.
Από τα πρακτικά της Επιτροπής της Βουλής της 15-10-2008
Από τα πρακτικά της Επιτροπής της Βουλής της 15-10-2008
.
ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ (Εισηγήτρια της Μειοψηφίας): Κύριε Πρόεδρε, εξηγούσα προηγουμένως ότι το αίτημα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για αναβολή της παρούσας συζήτησης, μέχρι να αποφανθεί η Ολομέλεια το αίτημα για σύσταση προανακριτικής επιτροπής ή μέχρι να εξεταστεί και το αίτημα της Κυβέρνησης (…)
Μπαίνοντας στο ίδιο το νομοσχέδιο που αφορά στο Σύμφωνο της Ελεύθερης Συμβίωσης, μια πρώτη άποψη που αποκτά κανείς από την ανάγνωση του, είναι ότι η παρούσα Κυβέρνησης το αντιμετωπίζει ως μια κατάσταση χαλαρής έγγαμης συμβίωσης, που αποφασίστηκε από μάλλον ανώριμα νεαρά άτομα, τα οποία στη συνέχεια όταν ωριμάσουν και επιλέξουν σοβαρά για τη ζωή τους, θα επιλέξουν ένα από τους τύπους του γάμου είτε πρόκειται για πολιτικό είτε για θρησκευτικό γάμο. Επομένως, δεν αντιλαμβάνεται η Κυβέρνηση ότι το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης δεν είναι σημερινή αντίληψη του «στρίβειν δια του αρραβώνος», αλλά είναι μια συνειδητή επιλογή ώριμων ατόμων που αποφασίζουν να ζήσουν μαζί σε μια πλήρως νομίμως κατοχυρωμένη θέση, η οποία δεν θα σχετίζεται με τον κοινωνικό θεσμό του γάμου και της οικογένειας, τουλάχιστον όπως τους γνώριζε μέχρι σήμερα η ελληνική κοινωνία.
Ακριβώς, αντίθετα, από το σύνολο των διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου καταλαβαίνουμε ότι η ελεύθερη συμβίωση αντιμετωπίζεται υποβαθμισμένα και μειονεκτικά απέναντι στο γάμο, χωρίς να υπάρχει καμία νομική δικαιολογητική βάση προς τούτο. Ο δε μετέχον στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης στερείται των σοβαρών εκείνων διασφαλίσεων, που απολαμβάνει εντός του γάμου και αυτό γίνεται αντιληπτό στις εξής περιπτώσεις.
Πρώτο, ενώ δεν επιτρέπεται να συναφθεί σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης μετά από γάμο ή μετά από σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, ωστόσο επιτρέπεται να συναφθεί γάμος μετά την ύπαρξη προηγούμενου Σύμφωνου Ελεύθερης Συμβίωσης. Μάλιστα, ο μεταγενέστερος αυτός γάμος λύει αυτοδίκαια το υφιστάμενο σύμφωνο συμβίωσης. Για να φέρω ένα παράδειγμα, εάν κάποιος ζει σε ελεύθερη συμβίωση με ένα άλλο άτομο για 20 χρόνια και κάποια στιγμή αποφασίσει να τελέσει γάμο πολιτικό ή θρησκευτικό με τρίτο πρόσωπο, που μπορεί να αποτελεί και μια γνωριμία λίγων μηνών, με το γάμο αυτό θα λύεται αυτοδίκαια το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Πιθανό είναι το άτομο αυτό να μην γνωρίζει καν για την τέλεση αυτού του γάμου.
Κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να σας ρωτήσω προσωπικά, εάν επιλέγοντας με αυτό τον τρόπο αυτοδίκαιης λύσης του Συμφώνου, νομίζετε ότι προάγετε και κάνετε πιο σοβαρούς και υπεύθυνους τους Έλληνες πολίτες. Προβλέπετε ήδη δύο τρόπους για τον τρόπο αυτό. Ο ένας είναι η κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων μερών και ο άλλος είναι η μονομερής δήλωση, η οποία μάλιστα μπορεί να είναι και αναιτιολόγητη που σωστά προβλέπετε ότι πρέπει να καταχωρίζεται και στο ειδικό βιβλίο, όπου προβλέπεται να κοινοποιείται προς τον συμβαλλόμενο. Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί ένας ο οποίος έχει συνάψει ήδη ένα γάμο και συνάψει ένα δεύτερο, θεωρείται δίγαμος. Ενώ στην περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι απλά ωρίμασε και αποφάσισε να παντρευτεί ένα άλλο πρόσωπο, χωρίς καμία απολύτως συνέπεια.
Ειλικρινά, κ. Υπουργέ, θα ήθελα να σας ρωτήσω, εάν θα σας άρεσε αυτός ο απαξιωτικός τρόπος λύσης να τον υποστεί ένα παιδί σας. Η κυρία Παπακώστα που είναι και Πρόεδρος της Ένωσης Γυναικών της Νέας Δημοκρατίας που εισηγήθηκε με τόσο θετικά σχόλια, συμφωνεί με αυτό τον απαξιωτικό τρόπο λύσης του γάμου. Δηλαδή, να μην γνωρίζει ο συμβαλλόμενος ότι μπορεί να έχει συναφθεί γάμος που λύει αυτοδίκαια το σύμφωνο συμβίωσης.
Αυτό έχει σοβαρές έννομες συνέπειες στο επίπεδο των περιουσιακών σχέσεων, όπως προκύπτει από το άρθρο 6. Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρεται στο ότι, εφόσον επομένως η αυτοδίκαιη τέλεση ενός νέου γάμου επιφέρει αυτοδίκαιη λύση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζήγου στα αποκτήματα του άλλου παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση του συμφώνου. Επομένως, κάποιος ο οποίος μπορεί να μην γνωρίζει ότι έχει λυθεί το σύμφωνο, μπορεί να χάσει την προθεσμία αυτή και επομένως να μην ασκήσει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, επειδή το δικαίωμα του θα έχει παραγραφεί. Θέλω να ρωτήσω επίσης, αν υπάρχει κάποιος δικαιολογητικός λόγος, που να αιτιολογεί αυτή τη διάκριση στην προκείμενη περίπτωση.
Επίσης, το άρθρο 12 αναφέρει ότι η αναστολή της παραγραφής ισχύει όσο χρόνο ισχύει και το σύμφωνο συμβίωσης, δηλαδή μέχρι τη λύση του. Επομένως, τέτοια παγίδευση και τέτοια υπονόμευση ενός αντισυμβαλλόμενου από την ίδια την νομοθεσία σε σύμβαση του αστικού δικαίου, δεν έχει συμβεί σε καμία άλλη περίπτωση σύναψη σύμβασης. Από την αρχή ακόμα ψήφισης του συγκεκριμένου νομοθετήματος, ιστορεί βεβαίως πάρα πολλά χρόνια.
Στο άρθρο 6, διαπιστώνουμε πολύ σοβαρές μειονεξίες. Τις νομιμοποιούμε ως ελεύθερες συμβιώσεις απέναντι στο θεσμό του γάμου. Το άρθρο 6 όπως είπα προηγουμένως διαπραγματεύεται τα θέματα των περιουσιακών σχέσεων των συμβαλλομένων στο σύνολο ελεύθερης συμβίωσης. Το άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα, στην περίπτωση του γάμου, παρέχει ισχυρό τεκμήριο και είναι μαχητό υπέρ του ενός συζύγου, αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου που ανέρχεται στο 1/3 της περιουσίας του. Μάλιστα, παρέχει μια διασφάλιση, μια προστασία στον αντισυμβαλλόμενο είτε με τη δυνατότητα εγγραφής υποθήκης είτε με άλλο τρόπο μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση του. Αυτό προβλέπεται από το 1401 μέχρι το 1402 του Αστικού Κώδικα. Μάλιστα, αυτή η αξίωση του δικαιούχου συζύγου συμμετοχής στα αποκτήματα, αν αναγνωριστεί συμβατικά ή αν ασκηθεί αγωγή για αυτή, κληρονομείται και από τους διαδόχους, δηλαδή αυτούς που τον κληρονομούν. Αντίθετα, στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, δεν προβλέπεται ούτε μαχητό τεκμήριο και στην προκείμενη περίπτωση ούτε αμάχητο υπέρ του συζύγου που έχει δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα ούτε και βεβαίως εξασφαλίζεται κάποια εν πράγματι διασφάλιση του μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση του στο δικαστήριο ούτε και βεβαίως, αυτή η αξίωση του ήταν δικαστική, εάν αναγνωριστεί συμβατικά ή θα επιδοθεί και αυτή με αγωγή, κληρονομείται από τους κληρονόμους του. επομένως, θα ήθελα να ρωτήσω ποια είναι η δικαιολογία αυτής της άνισης ρύθμισης σε βάρος του δικαιούχου συμμετοχής στα αποκτήματα όταν δεν είναι σε γάμο, αλλά είναι σε ελεύθερη συμβίωση. Κατά την άποψη μου, κ. Πρόεδρε και κ. Υπουργέ, δεν έχει καμία απολύτως δικαιολογία για αυτή τη διάκριση.
Ερχόμαστε στο θέμα της διατροφής, μετά τη λύση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, που περιγράφεται σε αυτή την εξαιρετικά δαιδαλώδη και συγκεχυμένη διάταξη του άρθρου 7 του προτεινόμενου νομοσχεδίου, που δεν είναι σίγουρη αν την έχουν κατανοήσει και αυτοί που την προτείνουν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της διάταξης αυτής και με το γράμμα του νόμου, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν, εάν θέλουν και διάκειται αυτό στη συμβατική τους ελευθερία, αμοιβαία ή μονομερή υποχρέωση διατροφής σε περίπτωση λύσης του συμφώνου.
Όμως, αυτή η Συμφωνία θα είναι ισχυρή, μόνο στην περίπτωση που μετά τη λύση του Συμφώνου το δικαιούχο της διατροφής μέρος, που συνήθως είναι το οικονομικά ασθενέστερο, δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του είτε από τα εισοδήματά του είτε από την περιουσία του, είναι, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, άπορο. Και διερωτώμαι, γιατί αφήνετε αυτό το ουσιώδες ζήτημα, του δικαιώματος της διατροφής, να αποτελεί αντικείμενο της ελεύθερης επιλογής, δηλαδή, της συμβατικής ελευθερίας των συμβαλλομένων στην προκείμενη περίπτωση, ως να επρόκειτο για μια σύμβαση μίσθωσης ή πώλησης κινητού ή ακινήτου είτε για κάποια εμπορική συναλλαγή, και επιφυλάσσετε την άσκηση του κρατικού παρεμβατισμού στη μοναδική εκείνη περίπτωση που ο ισχυρός συμβαλλόμενος συμφωνεί να πληρώσει τη διατροφή στον αδύναμο.
Και σε τι έγκειται η παρέμβαση; Πώς παρεμβαίνετε ως κράτος, ως πολιτεία; Απαγορεύεται να δοθεί διατροφή, ακόμη και εάν αυτή έχει συμφωνηθεί υπέρ ενός συμβαλλόμενου, εάν αυτός δεν είναι τελείως άπορος. Δηλαδή, αντί να προστατεύσετε το αδύναμο μέρος αυτής της Συμφωνίας από τον ισχυρό συμβαλλόμενο στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, εμποδίζετε και τον ισχυρό συμβαλλόμενο να τον προστατεύσει ακόμα και στην περίπτωση που θέλει να τον προστατεύσει.
Και το κακό, δυστυχώς, δεν σταματά εδώ. Στην παρ. 1 του άρθρου 7 του προτεινόμενου νόμου ορίζεται ότι υπόχρεος για διατροφή συμβαλλόμενος, που συμφώνησε να δώσει διατροφή στον δικαιούχο άπορο συμβαλλόμενο μετά τη λύση του Συμφώνου και πάλι μπορεί να αρνηθεί να την καταβάλει, προτείνοντας ένσταση διακινδύνευσης της ίδιας διατροφής ή των προσώπων που υποχρεούνται να διατρέφει με βάση το γάμο, δηλαδή, εάν λύθηκε το Σύμφωνο Συμβίωσης, επειδή παντρεύτηκε τρίτο πρόσωπο και πρέπει να διατρέφει τα πρόσωπα αυτά. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Δύο άτομα ζουν επί 10 συναπτά έτη με Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης και έχουν συμφωνήσει ότι μετά την τυχόν λύση του Συμφώνου ο εύπορος συμβαλλόμενος θα δίνει ως διατροφή στον άπορο ένα ποσό μηνιαίως. Κάποια στιγμή ο εύπορος συμβαλλόμενος εγκαταλείπει τον άπορο και νυμφεύεται τρίτο πρόσωπο, λύνοντας έτσι το Σύμφωνο Συμβίωσης αυτοδίκαια. Τότε ο εύπορος σύζυγος θα δικαιούται να αρνηθεί τη διατροφή που υποσχέθηκε, ακόμη και εάν ευθύνεται για τη διάσπαση της συμβίωσης, αρκεί να υποστηρίξει ότι τώρα πρέπει να διατρέφει τη νέα σύζυγο. Ουσιαστικά τι λέει ο νόμος και τι μηνύματα δίνετε προς την κοινωνία, κύριε Υπουργέ; Έκανες το σφάλμα και έζησες σε Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης με κάποιο πρόσωπο και ανέπτυξες υποχρεώσεις με βάση αυτό; Αν, όμως, αναβαπτιστείς στη συνέχεια ως σωστός πολίτης και συνάψεις γάμο με άλλο άτομο, η κοινωνία και η πολιτεία σε επιβραβεύουν και σου δίνουν το δικαίωμα να αποφύγεις κάθε υποχρέωση διατροφής του συμβαλλομένου σου από το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, αφού αυτός δεν είναι ο σύζυγός σου. Εάν αυτό, κύριε Υπουργέ, δεν είναι αδικία, τότε ποιος είναι ο ορισμός της αδικίας; Έτσι πιστεύετε ότι διαπαιδαγωγούμε συνειδητοποιημένους και υπεύθυνους Έλληνες πολίτες;
Αυτό, όμως, δεν ισχύει και στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή, στην παρ. 3 αυτού του άρθρου, καθώς εκεί ρητά ορίζεται ότι, εάν κάποιος οφείλει διατροφή σε πρώην σύζυγο ή τέκνο και συγχρόνως στο συμβαλλόμενό του από λυθέν σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, δεν μπορεί να αρνηθεί διατροφή στην πρώην σύζυγο, ισχυριζόμενος ότι οφείλει διατροφή στην άπορη συμβαλλόμενη του Συμφώνου Συμβίωσης, παρά τη λύση του. Σε κάθε περίπτωση, ο συμβαλλόμενος σε Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης είναι λιγότερο σύζυγος και λιγότερο γονιός από τον συμβαλλόμενο σε γάμο, γιατί και ο γάμος είναι μια σύμβαση, κύριε Υπουργέ και τον γονέα παιδιού που γεννήθηκε εντός του γάμου, γι αυτό και χρήζει λιγότερης προστασίας. Αυτό είναι το πνεύμα του συζητούμενου σχεδίου νόμου και γι’ αυτό τον θεωρούμε άδικο και αδικαιολόγητο.
Βέβαια, παρότι στο οικονομικό κομμάτι της ελεύθερης συμβίωσης ο προτεινόμενος νόμος δεν παρεμβαίνει ή παρεμβαίνει μόνο για να πείσει τους πολίτες ότι δεν πρέπει να τον προτιμούν, γιατί το αδύναμο ουσιαστικά μέρος της ελεύθερης συμβίωσης θα μείνει παντελώς ακάλυπτο νομικά, στο κοινωνικό κομμάτι της ελεύθερης συμβίωσης ο νόμος παρεμβαίνει απροκάλυπτα και δραστικά. Στο άρθρο 5 ορίζει ότι κάθε συμβαλλόμενος στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, εφόσον συγκατατίθεται ο άλλος σύζυγός του, δηλαδή ο άλλος συμβαλλόμενος, θα μπορεί να χρησιμοποιήσει τις κοινωνικές σχέσεις στο επόμενο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του. Δηλαδή, ό,τι δεν μπορεί να κάνει κάποιος στο γάμο του θα μπορεί να το κάνει ή να το επιβάλλει στην ελεύθερη συμβίωσή του. Επομένως, ο οικονομικά ισχυρός συμβαλλόμενος, ο οποίος μπορεί να συμφωνήσει να δώσει διατροφή, αλλά μπορεί και να μη συμφωνήσει με τους προηγούμενους όρους, θα μπορεί να προσθέτει το επώνυμο του ενός ή του άλλου συζύγου κ.λπ.
Η διάταξη αυτή αποτελεί μια ουσιαστική οπισθοδρόμηση στην ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων. Αυτή η διάταξη και γενικά το σύνολο των διατάξεων, που είδαμε μέχρι τώρα, στερείται παντελώς νομικής σοβαρότητας. Οι διατάξεις αυτές είναι επικίνδυνες, εξαιτίας της αοριστίας τους. Και όχι μόνο αυτό. Υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσουν και σοβαρή αναστάτωση στις συναλλαγές. Κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να μας ξεκαθαρίσετε τι εννοείτε με την έννοια «κοινωνικές συναλλαγές». Συμπεριλαμβάνονται σε αυτές και οι εργασιακές σχέσεις ή οι οικονομικές συναλλαγές που αναπτύσσει κάποιο πρόσωπο; Κατά μία έννοια και αυτές οι συναλλαγές εντάσσονται στις κοινωνικές σχέσεις. Εφόσον το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης μπορεί να λύνεται τόσο εύκολα, με πόσα επώνυμα θα πρέπει να με αναζητεί ο συναλλασσόμενός μου; Με το επώνυμο του Συμφώνου Συμβίωσης ή του γάμου; Μπορείτε να αντιληφθείτε τι μεγάλη αναστάτωση και τι μεγάλη σύγχυση δημιουργείται στις συναλλαγές με αυτό τον τρόπο;
Όσον αφορά στο τεκμήριο της πατρότητας, η διάταξη του άρθρου 10 εκτιμώ ότι είναι σωστή, γιατί ακριβώς ακολουθεί τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα για το γάμο, ενώ για την περίπτωση της λύσης του Συμφώνου ορθώς ορίστηκε ότι θα εφαρμοστεί ό,τι και στην περίπτωση λύσης του γάμου και την άσκηση γονικής μέριμνας των τέκνων, παραπέμποντας ευθέως στο 1513 του Αστικού Κώδικα.
Όταν ερχόμαστε, βέβαια, στο Κληρονομικό Δίκαιο, επιστρέφουμε στην αρχική άδικη διάκριση του επιζώντος συζύγου από τον επιζώντα συμβαλλόμενο στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης. Έτσι, ενώ ο σύζυγος που επιζεί έχει κληρονομικό δικαίωμα στο ¼ της κληρονομιάς, όταν συντρέχει με συγγενείς της Α’ τάξης και στο ½ της κληρονομιάς, όταν συντρέχει με συγγενείς της Β΄ τάξης, στην προκείμενη περίπτωση, τα ποσοστά αυτά γίνονται 1/6 και 1/3, αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι ο συναλλασσόμενος σε αυτό το Σύμφωνο θα λαμβάνει πολύ λιγότερη κληρονομιά, άσχετα εάν έζησε με τον σύντροφό του σε ελεύθερη συμβίωση για όλη τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει γιατί ο παρών νόμος δεν τον θεωρεί σύζυγο και με τον τρόπο αυτό τον τιμωρεί, επειδή επέλεξε να ζήσει όπως αυτός επέλεξε και όχι όπως η κοινωνία του επέβαλε, δηλαδή, εντός γάμου. Συγχρόνως, ο επιζών συμβαλλόμενος στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης στερείται από το εξαίρετο του άρθρου 1800/20 του Αστικού Κώδικα, δηλαδή, την οικοσκευή και το οικογενειακό αυτοκίνητο και ως ορίζει ο νόμος για τον επιζώντα σύζυγο, ενώ η νόμιμη μοίρα του είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του που στην προκειμένη περίπτωση ανέρχεται στο 1/12, που ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν παίρνει τίποτα στην προκείμενη περίπτωση από την κληρονομιά του κληρονομούμενου, ενώ στην περίπτωση του συζύγου το ποσοστό αυτό είναι, όπως γνωρίζουμε, στο 1/8.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τεθεί συμπληρωματική διάταξη στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, ώστε στην έννοια της οικογένειας του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του οικείου του, να περιληφθεί και ο σύντροφος που ζούσε με τον θανόντα σε ελεύθερη συμβίωση, ώστε να αποτρέψουμε τις κοινωνικές αδικίες, που έχουμε δει μέχρι σήμερα, και να δύναται αυτός ο σύντροφος να λαμβάνει τη σχετική αποζημίωση που δικαιούται πολύ περισσότερο από τυχόν συγγενείς του θύματος με τους οποίους, ενδεχομένως, ο θανών να μην έχει καμία απολύτως σχέση.
Επίσης, θα πρέπει να θεμελιωθεί και να αναγνωριστεί η δυνατότητα θεμελίωσης του δικαιώματος στη σύνταξη του θανόντος συζύγου, κάτι που αναγνώρισε, βεβαίως, πρόσφατα το Σ.τ.Ε. σε μια και εξαιρετική απόφασή του. Θα πρέπει η πολιτεία να παρέμβει και να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό, για να προφυλάξει τους πολίτες από πολυδάπανες και μακροχρόνιες δίκες, που δεν εξυπηρετούν κανένα.
Από όλες τις διατάξεις του Α΄ Κεφαλαίου του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, επειδή γίνεται αντιληπτό ότι η παρούσα Κυβέρνηση υπό την πίεση της σύγχρονης διεθνούς και ευρωπαϊκής πραγματικότητας προσπαθεί να εξαπατήσει και την ευρωπαϊκή κοινότητα και τους Έλληνες πολίτες ότι επιθυμεί μια σύγχρονη και ανθρώπινη πολιτεία μακριά από τις αγκυλώσεις του χθες, αλλά δεν το πράττει, γιατί το παρόν σχέδιο νόμου είναι μια παρωδία νόμου, καθώς δείχνει μια πολιτεία που αναγκάζεται να γνωρίσει μια πραγματικότητα, δηλαδή, την πραγματικότητα της ελεύθερης συμβίωσης των ζευγαριών και δη μόνο κατά το ήμισυ, μόνο για τους ετερόφιλους, αγνοώντας τους ομόφιλους και αντί να θεσμοθετήσει αυτή την έγγαμη συμβίωση με πληρότητα, δικαιοσύνη, ισότητα και ειλικρίνεια την αποψιλώνει από κάθε έννοια δικαίου και προστασίας, εκδηλώνοντας συνειδητά την άποψή τους ότι ο μοναδικός άξιος διοικητικής προστασίας θεσμός είναι ο γάμος, καταψηφίζουμε επί της αρχής το παρόν σχέδιο νόμου.
Μπαίνοντας στο ίδιο το νομοσχέδιο που αφορά στο Σύμφωνο της Ελεύθερης Συμβίωσης, μια πρώτη άποψη που αποκτά κανείς από την ανάγνωση του, είναι ότι η παρούσα Κυβέρνησης το αντιμετωπίζει ως μια κατάσταση χαλαρής έγγαμης συμβίωσης, που αποφασίστηκε από μάλλον ανώριμα νεαρά άτομα, τα οποία στη συνέχεια όταν ωριμάσουν και επιλέξουν σοβαρά για τη ζωή τους, θα επιλέξουν ένα από τους τύπους του γάμου είτε πρόκειται για πολιτικό είτε για θρησκευτικό γάμο. Επομένως, δεν αντιλαμβάνεται η Κυβέρνηση ότι το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης δεν είναι σημερινή αντίληψη του «στρίβειν δια του αρραβώνος», αλλά είναι μια συνειδητή επιλογή ώριμων ατόμων που αποφασίζουν να ζήσουν μαζί σε μια πλήρως νομίμως κατοχυρωμένη θέση, η οποία δεν θα σχετίζεται με τον κοινωνικό θεσμό του γάμου και της οικογένειας, τουλάχιστον όπως τους γνώριζε μέχρι σήμερα η ελληνική κοινωνία.
Ακριβώς, αντίθετα, από το σύνολο των διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου καταλαβαίνουμε ότι η ελεύθερη συμβίωση αντιμετωπίζεται υποβαθμισμένα και μειονεκτικά απέναντι στο γάμο, χωρίς να υπάρχει καμία νομική δικαιολογητική βάση προς τούτο. Ο δε μετέχον στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης στερείται των σοβαρών εκείνων διασφαλίσεων, που απολαμβάνει εντός του γάμου και αυτό γίνεται αντιληπτό στις εξής περιπτώσεις.
Πρώτο, ενώ δεν επιτρέπεται να συναφθεί σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης μετά από γάμο ή μετά από σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, ωστόσο επιτρέπεται να συναφθεί γάμος μετά την ύπαρξη προηγούμενου Σύμφωνου Ελεύθερης Συμβίωσης. Μάλιστα, ο μεταγενέστερος αυτός γάμος λύει αυτοδίκαια το υφιστάμενο σύμφωνο συμβίωσης. Για να φέρω ένα παράδειγμα, εάν κάποιος ζει σε ελεύθερη συμβίωση με ένα άλλο άτομο για 20 χρόνια και κάποια στιγμή αποφασίσει να τελέσει γάμο πολιτικό ή θρησκευτικό με τρίτο πρόσωπο, που μπορεί να αποτελεί και μια γνωριμία λίγων μηνών, με το γάμο αυτό θα λύεται αυτοδίκαια το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Πιθανό είναι το άτομο αυτό να μην γνωρίζει καν για την τέλεση αυτού του γάμου.
Κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να σας ρωτήσω προσωπικά, εάν επιλέγοντας με αυτό τον τρόπο αυτοδίκαιης λύσης του Συμφώνου, νομίζετε ότι προάγετε και κάνετε πιο σοβαρούς και υπεύθυνους τους Έλληνες πολίτες. Προβλέπετε ήδη δύο τρόπους για τον τρόπο αυτό. Ο ένας είναι η κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων μερών και ο άλλος είναι η μονομερής δήλωση, η οποία μάλιστα μπορεί να είναι και αναιτιολόγητη που σωστά προβλέπετε ότι πρέπει να καταχωρίζεται και στο ειδικό βιβλίο, όπου προβλέπεται να κοινοποιείται προς τον συμβαλλόμενο. Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί ένας ο οποίος έχει συνάψει ήδη ένα γάμο και συνάψει ένα δεύτερο, θεωρείται δίγαμος. Ενώ στην περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι απλά ωρίμασε και αποφάσισε να παντρευτεί ένα άλλο πρόσωπο, χωρίς καμία απολύτως συνέπεια.
Ειλικρινά, κ. Υπουργέ, θα ήθελα να σας ρωτήσω, εάν θα σας άρεσε αυτός ο απαξιωτικός τρόπος λύσης να τον υποστεί ένα παιδί σας. Η κυρία Παπακώστα που είναι και Πρόεδρος της Ένωσης Γυναικών της Νέας Δημοκρατίας που εισηγήθηκε με τόσο θετικά σχόλια, συμφωνεί με αυτό τον απαξιωτικό τρόπο λύσης του γάμου. Δηλαδή, να μην γνωρίζει ο συμβαλλόμενος ότι μπορεί να έχει συναφθεί γάμος που λύει αυτοδίκαια το σύμφωνο συμβίωσης.
Αυτό έχει σοβαρές έννομες συνέπειες στο επίπεδο των περιουσιακών σχέσεων, όπως προκύπτει από το άρθρο 6. Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρεται στο ότι, εφόσον επομένως η αυτοδίκαιη τέλεση ενός νέου γάμου επιφέρει αυτοδίκαιη λύση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζήγου στα αποκτήματα του άλλου παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση του συμφώνου. Επομένως, κάποιος ο οποίος μπορεί να μην γνωρίζει ότι έχει λυθεί το σύμφωνο, μπορεί να χάσει την προθεσμία αυτή και επομένως να μην ασκήσει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, επειδή το δικαίωμα του θα έχει παραγραφεί. Θέλω να ρωτήσω επίσης, αν υπάρχει κάποιος δικαιολογητικός λόγος, που να αιτιολογεί αυτή τη διάκριση στην προκείμενη περίπτωση.
Επίσης, το άρθρο 12 αναφέρει ότι η αναστολή της παραγραφής ισχύει όσο χρόνο ισχύει και το σύμφωνο συμβίωσης, δηλαδή μέχρι τη λύση του. Επομένως, τέτοια παγίδευση και τέτοια υπονόμευση ενός αντισυμβαλλόμενου από την ίδια την νομοθεσία σε σύμβαση του αστικού δικαίου, δεν έχει συμβεί σε καμία άλλη περίπτωση σύναψη σύμβασης. Από την αρχή ακόμα ψήφισης του συγκεκριμένου νομοθετήματος, ιστορεί βεβαίως πάρα πολλά χρόνια.
Στο άρθρο 6, διαπιστώνουμε πολύ σοβαρές μειονεξίες. Τις νομιμοποιούμε ως ελεύθερες συμβιώσεις απέναντι στο θεσμό του γάμου. Το άρθρο 6 όπως είπα προηγουμένως διαπραγματεύεται τα θέματα των περιουσιακών σχέσεων των συμβαλλομένων στο σύνολο ελεύθερης συμβίωσης. Το άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα, στην περίπτωση του γάμου, παρέχει ισχυρό τεκμήριο και είναι μαχητό υπέρ του ενός συζύγου, αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου που ανέρχεται στο 1/3 της περιουσίας του. Μάλιστα, παρέχει μια διασφάλιση, μια προστασία στον αντισυμβαλλόμενο είτε με τη δυνατότητα εγγραφής υποθήκης είτε με άλλο τρόπο μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση του. Αυτό προβλέπεται από το 1401 μέχρι το 1402 του Αστικού Κώδικα. Μάλιστα, αυτή η αξίωση του δικαιούχου συζύγου συμμετοχής στα αποκτήματα, αν αναγνωριστεί συμβατικά ή αν ασκηθεί αγωγή για αυτή, κληρονομείται και από τους διαδόχους, δηλαδή αυτούς που τον κληρονομούν. Αντίθετα, στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, δεν προβλέπεται ούτε μαχητό τεκμήριο και στην προκείμενη περίπτωση ούτε αμάχητο υπέρ του συζύγου που έχει δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα ούτε και βεβαίως εξασφαλίζεται κάποια εν πράγματι διασφάλιση του μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση του στο δικαστήριο ούτε και βεβαίως, αυτή η αξίωση του ήταν δικαστική, εάν αναγνωριστεί συμβατικά ή θα επιδοθεί και αυτή με αγωγή, κληρονομείται από τους κληρονόμους του. επομένως, θα ήθελα να ρωτήσω ποια είναι η δικαιολογία αυτής της άνισης ρύθμισης σε βάρος του δικαιούχου συμμετοχής στα αποκτήματα όταν δεν είναι σε γάμο, αλλά είναι σε ελεύθερη συμβίωση. Κατά την άποψη μου, κ. Πρόεδρε και κ. Υπουργέ, δεν έχει καμία απολύτως δικαιολογία για αυτή τη διάκριση.
Ερχόμαστε στο θέμα της διατροφής, μετά τη λύση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, που περιγράφεται σε αυτή την εξαιρετικά δαιδαλώδη και συγκεχυμένη διάταξη του άρθρου 7 του προτεινόμενου νομοσχεδίου, που δεν είναι σίγουρη αν την έχουν κατανοήσει και αυτοί που την προτείνουν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της διάταξης αυτής και με το γράμμα του νόμου, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν, εάν θέλουν και διάκειται αυτό στη συμβατική τους ελευθερία, αμοιβαία ή μονομερή υποχρέωση διατροφής σε περίπτωση λύσης του συμφώνου.
Όμως, αυτή η Συμφωνία θα είναι ισχυρή, μόνο στην περίπτωση που μετά τη λύση του Συμφώνου το δικαιούχο της διατροφής μέρος, που συνήθως είναι το οικονομικά ασθενέστερο, δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του είτε από τα εισοδήματά του είτε από την περιουσία του, είναι, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, άπορο. Και διερωτώμαι, γιατί αφήνετε αυτό το ουσιώδες ζήτημα, του δικαιώματος της διατροφής, να αποτελεί αντικείμενο της ελεύθερης επιλογής, δηλαδή, της συμβατικής ελευθερίας των συμβαλλομένων στην προκείμενη περίπτωση, ως να επρόκειτο για μια σύμβαση μίσθωσης ή πώλησης κινητού ή ακινήτου είτε για κάποια εμπορική συναλλαγή, και επιφυλάσσετε την άσκηση του κρατικού παρεμβατισμού στη μοναδική εκείνη περίπτωση που ο ισχυρός συμβαλλόμενος συμφωνεί να πληρώσει τη διατροφή στον αδύναμο.
Και σε τι έγκειται η παρέμβαση; Πώς παρεμβαίνετε ως κράτος, ως πολιτεία; Απαγορεύεται να δοθεί διατροφή, ακόμη και εάν αυτή έχει συμφωνηθεί υπέρ ενός συμβαλλόμενου, εάν αυτός δεν είναι τελείως άπορος. Δηλαδή, αντί να προστατεύσετε το αδύναμο μέρος αυτής της Συμφωνίας από τον ισχυρό συμβαλλόμενο στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, εμποδίζετε και τον ισχυρό συμβαλλόμενο να τον προστατεύσει ακόμα και στην περίπτωση που θέλει να τον προστατεύσει.
Και το κακό, δυστυχώς, δεν σταματά εδώ. Στην παρ. 1 του άρθρου 7 του προτεινόμενου νόμου ορίζεται ότι υπόχρεος για διατροφή συμβαλλόμενος, που συμφώνησε να δώσει διατροφή στον δικαιούχο άπορο συμβαλλόμενο μετά τη λύση του Συμφώνου και πάλι μπορεί να αρνηθεί να την καταβάλει, προτείνοντας ένσταση διακινδύνευσης της ίδιας διατροφής ή των προσώπων που υποχρεούνται να διατρέφει με βάση το γάμο, δηλαδή, εάν λύθηκε το Σύμφωνο Συμβίωσης, επειδή παντρεύτηκε τρίτο πρόσωπο και πρέπει να διατρέφει τα πρόσωπα αυτά. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Δύο άτομα ζουν επί 10 συναπτά έτη με Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης και έχουν συμφωνήσει ότι μετά την τυχόν λύση του Συμφώνου ο εύπορος συμβαλλόμενος θα δίνει ως διατροφή στον άπορο ένα ποσό μηνιαίως. Κάποια στιγμή ο εύπορος συμβαλλόμενος εγκαταλείπει τον άπορο και νυμφεύεται τρίτο πρόσωπο, λύνοντας έτσι το Σύμφωνο Συμβίωσης αυτοδίκαια. Τότε ο εύπορος σύζυγος θα δικαιούται να αρνηθεί τη διατροφή που υποσχέθηκε, ακόμη και εάν ευθύνεται για τη διάσπαση της συμβίωσης, αρκεί να υποστηρίξει ότι τώρα πρέπει να διατρέφει τη νέα σύζυγο. Ουσιαστικά τι λέει ο νόμος και τι μηνύματα δίνετε προς την κοινωνία, κύριε Υπουργέ; Έκανες το σφάλμα και έζησες σε Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης με κάποιο πρόσωπο και ανέπτυξες υποχρεώσεις με βάση αυτό; Αν, όμως, αναβαπτιστείς στη συνέχεια ως σωστός πολίτης και συνάψεις γάμο με άλλο άτομο, η κοινωνία και η πολιτεία σε επιβραβεύουν και σου δίνουν το δικαίωμα να αποφύγεις κάθε υποχρέωση διατροφής του συμβαλλομένου σου από το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, αφού αυτός δεν είναι ο σύζυγός σου. Εάν αυτό, κύριε Υπουργέ, δεν είναι αδικία, τότε ποιος είναι ο ορισμός της αδικίας; Έτσι πιστεύετε ότι διαπαιδαγωγούμε συνειδητοποιημένους και υπεύθυνους Έλληνες πολίτες;
Αυτό, όμως, δεν ισχύει και στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή, στην παρ. 3 αυτού του άρθρου, καθώς εκεί ρητά ορίζεται ότι, εάν κάποιος οφείλει διατροφή σε πρώην σύζυγο ή τέκνο και συγχρόνως στο συμβαλλόμενό του από λυθέν σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, δεν μπορεί να αρνηθεί διατροφή στην πρώην σύζυγο, ισχυριζόμενος ότι οφείλει διατροφή στην άπορη συμβαλλόμενη του Συμφώνου Συμβίωσης, παρά τη λύση του. Σε κάθε περίπτωση, ο συμβαλλόμενος σε Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης είναι λιγότερο σύζυγος και λιγότερο γονιός από τον συμβαλλόμενο σε γάμο, γιατί και ο γάμος είναι μια σύμβαση, κύριε Υπουργέ και τον γονέα παιδιού που γεννήθηκε εντός του γάμου, γι αυτό και χρήζει λιγότερης προστασίας. Αυτό είναι το πνεύμα του συζητούμενου σχεδίου νόμου και γι’ αυτό τον θεωρούμε άδικο και αδικαιολόγητο.
Βέβαια, παρότι στο οικονομικό κομμάτι της ελεύθερης συμβίωσης ο προτεινόμενος νόμος δεν παρεμβαίνει ή παρεμβαίνει μόνο για να πείσει τους πολίτες ότι δεν πρέπει να τον προτιμούν, γιατί το αδύναμο ουσιαστικά μέρος της ελεύθερης συμβίωσης θα μείνει παντελώς ακάλυπτο νομικά, στο κοινωνικό κομμάτι της ελεύθερης συμβίωσης ο νόμος παρεμβαίνει απροκάλυπτα και δραστικά. Στο άρθρο 5 ορίζει ότι κάθε συμβαλλόμενος στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, εφόσον συγκατατίθεται ο άλλος σύζυγός του, δηλαδή ο άλλος συμβαλλόμενος, θα μπορεί να χρησιμοποιήσει τις κοινωνικές σχέσεις στο επόμενο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του. Δηλαδή, ό,τι δεν μπορεί να κάνει κάποιος στο γάμο του θα μπορεί να το κάνει ή να το επιβάλλει στην ελεύθερη συμβίωσή του. Επομένως, ο οικονομικά ισχυρός συμβαλλόμενος, ο οποίος μπορεί να συμφωνήσει να δώσει διατροφή, αλλά μπορεί και να μη συμφωνήσει με τους προηγούμενους όρους, θα μπορεί να προσθέτει το επώνυμο του ενός ή του άλλου συζύγου κ.λπ.
Η διάταξη αυτή αποτελεί μια ουσιαστική οπισθοδρόμηση στην ουσιαστική κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων. Αυτή η διάταξη και γενικά το σύνολο των διατάξεων, που είδαμε μέχρι τώρα, στερείται παντελώς νομικής σοβαρότητας. Οι διατάξεις αυτές είναι επικίνδυνες, εξαιτίας της αοριστίας τους. Και όχι μόνο αυτό. Υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσουν και σοβαρή αναστάτωση στις συναλλαγές. Κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να μας ξεκαθαρίσετε τι εννοείτε με την έννοια «κοινωνικές συναλλαγές». Συμπεριλαμβάνονται σε αυτές και οι εργασιακές σχέσεις ή οι οικονομικές συναλλαγές που αναπτύσσει κάποιο πρόσωπο; Κατά μία έννοια και αυτές οι συναλλαγές εντάσσονται στις κοινωνικές σχέσεις. Εφόσον το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης μπορεί να λύνεται τόσο εύκολα, με πόσα επώνυμα θα πρέπει να με αναζητεί ο συναλλασσόμενός μου; Με το επώνυμο του Συμφώνου Συμβίωσης ή του γάμου; Μπορείτε να αντιληφθείτε τι μεγάλη αναστάτωση και τι μεγάλη σύγχυση δημιουργείται στις συναλλαγές με αυτό τον τρόπο;
Όσον αφορά στο τεκμήριο της πατρότητας, η διάταξη του άρθρου 10 εκτιμώ ότι είναι σωστή, γιατί ακριβώς ακολουθεί τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα για το γάμο, ενώ για την περίπτωση της λύσης του Συμφώνου ορθώς ορίστηκε ότι θα εφαρμοστεί ό,τι και στην περίπτωση λύσης του γάμου και την άσκηση γονικής μέριμνας των τέκνων, παραπέμποντας ευθέως στο 1513 του Αστικού Κώδικα.
Όταν ερχόμαστε, βέβαια, στο Κληρονομικό Δίκαιο, επιστρέφουμε στην αρχική άδικη διάκριση του επιζώντος συζύγου από τον επιζώντα συμβαλλόμενο στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης. Έτσι, ενώ ο σύζυγος που επιζεί έχει κληρονομικό δικαίωμα στο ¼ της κληρονομιάς, όταν συντρέχει με συγγενείς της Α’ τάξης και στο ½ της κληρονομιάς, όταν συντρέχει με συγγενείς της Β΄ τάξης, στην προκείμενη περίπτωση, τα ποσοστά αυτά γίνονται 1/6 και 1/3, αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι ο συναλλασσόμενος σε αυτό το Σύμφωνο θα λαμβάνει πολύ λιγότερη κληρονομιά, άσχετα εάν έζησε με τον σύντροφό του σε ελεύθερη συμβίωση για όλη τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει γιατί ο παρών νόμος δεν τον θεωρεί σύζυγο και με τον τρόπο αυτό τον τιμωρεί, επειδή επέλεξε να ζήσει όπως αυτός επέλεξε και όχι όπως η κοινωνία του επέβαλε, δηλαδή, εντός γάμου. Συγχρόνως, ο επιζών συμβαλλόμενος στο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης στερείται από το εξαίρετο του άρθρου 1800/20 του Αστικού Κώδικα, δηλαδή, την οικοσκευή και το οικογενειακό αυτοκίνητο και ως ορίζει ο νόμος για τον επιζώντα σύζυγο, ενώ η νόμιμη μοίρα του είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του που στην προκειμένη περίπτωση ανέρχεται στο 1/12, που ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν παίρνει τίποτα στην προκείμενη περίπτωση από την κληρονομιά του κληρονομούμενου, ενώ στην περίπτωση του συζύγου το ποσοστό αυτό είναι, όπως γνωρίζουμε, στο 1/8.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τεθεί συμπληρωματική διάταξη στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, ώστε στην έννοια της οικογένειας του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του οικείου του, να περιληφθεί και ο σύντροφος που ζούσε με τον θανόντα σε ελεύθερη συμβίωση, ώστε να αποτρέψουμε τις κοινωνικές αδικίες, που έχουμε δει μέχρι σήμερα, και να δύναται αυτός ο σύντροφος να λαμβάνει τη σχετική αποζημίωση που δικαιούται πολύ περισσότερο από τυχόν συγγενείς του θύματος με τους οποίους, ενδεχομένως, ο θανών να μην έχει καμία απολύτως σχέση.
Επίσης, θα πρέπει να θεμελιωθεί και να αναγνωριστεί η δυνατότητα θεμελίωσης του δικαιώματος στη σύνταξη του θανόντος συζύγου, κάτι που αναγνώρισε, βεβαίως, πρόσφατα το Σ.τ.Ε. σε μια και εξαιρετική απόφασή του. Θα πρέπει η πολιτεία να παρέμβει και να ρυθμίσει το ζήτημα αυτό, για να προφυλάξει τους πολίτες από πολυδάπανες και μακροχρόνιες δίκες, που δεν εξυπηρετούν κανένα.
Από όλες τις διατάξεις του Α΄ Κεφαλαίου του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, επειδή γίνεται αντιληπτό ότι η παρούσα Κυβέρνηση υπό την πίεση της σύγχρονης διεθνούς και ευρωπαϊκής πραγματικότητας προσπαθεί να εξαπατήσει και την ευρωπαϊκή κοινότητα και τους Έλληνες πολίτες ότι επιθυμεί μια σύγχρονη και ανθρώπινη πολιτεία μακριά από τις αγκυλώσεις του χθες, αλλά δεν το πράττει, γιατί το παρόν σχέδιο νόμου είναι μια παρωδία νόμου, καθώς δείχνει μια πολιτεία που αναγκάζεται να γνωρίσει μια πραγματικότητα, δηλαδή, την πραγματικότητα της ελεύθερης συμβίωσης των ζευγαριών και δη μόνο κατά το ήμισυ, μόνο για τους ετερόφιλους, αγνοώντας τους ομόφιλους και αντί να θεσμοθετήσει αυτή την έγγαμη συμβίωση με πληρότητα, δικαιοσύνη, ισότητα και ειλικρίνεια την αποψιλώνει από κάθε έννοια δικαίου και προστασίας, εκδηλώνοντας συνειδητά την άποψή τους ότι ο μοναδικός άξιος διοικητικής προστασίας θεσμός είναι ο γάμος, καταψηφίζουμε επί της αρχής το παρόν σχέδιο νόμου.
.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ (ΑΝΤΖΕΛΑ) ΓΚΕΡΕΚΟΥ: (...) Θα τονίσω, λοιπόν και εγώ ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, που αντιμετωπίζει σοβαρότατα θέματα, τα αντιμετωπίζει επιδερμικά και επιπόλαια, θα έλεγε κανείς, όπως, για παράδειγμα, το Σύμφωνο της Ελεύθερης Συμβίωσης.
Είπατε, κύριε Υπουργέ, ότι η ελληνική κοινωνία, δεν αντέχει την ένταξη μέσα σε αυτό το Σύμφωνο των ομόφυλων ζευγαριών, δεν είναι έτοιμη. Η πεποίθησή μου είναι ότι η ελληνική κοινωνία δεν θα έπρεπε να αντέχει τις κοινωνικές περιθωριοποιήσεις και τις επιπτώσεις που έχουν αυτές στον κοινωνικό μας ιστό. Είχατε μια ευκαιρία να βοηθήσετε, μέσα από αυτό το νομοσχέδιο, στη μείωση των κοινωνικών περιθωριοποιήσεων και δεν το κάνατε, όπως δεν κάνετε ουσιαστικά βήματα σχετικά με ένα σημαντικότατο θέμα, όπως είναι οι ρυθμίσεις για τις υιοθεσίες και την εφαρμογή τους. (...)
Είπατε, κύριε Υπουργέ, ότι η ελληνική κοινωνία, δεν αντέχει την ένταξη μέσα σε αυτό το Σύμφωνο των ομόφυλων ζευγαριών, δεν είναι έτοιμη. Η πεποίθησή μου είναι ότι η ελληνική κοινωνία δεν θα έπρεπε να αντέχει τις κοινωνικές περιθωριοποιήσεις και τις επιπτώσεις που έχουν αυτές στον κοινωνικό μας ιστό. Είχατε μια ευκαιρία να βοηθήσετε, μέσα από αυτό το νομοσχέδιο, στη μείωση των κοινωνικών περιθωριοποιήσεων και δεν το κάνατε, όπως δεν κάνετε ουσιαστικά βήματα σχετικά με ένα σημαντικότατο θέμα, όπως είναι οι ρυθμίσεις για τις υιοθεσίες και την εφαρμογή τους. (...)
.
ΘΑΛΕΙΑ ΔΡΑΓΩΝΑ : Μια τέτοια δύσκολη μέρα για τη νομική τάξη, αισθανόμαστε εκτός κλίματος με το να συζητάμε για το οικογενειακό δίκαιο, παρόλα αυτά, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα σταθώ σ’ αυτό που θεωρώ μείζον, δηλαδή ότι το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης περιορίζεται ρητά στα ζευγάρια ετερόφυλων, χωρίς να παρέχεται κανένας λόγος στην αιτιολογική έκθεση, γιατί αποκλείονται τα πρόσωπα ιδίου φύλου.
Πέρα από τις χώρες, που αναγνωρίζεται η δυνατότητα σύναψης του γάμου από ζευγάρια ιδίου φύλου όπως είναι στην Ευρώπη το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ολλανδία και από το 2009 και η Νορβηγία, σημειώνω ότι εσφαλμένα αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση ότι στη Μεγάλη Βρετανία υπάρχει δυνατότητα σύναψης γάμου για ομόφυλα ζευγάρια, αλλά είναι μόνο σύμφωνο συμβίωσης. Σε όσες χώρες έχει προβλεφθεί ο θεσμός του περικλείονται και τα ομόφυλα ζευγάρια, ενώ σε πολλές χώρες παραλείπονται τα ετερόφυλα ζευγάρια όπως είναι στη Γερμανία, στη Φιλανδία, στη Μεγάλη Βρετανία, στη Σλοβενία, στην Τσεχία και αλλού.
Ο λόγος είναι σαφής. Η συμβίωση των ζευγαριών ιδίου φύλου είναι που χρειάζεται ρύθμιση, καθώς για τα ζευγάρια διαφορετικού φύλου υπάρχει ήδη η επιλογή του γάμου με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που επιβάλλει. Αυτό που δεν υπάρχει και είναι αναγκαίο, είναι η νομική αναγνώριση συμβίωσης ατόμων του ιδίου φύλου, είναι αναγκαία η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου και με το Κράτος, να σταματήσουν οι διακρίσεις εναντίον τους, να κατοχυρωθούν τα δικαιώματά τους, ανεξάρτητα από το σεξουαλικό προσανατολισμό του υποκειμένου. Όπως εύγλωττα υποστήριξε και το ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του ανθρώπου σε σχετική ανακοίνωση «το δίκαιο ιδρύθηκε για να εξυπηρετεί τις υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες». Προφανώς, κύριε Υπουργέ, έχουμε ένα διαφορετικό τρόπο να αξιολογούμε τις κοινωνικές ανάγκες. (...)
Πέρα από τις χώρες, που αναγνωρίζεται η δυνατότητα σύναψης του γάμου από ζευγάρια ιδίου φύλου όπως είναι στην Ευρώπη το Βέλγιο, η Ισπανία, η Ολλανδία και από το 2009 και η Νορβηγία, σημειώνω ότι εσφαλμένα αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση ότι στη Μεγάλη Βρετανία υπάρχει δυνατότητα σύναψης γάμου για ομόφυλα ζευγάρια, αλλά είναι μόνο σύμφωνο συμβίωσης. Σε όσες χώρες έχει προβλεφθεί ο θεσμός του περικλείονται και τα ομόφυλα ζευγάρια, ενώ σε πολλές χώρες παραλείπονται τα ετερόφυλα ζευγάρια όπως είναι στη Γερμανία, στη Φιλανδία, στη Μεγάλη Βρετανία, στη Σλοβενία, στην Τσεχία και αλλού.
Ο λόγος είναι σαφής. Η συμβίωση των ζευγαριών ιδίου φύλου είναι που χρειάζεται ρύθμιση, καθώς για τα ζευγάρια διαφορετικού φύλου υπάρχει ήδη η επιλογή του γάμου με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που επιβάλλει. Αυτό που δεν υπάρχει και είναι αναγκαίο, είναι η νομική αναγνώριση συμβίωσης ατόμων του ιδίου φύλου, είναι αναγκαία η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου και με το Κράτος, να σταματήσουν οι διακρίσεις εναντίον τους, να κατοχυρωθούν τα δικαιώματά τους, ανεξάρτητα από το σεξουαλικό προσανατολισμό του υποκειμένου. Όπως εύγλωττα υποστήριξε και το ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του ανθρώπου σε σχετική ανακοίνωση «το δίκαιο ιδρύθηκε για να εξυπηρετεί τις υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες». Προφανώς, κύριε Υπουργέ, έχουμε ένα διαφορετικό τρόπο να αξιολογούμε τις κοινωνικές ανάγκες. (...)
.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΜΟΙΡΙΔΗΣ: (...) Στο σημείο που δεν συμφωνώ και εγώ είναι στην υιοθεσία. Δεν μπορεί να υπάρχει υιοθεσία και κυρίως μετά των γάμο των ομοφύλων, εφόσον υπάρχει, να μπορούν να υιοθετήσουν ένα παιδί. Το παιδί έχει ανάγκη και τους δύο γονείς. Θα μπορούσε, όμως, να κινηθεί πιο ελεύθερα. Πιστεύω ότι η κοινωνία σήμερα δεν έχει τα προβλήματα που θεωρούμε ότι έχει λόγω των θεσμών. Νομίζω ότι η κοινωνία μας, στην οποία ορθόδοξος χριστιανισμός είναι σε ποσοστό 92%, η οικογένεια αποτελεί βασική προϋπόθεση. (...)
2 σχόλια:
Λίγο καθυστερημένα μου έκοψε και κατάλαβα γιατί μου βρωμάει αυτή η φράση, οτι "το παιδί χρειάζεται και τους δύο γονείς". Λέει μήπως κανείς οτι πρέπει ο νόμος να απαγορεύει ανύπαντρες μητέρες ή και πατέρες να μεγαλώνουνε τα παιδιά τους; Αναγκάζουμε τέτοιους γονείς να παντρευτούνε, για να έχει το παιδί "και τους δύο γονείς"; Αντίθετα, τα δικαστήρια τακτικά αναθέτουν την ανατροφή ενός παιδιού στον ένα γονέα, απαγορεύοντας συχνά στον άλλο κάθε επαφή μαζί του. Κι αν θυμάμαι καλά, ο νόμος επιτρέπει την υιοθεσία σε ανύπαντρους πολίτες. Άρα πού είναι η μέχρι τώρα επιμονή της πολιτείας να έχει το παιδί "και τους δύο γονείς";
Προφανώς το πρόβλημα δεν είναι με τις μονογονεϊκές οικογένειες- αλλά με τις οικογένειες όπου οι γονείς ειναι του ίδιου φύλου. Το αληθινό κίνητρο εδώ είναι η ομοφοβική αντίληψη οτι το παιδί θα πάθει κάποιο κακό αν μεγαλώσει με δυο άντρες ή δυο γυναίκες για γονείς- και μάλιστα χειρότερο κακό απ΄ ότι αν μεγαλώσει μόνο μ΄ έναν (αφού αυτό το επιτρέπουμε). Κι όλα αυτά ξεκινάνε από την ιδέα οτι είναι δυνατόν τον οικογενειακό περιβάλλον να επιβάλλει την σεξουαλική κατεύθυνση του ατομου- σε πείσμα όλων των αντρών και γυναικών που δέν έχουνε την ίδια σεξουαλικότητα με τους γονείς τους.
Αυτό πήγαινε στην εισήγηση του κου Αμοιρίδη. Προφανώς :)
Δημοσίευση σχολίου