- Κάνατε μια τελείως γυμνή ταινία, το χαμένο σας «αριστούργημα» -κατά τον Κούνδουρο-, που ήταν και η τελευταία παραγωγή της Φίνος Φίλμ. Δυστυχώς, το νεγκατίφ εξαφανίστηκε, χωρίς τελικά να τη δούμε ποτέ.
Γιάννης Δαλιανίδης: Ναι, είναι το μεγάλο μου παράπονο. Εξαφανίστηκε, εξαερώθηκε, χάθηκε εντελώς αναίτια και αδικαιολόγητα. Σαν να μην είχε γυριστεί ποτέ. Τι έγινε, δεν το έμαθα ποτέ. Την τοποθετούσα σε μια απροσδιόριστη εποχή και οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν γυμνοί. Ένα γυμνό που όσοι πρόλαβαν να το δουν το έβρισκαν αισθητικότατο. Όπως ο Κούνδουρος, που βρήκε την ταινία μια αναπάντεχη έκπληξη. Ήταν γυρισμένη σ' ένα νταμάρι. Ένα πάρα πολύ σκληρό περιβάλλον με φόντο πέτρα. Κι αυτό ακριβώς ήθελα να δείξω. Πόσο γυμνός και ευάλωτος είναι ο άνθρωπος μέσα στη φύση. (lifo, 20-10-2010)
Γιάννης Δαλιανίδης: Ναι, είναι το μεγάλο μου παράπονο. Εξαφανίστηκε, εξαερώθηκε, χάθηκε εντελώς αναίτια και αδικαιολόγητα. Σαν να μην είχε γυριστεί ποτέ. Τι έγινε, δεν το έμαθα ποτέ. Την τοποθετούσα σε μια απροσδιόριστη εποχή και οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν γυμνοί. Ένα γυμνό που όσοι πρόλαβαν να το δουν το έβρισκαν αισθητικότατο. Όπως ο Κούνδουρος, που βρήκε την ταινία μια αναπάντεχη έκπληξη. Ήταν γυρισμένη σ' ένα νταμάρι. Ένα πάρα πολύ σκληρό περιβάλλον με φόντο πέτρα. Κι αυτό ακριβώς ήθελα να δείξω. Πόσο γυμνός και ευάλωτος είναι ο άνθρωπος μέσα στη φύση. (lifo, 20-10-2010)
Ο Γιάννης Δαλιανίδης έμεινε πάντα παιδί
Αγάπησε τη ζωή και τον κινηματογράφο με μια καριέρα που έφτασε τις 70 ταινίες και περισσότερες από δέκα τηλεοπτικές σειρές
Του Παναγιωτη Παναγοπουλου (Καθημεριή, 24/10/2010)
Οταν έλεγαν στον Γιάννη Δαλιανίδη να συναντηθεί με ανθρώπους του κινηματογράφου της γενιάς του, έλεγε: «Αφήστε με ήσυχο. Τι να πάω να κάνω με τους γέρους;». Κι ας ήταν και μικρότεροι σε ηλικία από εκείνον. Ο Δαλιανίδης, που άφησε την τελευταία του πνοή το περασμένο Σάββατο ενώ κοιμόταν, στα 87 του χρόνια, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη νεότητα. Ηταν σαφώς μέχρι και την τελευταία στιγμή προοδευτικός, γνώριζε πάρα πολύ καλά τι συνέβαινε στις εξελίξεις της τέχνης και βρισκόταν κοντά στους νέους του κινηματογράφου, παρατηρώντας, ξεχωρίζοντάς τους και δίνοντάς τους συμβουλές.
Το 1966 είχε γράψει τους στίχους για το τραγούδι που ακουγόταν στο «Ραντεβού στον αέρα», το «Μένουμε πάντα παιδιά», ένα τραγούδι που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. «Πάντα με τραγούδι η ζωή μας ξεκινά / Διώξε κάθε λύπη και το κέφι αρχινά / Οσο έχουμε τα νιάτα, νιάτα, νιάτα / Μ' ένα εύθυμο τραγούδι, μένουμε πάντα παιδιά». Τα νιάτα μπορεί να πέρασαν σε ό, τι αφορά την ηλικία, όμως ο Δαλιανίδης διατήρησε την παιδικότητα, τον ενθουσιασμό και την ενέργεια που είχε σε μια καριέρα που έφτασε τις σχεδόν 70 ταινίες και τις περισσότερες από δέκα τηλεοπτικές σειρές.
Κάθε Νοέμβριο, μέχρι και την τελευταία χρονιά, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν εκεί. Παρακολουθούσε ανελλιπώς όλες τις νέες ελληνικές ταινίες και είχε πάντα ένα εύστοχο σχόλιο να κάνει. Το ότι είχε γυρίσει την τελευταία του ταινία το 1987 (τα «Ισόβια») δεν τον είχε απομακρύνει στο ελάχιστο από τον κινηματογράφο και τους ανθρώπους του και οι νέοι άνθρωποι με ταλέντο πάντα τραβούσαν την προσοχή του. Στο τραπέζι, αργά μετά την τελευταία προβολή, θυμόταν με απόλυτη διαύγεια ιστορίες από τα γυρίσματα και όταν όλοι κατάκοποι ήθελαν να γυρίσουν στο ξενοδοχείο για να κοιμηθούν, εκείνος έλεγε «θα μείνω λίγο ακόμη για ένα ποτό. Δεν μπορώ να κάθομαι στο σπίτι».
Από το 1958, που έγραψε το πρώτο του σενάριο, το «Τρελοκόριτσο» και το 1959, που σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, τη «Μουσίτσα», ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν σταμάτησε ποτέ να ζει για τον κινηματογράφο και να δημιουργεί ταινίες κάθε είδους, από κωμωδίες μέχρι μιούζικαλ, δράματα και αστυνομικές περιπέτειες. Οι ταινίες του βρίσκονταν πάντα στις πρώτες θέσεις των εισπράξεων και μερικές απ' αυτές ήταν από τις ελάχιστες ελληνικές ταινίες εκείνης της περιόδου που ταξίδεψαν στο εξωτερικό και προβλήθηκαν με επιτυχία. Τα «Κορίτσια για φίλημα» έφτασαν στην Ισπανία ως «Muchachas carinosas», η «Στεφανία» προβλήθηκε στη Γαλλία ως «Stephania, fille perdue», ο «Εγωισμός» έφτασε στις πρώτες θέσεις του μεξικανικού box office ως «La Corrupcion» και «Οι θαλασσιές οι χάντρες» έκαναν διεθνή καριέρα ως «Les perles grecques».
O Γιάννης Δαλιανίδης μαζί με τον Φίνο ήταν οι άνθρωποι που καθόρισαν τη μορφή του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου και στήριξαν τη δημιουργία σταρ, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, η Ζωή Λάσκαρη, η Μάρθα Καραγιάννη, ο Κώστας Βουτσάς. Σήμερα πια και αφού έχουν περάσει δεκαετίες, ο Δαλιανίδης είναι απόλυτα δικαιωμένος, καθώς οι ταινίες του πέρασαν με απόλυτη επιτυχία τη δοκιμασία της αντοχής στον χρόνο. Ισως να μην ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, όμως οι ταινίες του χαρακτηρίζονταν από την αγάπη του ίδιου για το σινεμά και την επιθυμία του να φτιάξει ταινίες που το κοινό θα θέλει να δει. «Εγώ είχα το κοινό με το μέρος μου», είχε πει μιλώντας στο βιβλίο του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη «Στο τέλος μιλάει το πανί». «Αυτό δεν σημαίνει πως έκανα πάντα αριστουργήματα. Εκανα και ταινίες που σήμερα βλέπω πως έχουν προβλήματα. Ταινίες που τώρα θα γύριζα διαφορετικά. Πολλά, επίσης, σενάρια είχαν λάθη. Δούλεψα με όλη μου την ψυχή και ανάλογα με τα μέσα που μου δόθηκαν, ξόδεψα όλες μου τις δυνατότητες για να κάνω καλή δουλειά».
Και το έκανε με πάθος, όρεξη και πείσμα. Και πάλι μαζί με τον Φίνο, ήταν οι δύο άνθρωποι που οραματίστηκαν μια ελληνική κινηματογραφική παραγωγή που να θυμίζει το χολιγουντιανό σύστημα, όσο ήταν αυτό εφικτό με τα μέσα που υπήρχαν. Η συνεργασία τους, ωστόσο, δεν ήταν πάντα ανέφελη. Ισχυρογνώμονες και οι δύο, βρέθηκαν συχνά σε διαφωνία. «Το πρώτο διάστημα», είχε πει ο Δαλιανίδης στην ίδια συνέντευξη, «επέμενα στις απόψεις μου και θα έλεγε κανείς πως ήμουν πολύ βεντέτα. Εβλεπα τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο και ήθελα έτσι να γίνουν. Πίστευα ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και να κυριαρχεί σε μια δουλειά. Εστω κι αν ήσουν στη Φίνος Φιλμ». Στα γυρίσματα του «Κατήφορου» υπήρχε μια τέτοια διαφωνία. «Είχα κάνει ένα υποκειμενικό πλάνο του μπουκαλιού που γύριζε. Δεν μπορώ να πω ότι επρόκειτο για κάτι καινούργιο ή επαναστατικό. Του Φίνου δεν του άρεσε αυτό το πλάνο. Μέσα στην αίθουσα είχε πει «αυτόν τον πονόματο δεν θα τον βάλουμε». Του απάντησα: «Κύριε Φίνο, θα το δείτε μονταρισμένο, θα δείτε το πλάνο στη θέση του και αν δεν είναι καλό, τότε θα το συζητήσουμε». Δεν χρειάστηκε να το συζητήσουμε».
Με τον ίδιο τρόπο, ο Δαλιανίδης κατάφερε να επιβάλει τη Ρένα Βλαχοπούλου, την οποία δεν ήθελε καθόλου ο Φίνος γιατί την θεωρούσε αντιεμπορική. Ομως, ο Δαλιανίδης την χρειαζόταν για τα μιούζικαλ, τις μουσικές κωμωδίες, όπως εκείνος προτιμούσε να τα χαρακτηρίζει και οι οποίες χαρακτήρισαν τη φιλμογραφία του. Για το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», το πρώτο του μιούζικαλ, είχε πει: «Φοβόμουν τα μουσικά μέρη. Αυτός ο φόβος μού δημιουργήθηκε όταν παιζόταν το «Γουέστ Σάιντ Στόρι». Ηταν σπουδαίο έργο και το είχα δει 10 - 15 φορές. Είδα, λοιπόν, πως κάθε φορά που άρχιζε ένα τραγούδι, το κοινό έβγαινε και κάπνιζε. Είπα ας κάνω το πείραμά μου να δω πόσο περνάει, να δω πόσο μπορώ να συνδέσω τη μουσική με το θέαμα και την κωμωδία. Πάνω απ' όλα, δεν θέλησα να κάνω κωμωδία που θα ήταν έξω από τα ελληνικά πράγματα. Το θέμα μου ήταν τελείως ελληνικό. Κανένας δεν παντρεύεται αν δεν παντρευτεί προηγουμένως η μεγάλη αδελφή. Εκεί στήριξα τον μύθο. Και πέτυχε. Δεν ξέρω αν ήταν εύκολο. Για μένα ήταν μεθύσι. Τι θα πει εύκολο ή δύσκολο;».
Αγάπησε τη ζωή και τον κινηματογράφο με μια καριέρα που έφτασε τις 70 ταινίες και περισσότερες από δέκα τηλεοπτικές σειρές
Του Παναγιωτη Παναγοπουλου (Καθημεριή, 24/10/2010)
Οταν έλεγαν στον Γιάννη Δαλιανίδη να συναντηθεί με ανθρώπους του κινηματογράφου της γενιάς του, έλεγε: «Αφήστε με ήσυχο. Τι να πάω να κάνω με τους γέρους;». Κι ας ήταν και μικρότεροι σε ηλικία από εκείνον. Ο Δαλιανίδης, που άφησε την τελευταία του πνοή το περασμένο Σάββατο ενώ κοιμόταν, στα 87 του χρόνια, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη νεότητα. Ηταν σαφώς μέχρι και την τελευταία στιγμή προοδευτικός, γνώριζε πάρα πολύ καλά τι συνέβαινε στις εξελίξεις της τέχνης και βρισκόταν κοντά στους νέους του κινηματογράφου, παρατηρώντας, ξεχωρίζοντάς τους και δίνοντάς τους συμβουλές.
Το 1966 είχε γράψει τους στίχους για το τραγούδι που ακουγόταν στο «Ραντεβού στον αέρα», το «Μένουμε πάντα παιδιά», ένα τραγούδι που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. «Πάντα με τραγούδι η ζωή μας ξεκινά / Διώξε κάθε λύπη και το κέφι αρχινά / Οσο έχουμε τα νιάτα, νιάτα, νιάτα / Μ' ένα εύθυμο τραγούδι, μένουμε πάντα παιδιά». Τα νιάτα μπορεί να πέρασαν σε ό, τι αφορά την ηλικία, όμως ο Δαλιανίδης διατήρησε την παιδικότητα, τον ενθουσιασμό και την ενέργεια που είχε σε μια καριέρα που έφτασε τις σχεδόν 70 ταινίες και τις περισσότερες από δέκα τηλεοπτικές σειρές.
Κάθε Νοέμβριο, μέχρι και την τελευταία χρονιά, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν εκεί. Παρακολουθούσε ανελλιπώς όλες τις νέες ελληνικές ταινίες και είχε πάντα ένα εύστοχο σχόλιο να κάνει. Το ότι είχε γυρίσει την τελευταία του ταινία το 1987 (τα «Ισόβια») δεν τον είχε απομακρύνει στο ελάχιστο από τον κινηματογράφο και τους ανθρώπους του και οι νέοι άνθρωποι με ταλέντο πάντα τραβούσαν την προσοχή του. Στο τραπέζι, αργά μετά την τελευταία προβολή, θυμόταν με απόλυτη διαύγεια ιστορίες από τα γυρίσματα και όταν όλοι κατάκοποι ήθελαν να γυρίσουν στο ξενοδοχείο για να κοιμηθούν, εκείνος έλεγε «θα μείνω λίγο ακόμη για ένα ποτό. Δεν μπορώ να κάθομαι στο σπίτι».
Από το 1958, που έγραψε το πρώτο του σενάριο, το «Τρελοκόριτσο» και το 1959, που σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, τη «Μουσίτσα», ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν σταμάτησε ποτέ να ζει για τον κινηματογράφο και να δημιουργεί ταινίες κάθε είδους, από κωμωδίες μέχρι μιούζικαλ, δράματα και αστυνομικές περιπέτειες. Οι ταινίες του βρίσκονταν πάντα στις πρώτες θέσεις των εισπράξεων και μερικές απ' αυτές ήταν από τις ελάχιστες ελληνικές ταινίες εκείνης της περιόδου που ταξίδεψαν στο εξωτερικό και προβλήθηκαν με επιτυχία. Τα «Κορίτσια για φίλημα» έφτασαν στην Ισπανία ως «Muchachas carinosas», η «Στεφανία» προβλήθηκε στη Γαλλία ως «Stephania, fille perdue», ο «Εγωισμός» έφτασε στις πρώτες θέσεις του μεξικανικού box office ως «La Corrupcion» και «Οι θαλασσιές οι χάντρες» έκαναν διεθνή καριέρα ως «Les perles grecques».
O Γιάννης Δαλιανίδης μαζί με τον Φίνο ήταν οι άνθρωποι που καθόρισαν τη μορφή του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου και στήριξαν τη δημιουργία σταρ, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, η Ζωή Λάσκαρη, η Μάρθα Καραγιάννη, ο Κώστας Βουτσάς. Σήμερα πια και αφού έχουν περάσει δεκαετίες, ο Δαλιανίδης είναι απόλυτα δικαιωμένος, καθώς οι ταινίες του πέρασαν με απόλυτη επιτυχία τη δοκιμασία της αντοχής στον χρόνο. Ισως να μην ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, όμως οι ταινίες του χαρακτηρίζονταν από την αγάπη του ίδιου για το σινεμά και την επιθυμία του να φτιάξει ταινίες που το κοινό θα θέλει να δει. «Εγώ είχα το κοινό με το μέρος μου», είχε πει μιλώντας στο βιβλίο του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη «Στο τέλος μιλάει το πανί». «Αυτό δεν σημαίνει πως έκανα πάντα αριστουργήματα. Εκανα και ταινίες που σήμερα βλέπω πως έχουν προβλήματα. Ταινίες που τώρα θα γύριζα διαφορετικά. Πολλά, επίσης, σενάρια είχαν λάθη. Δούλεψα με όλη μου την ψυχή και ανάλογα με τα μέσα που μου δόθηκαν, ξόδεψα όλες μου τις δυνατότητες για να κάνω καλή δουλειά».
Και το έκανε με πάθος, όρεξη και πείσμα. Και πάλι μαζί με τον Φίνο, ήταν οι δύο άνθρωποι που οραματίστηκαν μια ελληνική κινηματογραφική παραγωγή που να θυμίζει το χολιγουντιανό σύστημα, όσο ήταν αυτό εφικτό με τα μέσα που υπήρχαν. Η συνεργασία τους, ωστόσο, δεν ήταν πάντα ανέφελη. Ισχυρογνώμονες και οι δύο, βρέθηκαν συχνά σε διαφωνία. «Το πρώτο διάστημα», είχε πει ο Δαλιανίδης στην ίδια συνέντευξη, «επέμενα στις απόψεις μου και θα έλεγε κανείς πως ήμουν πολύ βεντέτα. Εβλεπα τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο και ήθελα έτσι να γίνουν. Πίστευα ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και να κυριαρχεί σε μια δουλειά. Εστω κι αν ήσουν στη Φίνος Φιλμ». Στα γυρίσματα του «Κατήφορου» υπήρχε μια τέτοια διαφωνία. «Είχα κάνει ένα υποκειμενικό πλάνο του μπουκαλιού που γύριζε. Δεν μπορώ να πω ότι επρόκειτο για κάτι καινούργιο ή επαναστατικό. Του Φίνου δεν του άρεσε αυτό το πλάνο. Μέσα στην αίθουσα είχε πει «αυτόν τον πονόματο δεν θα τον βάλουμε». Του απάντησα: «Κύριε Φίνο, θα το δείτε μονταρισμένο, θα δείτε το πλάνο στη θέση του και αν δεν είναι καλό, τότε θα το συζητήσουμε». Δεν χρειάστηκε να το συζητήσουμε».
Με τον ίδιο τρόπο, ο Δαλιανίδης κατάφερε να επιβάλει τη Ρένα Βλαχοπούλου, την οποία δεν ήθελε καθόλου ο Φίνος γιατί την θεωρούσε αντιεμπορική. Ομως, ο Δαλιανίδης την χρειαζόταν για τα μιούζικαλ, τις μουσικές κωμωδίες, όπως εκείνος προτιμούσε να τα χαρακτηρίζει και οι οποίες χαρακτήρισαν τη φιλμογραφία του. Για το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», το πρώτο του μιούζικαλ, είχε πει: «Φοβόμουν τα μουσικά μέρη. Αυτός ο φόβος μού δημιουργήθηκε όταν παιζόταν το «Γουέστ Σάιντ Στόρι». Ηταν σπουδαίο έργο και το είχα δει 10 - 15 φορές. Είδα, λοιπόν, πως κάθε φορά που άρχιζε ένα τραγούδι, το κοινό έβγαινε και κάπνιζε. Είπα ας κάνω το πείραμά μου να δω πόσο περνάει, να δω πόσο μπορώ να συνδέσω τη μουσική με το θέαμα και την κωμωδία. Πάνω απ' όλα, δεν θέλησα να κάνω κωμωδία που θα ήταν έξω από τα ελληνικά πράγματα. Το θέμα μου ήταν τελείως ελληνικό. Κανένας δεν παντρεύεται αν δεν παντρευτεί προηγουμένως η μεγάλη αδελφή. Εκεί στήριξα τον μύθο. Και πέτυχε. Δεν ξέρω αν ήταν εύκολο. Για μένα ήταν μεθύσι. Τι θα πει εύκολο ή δύσκολο;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου