17.7.10

ΤΟ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ. ΤΟ ΤΡΕΪΛΕΡ




ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ

Για τον Καρλ Σόλομον
Ι.
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και είδαν
αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια, καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο
μέσ’ απ’ τον τοίχο… … …
που βυθίστηκαν όλη νύχτα στο υποβρύχιο φως του Μπίκφορντ έφυγαν αιωρούμενοι
και κάθισαν όλο το απόγευμα με ξινισμένη μπύρα στο έρημο
Φουγκάτζι, ακούγοντας τον τριγμό της καταδίκης
στο υδρογονικό τζουκ μποξ,
που μίλησαν ασταμάτητα εβδομήντα ώρες από το πάρκο στο διαμέρισμα στο μπαρ στο Μπέλβιου
στο μουσείο μέχρι τη Γέφυρα του Μπρούκλυν,
ένα χαμένο τάγμα πλατωνικών συζητητών που πηδούσαν
στις βεράντες απ’ τις εξόδους κινδύνου απ’ τα περβάζια απ’ το Εμπάιαρ Στέητ,
πέρα απ’ το φεγγάρι,
πολυλογώντας ουρλιάζοντας ξερνώντας ψιθυρίζοντας μνήμες
και γεγονότα και ανέκδοτα και πλάκες ηλεκτροσόκ
νοσοκομείων και φυλακές και πολέμους,
ολόκληρες διάνοιες ξερασμένες σε μνημοσύνη ολική για εφτά μερόνυχτα
με λαμπερά μάτια, κρέας για τη Συναγωγή πεταμένο στο
πεζοδρόμιο,
που χάθηκαν στο Ζενικό πουθενά του Νιου Τζέρσευ αφήνοντας πίσω τους
για χνάρια διφορούμενα καρτ ποστάλ του Ατλάντικ Σίτυ Χολ,
υποφέροντας από πυρετούς της Ανατολής και οστεοπάθειες της Ταγγέρης και
ημικρανίες της Κίνας, σε σταδιακή αποτοξίνωση
μέσα σε σκοτεινό επιπλωμένο δωμάτιο στο Νιούαρκ,
που πλανήθηκαν μεσάνυχτα τριγύρω στις σιδηροδρομικές
αλάνες κι αναρωτιόνταν πού να πάνε, και πήγαν, και κανείς
δεν νοιάστηκε … … …
που μαγείρεψαν σαπισμένα ζώα πνευμόνι καρδιά πόδι ουρά σπάλα και τορτίγες
ονειρεύομενοι το αγνό λαχανικό βασίλειο,
που χώθηκαν κάτω από φορτηγά κρεάτων ψάχνοντας για
ένα αυγό,
που πέταξαν τα ρολόγια τους απ’ την ταράτσα για να ρίξουν ψήφο υπέρ της
Αιωνιότητας, έξω απ’ τον Χρόνο, και ξυπνητήρια έπεφταν
κάθε μέρα στα κεφάλια τους για την επόμενη δεκαετία,
που έκοψαν τις φλέβες τους τρεις φορές στη σειρά ανεπιτυχώς,
τα παράτησαν και αναγκάστηκαν να ανοίξουν παλαιοπωλεία
όπου ένιωθαν πως γερνούσαν
κι έκλαιγαν,
που κάηκαν ζωντανοί με τα αθώα φανελένια τους κοστούμια
στη Λεωφόρο Μάντισον μέσα σε εκρήξεις μολυβένιας ποίησης
και τον φουλαριστό κρότο των μελαγχολικών ορδών της
μόδας και τις νιτρογλυκερινικές κραυγές των ξωτικών
της διαφήμισης και τον υπερίτη των απαίσιων διανοούμενων
εκδοτών, ή τους πάτησαν τα μεθυσμένα
ταξί της Απόλυτης Πραγματικότητας … … …
που έπεσαν στα γόνατα μέσα σε απέλπιδες εκκλησίες προσευχόμενοι ο ένας
για την σωτηρία του άλλου και το φως και τα στήθη, μέχρι που η ψυχή
φώτισε τα μαλλιά της για μια στιγμή … … …
Ω Καρλ, όσο εσύ δεν είσαι ασφαλής δεν είμαι ούτε εγώ, και τώρα είσαι
στ’ αλήθεια μέσα στη ζωική σούπα του χρόνου -
και όποιος εν τέλει έτρεξε μέσα στους παγωμένους δρόμους
κυριευμένος από την ξαφνική αναλαμπή της αλχημείας της χρήσης της γεωμετρικής έλλειψης
του καταλόγου του μέτρου και του δονητικού πεδίου,
που ονειρεύτηκε και δημιούργησε ενσαρκωμένα χάσματα στον Χώρο και τον Χρόνο μέσα από
εικόνες συγκρινόμενες, και παγίδεψε τον αρχάγγελο της
ψυχής ανάμεσα σε δύο οπτικά είδωλα και συνένωσε
τα βασικά ρήματα και έβαλε το ουσιαστικό και την παύλα της
συνείδησης μαζί αναπηδώντας με την αίσθηση του
Pater Omnipotens Aeterna Deus
για να δημιουργήσει πάλι το μέτρο και την σύνταξη της φτωχής ανθρώπινης πρόζας και
να σταθεί μπροστά σου άφωνος και ευφυής και
τρεμάμενος από ντροπή, απορριμμένος μα εξoμολογώντας
την ψυχή για συμπόρευση με τον ρυθμό της σκέψης μες στο
γυμνό του και ατέλειωτο κεφάλι,
ο τρελός αλήτης και άγγελος μπιτ μέσα στον Χρόνο, άγνωστος,
θέτοντας όμως εδώ αυτό που ίσως αξίζει να ειπωθεί
στον χρόνο μετά τον θάνατο,
και αναστήθηκε μετενσαρκωμένος με τα φασματικά ρούχα της τζαζ μέσα στον χρυσοκέρατο
ίσκιο της μπάντας και έπαιξε τον πόνο του
γυμνού μυαλού της Αμερικής για την αγάπη μ’ ενός σαξόφωνου την κραυγή ηλί ηλί
λαμά σαβαχθανί που ρίγησε
τις πόλεις ως το τελευταίο ραδιόφωνο,
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη βγαλμένη απ’ τα
κορμιά τους τροφή καλή για χίλια χρόνια.

Άλεν Γκίνσμπεργκ: Το Ουρλιαχτό (Ηριδανός)
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς (yannislivadas.blogspot.com)

1 σχόλιο:

Tales from the other side of town είπε...

Πολύ ωραία, και, καλύτερη μετάφραση - ειδικά αυτό το χαλασμένα απ' την τρέλα, στο λαιμό μου καθότανε.