συνηθίζεται στο Ιράν.
Δίπλα στον Φοίβο, ο Άλεξ ανακάλυψε ότι μπορεί να ζει τη ζωή του μ’έναν τρόπο που πριν του ήταν αδιανόητος. «Τώρα γνωρίζω ποιος είμαι», λέει. «Έχουμε αγάπη. Εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο, πηγαίνουμε όπου θέλουμε χωρίς να ανησυχούμε για τον άλλο, κάνουμε υποχωρήσεις. Αν είμαι φωτιά, είναι νερό· αν είμαι νερό, είναι φωτιά».
Εξίμισι χρόνια τώρα, ο Άλεξ έχει καταφύγει σε κάθε μέσο που του παρέχουν οι διεθνείς συμβάσεις προστασίας των προσφύγων και έχει έρθει αντιμέτωπος με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει το ελληνικό κράτος να αντιλαμβάνεται το διεθνές δίκαιο. Μπροστά στο φόβο να μην κατακλυστεί από πρόσφυγες, λένε όσοι έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα, το ελληνικό κράτος αγνοεί τις συμβάσεις που έχει υπογράψει και διεκπεραιώνει τα αιτήματα ασύλου βιαστικά και πρόχειρα, με αποτέλεσμα να έχει το χαμηλότερο ποσοστό χορήγησης ασύλου στην Ευρώπη – περίπου μία θετική απάντηση σε κάθε εκατό εξεταζόμενα αιτήματα το 2006.
Το αίτημα ασύλου που κατέθεσε ο Άλεξ απορρίφθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ο Άλεξ ήρθε σε επαφή με οργανώσεις προσφύγων, κατέθεσε νέα στοιχεία και ζήτησε από το τότε Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, τώρα Εσωτερικών, να επανεξετάσει την υπόθεση. Με ένα έγγραφο του οποίου τα ατάκτως ερριμμένα σημεία στίξης μαρτυρούν προχειρότητα, το υπουργείο απέρριψε το αίτημα. Ο Άλεξ περιμένει τώρα την τύχη που θα έχει μια αίτησή του στο υπουργείο να ανακαλέσει την απόφαση. Η δικηγόρος του Μαριάννα Τζεφεράκου τη χαρακτηρίζει «αβάσιμη και αναιτιολόγητη» και λέει ότι «παραβιάζει την ελληνική και διεθνή νομοθεσία».
Αν και το σχετικό προεδρικό διάταγμα ορίζει ότι σε περίπτωση που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για βασανιστήρια ο πρόσφυγας παραπέμπεται να εξεταστεί από ειδικευμένο πραγματογνώμονα, κανείς κατά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος δεν παρέπεμψε τον Άλεξ σε πραγματογνωμοσύνη.
Όταν ανέλαβε η κ. Τζεφεράκου, του υπέδειξε το αρμόδιο Ιατρικό Κέντρο για την Αποκατάσταση Θυμάτων Βασανιστηρίων. Το Κέντρο πιστοποίησε τα βασανιστήρια, αλλά το υπουργείο απέρριψε τη γνωμάτευση. «Δεν δύναται από μόνη της να αποτελέσει ασφαλές κριτήριο αναγνώρισης προσφυγικής ιδιότητας», λέει η απόφαση, «καθώς τα αναγραφόμενα σ’αυτή βασανιστήρια περιγράφονται από τον ίδιο, τα δε σωματικά και ψυχολογικά ευρήματα πιθανόν να οφείλονται σε διάφορους ανεξάρτητους της επικαλούμενης πολιτικής δίωξης λόγους. Η υποβολή του σε άγρια βασανιστήρια, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει αυτά δεν πείθει, αφού η λεπτομερής περί αυτών εξιστόρηση έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο…».
Η διευθύντρια του Κέντρου Μαρία Πίνιου Καλλή είναι ανένδοτη. Υπεραμύνεται της εμπειρίας της και της εξειδικευμένης μεθοδολογίας που ακολουθεί το Κέντρο σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης, συνδυάζοντας ψυχολογικά και σωματικά ευρήματα με ευρεία και λεπτομερή γνώση των πρακτικών των βασανιστηρίων, και λέει ότι τα επτά χρόνια που πέρασαν από τα βασανιστήρια του Άλεξ ως την εξέτασή του δεν μειώνουν στο ελάχιστο την εγκυρότητα των ευρημάτων. «Και μετά από δεκαπέντε χρόνια μπορώ να βγάλω ασφαλές πόρισμα», λέει.
Ως προς το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας, που σύμφωνα με οδηγία του Συμβουλίου της Ευρώπης συνιστά λόγο αναγνώρισης της προσφυγικής ιδιότητας, το υπουργείο επέλεξε να το αγνοήσει, παρότι είχε στη διάθεσή του έγγραφη δήλωση του Φοίβου ότι συζεί με τον Άλεξ, όπως επίσης προφορικές αναφορές του Άλεξ στην ομοφυλοφιλία του και μια σειρά εκθέσεων για την κατάσταση των ομοφυλόφιλων στο Ιράν.
Τον τελευταίο μήνα, ο Φοίβος έχει προσθέσει στο ντοσιέ που κρατά επιμελώς μια δήλωση υποστήριξης της Διεθνούς Αμνηστίας, μια επιστολή του Γιώργου Καρατζαφέρη στον υφυπουργό Εσωτερικών, μια επερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή κι ένα ερώτημα του Συνασπισμού στο Ευρωκοινοβούλιο. Η ίδια η διευθύντρια του Τομέα Προστασίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Καλλιόπη Στεφανάκη λέει ότι η γνωμάτευση του Κέντρου, το δεδομένο της ομοφυλοφιλίας κι ένα δελτίο τύπου που έβγαλε για το θέμα η Ελληνική Ομοφυλοφιλική Κοινότητα δημιουργούν νομικό έρεισμα να επανεξεταστεί η υπόθεση.
Τόσο θορυβήθηκε η ιρανική πρεσβεία από τη δημοσιότητα που δόθηκε στην υπόθεση, που έστειλε επιστολή διάψευσης στην Ελευθεροτυπία, εκφράζοντας τη λύπη της «για τη δημοσίευση τέτοιων μη ρεαλιστικών ειδήσεων». «Είναι αναμενόμενη η διάψευση», λέει η κ. Στεφανάκη. «Ένα κράτος θα αναδείξει τα στοιχεία εκείνα που αναιρούν την πεποίθηση ότι παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα στην επικράτειά του και ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά».
Ο Άλεξ μου δείχνει στον υπολογιστή φωτογραφίες από δημόσιους απαγχονισμούς στο Ιράν. Του ζητώ ν’ακούσει το απόσπασμα από την πρόσφατη ομιλία του Αχμαντινετζάντ στο Κολούμπια, όπου ο πρόεδρος του Ιράν αναφέρεται στην ομοφυλοφιλία. Μεταφράζει: «Καθόλου δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι στο Ιράν όπως στην Αμερική. Στο Ιράν δεν έχουμε αυτό το πρόβλημα». Παρά την προσπάθεια του κυβερνητικού εκπροσώπου του Ιράν να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, λέγοντας ότι η ομιλία παρερμηνεύτηκε, μπροστά στις εικόνες των σωμάτων που αιωρούνται από τους γερανούς τα λόγια του προέδρου παγώνουν το αίμα.
Ρωτώ τον Άλεξ αν πιστεύει ότι μια στρατιωτική επέμβαση της Αμερικής στο Ιράν θα βελτίωνε την κατάσταση. «Να γίνει πόλεμος και να κινδυνεύσουν η οικογένειά μου και οι συμπατριώτες μου;» λέει. «Όχι, βέβαια. Νομίζεις ότι άμα εισβάλει η Αμερική θα αλλάξουν τα πράγματα για τους ομοφυλόφιλους; Μα η κουλτούρα και η θρησκεία και οι πεποιθήσεις των ανθρώπων δεν αλλάζουν έτσι». Ρωτώ το Φοίβο τι έχει μάθει από αυτή την ιστορία.
«Στη ζωή μου δεν είχα απευθυνθεί σε δικηγόρο», λέει. «Βρέθηκα απέναντι σ’ένα σύστημα που ερμηνεύει κατά την κρίση του τους νόμους κι αποφασίζει για τη ζωή των άλλων. Πρέπει να δεις πώς αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες - πώς τους μιλάνε, πώς τους φέρονται. Πριν ήμουν συνέχεια μ’ένα τραγούδι στο στόμα. Έχω να τραγουδήσω από τότε που άρχισε αυτή η ιστορία. Αν τον διώξουν, δεν ξέρω πού θα τον πάνε, πού θα τον πετάξουν. Θα τον κρεμάσουν και κανενός απ’αυτούς δεν ιδρώνει το αυτί. Αν στη θέση του ήταν το παιδί τους;»