Κοκτώ ή Ζαν ο Ελληνας
ΛΙΝΑ ΛΥΧΝΑΡΑ (Το Βήμα, 5/2000)
«Ξάφνιασέ με, Ζαν»
Η περίφημη δημόσια προτροπή του Ντιαγκίλεφ προς τον Κοκτώ κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους δίνει το μέτρο του γάλλου ποιητή, θεατρικού συγγραφέα, ζωγράφου και σκηνοθέτη. Ο Κοκτώ, ο οποίος ξεκίνησε το δημιουργικό του έργο την περίοδο του Μεσοπολέμου, σε ό,τι και αν έκανε προσέφερε πάντα αυτό που του ζητούσε ο Ντιαγκίλεφ. Ενα τίναγμα σαν ελαφρά ηλεκτρική εκκένωση από το απρόσμενο. Είναι σίγουρα ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού.
Ο Κοκτώ είναι ένα φαινόμενο. Είναι από τους λίγους δημιουργούς που, όταν πει κανείς πως δεν ήταν μεγάλος, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτόματα τον κατατάσσει στις μετριότητες.
Μείζον γεγονός της διαμόρφωσης του ψυχισμού του είναι μια τραγωδία. Είναι εννέα ετών όταν ένας πυροβολισμός μέσα στη νύχτα θα ξυπνήσει την οικογένεια. Ο Ζωρζ Κοκτώ, ο πατέρας, έχει τινάξει τα μυαλά του στον αέρα μέσα στο γραφείο του. Η μεγαλοαστική οικογένεια θα καλύψει τα τραύματά της και θα μετατρέψει σε ταμπού τον τραγικό θάνατο. Κανείς ποτέ στο σπίτι δεν θα μιλήσει γι' αυτό. «Κάθε φορά που κυλάει αίμα στις οικογένειες βάζουν πάνω του πανιά και το κρύβουν» θα πει ο ίδιος για το γεγονός.
Η σιωπή είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να συντελεστεί μέσα στο παιδί και στον έφηβο η υπόγεια διεργασία που θα τον οδηγήσει στους σκοτεινούς τόπους όπου το αίμα και ο θάνατος μιλούν. Η σχέση του Κοκτώ με τους αρχαίους μύθους, τον οιδιπόδειο και τον ορφικό κυρίως, ξεκινά από τον πυροβολισμό με τον οποίο ο πατέρας έβαλε τέλος στη ζωή του.
Οταν κάποτε θα μπορέσει να μιλήσει θα φανεί πόσο βαθιά ταυτίστηκε με αυτόν. «Ο ομοφυλόφιλος γνωρίζει τον ομοφυλόφιλο όπως ο Εβραίος τον Εβραίο. Τον καταλαβαίνει πίσω από τη μάσκα. Ανέκαθεν πίστευα ότι ο πατέρας μου μού έμοιαζε τόσο πολύ ώστε ήταν αδύνατον να διαφέρει σ' αυτό το βασικό σημείο. Προφανώς από την πίεση (για να πνίξει τις προτιμήσεις του) δεν άντεξε. Στην εποχή του άλλωστε σε σκότωναν για πολύ λιγότερα».
Ολο το έργο του ποιητή θα περιστραφεί γύρω από την εξερεύνηση του προσωπικού χώρου. Θα γράψει: «Δεν θα του έλεγα (ενός νέου) όπως ο Ζιντ: Φύγε, εγκατέλειψε την οικογένεια και το σπίτι σου, αλλά: Μείνε και σώσε τον εαυτό σου μέσα στα σκοτάδια σου. Εξερεύνησέ τα. Εξόρκισέ τα στο φως».
Ο Κοκτώ-Ορφέας θα βυθιστεί πολύ βαθιά σε αυτό που ονόμασε «μοναδικότητα της νύχτας του» και θα τολμήσει να ανασύρει στο φως τα τρομερά φαντάσματα της παιδικής ηλικίας του. Ο «πολύτροπος ποιητής» ξεκινά την καριέρα του γύρω στα 1910 δημοσιεύοντας ποιήματα, σκίτσα, κάνοντας θέατρο και πολύ σύντομα ξεκινά η συνεργασία του με τον Ντιαγκίλεφ. Κάνει την αφίσα για «Το φάντασμα του ρόδου» με πρώτο χορευτή τον Νιζίνσκι. Αρχίζει επίσης τη συνεργασία του με τον Στραβίνσκι, με τον οποίο αργότερα θα συνεργαστεί στη μουσική διασκευή του «Οιδίποδα Τυράννου», και πριν από τον πόλεμο έχει ολοκληρώσει ένα υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα, τον Ποτομάκ. Ενας θάνατος θα τον σημαδέψει πάλι. Ο αγαπημένος φίλος, ο συγγραφέας Ραϊμόν Ραντιγκέ, πεθαίνει σε ηλικία 20 ετών.
Από αυτή την εποχή ο Κοκτώ αρχίζει να καπνίζει συστηματικά όπιο και στήνει με το έργο και τη ζωή του τον μύθο του καταραμένου ποιητή. Αφήνοντας τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό, στρέφεται προς τους ελληνικούς μύθους. Το 1925 ανεβάζει στο Παρίσι τη θεατρική διασκευή του μύθου του Ορφέα με κοστούμια Σανέλ. Το μυθικό-ψυχολογικό υπόβαθρο υπάρχει έντονο επίσης σε ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του, τα Τρομερά παιδιά. Στη Δαιμόνια μηχανή έχουμε μια ελεύθερη διασκευή του οιδιπόδειου μύθου. Ο Κοκτώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία του κινηματογράφου. Κλασικό δείγμα: Η Πεντάμορφη και το Τέρας.
Οι φιλίες του Κοκτώ δίνουν το μέτρο της εποχής που χαρακτηρίστηκε Μπελ Επόκ.: Πικάσο, Στραβίνσκι αλλά και πριγκίπισσα Ντε Νοάιγ, Κολέτ, Σανέλ.
Το 1952 ο ποιητής που υπέγραφε Ζαν ο Ελληνας και ο οποίος διακόσμησε με τόσα ελληνικά στοιχεία την έπαυλη μιας φίλης του στην Κυανή Ακτή που είπε «αν ήξερα ότι είναι της μόδας οι παραλίες, θα είχα φέρει άμμο από την Πάρο» θα επισκεφθεί την Ελλάδα. Θα περιηγηθεί με το σκάφος μιας φίλης τους χώρους όπου γεννήθηκαν οι αγαπημένοι του μύθοι. Θα γράψει βλέποντας το τοπίο: «Νησιά φαλακρά, κατάξερα, φαγωμένα από τους μύθους. Ενας Κένταυρος δεν θα προκαλούσε καμία εντύπωση μέσα σε τούτα τα βουνά».
Ο Κοκτώ πέθανε τον Οκτώβριο του 1963. Τον θάνατο, που είναι το μόνιμο θέμα των έργων του, δεν τον φοβόταν. Αυτό που τον πονούσε πολύ ήταν η φθορά του «σώματος και της μορφής». Η πικρή φράση «ένας καθρέφτης πρέπει να συλλογίζεται πριν στείλει πίσω την εικόνα» μεταφράζει την καβαφική αγωνία του χρόνου και ένα αποτυχημένο λίφτινγκ λίγες ημέρες προτού πεθάνει θα τον κάνει να μοιάζει με τις τραγικές μάσκες των αρχαϊκών σχεδίων του. Η μορφή του λίγο πριν από τον θάνατό του είναι η τελευταία απόδειξη πως για τη ζωή και για το έργο του ίσχυε πάντα η φράση ενός ποιήματός του: «Είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια».
ΛΙΝΑ ΛΥΧΝΑΡΑ (Το Βήμα, 5/2000)
«Ξάφνιασέ με, Ζαν»
Η περίφημη δημόσια προτροπή του Ντιαγκίλεφ προς τον Κοκτώ κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους δίνει το μέτρο του γάλλου ποιητή, θεατρικού συγγραφέα, ζωγράφου και σκηνοθέτη. Ο Κοκτώ, ο οποίος ξεκίνησε το δημιουργικό του έργο την περίοδο του Μεσοπολέμου, σε ό,τι και αν έκανε προσέφερε πάντα αυτό που του ζητούσε ο Ντιαγκίλεφ. Ενα τίναγμα σαν ελαφρά ηλεκτρική εκκένωση από το απρόσμενο. Είναι σίγουρα ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού.
Ο Κοκτώ είναι ένα φαινόμενο. Είναι από τους λίγους δημιουργούς που, όταν πει κανείς πως δεν ήταν μεγάλος, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτόματα τον κατατάσσει στις μετριότητες.
Μείζον γεγονός της διαμόρφωσης του ψυχισμού του είναι μια τραγωδία. Είναι εννέα ετών όταν ένας πυροβολισμός μέσα στη νύχτα θα ξυπνήσει την οικογένεια. Ο Ζωρζ Κοκτώ, ο πατέρας, έχει τινάξει τα μυαλά του στον αέρα μέσα στο γραφείο του. Η μεγαλοαστική οικογένεια θα καλύψει τα τραύματά της και θα μετατρέψει σε ταμπού τον τραγικό θάνατο. Κανείς ποτέ στο σπίτι δεν θα μιλήσει γι' αυτό. «Κάθε φορά που κυλάει αίμα στις οικογένειες βάζουν πάνω του πανιά και το κρύβουν» θα πει ο ίδιος για το γεγονός.
Η σιωπή είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να συντελεστεί μέσα στο παιδί και στον έφηβο η υπόγεια διεργασία που θα τον οδηγήσει στους σκοτεινούς τόπους όπου το αίμα και ο θάνατος μιλούν. Η σχέση του Κοκτώ με τους αρχαίους μύθους, τον οιδιπόδειο και τον ορφικό κυρίως, ξεκινά από τον πυροβολισμό με τον οποίο ο πατέρας έβαλε τέλος στη ζωή του.
Οταν κάποτε θα μπορέσει να μιλήσει θα φανεί πόσο βαθιά ταυτίστηκε με αυτόν. «Ο ομοφυλόφιλος γνωρίζει τον ομοφυλόφιλο όπως ο Εβραίος τον Εβραίο. Τον καταλαβαίνει πίσω από τη μάσκα. Ανέκαθεν πίστευα ότι ο πατέρας μου μού έμοιαζε τόσο πολύ ώστε ήταν αδύνατον να διαφέρει σ' αυτό το βασικό σημείο. Προφανώς από την πίεση (για να πνίξει τις προτιμήσεις του) δεν άντεξε. Στην εποχή του άλλωστε σε σκότωναν για πολύ λιγότερα».
Ολο το έργο του ποιητή θα περιστραφεί γύρω από την εξερεύνηση του προσωπικού χώρου. Θα γράψει: «Δεν θα του έλεγα (ενός νέου) όπως ο Ζιντ: Φύγε, εγκατέλειψε την οικογένεια και το σπίτι σου, αλλά: Μείνε και σώσε τον εαυτό σου μέσα στα σκοτάδια σου. Εξερεύνησέ τα. Εξόρκισέ τα στο φως».
Ο Κοκτώ-Ορφέας θα βυθιστεί πολύ βαθιά σε αυτό που ονόμασε «μοναδικότητα της νύχτας του» και θα τολμήσει να ανασύρει στο φως τα τρομερά φαντάσματα της παιδικής ηλικίας του. Ο «πολύτροπος ποιητής» ξεκινά την καριέρα του γύρω στα 1910 δημοσιεύοντας ποιήματα, σκίτσα, κάνοντας θέατρο και πολύ σύντομα ξεκινά η συνεργασία του με τον Ντιαγκίλεφ. Κάνει την αφίσα για «Το φάντασμα του ρόδου» με πρώτο χορευτή τον Νιζίνσκι. Αρχίζει επίσης τη συνεργασία του με τον Στραβίνσκι, με τον οποίο αργότερα θα συνεργαστεί στη μουσική διασκευή του «Οιδίποδα Τυράννου», και πριν από τον πόλεμο έχει ολοκληρώσει ένα υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα, τον Ποτομάκ. Ενας θάνατος θα τον σημαδέψει πάλι. Ο αγαπημένος φίλος, ο συγγραφέας Ραϊμόν Ραντιγκέ, πεθαίνει σε ηλικία 20 ετών.
Από αυτή την εποχή ο Κοκτώ αρχίζει να καπνίζει συστηματικά όπιο και στήνει με το έργο και τη ζωή του τον μύθο του καταραμένου ποιητή. Αφήνοντας τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό, στρέφεται προς τους ελληνικούς μύθους. Το 1925 ανεβάζει στο Παρίσι τη θεατρική διασκευή του μύθου του Ορφέα με κοστούμια Σανέλ. Το μυθικό-ψυχολογικό υπόβαθρο υπάρχει έντονο επίσης σε ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα του, τα Τρομερά παιδιά. Στη Δαιμόνια μηχανή έχουμε μια ελεύθερη διασκευή του οιδιπόδειου μύθου. Ο Κοκτώ ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία του κινηματογράφου. Κλασικό δείγμα: Η Πεντάμορφη και το Τέρας.
Οι φιλίες του Κοκτώ δίνουν το μέτρο της εποχής που χαρακτηρίστηκε Μπελ Επόκ.: Πικάσο, Στραβίνσκι αλλά και πριγκίπισσα Ντε Νοάιγ, Κολέτ, Σανέλ.
Το 1952 ο ποιητής που υπέγραφε Ζαν ο Ελληνας και ο οποίος διακόσμησε με τόσα ελληνικά στοιχεία την έπαυλη μιας φίλης του στην Κυανή Ακτή που είπε «αν ήξερα ότι είναι της μόδας οι παραλίες, θα είχα φέρει άμμο από την Πάρο» θα επισκεφθεί την Ελλάδα. Θα περιηγηθεί με το σκάφος μιας φίλης τους χώρους όπου γεννήθηκαν οι αγαπημένοι του μύθοι. Θα γράψει βλέποντας το τοπίο: «Νησιά φαλακρά, κατάξερα, φαγωμένα από τους μύθους. Ενας Κένταυρος δεν θα προκαλούσε καμία εντύπωση μέσα σε τούτα τα βουνά».
Ο Κοκτώ πέθανε τον Οκτώβριο του 1963. Τον θάνατο, που είναι το μόνιμο θέμα των έργων του, δεν τον φοβόταν. Αυτό που τον πονούσε πολύ ήταν η φθορά του «σώματος και της μορφής». Η πικρή φράση «ένας καθρέφτης πρέπει να συλλογίζεται πριν στείλει πίσω την εικόνα» μεταφράζει την καβαφική αγωνία του χρόνου και ένα αποτυχημένο λίφτινγκ λίγες ημέρες προτού πεθάνει θα τον κάνει να μοιάζει με τις τραγικές μάσκες των αρχαϊκών σχεδίων του. Η μορφή του λίγο πριν από τον θάνατό του είναι η τελευταία απόδειξη πως για τη ζωή και για το έργο του ίσχυε πάντα η φράση ενός ποιήματός του: «Είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια».
Διαβάστε στην Gay Βιβλιογραφία στα ελληνικά :
Νο 108 Jean Cocteau: Το λευκό βιβλίο ή Έρωτες αγοριών (Δαναός)
No 453 Jean Cocteau: Γ. Κονταξόπουλος (επιμ): Ζαν Κοκτώ. Ο πολύτροπος ποιητής (Εξάντας – Οδός Πανός)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου