.
Άγγιξε την καρδιά του, όμως δε χτυπούσε, ούτε τα μάτια σήκωσε πια. Σαν άγγιξε την καρδιά του ο Γιλγαμές, δε χτυπούσε. Κι έτσι έριξε ένα πέπλο ο Γιλγαμές, καθώς ρίχνουν στη νύφη πέπλο, πάνω στο φίλο του. Άρχισε να μανιάζει σα λιοντάρι, σαν τη λιονταρίνα που της κλέψαν τα μωρά. Δώθε και κείθε περπατούσε γύρω στο κρεβάτι, μαδούσε τα μαλλιά του κι ένα γύρο τα σκορπούσε. Έσουρε τα λαμπρά φορέματά του και σε βρομιές τα ‘ριξε χάμω.
Με της αυγής το πρώτο φως ο Γιλγαμές εφώναξε:
«Σ’ έβαλα ν’ αναπαυτείς σε κλίνη κι έγειρες σ’ ανάκλιντρο αναγερτός στ’ αριστερό μου χέρι, η πριγκίπισσα της γης τα πόδια σου σού φιλούσε. Θα κάνω το λαό όλο της Ουρούκ να κλάψει από πάνω σου και να υψώσει των νεκρών το μοιρολόγι. Οι χαρούμενοι άνθρωποι θα σταματήσουνε στη λύπη. Κι όταν στη γη θα ‘σαι φευγάτος, θ’ αφήσω να μακρύνουνε για σένα τα μαλλιά μου, στην ερημιά θα τριγυρίζω λιονταρόδερμα φορώντας».
Την άλλη μέρα πάλι, στο πρώτο φως, ο Γιλγαμές δερνόταν. Εφτά μέρες κι εφτά νύχτες έκλαιγε τον Εκιντού, ώσπου απάνω του πιάστηκε το σκουλήκι. Τότε μόνο τον άφησε της γης, γιατί οι Αννουνάκι, οι κριτές, τον είχανε αρπάξει. Τότε ο Γιλγαμές έβγαλε πρόσκληση σ’ όλη τη χώρα, τους κάλεσε όλους, χαλκουργούς, χρυσοχόους, λιθοτόμους, και τους πρόσταξε: «Φτιάξτε άγαλμα του φίλου μου». Πλάστηκε το άγαλμα με μεγάλο βάρος λάπις λάζουλι στο στήθος και χρυσό στο σώμα. Τραπέζι από σκληρόξυλο εστήθηκε κι απάνω του κούπα από σάρδιο με μέλι και κούπα από λάπις λάζουλι με βούτυρο. Αυτά εξέθεσε και πρόσφερε στον ήλιο. Και κλαίγοντας έφυγε.
Κείμενα της Εγγύς Ανατολής. Το Έπος του Γιλγαμές (Καστανιώτης, 1989)
Άγγιξε την καρδιά του, όμως δε χτυπούσε, ούτε τα μάτια σήκωσε πια. Σαν άγγιξε την καρδιά του ο Γιλγαμές, δε χτυπούσε. Κι έτσι έριξε ένα πέπλο ο Γιλγαμές, καθώς ρίχνουν στη νύφη πέπλο, πάνω στο φίλο του. Άρχισε να μανιάζει σα λιοντάρι, σαν τη λιονταρίνα που της κλέψαν τα μωρά. Δώθε και κείθε περπατούσε γύρω στο κρεβάτι, μαδούσε τα μαλλιά του κι ένα γύρο τα σκορπούσε. Έσουρε τα λαμπρά φορέματά του και σε βρομιές τα ‘ριξε χάμω.
Με της αυγής το πρώτο φως ο Γιλγαμές εφώναξε:
«Σ’ έβαλα ν’ αναπαυτείς σε κλίνη κι έγειρες σ’ ανάκλιντρο αναγερτός στ’ αριστερό μου χέρι, η πριγκίπισσα της γης τα πόδια σου σού φιλούσε. Θα κάνω το λαό όλο της Ουρούκ να κλάψει από πάνω σου και να υψώσει των νεκρών το μοιρολόγι. Οι χαρούμενοι άνθρωποι θα σταματήσουνε στη λύπη. Κι όταν στη γη θα ‘σαι φευγάτος, θ’ αφήσω να μακρύνουνε για σένα τα μαλλιά μου, στην ερημιά θα τριγυρίζω λιονταρόδερμα φορώντας».
Την άλλη μέρα πάλι, στο πρώτο φως, ο Γιλγαμές δερνόταν. Εφτά μέρες κι εφτά νύχτες έκλαιγε τον Εκιντού, ώσπου απάνω του πιάστηκε το σκουλήκι. Τότε μόνο τον άφησε της γης, γιατί οι Αννουνάκι, οι κριτές, τον είχανε αρπάξει. Τότε ο Γιλγαμές έβγαλε πρόσκληση σ’ όλη τη χώρα, τους κάλεσε όλους, χαλκουργούς, χρυσοχόους, λιθοτόμους, και τους πρόσταξε: «Φτιάξτε άγαλμα του φίλου μου». Πλάστηκε το άγαλμα με μεγάλο βάρος λάπις λάζουλι στο στήθος και χρυσό στο σώμα. Τραπέζι από σκληρόξυλο εστήθηκε κι απάνω του κούπα από σάρδιο με μέλι και κούπα από λάπις λάζουλι με βούτυρο. Αυτά εξέθεσε και πρόσφερε στον ήλιο. Και κλαίγοντας έφυγε.
Κείμενα της Εγγύς Ανατολής. Το Έπος του Γιλγαμές (Καστανιώτης, 1989)
2 σχόλια:
Το έπος του Γιλγαμές γράφτηκε, τροποποιήθηκε, καταγράφτηκε σε πλάκες φτιαγμένες από άργιλο, αποθηκεύτηκε, έγινε κομμάτια, χάθηκε και ξαναβρέθηκε
Το ποίημα γράφτηκε από έναν Βαβυλώνιο ποιητή και ιερέα περίπου το 1200 π.Χ. και διηγείται την ηρωική αναζήτηση και πορεία του Γιλγαμές προς την Αθανασία.
Πολλά αντίγραφα της ολοκληρωμένης εκδοχής τού περίπου 3.500 ετών ποιήματος είχαν συγκεντρωθεί από τον Ασσύριο βασιλιά Ασουρμπανιπάλ, ο οποίος κυβέρνησε το 660 π.Χ., στην πελώρια βιβλιοθήκη του παλατιού του στη Nineveh, η σημερινή Μοσούλη του Ιράκ.
Ομως η Nineveh, ύστερα από πολιορκία 3 μηνών, ισοπεδώθηκε το 612 π.Χ. από Βαβυλώνιους εισβολείς και το Επος του Γιλγαμές ξεχάστηκε για περισσότερο από 2.000 χρόνια, μέχρις ότου οι αρχαιολόγοι Austin Henry Layard και Hormuzd Rassam ξεθάψουν τη βασιλική βιβλιοθήκη στα ερείπια της Nineveh, τη δεκαετία του 1850. Τα πολύτιμα ευρήματα, που αριθμούσαν πάνω από 100 χιλιάδες πλάκες φτιαγμένες από άργιλο, καθώς και κομμάτια από αυτές, θα σταλούν με πλοίο στο Βρετανικό Μουσείο.
Εκεί, περίπου 20 χρόνια αργότερα, το 1872, ο George Smith, βοηθός επιμελητής στο Μουσείο, θα είναι ο πρώτος που θα αντιληφθεί τη σημασία αυτού που ανακάλυψε, καθώς προσπαθούσε να μεταφράσει πλάκες σφηνοειδούς γραφής. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Damrosch, «με το που κατάλαβε έβγαλε τα ρούχα του και άρχισε να χορεύει». Ο Smith, του οποίου η εξαιρετική καριέρα σταμάτησε με τον πρώιμο θάνατό του κατά τη διάρκεια μιας αρχαιολογικής αποστολής στο Ιράκ, κατάφερε να αποκωδικοποιήσει τη σφηνοειδή γραφή και την ακκαδική γλώσσα, κι έκπληκτος ανακάλυψε ότι το ποίημα αυτό αποτελούσε μια προηγούμενη εκδοχή της βιβλικής πλημμύρας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΓΙΑΝΝΟΥΤΣΟΥ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ- 09/03/2007)
ο έρωτας είναι Ερωτας
και η απώλεια του επίσης Απώλεια
σε ολες τις εποχές για όλους τους ανθρωπους που την βιωνουν
υπέροχη ιστορια
Δημοσίευση σχολίου