Ιρλανδός και ομοφυλόφιλος
Ο συγγραφέας Κολμ Τόιμπιν βρέθηκε στην Ελλάδα για την απονομή του βραβείου Criticos στον αυστραλό συγγραφέα Ντέιβιντ Μαλούφ και μιλάει για το μέλλον του μυθιστορήματος και γενικά του τυπωμένου βιβλίου, για την πολιτική και για την κοινή μοίρα Πορτογαλίας, Ιρλανδίας, Ιταλίας, Ελλάδας, Ισπανίας, των ευρωπαίων PIIGS
Μάρκος Καρασαρίνης (Το Βήμα, 10/10/2010)
Οι φίλοι του Κολμ Τόιμπιν διαμαρτύρονται ενίοτε ότι η δηκτική αίσθηση του χιούμορ που τον χαρακτηρίζει δεν περνά ποτέ στα βιβλία του. Ο 55χρονος ιρλανδός συγγραφέας, γνωστός στην Ελλάδα από το μυθιστόρημα «Χένρι Τζέιμς, ο δάσκαλος» (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2007), είναι όντως ένας άνθρωπος με αιχμηρό χιούμορ, παρατηρητικότητα και οξύνοια. Είναι επίσης και ένας μυθιστοριογράφος που συνηθίζει να δημιουργεί πολύπλοκους χαρακτήρες και να τους επενδύει με πλήθος λεπτομερειών. Τον συνοδεύει ένα πλήθος βραβείων, με πιο πρόσφατο το βρετανικό Costa Αward του 2009 για το μυθιστόρημά του «Βrooklyn». Με αφορμή την επίσκεψή του στην Αθήνα μιλάμε μαζί του για την ολίσθηση των ανθρώπων σε αποφάσεις, για το ζήτημα της μετανάστευσης στη σύγχρονη Ευρώπη, για το μέλλον του βιβλίου και την πολιτική.
- Να σας ζητήσω συγγνώμη για το ότι μιλάμε τηλεφωνικά. Γνωρίζω ότι δεν συμπαθείτε τόσο το συγκεκριμένο μέσο.
«Μην το σκέφτεστε. Σήμερα είναι ημέρα γενικής απεργίας στη Βαρκελώνη, οπότε κάθομαι σε ένα παγκάκι έξω από έναν καθεδρικό ναό και χαζεύω τη λιθοδομή του. Είναι πολύ ωραία, δεν παραπονούμαι καθόλου». - Η νέα συλλογή διηγημάτων σας με τίτλο «Τhe Εmpty Family» κυκλοφορεί τον Οκτώβριο στη Βρετανία,τον Νοέμβριο επίσης θα υπάρξει μια συλλογή δοκιμίων για τον Χένρι Τζέιμς και στο ενδιάμεσο επισκεφθήκατε την Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου...
«Αλήθεια είναι. Είμαι ιδιαίτερα πολυάσχολο αγόρι αυτόν τον καιρό. Βρέθηκα στην Αθήνα όπου παρουσίασα ένα βραβείο για τον Ντέιβιντ Μαλούφ, τον οποίο εκτιμώ και θαυμάζω ως συγγραφέα για την ποικιλομορφία του έργου του: όχι μόνο κανένα βιβλίο του δεν μοιάζει με το προηγούμενο, αλλά διαθέτει και την εξαιρετική ικανότητα να φαντάζεται άλλους ανθρώπους ως χαρακτήρες».
Ο συγγραφέας Κολμ Τόιμπιν βρέθηκε στην Ελλάδα για την απονομή του βραβείου Criticos στον αυστραλό συγγραφέα Ντέιβιντ Μαλούφ και μιλάει για το μέλλον του μυθιστορήματος και γενικά του τυπωμένου βιβλίου, για την πολιτική και για την κοινή μοίρα Πορτογαλίας, Ιρλανδίας, Ιταλίας, Ελλάδας, Ισπανίας, των ευρωπαίων PIIGS
Μάρκος Καρασαρίνης (Το Βήμα, 10/10/2010)
Οι φίλοι του Κολμ Τόιμπιν διαμαρτύρονται ενίοτε ότι η δηκτική αίσθηση του χιούμορ που τον χαρακτηρίζει δεν περνά ποτέ στα βιβλία του. Ο 55χρονος ιρλανδός συγγραφέας, γνωστός στην Ελλάδα από το μυθιστόρημα «Χένρι Τζέιμς, ο δάσκαλος» (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2007), είναι όντως ένας άνθρωπος με αιχμηρό χιούμορ, παρατηρητικότητα και οξύνοια. Είναι επίσης και ένας μυθιστοριογράφος που συνηθίζει να δημιουργεί πολύπλοκους χαρακτήρες και να τους επενδύει με πλήθος λεπτομερειών. Τον συνοδεύει ένα πλήθος βραβείων, με πιο πρόσφατο το βρετανικό Costa Αward του 2009 για το μυθιστόρημά του «Βrooklyn». Με αφορμή την επίσκεψή του στην Αθήνα μιλάμε μαζί του για την ολίσθηση των ανθρώπων σε αποφάσεις, για το ζήτημα της μετανάστευσης στη σύγχρονη Ευρώπη, για το μέλλον του βιβλίου και την πολιτική.
- Να σας ζητήσω συγγνώμη για το ότι μιλάμε τηλεφωνικά. Γνωρίζω ότι δεν συμπαθείτε τόσο το συγκεκριμένο μέσο.
«Μην το σκέφτεστε. Σήμερα είναι ημέρα γενικής απεργίας στη Βαρκελώνη, οπότε κάθομαι σε ένα παγκάκι έξω από έναν καθεδρικό ναό και χαζεύω τη λιθοδομή του. Είναι πολύ ωραία, δεν παραπονούμαι καθόλου». - Η νέα συλλογή διηγημάτων σας με τίτλο «Τhe Εmpty Family» κυκλοφορεί τον Οκτώβριο στη Βρετανία,τον Νοέμβριο επίσης θα υπάρξει μια συλλογή δοκιμίων για τον Χένρι Τζέιμς και στο ενδιάμεσο επισκεφθήκατε την Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου...
«Αλήθεια είναι. Είμαι ιδιαίτερα πολυάσχολο αγόρι αυτόν τον καιρό. Βρέθηκα στην Αθήνα όπου παρουσίασα ένα βραβείο για τον Ντέιβιντ Μαλούφ, τον οποίο εκτιμώ και θαυμάζω ως συγγραφέα για την ποικιλομορφία του έργου του: όχι μόνο κανένα βιβλίο του δεν μοιάζει με το προηγούμενο, αλλά διαθέτει και την εξαιρετική ικανότητα να φαντάζεται άλλους ανθρώπους ως χαρακτήρες».
- Για να δανειστώ τον τίτλο ενός παλαιότερου μυθιστορήματός σας,το οποίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά, είναι ο Χένρι Τζέιμς ο «δάσκαλός» σας;
«Χμ, θα έλεγα ότι είμαι ιδιαίτερα επιρρεπής σε ό,τι διαβάω, επομένως για τις επιρροές μου θα ξεκινούσα ήδη από την Τζέιν Οστιν, για τον τρόπο που συγκροτεί τους χαρακτήρες της. Θα μπορούσε κανείς, αν και φυσικά πρόκειται για τελείως διαφορετική περίπτωση, να δει πολλά που συνδέουν τον Χένρι Τζέιμς με την Τζέιν Οστιν στην ολοκλήρωση ενός χαρακτήρα. Για παράδειγμα, και οι δύο δεν αισθάνονται άνετα με τη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου. Γράφουν στο τρίτο ενικό, το οποίο δίνει την αίσθηση του κύρους, της αυθεντίας. Επίσης, εκτιμώ τη σαφήνεια της δομής που διακρίνει τα μυθιστορήματα της Τζέιν Οστιν, κάτι που, λόγου χάρη, δεν συμβαίνει στον Τόμας Χάρντι- βιβλία του οποίου, παρ΄ όλα αυτά, επίσης μου αρέσουν. Ωστόσο μια άλλη σημαντική επιρροή μου είναι ο Χεμινγκγουέι, η γραφή του οποίου μοιάζει με την αίσθηση του να καθαρίζει κανείς το σώμα του με σκληρή βούρτσα. Ο Χεμινγκγουέι είναι εκείνος που περιόρισε το ύφος στα απολύτως απαραίτητα. Θα πρόσθετα ορισμένα στοιχεία του Τζόις και του Μπέκετ- τη φιλοσοφία του Μπέκετ-, αλλά και των Καμύ και Σαρτρ, όλων εκείνων που διάβαζα όταν ήμουν 16 ετώνκαι δεν μεγάλωσα στα αλήθεια από τότε, ξέρετε!».
- Το προηγούμενο μυθιστόρημά σας με τίτλο «Βrooklyn»,το οποίο κέρδισε το βραβείο Costa to 2009,μοιάζει ως ένα σημείο πέραν της έννοιας του χρόνου. Θέλατε να αφήσετε τον αναγνώστη σας να ανακαλύψει σταδιακά αν πρόκειται για τον Μεσοπόλεμο ή τη μεταπολεμική εποχή;
«Υπάρχουν λεπτομέρειες που δείχνουν με σαφήνεια ότι πρόκειται για τη δεκαετία του ΄50. Η αλήθεια είναι όμως πως ήθελα να καταστεί σαφές ότι δεν γράφω κοινωνιολογία, ότι δεν είναι αυτές οι λεπτομέρειες που μετρούν αλλά άλλα πράγματα. Απλώς να φαίνεται ότι δεν βρισκόμαστε στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ούτε και στη δεκαετία του 1960. Κυρίως με ενδιέφερε η απόδοση της ψυχολογικής έντασης».
- Η ηρωίδα σας προχωρεί εν μέσω πολύ ανθρώπινων αντιφάσεων,αδυνατεί να πάρει μια οριστική απόφαση για το ερωτικό της δίλημμα ώσπου στο τέλος είναι σαν να τη λαμβάνουν άλλοι για αυτήν.Εξαρτώνται άραγε όλα στη ζωή μας από τις περιστάσεις και το timing;
«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η έννοια της ολίσθησης· σκέφτομαι ότι είναι πάρα πολλές οι καταστάσεις της ζωής μας στις οποίες απλώς ολισθαίνουμε. Αν ρωτήσετε, για παράδειγμα, τους γονείς σας πώς συναντήθηκαν και πώς αποφάσισαν να ζήσουν μαζί, θα δείτε ότι η τυχαιότητα, το στοιχείο της ολίσθησης σε μια κατάσταση, παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Το ίδιο συμβαίνει με τις επαγγελματικές μας ενασχολήσεις ή με τα μέρη που επισκεπτόμαστε. Ως συγγραφείς ωστόσο δεν τα καταφέρνουμε τόσο στην απόδοση του στοιχείου αυτού: στο μυθιστόρημα συχνά τα πράγματα μοιάζουν προκαθορισμένα. Για μένα η έννοια της ολίσθησης λοιπόν αποδεικνύεται πιο ενδιαφέρον θέμα για ένα βιβλίο, μια και μπορώ να παίξω περισσότερο με τον χαρακτήρα και να τον καταστήσω πολύ πιο ανοικτό».
- Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ιδιαίτερα οικεία για έναν Ελληνα,με την έννοια ότι το έργο θα μπορούσε να εκτυλίσσεται στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950.Θεωρείτε ότι οι κριτικοί υπερβάλλουν όταν τονίζουν την «ιρλανδικότητα» των μυθιστορημάτων σας...
«Θα μπορούσε να εκτυλίσσεται και σε κοινωνίες όπως της Νιγηρίας, της Κίνας ή του Πακιστάν. Οι άνθρωποι αλλάζουν, βλέπετε, και αυτό αποτελεί το μυστικό της ιστορίας πολλών χωρών κατά την τελευταία τριακονταετία- σε κράτη μάλιστα όπως η Πορτογαλία, η Τουρκία ή η Ελλάδα ισχύει για ακόμη μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Θα έφτανα στο σημείο να πω ότι χαρακτηρίζει ακόμη και την ιστορία της Αμερικής, τώρα που το σκέφτομαι. Το πρόβλημα είναι διπλό: επειδή είμαι Ιρλανδός και ομοφυλόφιλος, πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι αυτά τα στοιχεία της ταυτότητάς μου με αφορούν στη γραφή μου. Στην πραγματικότητα, πολλές φορές όταν γράφω τα ξεχνάω και τα δύο- δεν τα θυμάμαι καν γιατί στην πορεία της ιστορίας μου με απασχολούν άλλα ζητήματα. Μεγάλο μέρος της κριτικής είναι εγκλωβισμένο στην ιδέα ότι ο συγγραφέας κυριαρχείται από ένα πλέγμα ιδεών και ότι το έργο του δεν είναι παρά η δραματοποίησή τους. Σας διαβεβαιώ ότι εγώ δεν έχω καμία!».
- Ασφαλώς η κοινότητα της μεταναστευτικής εμπειρίας είναι σημαντική σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οι οποίες ωστόσο πλέον δεν είναι τόσο θετικές ως προς όσους μεταναστεύουν σε αυτές σήμερα.
«Ομολογώ ότι η παρόρμησή μου να γράψω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε ως έναν βαθμό πολιτικό χαρακτήρα. Ηθελα να θυμίσω στην ιρλανδική κοινωνία ότι η εμπειρία μας ήταν παρόμοια: τέτοιοι ήμασταν κι εμείς, παρόμοια πράγματα κάναμε, σε αντίστοιχες χώρες βρεθήκαμε. Πολλοί θα αναγνωρίσουν τους οικείους τους σε αυτό το βιβλίο και αυτό θα τους κάνει να σκεφτούν, πράγμα σημαντικό, γιατί η Ιρλανδία περνά μια δύσκολη περίοδο μη μπορώντας να εξοικειωθεί με το γεγονός ότι ξένοι μεταναστεύουν πλέον σε αυτήν. Υπήρχαν περίοδοι όπου αισθάνθηκα πολύ μόνος στην Ιρλανδία, σαν να ήμουν ο μόνος άνθρωπος που σκεφτόταν ότι το να κυκλοφορούν Νιγηριανοί στους δρόμους είναι κάτι καλό. Μα δείτε την ανεκτικότητα του Λονδίνου, όπου άνθρωποι από πλήθος κουλτούρες αναμειγνύονται και υπάρχουν ευκαιρίες για όλους!».
- Είχατε μιλήσει παλαιότερα για την αίσθηση της Ιστορίας στη γενέτειρά σας,το Ενισκόρθι της Νοτιοανατολικής Ιρλανδίας.Αισθανθήκατε ποτέ το βάρος αυτής της Ιστορίας ως κάτι που υπό προϋποθέσεις μπορεί και να πνίγει τους ανθρώπους;
«Είναι κάτι που αισθάνθηκα στη Βόρεια Ιρλανδία. Εχει κανείς εκεί την αίσθηση ότι συγκρούσεις και δολοφονίες έγιναν στο όνομα της Ιστορίας, σαν η Ιστορία να είχε ρόλο στη σημερινή κοινωνία και εν ονόματί της θα έπρεπε να σκεφτούμε μήπως οφείλαμε να δολοφονήσουμε ο ένας τον άλλο. Με ταράζει αυτή η ιδέα. Η έννοια του παρελθόντος αυτή καθαυτή οφείλει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα αλλά και με ειρωνεία. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή σε μια έρημο, όπου ποτέ δεν θα είχε συμβεί κάτι, όπου θα ήσουν ο πρώτος άνθρωπος που θα ζούσε. Κάτι θα έλειπε και κανένας δεν θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο, ακόμη και αν το βιβλίο είχε να κάνει με το παρόν. Αυτός είναι και ο λόγος, νομίζω, που ο Αδάμ και η Εύα δεν έγραφαν μυθιστορήματα».
- Σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτησή μας.
«Παρακαλώ. Με την ευκαιρία, πώς πάει η αγαπητή οικονομία σας;».
- Μοιάζει να αντέχει,προς το παρόν τουλάχιστον.
«Θα θυμάστε τον μειωτικό όρο ΡΙΙGS που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα για να χαρακτηρίσει τις “προβληματικές” οικονομίες της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας. Λοιπόν, τότε, σαν ένα μέλος των ΡΙΙGS προς ένα άλλο, σας εύχομαι καλό απόγευμα».
- Πιστεύετε ότι το βιβλίο ως υλικό αντικείμενο είναι προορισμένο να αντικατασταθεί από το Κindle ή άλλες παρόμοιες συσκευές;
«Νομίζω ότι το Κindle και όλες αυτές οι συσκευές θα παραμείνουν συμπληρωματικές στη διαδικασία της ανάγνωσης. Τα βιβλιοπωλεία είναι ιδιαίτερα όμορφα μέρη για να βρίσκεται κανείς: αν ψάχνεις κάποιον ή κάποια για να ζήσεις μαζί το υπόλοιπο της ζωής σου δεν υπάρχει καλύτερος τόπος. Προσφέρουν ένα ξεχωριστό αίσθημα ευχαρίστησης, το οποίο δεν προκύπτει φυσικά σε ένα σουπερμάρκετ, αλλά ούτε και με το Κindle. Δεν βλέπω λοιπόν αυτό να αλλάζει ποτέ. Προσωπικά, χαίρομαι ακόμη και με τον τρόπο με τον οποίο τα βιβλία απλώνονται στους πάγκους ή στοιβάζονται στις βιβλιοθήκες. Μέσα μου νιώθω ότι υπάρχει το σχήμα ενός βιβλίου που το Κindle δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρει να γεμίσει».
- Σε ένα παλαιότερο άρθρο της στο περιοδικό «Νew York Review of Βooks» η βρετανίδα συγγραφέας Ζέιντι Σμιθ είχε μιλήσει για το μέλλον του αγγλόφωνου μυθιστορήματος κάνοντας έναν διαχωρισμό μεταξύ του «λυρικού ρεαλισμού» και ενός νεότερου ρεύματος, το οποίο θεωρούσε ότι αντιπροσωπεύει ο άγγλος συγγραφέας Τομ Μακ Κάρθι.Εχει νόημα πιστεύετε ένας τέτοιος διαχωρισμός ή αποτελεί υπερβολική δόση θεωρίας;
- Το προηγούμενο μυθιστόρημά σας με τίτλο «Βrooklyn»,το οποίο κέρδισε το βραβείο Costa to 2009,μοιάζει ως ένα σημείο πέραν της έννοιας του χρόνου. Θέλατε να αφήσετε τον αναγνώστη σας να ανακαλύψει σταδιακά αν πρόκειται για τον Μεσοπόλεμο ή τη μεταπολεμική εποχή;
«Υπάρχουν λεπτομέρειες που δείχνουν με σαφήνεια ότι πρόκειται για τη δεκαετία του ΄50. Η αλήθεια είναι όμως πως ήθελα να καταστεί σαφές ότι δεν γράφω κοινωνιολογία, ότι δεν είναι αυτές οι λεπτομέρειες που μετρούν αλλά άλλα πράγματα. Απλώς να φαίνεται ότι δεν βρισκόμαστε στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ούτε και στη δεκαετία του 1960. Κυρίως με ενδιέφερε η απόδοση της ψυχολογικής έντασης».
- Η ηρωίδα σας προχωρεί εν μέσω πολύ ανθρώπινων αντιφάσεων,αδυνατεί να πάρει μια οριστική απόφαση για το ερωτικό της δίλημμα ώσπου στο τέλος είναι σαν να τη λαμβάνουν άλλοι για αυτήν.Εξαρτώνται άραγε όλα στη ζωή μας από τις περιστάσεις και το timing;
«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η έννοια της ολίσθησης· σκέφτομαι ότι είναι πάρα πολλές οι καταστάσεις της ζωής μας στις οποίες απλώς ολισθαίνουμε. Αν ρωτήσετε, για παράδειγμα, τους γονείς σας πώς συναντήθηκαν και πώς αποφάσισαν να ζήσουν μαζί, θα δείτε ότι η τυχαιότητα, το στοιχείο της ολίσθησης σε μια κατάσταση, παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Το ίδιο συμβαίνει με τις επαγγελματικές μας ενασχολήσεις ή με τα μέρη που επισκεπτόμαστε. Ως συγγραφείς ωστόσο δεν τα καταφέρνουμε τόσο στην απόδοση του στοιχείου αυτού: στο μυθιστόρημα συχνά τα πράγματα μοιάζουν προκαθορισμένα. Για μένα η έννοια της ολίσθησης λοιπόν αποδεικνύεται πιο ενδιαφέρον θέμα για ένα βιβλίο, μια και μπορώ να παίξω περισσότερο με τον χαρακτήρα και να τον καταστήσω πολύ πιο ανοικτό».
- Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ιδιαίτερα οικεία για έναν Ελληνα,με την έννοια ότι το έργο θα μπορούσε να εκτυλίσσεται στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950.Θεωρείτε ότι οι κριτικοί υπερβάλλουν όταν τονίζουν την «ιρλανδικότητα» των μυθιστορημάτων σας...
«Θα μπορούσε να εκτυλίσσεται και σε κοινωνίες όπως της Νιγηρίας, της Κίνας ή του Πακιστάν. Οι άνθρωποι αλλάζουν, βλέπετε, και αυτό αποτελεί το μυστικό της ιστορίας πολλών χωρών κατά την τελευταία τριακονταετία- σε κράτη μάλιστα όπως η Πορτογαλία, η Τουρκία ή η Ελλάδα ισχύει για ακόμη μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Θα έφτανα στο σημείο να πω ότι χαρακτηρίζει ακόμη και την ιστορία της Αμερικής, τώρα που το σκέφτομαι. Το πρόβλημα είναι διπλό: επειδή είμαι Ιρλανδός και ομοφυλόφιλος, πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι αυτά τα στοιχεία της ταυτότητάς μου με αφορούν στη γραφή μου. Στην πραγματικότητα, πολλές φορές όταν γράφω τα ξεχνάω και τα δύο- δεν τα θυμάμαι καν γιατί στην πορεία της ιστορίας μου με απασχολούν άλλα ζητήματα. Μεγάλο μέρος της κριτικής είναι εγκλωβισμένο στην ιδέα ότι ο συγγραφέας κυριαρχείται από ένα πλέγμα ιδεών και ότι το έργο του δεν είναι παρά η δραματοποίησή τους. Σας διαβεβαιώ ότι εγώ δεν έχω καμία!».
- Ασφαλώς η κοινότητα της μεταναστευτικής εμπειρίας είναι σημαντική σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οι οποίες ωστόσο πλέον δεν είναι τόσο θετικές ως προς όσους μεταναστεύουν σε αυτές σήμερα.
«Ομολογώ ότι η παρόρμησή μου να γράψω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε ως έναν βαθμό πολιτικό χαρακτήρα. Ηθελα να θυμίσω στην ιρλανδική κοινωνία ότι η εμπειρία μας ήταν παρόμοια: τέτοιοι ήμασταν κι εμείς, παρόμοια πράγματα κάναμε, σε αντίστοιχες χώρες βρεθήκαμε. Πολλοί θα αναγνωρίσουν τους οικείους τους σε αυτό το βιβλίο και αυτό θα τους κάνει να σκεφτούν, πράγμα σημαντικό, γιατί η Ιρλανδία περνά μια δύσκολη περίοδο μη μπορώντας να εξοικειωθεί με το γεγονός ότι ξένοι μεταναστεύουν πλέον σε αυτήν. Υπήρχαν περίοδοι όπου αισθάνθηκα πολύ μόνος στην Ιρλανδία, σαν να ήμουν ο μόνος άνθρωπος που σκεφτόταν ότι το να κυκλοφορούν Νιγηριανοί στους δρόμους είναι κάτι καλό. Μα δείτε την ανεκτικότητα του Λονδίνου, όπου άνθρωποι από πλήθος κουλτούρες αναμειγνύονται και υπάρχουν ευκαιρίες για όλους!».
- Είχατε μιλήσει παλαιότερα για την αίσθηση της Ιστορίας στη γενέτειρά σας,το Ενισκόρθι της Νοτιοανατολικής Ιρλανδίας.Αισθανθήκατε ποτέ το βάρος αυτής της Ιστορίας ως κάτι που υπό προϋποθέσεις μπορεί και να πνίγει τους ανθρώπους;
«Είναι κάτι που αισθάνθηκα στη Βόρεια Ιρλανδία. Εχει κανείς εκεί την αίσθηση ότι συγκρούσεις και δολοφονίες έγιναν στο όνομα της Ιστορίας, σαν η Ιστορία να είχε ρόλο στη σημερινή κοινωνία και εν ονόματί της θα έπρεπε να σκεφτούμε μήπως οφείλαμε να δολοφονήσουμε ο ένας τον άλλο. Με ταράζει αυτή η ιδέα. Η έννοια του παρελθόντος αυτή καθαυτή οφείλει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα αλλά και με ειρωνεία. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή σε μια έρημο, όπου ποτέ δεν θα είχε συμβεί κάτι, όπου θα ήσουν ο πρώτος άνθρωπος που θα ζούσε. Κάτι θα έλειπε και κανένας δεν θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο, ακόμη και αν το βιβλίο είχε να κάνει με το παρόν. Αυτός είναι και ο λόγος, νομίζω, που ο Αδάμ και η Εύα δεν έγραφαν μυθιστορήματα».
- Σας ευχαριστώ πολύ για τη συζήτησή μας.
«Παρακαλώ. Με την ευκαιρία, πώς πάει η αγαπητή οικονομία σας;».
- Μοιάζει να αντέχει,προς το παρόν τουλάχιστον.
«Θα θυμάστε τον μειωτικό όρο ΡΙΙGS που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα για να χαρακτηρίσει τις “προβληματικές” οικονομίες της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας. Λοιπόν, τότε, σαν ένα μέλος των ΡΙΙGS προς ένα άλλο, σας εύχομαι καλό απόγευμα».
- Πιστεύετε ότι το βιβλίο ως υλικό αντικείμενο είναι προορισμένο να αντικατασταθεί από το Κindle ή άλλες παρόμοιες συσκευές;
«Νομίζω ότι το Κindle και όλες αυτές οι συσκευές θα παραμείνουν συμπληρωματικές στη διαδικασία της ανάγνωσης. Τα βιβλιοπωλεία είναι ιδιαίτερα όμορφα μέρη για να βρίσκεται κανείς: αν ψάχνεις κάποιον ή κάποια για να ζήσεις μαζί το υπόλοιπο της ζωής σου δεν υπάρχει καλύτερος τόπος. Προσφέρουν ένα ξεχωριστό αίσθημα ευχαρίστησης, το οποίο δεν προκύπτει φυσικά σε ένα σουπερμάρκετ, αλλά ούτε και με το Κindle. Δεν βλέπω λοιπόν αυτό να αλλάζει ποτέ. Προσωπικά, χαίρομαι ακόμη και με τον τρόπο με τον οποίο τα βιβλία απλώνονται στους πάγκους ή στοιβάζονται στις βιβλιοθήκες. Μέσα μου νιώθω ότι υπάρχει το σχήμα ενός βιβλίου που το Κindle δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρει να γεμίσει».
- Σε ένα παλαιότερο άρθρο της στο περιοδικό «Νew York Review of Βooks» η βρετανίδα συγγραφέας Ζέιντι Σμιθ είχε μιλήσει για το μέλλον του αγγλόφωνου μυθιστορήματος κάνοντας έναν διαχωρισμό μεταξύ του «λυρικού ρεαλισμού» και ενός νεότερου ρεύματος, το οποίο θεωρούσε ότι αντιπροσωπεύει ο άγγλος συγγραφέας Τομ Μακ Κάρθι.Εχει νόημα πιστεύετε ένας τέτοιος διαχωρισμός ή αποτελεί υπερβολική δόση θεωρίας;
«Είναι ωραία να χωρίζει κανείς τα πράγματα σε δύο κατηγορίες. Θυμάμαι παλιά που είχαμε διαχωρισμούς μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ή Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου- άρα γιατί όχι και δύο διαφορετικές κατηγορίες μυθιστοριογράφων; Για μένα άλλο είναι το ζήτημα.Δώστε μου μια σελίδα και μπορώ να σας πω,από τον ρυθμό των προτάσεών του, αν το έργο αξίζει τον κόπο ή όχι, ανεξάρτητα από τη θεματολογία του.Αν ο ρυθμός δεν λειτουργεί, αν δεν υπάρχει ή δεν είναι ο σωστός,δεν θα εγγραφεί στο νευρικό σύστημα του αναγνώστη και εκείνος,πολύ απλά,θα το εγκαταλείψει.Οι παράγραφοι τότε μοιάζουν νεκρές- τις κοιτάζεις και αναρωτιέσαι “γιατί αυτές οι παράγραφοι είναι τόσο νεκρές;”. Αυτή λοιπόν είναι για μένα η διάκριση που μετράει.Αλλά η Ζέιντι Σμιθ ενδιαφέρεται περισσότερο από εμένα για το παρόν, εμένα μου αρέσει κυρίως το παρελθόν- είναι κάτι που το έχουμε συζητήσει,της λέω ότι είναι τόσο γενναία που γράφει για το παρόν.Μετά γελάμε».
- Να υποθέσω λοιπόν ότι δεν σας ενθουσιάζουν οι κατηγοριοποιήσεις;
«Θα έλεγα ότι γενικά προσπαθώ να αποφύγω τις κατηγοριοποιήσεις,είμαι μοναχικός τύπος. Είναι καλό να μπορεί να δραπετεύει κανείς στο μυαλό του.Εμαθα να το κάνω στο σχολείο αυτό το κόλπο: ο καθηγητής μιλούσε κι εγώ απλώς δεν τον άκουγα!».
- Να υποθέσω λοιπόν ότι δεν σας ενθουσιάζουν οι κατηγοριοποιήσεις;
«Θα έλεγα ότι γενικά προσπαθώ να αποφύγω τις κατηγοριοποιήσεις,είμαι μοναχικός τύπος. Είναι καλό να μπορεί να δραπετεύει κανείς στο μυαλό του.Εμαθα να το κάνω στο σχολείο αυτό το κόλπο: ο καθηγητής μιλούσε κι εγώ απλώς δεν τον άκουγα!».
Διαβάστε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου