Ο άνθρωπος που αρχίζει την αφήγηση στις Αναμνήσεις (Ίνδικτος, 2003) είναι ένας ηλικιωμένος θεατρικός συγγραφέας, καταξιωμένος από χρόνια, που πρόκειται να εμφανιστεί σε συνάθροιση φοιτητών του Πανεπιστημίου Γέιλ το απόγευμα πριν από την αναγγελθείσα «παγκόσμια πρεμιέρα» ενός «περιπετειώδους θεατρικού έργου» του, της Κραυγής. Πριν από τη συνάθροιση, είχε, λέει, προβλεφθεί από τον φίλο του, τον Γκορ Βιντάλ, ο επαγγελματικός του όλεθρος, και υποψιαζόμαστε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Είναι εμφανής η διάθεση του συγγραφέα για διακωμώδηση, αλλά και για αυτοσαρκασμό και για ειλικρίνεια σε όσα θα αφηγηθεί. Ο συγγραφέας βρίσκεται στα τελευταία του, τα χρόνια της προσωπικής του ύφεσης, και αμφιβάλλει αν υπήρξε ποτέ καλλιτέχνης. Θυμάται, λοιπόν...
Από νωρίς ήξερε ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας και υπήρχαν, λέει, τη δεκαετία του '40 «κάποια μυθικά παχιά πορτοφόλια που σκορπίζανε δόσεις πολυδιαφημισμένων επιχορηγήσεων σε νεαρά ταλέντα»: οι υποτροφίες Γκούγκενχαϊμ, τα προγράμματα WPA, οι υποτροφίες Ροκφέλερ, οι τελευταίες με μια μελλοντική αύξηση κατά το ήμισυ του αρχικού ποσού. Μια τέτοια πήρε ο Ουίλλιαμς. Θα ακολουθούσε μια ζωή γεμάτη ευκαιριακές δουλειές, συνεχείς μετακινήσεις από τόπο σε τόπο, περιόδους μαύρης πενίας και ανέλπιστες επιχορηγήσεις από τους «ευεργέτες των νέων και ταλαντούχων». Μια ζωή διόλου αρεστή στον πατέρα του, που ήταν από επιφανές σόι του Τεννεσσύ, εξ ου και το ψευδώνυμο του συγγραφέα. Στο μεταξύ «οι υπερβολικά γεμάτες έγνοια περιποιήσεις της μητέρας μου μού εμφύτευσαν ό,τι χρειαζόταν για να γίνω "αδελφή"». Ακολούθησε μια εφηβεία γεμάτη ντροπαλότητα, νέες παρέες, έναν πρώτο αθώο έρωτα με μια κοπέλα, το πρώτο θαλάσσιο ταξίδι στην Ευρώπη με τον παππού του. Νέες περιπέτειες στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι, στην Κολούμπια, με συμφοιτητές και συγκατοίκους που γεννούσαν πρωτόγνωρες εμπειρίες. Ηδη έγραφε έργα που ανέβαζαν μικροί θίασοι, όπως το 1934, σε ηλικία μόλις 23 ετών, όταν έγραψε το έργο Κάιρο, Σαγκάη, Βομβάη και αποτέλεσε σπουδαία επιτυχία για την ομάδα που το ανέβασε.
Είναι αρχές του καλοκαιριού του 1940 και ο πρώτος μεγάλος έρωτας με άντρα. «H λαγνεία με εξουσίαζε, ενώ βρισκόμουν ακόμα κάτω απ' τα τριάντα, εκείνο το καλοκαίρι του 1940. Και πλησίαζε στο αποκορύφωμά της. Το ξανθό παιδί ήταν απλώς μιας νύχτας πήδημα, ένα εφήμερο κομμάτι κοινότοπης μουσικής. Ωστόσο...». Αυτός ήταν ο Κιπ, που θα έμπαινε στη ζωή του συγγραφέα για να πεθάνει μόλις στα 26 του. Πολλούς ακόμη θα συναντήσει ο Ουίλλιαμς ώσπου να φθάσει η ώρα του τελευταίου μεγάλου έρωτα, του Φράνκι, που θα κρατήσει 14 χρόνια, προτού πεθάνει κι αυτός. Στο μεταξύ, ενώ ο κόσμος συγκλονίζεται από τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο και τις άλλες διεθνείς εξελίξεις, ο συγγραφέας μπαίνει σε τρένα και σε βαπόρια, κινείται σε περιοχές της Αμερικής και σε χώρες της Ευρώπης, συμμετέχει στις παραγωγές των έργων του, γνωρίζει τους επιφανείς καλλιτέχνες, συγγραφείς και ηθοποιούς της εποχής του.
Γράφει για συναντήσεις που είχε καθώς ταξιδεύει συνέχεια, από το Σεν Λούις που ζει η οικογένειά του, στη Νέα Ορλεάνη, στο Μεξικό, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη, στην Κούβα. «Προτού ο Κάστρο καταλάβει την αρχή της Κούβας, η Μάριον κι εγώ συνηθίζαμε να κάνουμε θορυβώδη γουικέντ στην Αβάνα. H Μάριον απολάμβανε ακριβώς το ίδιο με μένα τη σκανταλιάρικη νυχτερινή ζωή της Αβάνας και πηγαίναμε στα ίδια μέρη για να τη χαρούμε. Πηγαίναμε ακόμη και όταν ο Κάστρο ανέβηκε στην εξουσία. Την πρώτη φορά που ξαναγύρισα στην Αβάνα μετά τον θρίαμβο του Κάστρο, με σύστησε σ' εκείνον ο Ερνεστ Χεμινγκγουέι, τον οποίο είχα γνωρίσει μέσω του βρετανού θεατρικού κριτικού Κένεθ Τάιναν». Τους διάσημους που γνώρισε και συνεργάστηκε μαζί τους, τον Μάρλον Μπράντο, τον Τρούμαν Καπότε, την Αννα Μανιάνι, τον Ηλία Καζάν, τους προσπερνά αδιάφορα καθώς αφηγείται το ανέβασμα των θεατρικών του έργων ή την προετοιμασία ταινιών. Περισσότερο στέκεται σε εκείνους τους ανώνυμους που τον ανακούφισαν σε κάποια περίοδο, σε κάποια πόλη, «από τη μεγαλύτερή μου οδύνη, που αποτελεί ίσως το σημαντικότερο θέμα των γραπτών μου, την οδύνη της μοναξιάς που με ακολουθεί σαν τη σκιά μου, μια ιδιαίτερα βασανιστική κι ασήκωτη σκιά, υπερβολικά βαριά για να τη σέρνω πίσω μου όλες τις μέρες κι όλες μου τις νύχτες...».
Πάρτι, γνωριμίες, φίλοι που πέθαναν νωρίς και βίαια, επικείμενες νευρικές κρίσεις, αρρώστιες και νοσοκομεία, μια διαρκής φθορά, κάνουν φανερό ότι το βιβλίο γράφηκε σε μια περίοδο που ο Τεννεσσύ Ουίλλιαμς, ύστερα από μια σειρά μεγάλων επιτυχιών - Γυάλινος κόσμος, Λεωφορείον ο Πόθος, Λυσσασμένη Γάτα, Το γλυκό πουλί της νιότης και τόσα άλλα - δοκίμαζε ένα συναίσθημα ήττας. «Ασφαλώς, θα μπορούσα να αφιερώσω ολόκληρο το βιβλίο σε μια συζήτηση περί της τέχνης του δράματος» σημειώνει κάπου, «αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ήταν σκέτη πλήξη; Εμένα φοβάμαι πως θα με έκανε να πλήξω μέχρι θανάτου, και θα ήταν ένα πολύ πολύ σύντομο βιβλίο, περίπου τρεις προτάσεις σε κάθε σελίδα με υπερβολικά φαρδιά περιθώρια. Τα θεατρικά έργα μιλούν από μόνα τους». Προτίμησε γι' αυτό να γράψει απλόχερα τις αναμνήσεις του, με οδυνηρή τιμιότητα και χιούμορ, χωρίς να τηρεί αυστηρά χρονολογική σειρά. Μέσα από τις ιστορίες που περιγράφει φαίνεται πόσο αυτοβιογραφικά ήταν τελικά τα έργα του, μοναχικά και αδιέξοδα, βίαια και ερωτικά.
Μαρία Παπαγιαννίδου, (Το Βήμα, 2003)
«Το γλυκό πουλί της νιότης», του Τενεσί Ουίλλιαμς, σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου.
Ένα έργο για την ελεύθερη πτώση δύο ανθρώπων από το όνειρο στην ωμή πραγματικότητα.
Ο νεαρός και φιλόδοξος Τσανς Γουέιν επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε μαζί με την άλλοτε διάσημη ηθοποιό Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο - σε μια πόλη μεταλλαγμένη, υποταγμένη στους σκληρούς νόμους μιας πραγματικότητας όπου βασιλεύει η βία, το δίκαιο του ισχυρότερου και ο ρατσισμός. Οι δυο τους βρίσκουν καταφύγιο μέσα σε τεχνητούς παραδείσους, σε μια απατηλή ζωή που προσδοκούν ότι θα τους χαρίσει η τέχνη και η δόξα.
Με τους Μαρία Σκουλά, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Μάνο Βακούση, Υβόννη Μαλτέζου, Θεοδώρα Τζήμου, Λένα Παπαληγούρα, Προμηθέα Αλειφερόπουλο κ.ά.
Εθνικό Θέατρο, Νέα Σκηνή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου