Το κιτς, προθάλαμος του ευνουχισμού
Ο εικαστικός, ηθοποιός, τραγουδιστής και περφόρμερ Αγγελος Παπαδημητρίου εξηγεί πώς οι Ελληνες έγιναν castrati πολύ πριν από την κρίση
Της Μαργαριτας Πουρναρα (Καθημερινή, 19/9/2010)
«Αχ, ξέρω τι θα διαλέξω να ακούσουμε!» είπε ο Αγγελος Παπαδημητρίου, τραβώντας ένα cd της Δανάης από το ράφι. Σε λίγο το μικρό και τακτικό διαμέρισμά του στα Εξάρχεια γέμιζε από το βαλσάκι «Αδικα πήγαν τα νιάτα μου». Καθισμένοι στο τραπέζι του σαλονιού με τσάι και γλυκά από ένα καλό αθηναϊκό ζαχαροπλαστείο, κουβεντιάζαμε για την επικείμενη έκθεσή του στην γκαλερί Breeder, που εγκαινιάζεται την ερχόμενη Τετάρτη. Τίτλος της «Castrato» και θέμα της, η ευνουχιστική μας εποχή. Ή, αν προτιμάτε, άλλο ένα κεφάλαιο στη μελέτη που κάνει εδώ και χρόνια ο εικαστικός πάνω στο κιτς.
Ζωγράφος, γλύπτης, ηθοποιός, τραγουδιστής και περφόρμερ, ο Αγγελος είναι ένας καλλιτέχνης–ορχήστρα. Το πιο σημαντικό του ίσως επίτευγμα είναι η τρομερή ικανότητά του να παρατηρεί την ελληνική κοινωνία με οξύνοια και τρυφερότητα, συνοψίζοντας μέσα από τα έργα του τους μετασχηματισμούς της. Ενδεχομένως, να μην υπήρχε πιο κατάλληλος συνομιλητής που να μπορεί να εξηγήσει πώς οι Ελληνες έγιναν castrati πολύ πριν αρχίσει η κρίση.
«Εχω κάνει πολλά χρόνια έρευνα για το κιτς, ή μάλλον για το πώς μπορούμε να το ξεπεράσουμε. Εντρύφησα τόσο πολύ στο θέμα, που την πάτησα όπως ο Αρτέμης Μάτσας. Υποδυόταν τόσο καλά τον δωσίλογο, ώστε όταν πήγαινε στα χωριά, του πετούσαν πέτρες», μας εξηγεί αυτοσαρκαζόμενος. «Η έκθεση που παρουσιάζω τώρα είναι αποτέλεσμα μιας έρευνας που κάνω σχεδόν εδώ και 30 χρόνια. Πιστεύω ότι ο προθάλαμος του ευνουχισμού είναι το κιτς. Οταν κάποιος μαθαίνει να ζει με το στερεότυπο, το έτοιμο, στο τέλος δεν παράγει τίποτα καινούργιο, φιμώνεται και ευνουχίζεται. Κοιτάξτε τι συμβαίνει γύρω μας. Μας πνίγουν τα οικονομικά και τα κοινωνικά στερεότυπα. Κάθε δυστυχής ευκατάστατος έχει και μια ξανθιά και οδηγεί τζιπ. Παλαιότερα όλα ήταν πιο υπόγεια. Μετά ήρθε ένα δήθεν αμερικανικού τύπου ξεκαθάρισμα –όλα στο φως– και φτάσαμε ώς εδώ».
«Αργησα πολύ να συνειδητοποιήσω ότι τα έργα μου είχαν κοινωνικές αναφορές. Ζούσα σε άγνοια και έκανα –παίζοντας– τα πιο σοβαρά και τα πιο οδυνηρά πράγματα. Ακόμα και σήμερα νιώθω ότι όλα αυτά που εξέπεμπα ως μηνύματα δεν ήταν δικά μου. Ημουν σαν το μέντιουμ που έπιανε “φωνές” άλλων, φωνές σοφών φίλων μου όπως η Ελένη Βακαλό, ο Γιώργος Μαυροΐδης, οι σπουδαίες προσωπικότητες που σύχναζαν στις Νέες Μορφές. Σήμερα είναι σαν να έχει κλείσει το “εργοστάσιο” που παρήγαγε τέτοιους σκεπτόμενους ανθρώπους. Γι’ αυτό, λοιπόν, έχουμε υποχρέωση να θυμόμαστε την ποιότητα των στοχασμών τους και να λέμε την αλήθεια σε μια κοινωνία που έχει πέσει για ύπνο».
Η έκθεση θα είναι χωρισμένη σε δύο τμήματα. «Στο ισόγειο, προσκάλεσα έναν κτηνίατρο, τον Ζήση Παπαζαχαρίου, που είναι ερασιτέχνης καλλιτέχνης, να παρουσιάσει και τη δική του δουλειά. Ολα αυτά τα χρόνια που στείρωνε τα ζώα, κρατούσε τους όρχεις σε φορμόλη και έχει κάνει συνθέσεις. Ολοι μου έλεγαν “τι αηδίες είναι αυτές, Παναγία μου, πέτα τις!” αλλά εμένα μου φαίνονται υπέροχες και απολύτως ταιριαστές στην έκθεση. Αποτυπώνουν τον ευνουχισμό, μονοδιάστατα και αθώα. Εγώ κατέλαβα το υπόγειο της γκαλερί, που λειτουργεί συμβολικά ως υποσυνείδητο, για τα δικά μου έργα, που έχουν πιο ρομαντικό χαρακτήρα, για τη θρησκεία, την πατρίδα, σχολιάζοντας πάλι τον ευνουχισμό».
Η Δανάη εξακολουθούσε να τραγουδάει εμφατικά «θα ξανάρθεις» και ο Αγγελος Παπαδημητρίου έκανε μια μικρή αναδρομή: «Ο ευνουχισμός στην ελληνική κοινωνία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του ’50. Τότε μπήκαμε στο όνειρο του κιτς, για να ξεπλύνουμε τη φτώχεια μας και τον μικροαστισμό μας. Τα κάναμε όλα ψεύτικο πλούτο και παριστάναμε τις κύριες. Επειδή στην Ελλάδα τίποτε δεν είναι σταθερό, η αστική τάξη δεν έχει αυτήν τη βραδύκαυστη διάρκεια, όλοι ανέβηκαν ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει κανένα υπόβαθρο κοινωνικής μόρφωσης. Κάποιοι λένε ότι η λιγούρα ήταν φυσικό συνεπακόλουθο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ομως δεν ήταν λιγούρα. Ηταν η πεποίθηση ότι η φτώχεια είναι ντροπή. Αυτό εδραιώθηκε με την έλευση της δικτατορίας, παρά το ότι έβγαιναν ελληνικές ταινίες με ήρωες που δεν είχαν μία στην τσέπη αλλά διέθεταν φιλότιμο».
«Υστερα έφτασε η μεταπολίτευση, που θεωρήσαμε ότι όλα άλλαξαν προς το καλύτερο, αλλά η φτώχεια μπήκε ακόμα πιο πολύ στο κοινωνικό περιθώριο. Το ’80 πια, τα στεγανά άρχισαν να ορίζουν τη ζωή μας. Προβλήματα που κάποτε λύναμε μόνοι μας πέρασαν σιγά σιγά στα χέρια των δικηγόρων, των οικονομολόγων, των ψυχολόγων, των ασφαλιστών, των παπάδων. Ηρθε το έιτζ, κόπηκαν οι επιθυμίες. Αρχισε η ακτινοβολία του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος σε μια εποχή που όλοι γίνονταν ανέραστοι, έδειχνε ότι ο ίδιος ήταν επιβήτορας στην πολιτική και τη ζωή, κερδίζοντας τον θαυμασμό. Ισως ήμουν ο μόνος Ελληνας που δεν μαγεύτηκα από το charm του. Οχι επειδή ήμουν έξυπνος, αλλά είχα έναν θείο, τον πιο χαρισματικό άνθρωπο της οικογένειας, που τους πλάνεψε όλους με τη γοητεία του και του έγραψαν τα περιουσιακά. Το είχα ξαναδεί το μοντέλο».
«Το ’80 έγιναν ενδιαφέροντα πράγματα στην τέχνη, ξεκαθάρισε η ήρα από το στάρι», τονίζει ο Παπαδημητρίου. Αυτοί που διάβαζαν βιβλία και ήταν διανοούμενοι παρέμειναν, οι άλλοι που το έπαιζαν ότι είναι, κινήθηκαν προς το είδος της ψευτομαγκιάς που έφερε το ζεϊμπέκικο, την κλεψιά, τις λοβιτούρες, τις γκόμενες. Η δεκαετία του ’90 καθιέρωσε πολλά στεγανά, επώασε τη λατρεία στο χρήμα, στον καθωσπρεπισμό, έφερε στο προσκήνιο πρότυπα πολύ πιο ευνουχιστικά και επικίνδυνα. Αρχισε να μας ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός μας και ο πλουτισμός μας. Στο παιχνίδι αυτό έπαιξαν και καλλιτέχνες, μουσικοί, συγγραφείς, που τώρα τους παίρνει το κύμα. Θα γίνει ένα μεγάλο και βάρβαρο ξεκαθάρισμα, που ήταν όμως αναγκαίο».
«Το 2000, το μέγεθος και το χρήμα ήταν το άπαν όπως και η επίφαση κουλτούρας. Είμαι από τους ελάχιστους που είπαν ότι η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν η αποθέωση του στερεότυπου, του κρατικού - τουριστικού κιτς, μια διαδρομή που ξεκίνησε με αρχαία αγάλματα και τελείωσε στον Τσιτσάνη. Δεν είναι τυχαίο ότι τώρα με την κρίση, οι ξένοι στην αχίλλειο πτέρνα της αρχαιολατρίας μάς επιτέθηκαν με εξώφυλλα όπως η Αφροδίτη της Μήλου. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί από τους προγόνους μας. Είμαστε χαριτωμένοι, ολίγον τεμπέληδες, σε άλλο μήκος κύματος από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, ούτε αρχαίοι Ελληνες θα ξαναγίνουμε ούτε όμως και Ελβετοί. Ακόμα δεν έχουμε γίνει τίποτα, και εκεί είναι η γοητεία μας. Η ταυτότητά μας είναι σαν μια παράσταση που κάνουμε ακόμα πρόβες. Τι και αν έχουμε άσχημο όνομα στο εξωτερικό; Οπως έλεγε και ο Οσκαρ Ουάιλντ, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να προσπαθείς να διορθώσεις τη φήμη σου».
Η συζήτηση φτάνει στον δύσκολο χειμώνα που μας περιμένει: «Τώρα που ήρθε η κρίση, είμαι αισιόδοξος. Από ένστικτο πιστεύω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν», λέει ο καλλιτέχνης. «Υπάρχουν σκεπτόμενοι άνθρωποι στην Ελλάδα, καταπλακωμένοι και χωρίς φωνή, που σαλεύουν και είναι ζωντανοί. Τώρα που καταρρέει το οικοδόμημα, θα βγουν από τα μπάζα και θα ανασάνουν. Η σαπίλα θα φύγει διότι στηρίζεται στο μεγαλεπήβολο, το εξουσιαστικό, το εθνικό, το ογκώδες. Αυτά θα εξαφανιστούν κάτω από το βάρος της ύφεσης, όπως ακριβώς οι δεινόσαυροι δεν άντεξαν και επιβίωσαν τα μικρότερα και πιο ευέλικτα όντα. Θα δούμε επιτέλους κάτι καινούργιο, φρέσκο. Η κρίση παράγει αλήθεια».
«Ο ευνουχισμός και η επιβολή των στερεοτύπων μάς έχουν στερήσει οτιδήποτε αυθεντικό», συνεχίζει. «Η φτώχεια όπως και η ομοφυλοφιλία παραμένουν δαιμονοποιημένες, γιατί είναι “τόποι” όπου παράγεται ανατρεπτική σκέψη. Σήμερα όμως η τηλεόραση είναι γεμάτη από καλιαρντά, πλάσματα που ουρλιάζουν και αυτογελοιοποιούνται. Είναι το στερεότυπο του γκέι. Μα, ολόκληρη η εποχή μας είναι πολιτισμικά γκέι. Τι σχέση έχει αυτό με τον ριζοσπαστισμό του Ταχτσή;
Βλέπω τώρα όλους αυτούς τους πιτσιρικάδες που προσπαθούν να μοιάσουν σε επιτυχημένους τραγουδιστές της πίστας και κατακρεουργούνται από κριτικές επιτροπές σε ριάλιτι σε μια διαδικασία χυδαία και πορνό. Είναι τόσο κρίμα να συμβαίνει αυτό σε μια χώρα που το τραγούδι της πράγματι άνθησε και φωνές όπως του Μπιθικώτση ήταν σαν διά βίου μάθηση για όλους μας. Πιο πολλή ψυχή είχε το τραγούδι εκείνης της κακόμοιρης νωδής γυναίκας, που βγήκε και είπε στην Πάνια το σουξέ “Εξω από τα δόντια”, απ’ όλα αυτά που ακούμε στην τηλεόραση από φιλόδοξους αστέρες».
Υπάρχει λύση; Να μειώσουμε οικειοθελώς τη μαγκιά που μας έχει φορέσει η εποχή σαν μανδύα, να σπάσουμε μόνοι μας τον τσαμπουκά μας, να μάθουμε να αφουγκραζόμαστε τους άλλους. Να φερόμαστε όπως κάτι γυναίκες μεγάλης ηλικίας, που δεν διεκδικούν τίποτα, αλλά έχουν κατανόηση, να μην το παίζουμε όμορφοι ή επιθυμητοί, ή σεξουαλικοί. Οπως οι παλαιοί, να μην προβάλλουμε αυτά που έχουμε, αλλά να γίνουμε παρατηρητικοί. Κάπως έτσι, θα ανοιχτούν μπροστά μας τα λεπτά νοήματα, οι αποχρώσεις, το ουσιώδες. Δεν μιλώ για αναβίωση του χριστιανικού μηνύματος της ταπεινότητας. Δεν θα το ονόμαζα έτσι. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι είναι μια τεχνική, που θα οξύνει το βλέμμα και την ευαισθησία μας.
Ο Αγγελος Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1952 στο Κιάτο. Ως εικαστικός συνεργάστηκε πολλά χρόνια με την γκαλερί Νέες Μορφές και έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Το 1993 παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας. Φέτος τιμήθηκε από την Ενωση Ελλήνων Τεχνοκριτών για το σύνολο του έργου του. Εκτός από τα εικαστικά έχει διακριθεί στο θέατρο και στο λυρικό τραγούδι. Αυτήν τη σεζόν θα τον δούμε στην παράσταση του Σιρανό ντε Μπερζεράκ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό Θέατρο, ενώ από το 2007 έως το 2009 συμμετείχε στην παραγωγή της Λυρικής «Οι Απάχηδες των Αθηνών». Εχει κάνει εμφανίσεις και στην ιδιωτική τηλεόραση.
Ο εικαστικός, ηθοποιός, τραγουδιστής και περφόρμερ Αγγελος Παπαδημητρίου εξηγεί πώς οι Ελληνες έγιναν castrati πολύ πριν από την κρίση
Της Μαργαριτας Πουρναρα (Καθημερινή, 19/9/2010)
«Αχ, ξέρω τι θα διαλέξω να ακούσουμε!» είπε ο Αγγελος Παπαδημητρίου, τραβώντας ένα cd της Δανάης από το ράφι. Σε λίγο το μικρό και τακτικό διαμέρισμά του στα Εξάρχεια γέμιζε από το βαλσάκι «Αδικα πήγαν τα νιάτα μου». Καθισμένοι στο τραπέζι του σαλονιού με τσάι και γλυκά από ένα καλό αθηναϊκό ζαχαροπλαστείο, κουβεντιάζαμε για την επικείμενη έκθεσή του στην γκαλερί Breeder, που εγκαινιάζεται την ερχόμενη Τετάρτη. Τίτλος της «Castrato» και θέμα της, η ευνουχιστική μας εποχή. Ή, αν προτιμάτε, άλλο ένα κεφάλαιο στη μελέτη που κάνει εδώ και χρόνια ο εικαστικός πάνω στο κιτς.
Ζωγράφος, γλύπτης, ηθοποιός, τραγουδιστής και περφόρμερ, ο Αγγελος είναι ένας καλλιτέχνης–ορχήστρα. Το πιο σημαντικό του ίσως επίτευγμα είναι η τρομερή ικανότητά του να παρατηρεί την ελληνική κοινωνία με οξύνοια και τρυφερότητα, συνοψίζοντας μέσα από τα έργα του τους μετασχηματισμούς της. Ενδεχομένως, να μην υπήρχε πιο κατάλληλος συνομιλητής που να μπορεί να εξηγήσει πώς οι Ελληνες έγιναν castrati πολύ πριν αρχίσει η κρίση.
«Εχω κάνει πολλά χρόνια έρευνα για το κιτς, ή μάλλον για το πώς μπορούμε να το ξεπεράσουμε. Εντρύφησα τόσο πολύ στο θέμα, που την πάτησα όπως ο Αρτέμης Μάτσας. Υποδυόταν τόσο καλά τον δωσίλογο, ώστε όταν πήγαινε στα χωριά, του πετούσαν πέτρες», μας εξηγεί αυτοσαρκαζόμενος. «Η έκθεση που παρουσιάζω τώρα είναι αποτέλεσμα μιας έρευνας που κάνω σχεδόν εδώ και 30 χρόνια. Πιστεύω ότι ο προθάλαμος του ευνουχισμού είναι το κιτς. Οταν κάποιος μαθαίνει να ζει με το στερεότυπο, το έτοιμο, στο τέλος δεν παράγει τίποτα καινούργιο, φιμώνεται και ευνουχίζεται. Κοιτάξτε τι συμβαίνει γύρω μας. Μας πνίγουν τα οικονομικά και τα κοινωνικά στερεότυπα. Κάθε δυστυχής ευκατάστατος έχει και μια ξανθιά και οδηγεί τζιπ. Παλαιότερα όλα ήταν πιο υπόγεια. Μετά ήρθε ένα δήθεν αμερικανικού τύπου ξεκαθάρισμα –όλα στο φως– και φτάσαμε ώς εδώ».
«Αργησα πολύ να συνειδητοποιήσω ότι τα έργα μου είχαν κοινωνικές αναφορές. Ζούσα σε άγνοια και έκανα –παίζοντας– τα πιο σοβαρά και τα πιο οδυνηρά πράγματα. Ακόμα και σήμερα νιώθω ότι όλα αυτά που εξέπεμπα ως μηνύματα δεν ήταν δικά μου. Ημουν σαν το μέντιουμ που έπιανε “φωνές” άλλων, φωνές σοφών φίλων μου όπως η Ελένη Βακαλό, ο Γιώργος Μαυροΐδης, οι σπουδαίες προσωπικότητες που σύχναζαν στις Νέες Μορφές. Σήμερα είναι σαν να έχει κλείσει το “εργοστάσιο” που παρήγαγε τέτοιους σκεπτόμενους ανθρώπους. Γι’ αυτό, λοιπόν, έχουμε υποχρέωση να θυμόμαστε την ποιότητα των στοχασμών τους και να λέμε την αλήθεια σε μια κοινωνία που έχει πέσει για ύπνο».
Η έκθεση θα είναι χωρισμένη σε δύο τμήματα. «Στο ισόγειο, προσκάλεσα έναν κτηνίατρο, τον Ζήση Παπαζαχαρίου, που είναι ερασιτέχνης καλλιτέχνης, να παρουσιάσει και τη δική του δουλειά. Ολα αυτά τα χρόνια που στείρωνε τα ζώα, κρατούσε τους όρχεις σε φορμόλη και έχει κάνει συνθέσεις. Ολοι μου έλεγαν “τι αηδίες είναι αυτές, Παναγία μου, πέτα τις!” αλλά εμένα μου φαίνονται υπέροχες και απολύτως ταιριαστές στην έκθεση. Αποτυπώνουν τον ευνουχισμό, μονοδιάστατα και αθώα. Εγώ κατέλαβα το υπόγειο της γκαλερί, που λειτουργεί συμβολικά ως υποσυνείδητο, για τα δικά μου έργα, που έχουν πιο ρομαντικό χαρακτήρα, για τη θρησκεία, την πατρίδα, σχολιάζοντας πάλι τον ευνουχισμό».
Η Δανάη εξακολουθούσε να τραγουδάει εμφατικά «θα ξανάρθεις» και ο Αγγελος Παπαδημητρίου έκανε μια μικρή αναδρομή: «Ο ευνουχισμός στην ελληνική κοινωνία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του ’50. Τότε μπήκαμε στο όνειρο του κιτς, για να ξεπλύνουμε τη φτώχεια μας και τον μικροαστισμό μας. Τα κάναμε όλα ψεύτικο πλούτο και παριστάναμε τις κύριες. Επειδή στην Ελλάδα τίποτε δεν είναι σταθερό, η αστική τάξη δεν έχει αυτήν τη βραδύκαυστη διάρκεια, όλοι ανέβηκαν ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει κανένα υπόβαθρο κοινωνικής μόρφωσης. Κάποιοι λένε ότι η λιγούρα ήταν φυσικό συνεπακόλουθο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ομως δεν ήταν λιγούρα. Ηταν η πεποίθηση ότι η φτώχεια είναι ντροπή. Αυτό εδραιώθηκε με την έλευση της δικτατορίας, παρά το ότι έβγαιναν ελληνικές ταινίες με ήρωες που δεν είχαν μία στην τσέπη αλλά διέθεταν φιλότιμο».
«Υστερα έφτασε η μεταπολίτευση, που θεωρήσαμε ότι όλα άλλαξαν προς το καλύτερο, αλλά η φτώχεια μπήκε ακόμα πιο πολύ στο κοινωνικό περιθώριο. Το ’80 πια, τα στεγανά άρχισαν να ορίζουν τη ζωή μας. Προβλήματα που κάποτε λύναμε μόνοι μας πέρασαν σιγά σιγά στα χέρια των δικηγόρων, των οικονομολόγων, των ψυχολόγων, των ασφαλιστών, των παπάδων. Ηρθε το έιτζ, κόπηκαν οι επιθυμίες. Αρχισε η ακτινοβολία του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος σε μια εποχή που όλοι γίνονταν ανέραστοι, έδειχνε ότι ο ίδιος ήταν επιβήτορας στην πολιτική και τη ζωή, κερδίζοντας τον θαυμασμό. Ισως ήμουν ο μόνος Ελληνας που δεν μαγεύτηκα από το charm του. Οχι επειδή ήμουν έξυπνος, αλλά είχα έναν θείο, τον πιο χαρισματικό άνθρωπο της οικογένειας, που τους πλάνεψε όλους με τη γοητεία του και του έγραψαν τα περιουσιακά. Το είχα ξαναδεί το μοντέλο».
«Το ’80 έγιναν ενδιαφέροντα πράγματα στην τέχνη, ξεκαθάρισε η ήρα από το στάρι», τονίζει ο Παπαδημητρίου. Αυτοί που διάβαζαν βιβλία και ήταν διανοούμενοι παρέμειναν, οι άλλοι που το έπαιζαν ότι είναι, κινήθηκαν προς το είδος της ψευτομαγκιάς που έφερε το ζεϊμπέκικο, την κλεψιά, τις λοβιτούρες, τις γκόμενες. Η δεκαετία του ’90 καθιέρωσε πολλά στεγανά, επώασε τη λατρεία στο χρήμα, στον καθωσπρεπισμό, έφερε στο προσκήνιο πρότυπα πολύ πιο ευνουχιστικά και επικίνδυνα. Αρχισε να μας ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός μας και ο πλουτισμός μας. Στο παιχνίδι αυτό έπαιξαν και καλλιτέχνες, μουσικοί, συγγραφείς, που τώρα τους παίρνει το κύμα. Θα γίνει ένα μεγάλο και βάρβαρο ξεκαθάρισμα, που ήταν όμως αναγκαίο».
«Το 2000, το μέγεθος και το χρήμα ήταν το άπαν όπως και η επίφαση κουλτούρας. Είμαι από τους ελάχιστους που είπαν ότι η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν η αποθέωση του στερεότυπου, του κρατικού - τουριστικού κιτς, μια διαδρομή που ξεκίνησε με αρχαία αγάλματα και τελείωσε στον Τσιτσάνη. Δεν είναι τυχαίο ότι τώρα με την κρίση, οι ξένοι στην αχίλλειο πτέρνα της αρχαιολατρίας μάς επιτέθηκαν με εξώφυλλα όπως η Αφροδίτη της Μήλου. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε πολύ διαφορετικοί από τους προγόνους μας. Είμαστε χαριτωμένοι, ολίγον τεμπέληδες, σε άλλο μήκος κύματος από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, ούτε αρχαίοι Ελληνες θα ξαναγίνουμε ούτε όμως και Ελβετοί. Ακόμα δεν έχουμε γίνει τίποτα, και εκεί είναι η γοητεία μας. Η ταυτότητά μας είναι σαν μια παράσταση που κάνουμε ακόμα πρόβες. Τι και αν έχουμε άσχημο όνομα στο εξωτερικό; Οπως έλεγε και ο Οσκαρ Ουάιλντ, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να προσπαθείς να διορθώσεις τη φήμη σου».
Η συζήτηση φτάνει στον δύσκολο χειμώνα που μας περιμένει: «Τώρα που ήρθε η κρίση, είμαι αισιόδοξος. Από ένστικτο πιστεύω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν», λέει ο καλλιτέχνης. «Υπάρχουν σκεπτόμενοι άνθρωποι στην Ελλάδα, καταπλακωμένοι και χωρίς φωνή, που σαλεύουν και είναι ζωντανοί. Τώρα που καταρρέει το οικοδόμημα, θα βγουν από τα μπάζα και θα ανασάνουν. Η σαπίλα θα φύγει διότι στηρίζεται στο μεγαλεπήβολο, το εξουσιαστικό, το εθνικό, το ογκώδες. Αυτά θα εξαφανιστούν κάτω από το βάρος της ύφεσης, όπως ακριβώς οι δεινόσαυροι δεν άντεξαν και επιβίωσαν τα μικρότερα και πιο ευέλικτα όντα. Θα δούμε επιτέλους κάτι καινούργιο, φρέσκο. Η κρίση παράγει αλήθεια».
«Ο ευνουχισμός και η επιβολή των στερεοτύπων μάς έχουν στερήσει οτιδήποτε αυθεντικό», συνεχίζει. «Η φτώχεια όπως και η ομοφυλοφιλία παραμένουν δαιμονοποιημένες, γιατί είναι “τόποι” όπου παράγεται ανατρεπτική σκέψη. Σήμερα όμως η τηλεόραση είναι γεμάτη από καλιαρντά, πλάσματα που ουρλιάζουν και αυτογελοιοποιούνται. Είναι το στερεότυπο του γκέι. Μα, ολόκληρη η εποχή μας είναι πολιτισμικά γκέι. Τι σχέση έχει αυτό με τον ριζοσπαστισμό του Ταχτσή;
Βλέπω τώρα όλους αυτούς τους πιτσιρικάδες που προσπαθούν να μοιάσουν σε επιτυχημένους τραγουδιστές της πίστας και κατακρεουργούνται από κριτικές επιτροπές σε ριάλιτι σε μια διαδικασία χυδαία και πορνό. Είναι τόσο κρίμα να συμβαίνει αυτό σε μια χώρα που το τραγούδι της πράγματι άνθησε και φωνές όπως του Μπιθικώτση ήταν σαν διά βίου μάθηση για όλους μας. Πιο πολλή ψυχή είχε το τραγούδι εκείνης της κακόμοιρης νωδής γυναίκας, που βγήκε και είπε στην Πάνια το σουξέ “Εξω από τα δόντια”, απ’ όλα αυτά που ακούμε στην τηλεόραση από φιλόδοξους αστέρες».
Υπάρχει λύση; Να μειώσουμε οικειοθελώς τη μαγκιά που μας έχει φορέσει η εποχή σαν μανδύα, να σπάσουμε μόνοι μας τον τσαμπουκά μας, να μάθουμε να αφουγκραζόμαστε τους άλλους. Να φερόμαστε όπως κάτι γυναίκες μεγάλης ηλικίας, που δεν διεκδικούν τίποτα, αλλά έχουν κατανόηση, να μην το παίζουμε όμορφοι ή επιθυμητοί, ή σεξουαλικοί. Οπως οι παλαιοί, να μην προβάλλουμε αυτά που έχουμε, αλλά να γίνουμε παρατηρητικοί. Κάπως έτσι, θα ανοιχτούν μπροστά μας τα λεπτά νοήματα, οι αποχρώσεις, το ουσιώδες. Δεν μιλώ για αναβίωση του χριστιανικού μηνύματος της ταπεινότητας. Δεν θα το ονόμαζα έτσι. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι είναι μια τεχνική, που θα οξύνει το βλέμμα και την ευαισθησία μας.
Ο Αγγελος Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1952 στο Κιάτο. Ως εικαστικός συνεργάστηκε πολλά χρόνια με την γκαλερί Νέες Μορφές και έχει πάρει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Το 1993 παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας. Φέτος τιμήθηκε από την Ενωση Ελλήνων Τεχνοκριτών για το σύνολο του έργου του. Εκτός από τα εικαστικά έχει διακριθεί στο θέατρο και στο λυρικό τραγούδι. Αυτήν τη σεζόν θα τον δούμε στην παράσταση του Σιρανό ντε Μπερζεράκ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό Θέατρο, ενώ από το 2007 έως το 2009 συμμετείχε στην παραγωγή της Λυρικής «Οι Απάχηδες των Αθηνών». Εχει κάνει εμφανίσεις και στην ιδιωτική τηλεόραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου