Ο «Παρλαμάς» και «τα ζυμαρικά
των Καβάφηδων»
Εζησαν την ίδια εποχή αλλά δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Ιδιωτικοί και δημόσιοι χαρακτηρισμοί εκατέρωθαν συντήρησαν μια ένταση στις
σχέσεις του ποιητή της «Ιθάκης» με τον Κωστή Παλαμά
Μαρία Τσούτσουρα (tanea.gr, 29/04/2013)
Άνισες μοίρες χωρίζουν τους δύο μεγάλους έλληνες
ποιητές του 20ού αιώνα, συνομηλίκους και ορφανούς από τρυφερή ηλικία. Στη
θαλπωρή της πατρίδας, ο Κωστής Παλαμάς (1857-1943) ανέδειξε πρώιμα το ταλέντο
του και σύντομα διορίστηκε γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, θέση
τιμητική, κομβική τότε για τα ελληνικά γράμματα. Η πτώχευση όμως της Αιγύπτου
εξαφάνισε την πατρική περιουσία του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933), ο οποίος
περιπλανήθηκε στην Αγγλία και την Πόλη προτού καταλήξει υπάλληλος της αποικιοκρατικής
βρετανικής υπηρεσίας Αλεξανδρείας, τυπώνοντας τα ποιήματά του σε ιδιωτικά
μονόφυλλα.
Ποίηση και πατρίδα συγκλίνουν για τον Παλαμά αβίαστα,
δρέπει «τα βάγια/ του τραγουδιού ιερά...», τον αγγίζουν στο Μεσολόγγι «της
Δόξας τα φτερά» (1886), ενώ ο Καβάφης ομολογεί πως «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς
λύπην, χωρίς αιδώ/ μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω [του] έκτισαν τείχη» (1896). Η
απαξίωση της ζωής τον προβληματίζει:
Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω
εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω
πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω. (1897)
Η νεοελληνική κριτική επιχείρησε να ενισχύσει τα
σημεία σύγκλισης των δύο ποιητών, οι οποίοι ουδέποτε συναντήθηκαν,
επικοινώνησαν ή αντάλλαξαν έργα, αποδίδοντας τη διάσταση στους εκατέρωθεν
οπαδούς και συρρικνώνοντάς την χρονικά. Πέρα όμως από εμπάθειες, ο
αντικαβαφισμός είναι φαινόμενο με εύρος και διάρκεια: αναδεικνύει τα ερείσματα
δύο ποιητικών τάσεων μέσα στη ζωντανή πραγματικότητα μιας εποχής. Εκδηλώνεται
ήδη το 1903, όταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος επαινεί τη λιτή βραχυλογία ενός ποιητή
από την «κακοχτισμένη, κακοσχεδιασμένη, βρωμερή» (θα πει ο Φόρστερ)
Αλεξάνδρεια. Ετσι ο Παλαμάς, ήρωας του δημοτικισμού στα Ορεστειακά, αποκτά έναν
αναπάντεχο αντίπαλο.
Θαυμάζει ο Ξενόπουλος
τον Κώστα τον Καβάφη
γιατί ένα αποίημα
τον κάθε χρόνο γράφει...
απαντά ακαριαία το δυναμικό περιοδικό Νουμάς και
ανώνυμοι πικρόχολοι λίβελλοι προδίδουν παλαμικές διασυνδέσεις. Η τεχνοτροπία
και η θεματολογία του Καβάφη σοκάρουν, ενώ τα ιστορικά του ποιήματα παρωδούνται
συστηματικά. Οι υποστηρικτές του αποπροσανατολίζονται, συχνά αποσύροντας, όπως
ο Ξενόπουλος, μέρος της εκτίμησής τους, όταν δεν μεταστρέφονται οριστικά.
ΕΛΛΗΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ. Ο παλαμικός «Γύφτος» γιουχάρει τις
πατρίδες, μα πάνω στην ακμή της Μεγάλης Ιδέας Η Φλογέρα του βασιλιά (1910)
χαιρετά πλατύστομα τα «θαμαστά Τέμπια.../ της φύσης παρθενώνα». Στον αντίποδα
όμως του ηρωικού ελληνοκεντρισμού, ο πατριωτισμός του αλεξανδρινού κοσμοπολίτη
υμνεί τη «γη της Ιωνίας» (1911) διαβλέποντας πως «οι Μήδοι επί τέλους θα
διαβούνε».
Όταν, μετά τα μεγάλα έργα, πνευματική κρίση ταλανίζει
τον Παλαμά, διαδίδεται στην Ευρώπη η φήμη του Καβάφη, ο οποίος αρνείται ωστόσο
να εκδοθούν μεταφράσεις του σε μεγάλους λονδρέζικους οίκους καθώς πολλοί
(Ελιοτ, Μαρινέτι) προβάλλουν μέσω αυτών διαφορετικές αισθητικές ή πολιτικές
τάσεις. Παράλληλα, πολλαπλασιάζονται οι δημόσιες διαμαρτυρίες υποστήριξής του,
με κορύφωση αφιέρωμα αθηναϊκού περιοδικού. Ο Νουμάς χαρακτηρίζει
τότε τον «καβαφισμό» ως εξ Αιγύπτου επιδημία και ο Ψυχάρης, παλαιός
συνοδοιπόρος του Παλαμά, αποκαλεί τον αλεξανδρινό «καραγκιόζη της δημοτικής».
«ΡΕΠΟΡΤΑΖ». Στους φιλελληνικούς κύκλους παλαμικής
επιρροής προωθούνται εσπευσμένα μεταφράσεις έργων του αθηναίου βάρδου με στόχο
το Νομπέλ και οι έπαινοι του Καβάφη αποσοβούνται. Συνεντευξιαζόμενος σχετικά, αυτός
δηλώνει: «Ο κ. Παλαμάς είναι μεγάλος λυρικός ποιητής (...) μα του Καβάφη δεν
του αρέσει η λυρική ποίησις». Λίγο αργότερα, ο Παλαμάς χαρακτηρίζει το έργο του
Αλεξανδρινού ως «ρεπορτάζ» από τους αιώνες, μολονότι «μερικά από τα σημειώματά
του πάν' να μοιάσουν σκίτσα ιδεών, που πρόκειται να γίνουν καλά τραγούδια»! Η
απάντηση (το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαιώνεται δημόσια τρις) είναι απείρως
πιο αιχμηρή από το αρνητικό καβαφικό σχόλιο προς τον ίδιο, όμως η αθηναϊκή Εφημερίς επιτιμά
τον Καβάφη σε πολύ δυσάρεστο τόνο, ειδοποιώντας τον «να προσέχη από τας
υπερβολάς των φίλων του». Χαρακτηρίζεται από τον Καζαντζάκη ως «τελευταίο άνθος
ενός πολιτισμού» και φέρεται να «ζει αποκλειστικά κι επίμονα μέσα στην ανησυχία
της υστεροφημίας του», όταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος μελοποιεί Καβάφη.
Αλλοτε επικριτής του, ο Σπύρος Μελάς μεταφέρει από το
Παρίσι τον θαυμασμό της κόμησσας Ντε Νοάιγ και του Ανρί ντε Ρενιέ· αυτό
στοιχίζει πολύ στον Παλαμά, που υπολόγιζε πολύ στη στήριξη των δύο Γάλλων. Και
ενώ ο Καβάφης αποποιείται αντίστοιχη πρόσκληση, εκείνος δημοσιεύει στη γαλλικήΦιγκαρό μελέτη
για τη νεοελληνική λογοτεχνία, όπου αναφέρεται στην «ποιητική... ατεχνία» του
αντιπάλου του. Αντιπρόεδρος πια (και οσονούπω πρόεδρος) της Ακαδημίας Αθηνών,
εκλαμβάνει το τεύχος για τον Καβάφη γαλλόφωνου αλεξανδρινού περιοδικού ως
«μεγαλοφασκέλωμα ομαδικό» προς τον ίδιο, υποβάλλοντας άμεσα τη δημιουργία
ανάλογου αφιερώματος στο δικό του έργο. Ο Νουμάςμέμφεται την
«καβαφική φυλλοξήρα» και οι νεοελληνιστές παραλείπουν συστηματικά στην Ευρώπη
το όνομα του Αλεξανδρινού σε μια διευρυμένη, ομολογεί ο παλαμολάτρης καθηγητής
Λουί Ρουσέλ, «πολεμική της σιωπής».
Εναν μόλις μήνα μετά τον θάνατό του, ο Καβάφης
αποκαλείται «πριαποκαλόγερος», κλεισμένος «μέσα στα σκουπιδαριά των αρχαϊσμών»,
ενώ λοιδορείται το συγκαταβατικό αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον
εκλιπόντα. Επιχειρήματα παλαμικής προέλευσης καταδικάζουν τη φτωχή, άτεχνη
γλώσσα, την πεζολογία ενός το έργου το οποίο, στους αντίποδες της αυτάρεσκης
γλωσσοπλασίας, αξιοποιεί τη διαχρονικότητα της ελληνικής παιδείας, συνδυάζει
νεωτερικά στοιχεία με πανάρχαιες πρακτικές της Δύσης και της Ανατολής σε μια
νέα ποιητική της καθημερινής γλώσσας και οικονομεί ιδανικά μια πολύπλευρη
σκέψη. Κρίμα που, για να θίξει τον Παλαμά, ο Καβάφης αποποιήθηκε τον δικό του
υποβλητικό λυρισμό:
Ενα κερί αρκεί,
το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά
θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης,
σαν έρθουν οι Σκιές. («Για
νάρθουν», 1920)
Κρίμα επίσης που ο σκοτεινός, εξομολογητικός Παλαμάς
της συντριβής,
... αυτός που το μαύρο του εαυτό
βλέπει όλο αγνάντια του... (Δεκατετράστιχα,
1919)
επισκιάζεται από μεγαλόστομα ιδεολογήματα.
Οι εκατέρωθεν φίλοι μετέφεραν ασφαλώς πολύ περισσότερα
απ' όσα υποπίπτουν στην αντίληψη των μεταγενεστέρων· ο Καβάφης αποκαλούσε
φαίνεται Παρλαμά τον Παλαμά και αν αυτός κάποτε παραδέχθηκε την καβαφική
πρωτοτυπία, δεν είχε βέβαια σκοπό να επαινέσει την πλάγια, αφαιρετική της
ειρωνεία. Ο θάνατός του θα απελευθερώσει όμως τον θαυμασμό για τον Καβάφη, του
οποίου η φήμη αυξάνεται ραγδαία στον μεταπολεμικό, μεταποικιοκρατικό κόσμο που
δοκιμάζεται από την πλάνη των ιδεών και αναζητά νέες ταυτότητες. Οι αξίες της
διαφορετικότητας και της ιδιαιτερότητας απορρίπτουν τώρα την ομοφοβία ως
ρατσισμό, καταδικάζουν την ετεροφυλική ασέλγεια και το μεσογειακό πνεύμα της
πολιτισμικής ώσμωσης στη φθίνουσα κοσμοπολιτική Αλεξάνδρεια αναδεικνύεται ως
πηγή ανθρωπισμού.
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ. Ο Καβάφης απευθύνεται άλλωστε ισότιμα
στους ταπεινούς και στους σπουδαίους: αποχαιρετώντας δύο καταραμένες
δυναστείες, Ιθάκη επιλέγει η Τζάκι Κένεντι-Ωνάση για την
εξόδιο ακολουθία της και ο Σον Κόνερι (διάσημος Τζέιμς Μποντ) την απαγγέλλει
στο Διαδίκτυο. Μαορί, Ιρλανδοί, Παλαιστίνιοι, Ισπανοί του Φράνκο και σαμιζντάτ
της Ανατολικής Ευρώπης, ο πόλεμος των χρηματιστηρίων και η τρομοκρατική απειλή
επικαλούνται τους καβαφικούς βαρβάρους.
Ο Παλαμάς μίλησε για τον κόσμο που βίωσε· ο Καβάφης
αντελήφθη επίσης εκείνον που προϋπήρξε και κείνον που θα 'ρθεί, γι' αυτό τα
Νομπέλ του μέλλοντος αναφέρονται στο έργο του (βλ. Κούτσι, 2003). Περιμένοντας
μια νέα ερμηνεία στον σύγχρονο κόσμο, ο Αθηναίος πληρώνει το τίμημα της
μονοσήμαντης εθνικής του δόξας, ενώ ο Αλεξανδρινός δρέπει τους καρπούς της
υστεροφημίας που επιμελήθηκε με αυταπάρνηση.