.
ΕΡΩΤΑΣ ΤΑΧΑ;..
Έρωτας τάχα ναν΄αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου;
Που σα βραδιάζει τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να ιδώ
παράθυρά σου; (...)
Μυρτιώτισσα
ΕΡΩΤΑΣ ΤΑΧΑ;..
Έρωτας τάχα ναν΄αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου;
Που σα βραδιάζει τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να ιδώ
παράθυρά σου; (...)
Μυρτιώτισσα
.
(…) Και τον βλέπω εκεί! Να τον χτυπάει ο ήλιος (ναι, μου έκανε εντύπωση ο ήλιος!) και αυτός να φοράει κοντό άσπρο παντελόνι, άσπρη φανέλα και άσπρα παπούτσια! (Το άσπρο ήταν το χρώμα του φαίνεται!) Το μαλλί του ήταν χωρίς το ζελέ της προηγούμενης βραδιάς, στεγνό και χτενισμένο προς την μια κατεύθυνση! Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Το τρέμουλο χειρότερο και ο ενθουσιασμός με παρακίνησε να των ρωτήσω:
- Καλά, δεν θα φευγάτε αύριο;
- Ναι αλλά είπαμε να φύγουμε σήμερα. Βασικά για να σας κάνουμε παρέα!
Πέ-θα-να
Μπαίνει αυτός και η συνοδεία του στο λεωφορείο και εμείς να πρέπει να κανονίσουμε τα εισιτήρια. Πάει να τα κόψει η γνωστή και εγώ να είμαι σε αναμμένα κάρβουνα για το ποιες θέσεις θα πάρουμε και αν θα καθίσω κοντά του. Παίρνω το εισιτήριο και ορμώ μέσα. Τον βλέπω να κάθετε στο βάθος με την διπλανή θέση άδεια, σαν να μου έλεγε (η θέση) έλα να καθίσεις εδώ. Βλέπω τον αριθμό στο εισιτήριο και προσπαθώ να εντοπίσω την θέση και να εκνευρίζουμε γιατί να πρέπει να υπάρχουν αριθμημένες θέσεις. Αφού δυσκολεύομαι, τον ρωτάω που είναι οι αριθμοί και απαντάει πως εδώ δεν ισχύουν αριθμοί! Να καθίσω όπου θέλω.
Σαν τρελός, χωρίς να με ενδιαφέρει πλέον για το τι μπορεί να σκεφτούν άλλοι, πάω και κάθομαι δίπλα του! Άσχετο πως υποτίθεται έπρεπε να περιμένω την γνωστή μου και να καθίσουμε μαζί! Αυτό ήταν, επίσημα όλες μου οι άμυνες ήταν σε ύφεση!(…)
apparos
Καθόμαστε στο δωμάτιό σου, οι κουρτίνες μισοτραβηγμένες. Ο ήλιος ζεσταίνει τα πρόσωπα μας και ο αέρας που μπαίνει απο την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα φέρνει μυρωδιές άνοιξης. Το κρεβάτι ημίδιπλο με ένα παχύ αφράτο πάπλωμα, η διάθεσή μας ευχάριστη και νωχελική.
Εσύ καθιστός κοιτώντας προς την αντίθετη πλευρά απο μένα κάτι ζωγραφίζεις σε ένα κομμάτι χαρτί. Μπορεί και να γράφεις, μπορεί και απλώς να μουτζουρώνεις, πάντως φαίνεσαι αφοσιωμένος. Εγώ ξαπλωμένος στα πλάγια κάτι διαβάζω.
Οικειότητα.
Σε κάποια φάση, χωρίς λόγο σηκώνομαι, κάθομαι δίπλα σου και σε πέρνω αγκαλιά. Το μάγουλό σου ακουμπάει στο πλάϊ του λαιμού μου, και είμαι αξύριστος. Ξέρω οτι κάποιες τριχούλες σε τσιμπάνε, αλλα δε δείχνεις να ενοχλείσαι. Καθόμαστε έτσι αρκετή ώρα, σιωπηλοί.
Χαλαροί τελείως, το μόνο που ακούγεται είναι οι ανάσες μας, και ένα ανεπαίσθητο θρόϊσμα απο τα φύλλα των δέντρων που έχει η αυλή. Νιώθω τον χτύπο της καρδιάς σου.
Γυρίζω το κεφάλι μου και μυρίζω τα μαλλιά σου και τη μυρωδιά σου. Η μύτη μου διατρέχει τον αυχένα σου και γλυστράει απαλά προς το λαιμό σου. Σε ακουμπάω και λίγο με τα χείλη μου. Θέλω, αλλα ντρέπομαι και το κάνω και λίγο επίτηδες για να δώ ποια θα είναι η αντίδρασή σου.
Και τότε τα χαλαρά σώματα μας, γίνονται ένα με το μυαλό μας και "σφίγγουν".
Ξαφνικά σταματάω, έχωντας την αίσθηση οτι το παράκανα. Εσύ πέρνωντας μια βαθιά ανάσα που δεν μπόρεσα να καταλάβω αν ήταν αναστεναγμός ή ανακούφιση έπεσες με την πλάτη στο κρεβάτι.
Είδα το φούσκωμα στο τζην σου, αλλα δε χρειαζόταν να το δώ, το ήξερα. Ντράπηκα κι ένιωσα άβολα, ίσως περισσότερο απ'οσο εσύ. Δε μίλησες. Σου είπα οτι φεύγω και μάζεψα γρήγορα τα πράγματά μου σαν τον κλέφτη. Δε μίλησες.
Κοίταζες το ταβάνι με ένα απροσδιόριστα ονειροπόλο βλέμμα σαν να σκεφτόσουν το "what if" του "μετά". Το φούσκωμα εξακολουθούσε να είναι εκεί...
Ήξερα οτι αν καθόμουν θα έχανα τον έλεγχο. Σου είπα οτι φεύγω, πιο πολύ για να μου πεις να μείνω. Δεν ήξερα αν ξενέρωσες επειδή σταμάτησα ή επειδή ξεκίνησα ο,τι έγινε.. υποθέτω πως ούτε κι εσύ, και ούτε θα μάθουμε ποτε.
Έφυγα, και δε μίλησες.
Έμεινες να κοιτάς το ταβάνι, μ'ενα φούσκωμα στο τζην σου, και ίσως χαμογελούσες.
keen on boys
Και βρίσκεσαι ξαφνικά ανήμπορος (τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ). Θέλεις να σηκώσεις το τηλέφωνο να τον καλέσεις, αλλά ξέρεις ότι το έχει στο αθόρυβο και το πιθανότερο είναι να μην μπορέσει να μιλήσει εκείνη τη στιγμή. Κοιτάς, σχεδόν τελετουργικά, το κινητό σου περιμένοντας να χτυπήσει και να εμφανιστεί στην οθόνη η φωτογραφία του, που - απρόθυμα - σε άφησε να βγάλεις όταν πρωτογνωριστήκατε. Πας ακόμα και στην τουαλέτα (με το συμπάθιο) με το κινητό στο χέρι, μην τυχόν και έλθει μήνυμα και δεν το ακούσεις για να απαντήσεις αμέσως. Σκέφτεσαι ποιά μέρα θα σε βολέψει να ταξιδέψεις 160 χιλιόμετρα (και άλλα τόσα για να επιστρέψεις) για να τον δεις έστω και για 5 λεπτά, στην ζούλα, για να του δώσεις να καταλάβει ότι τον σκέφτεσαι, ότι υποφέρεις και εσύ μαζί του. Σε πιάνουν τα κλάματα στη μέση της μέρας, επειδή δεν μπορείς να είσαι δίπλα του, να περάσεις όσα ακριβώς και εκείνος (έστω και αν εσύ το χρέος σου το έκανες - και με το παραπάνω - χρόνια πριν), να τον στηρίξεις, να τον προστατεύσεις. Και δεν έχουν περάσει ούτε καν 24 ώρες. Τί θα γίνει όταν θα πλησιάζουν οι 1080?
Έρωτας, θα πει ίσως κάποιος. Μάλλον, θα απαντήσω. Τουλάχιστον από την πλευρά μου.
J. Jimmy Rose
(…) Και τον βλέπω εκεί! Να τον χτυπάει ο ήλιος (ναι, μου έκανε εντύπωση ο ήλιος!) και αυτός να φοράει κοντό άσπρο παντελόνι, άσπρη φανέλα και άσπρα παπούτσια! (Το άσπρο ήταν το χρώμα του φαίνεται!) Το μαλλί του ήταν χωρίς το ζελέ της προηγούμενης βραδιάς, στεγνό και χτενισμένο προς την μια κατεύθυνση! Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Το τρέμουλο χειρότερο και ο ενθουσιασμός με παρακίνησε να των ρωτήσω:
- Καλά, δεν θα φευγάτε αύριο;
- Ναι αλλά είπαμε να φύγουμε σήμερα. Βασικά για να σας κάνουμε παρέα!
Πέ-θα-να
Μπαίνει αυτός και η συνοδεία του στο λεωφορείο και εμείς να πρέπει να κανονίσουμε τα εισιτήρια. Πάει να τα κόψει η γνωστή και εγώ να είμαι σε αναμμένα κάρβουνα για το ποιες θέσεις θα πάρουμε και αν θα καθίσω κοντά του. Παίρνω το εισιτήριο και ορμώ μέσα. Τον βλέπω να κάθετε στο βάθος με την διπλανή θέση άδεια, σαν να μου έλεγε (η θέση) έλα να καθίσεις εδώ. Βλέπω τον αριθμό στο εισιτήριο και προσπαθώ να εντοπίσω την θέση και να εκνευρίζουμε γιατί να πρέπει να υπάρχουν αριθμημένες θέσεις. Αφού δυσκολεύομαι, τον ρωτάω που είναι οι αριθμοί και απαντάει πως εδώ δεν ισχύουν αριθμοί! Να καθίσω όπου θέλω.
Σαν τρελός, χωρίς να με ενδιαφέρει πλέον για το τι μπορεί να σκεφτούν άλλοι, πάω και κάθομαι δίπλα του! Άσχετο πως υποτίθεται έπρεπε να περιμένω την γνωστή μου και να καθίσουμε μαζί! Αυτό ήταν, επίσημα όλες μου οι άμυνες ήταν σε ύφεση!(…)
apparos
Καθόμαστε στο δωμάτιό σου, οι κουρτίνες μισοτραβηγμένες. Ο ήλιος ζεσταίνει τα πρόσωπα μας και ο αέρας που μπαίνει απο την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα φέρνει μυρωδιές άνοιξης. Το κρεβάτι ημίδιπλο με ένα παχύ αφράτο πάπλωμα, η διάθεσή μας ευχάριστη και νωχελική.
Εσύ καθιστός κοιτώντας προς την αντίθετη πλευρά απο μένα κάτι ζωγραφίζεις σε ένα κομμάτι χαρτί. Μπορεί και να γράφεις, μπορεί και απλώς να μουτζουρώνεις, πάντως φαίνεσαι αφοσιωμένος. Εγώ ξαπλωμένος στα πλάγια κάτι διαβάζω.
Οικειότητα.
Σε κάποια φάση, χωρίς λόγο σηκώνομαι, κάθομαι δίπλα σου και σε πέρνω αγκαλιά. Το μάγουλό σου ακουμπάει στο πλάϊ του λαιμού μου, και είμαι αξύριστος. Ξέρω οτι κάποιες τριχούλες σε τσιμπάνε, αλλα δε δείχνεις να ενοχλείσαι. Καθόμαστε έτσι αρκετή ώρα, σιωπηλοί.
Χαλαροί τελείως, το μόνο που ακούγεται είναι οι ανάσες μας, και ένα ανεπαίσθητο θρόϊσμα απο τα φύλλα των δέντρων που έχει η αυλή. Νιώθω τον χτύπο της καρδιάς σου.
Γυρίζω το κεφάλι μου και μυρίζω τα μαλλιά σου και τη μυρωδιά σου. Η μύτη μου διατρέχει τον αυχένα σου και γλυστράει απαλά προς το λαιμό σου. Σε ακουμπάω και λίγο με τα χείλη μου. Θέλω, αλλα ντρέπομαι και το κάνω και λίγο επίτηδες για να δώ ποια θα είναι η αντίδρασή σου.
Και τότε τα χαλαρά σώματα μας, γίνονται ένα με το μυαλό μας και "σφίγγουν".
Ξαφνικά σταματάω, έχωντας την αίσθηση οτι το παράκανα. Εσύ πέρνωντας μια βαθιά ανάσα που δεν μπόρεσα να καταλάβω αν ήταν αναστεναγμός ή ανακούφιση έπεσες με την πλάτη στο κρεβάτι.
Είδα το φούσκωμα στο τζην σου, αλλα δε χρειαζόταν να το δώ, το ήξερα. Ντράπηκα κι ένιωσα άβολα, ίσως περισσότερο απ'οσο εσύ. Δε μίλησες. Σου είπα οτι φεύγω και μάζεψα γρήγορα τα πράγματά μου σαν τον κλέφτη. Δε μίλησες.
Κοίταζες το ταβάνι με ένα απροσδιόριστα ονειροπόλο βλέμμα σαν να σκεφτόσουν το "what if" του "μετά". Το φούσκωμα εξακολουθούσε να είναι εκεί...
Ήξερα οτι αν καθόμουν θα έχανα τον έλεγχο. Σου είπα οτι φεύγω, πιο πολύ για να μου πεις να μείνω. Δεν ήξερα αν ξενέρωσες επειδή σταμάτησα ή επειδή ξεκίνησα ο,τι έγινε.. υποθέτω πως ούτε κι εσύ, και ούτε θα μάθουμε ποτε.
Έφυγα, και δε μίλησες.
Έμεινες να κοιτάς το ταβάνι, μ'ενα φούσκωμα στο τζην σου, και ίσως χαμογελούσες.
keen on boys
Και βρίσκεσαι ξαφνικά ανήμπορος (τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ). Θέλεις να σηκώσεις το τηλέφωνο να τον καλέσεις, αλλά ξέρεις ότι το έχει στο αθόρυβο και το πιθανότερο είναι να μην μπορέσει να μιλήσει εκείνη τη στιγμή. Κοιτάς, σχεδόν τελετουργικά, το κινητό σου περιμένοντας να χτυπήσει και να εμφανιστεί στην οθόνη η φωτογραφία του, που - απρόθυμα - σε άφησε να βγάλεις όταν πρωτογνωριστήκατε. Πας ακόμα και στην τουαλέτα (με το συμπάθιο) με το κινητό στο χέρι, μην τυχόν και έλθει μήνυμα και δεν το ακούσεις για να απαντήσεις αμέσως. Σκέφτεσαι ποιά μέρα θα σε βολέψει να ταξιδέψεις 160 χιλιόμετρα (και άλλα τόσα για να επιστρέψεις) για να τον δεις έστω και για 5 λεπτά, στην ζούλα, για να του δώσεις να καταλάβει ότι τον σκέφτεσαι, ότι υποφέρεις και εσύ μαζί του. Σε πιάνουν τα κλάματα στη μέση της μέρας, επειδή δεν μπορείς να είσαι δίπλα του, να περάσεις όσα ακριβώς και εκείνος (έστω και αν εσύ το χρέος σου το έκανες - και με το παραπάνω - χρόνια πριν), να τον στηρίξεις, να τον προστατεύσεις. Και δεν έχουν περάσει ούτε καν 24 ώρες. Τί θα γίνει όταν θα πλησιάζουν οι 1080?
Έρωτας, θα πει ίσως κάποιος. Μάλλον, θα απαντήσω. Τουλάχιστον από την πλευρά μου.
J. Jimmy Rose
3 σχόλια:
Aπό προσωπικά βιώματα και εξομολογήσεις άλλο τίποτα...
Que historia!!!
ευχαριστώ! :)
Δημοσίευση σχολίου